ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C351
(2016) 3 ΑΑΔ 308
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 146/2014)
12 Ιουλίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΕΛΙΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 23.10.2015 ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΦΕΣΗΣ ΛΟΓΩ ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ
ΜΕ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
_ _ _ _ _ _
Α. Κατσουρίδης για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες-Καθ΄ ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη-Αιτήτρια.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η Εφεσίβλητη-αιτήτρια επιζητούσε την ακύρωση απόφασης των Εφεσειόντων-καθ΄ ων η αίτηση, ημερομηνίας 3.8.2011, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για μετάταξη στην επιστημονική πυραμίδα του Τμήματος Παροχής Τουριστικών Υπηρεσιών του ΚΟΤ. Ηταν η ουσία των θέσεων της Εφεσίβλητης ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχείρισης με τους υπόλοιπους Λειτουργούς Επιθεώρησης που κατείχαν πανεπιστημιακά προσόντα και οι οποίοι αναβαθμίστηκαν μισθολογικά και μεταφέρθηκαν στην επιστημονική πυραμίδα του ΚΟΤ.
Πρωτοδίκως, η Εφεσίβλητη δικαιώθηκε και η επίδικη πράξη ακυρώθηκε επί της ουσίας. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η προσβληθείσα πράξη παραβίαζε την απόφαση πολιτικής των Εφεσειόντων ημερομηνίας 19.2.2010, στην οποία και στηρίχθηκε και η οποία με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι περιόριζε το δικαίωμα μετάταξης της Εφεσίβλητης.
Η πρωτόδικη απόφαση, ημερομηνίας 25.9.14, προσβάλλεται ως εσφαλμένη με ένα και μόνο λόγο έφεσης, ο οποίος εδράζεται στη θέση ότι είναι λανθασμένη η προσέγγιση του Δικαστηρίου πως η επίδικη πράξη συγκρουόταν ή παραβίαζε την πιο πάνω απόφαση πολιτικής. Αντικείμενο όμως της παρούσας απόφασης δεν συνιστά ο υπό αναφορά λόγος έφεσης, αλλά αίτηση της Εφεσίβλητης η οποία παρεμβλήθηκε, ημερομηνίας 23.10.2015. Αξιώνεται:
«Α. Απόφαση και/ή διαταγή του Δικαστηρίου με το οποίο να καθορίζεται και/ή να κριθεί εάν ο Εφεσείων/Καθ΄ ου η αίτηση δικαιούται χωρίς να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση ημερ. 25.9.14 να προωθεί δικονομικά, κατά το Σύνταγμα και τη Νομολογία, την ΄Εφεση.
Β. Οποιαδήποτε άλλη διαταγή ήθελε το Δικαστήριο.»
Είναι η ουσία της προσέγγισης του ευπαίδευτου συνήγορου της Εφεσίβλητης ότι η παράλειψη των Εφεσειόντων να συμμορφωθούν πλήρως, μέσω επανεξέτασης, με την ακυρωτική απόφαση, συνιστά παραβίαση του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος και αποτελεί περιφρόνηση προς την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου. Προεκτείνοντας, έθεσε ότι η καταχώρηση αναθεωρητικής έφεσης, κατά πάγια νομολογία, δεν αναστέλλει την πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση, η οποία παραμένει δεσμευτική για κάθε όργανο, που υποχρεούται σε ενεργό συμμόρφωση προς αυτήν. Υπό το πρίσμα αυτό, ήταν η κατάληξη του ευπαίδευτου συνήγορου, οι Εφεσείοντες θα έπρεπε να συμμορφωθούν με το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης, ανεξάρτητα της έφεσής τους, η οποία εάν συνεχίσει θα έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και θα επιφέρει πρόσθετη αδικία στην Εφεσίβλητη.
Οι Εφεσείοντες ενίστανται, προβάλλοντας ότι η υπό κρίση αίτηση στερείται ουσιαστικού και νομικού ερείσματος, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και αντιβαίνει προς το ΄Αρθρο 30 του Συντάγματος.
Προς στήριξη της ένστασης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι υπήρξε συμμόρφωση στην ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, αφού η επίδικη πράξη εξαφανίστηκε με την ακύρωσή της. Προεκτείνοντας, έθεσε ότι ναι μεν οι Εφεσείοντες δεν προχώρησαν σε επανεξέταση, πλην όμως, με δεδομένη τη φύση της επίδικης πράξης, συμμορφώθηκαν πλήρως με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου παραμερίζοντας την προσβληθείσα πράξη και επαναφέροντας τα πράγματα στην προτέρα τους θέση, δηλαδή στο στάδιο εξέτασης του αιτήματος της Εφεσίβλητης. Υπό την επιφύλαξη αυτή, ήταν περαιτέρω εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου ότι έστω και αν κριθεί ότι οι Εφεσείοντες θα έπρεπε να προβούν σε περαιτέρω επανεξέταση, το αίτημα της Εφεσίβλητης και πάλι δεν θα είχε νομικό έρεισμα στην απουσία ειδικής νομοθετικής ρύθμισης η οποία να προβλέπει σχετικά.
Κατ΄ ακολουθία του ΄Αρθρου 146.5 του Συντάγματος, η Διοίκηση, μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης, υποχρεούται «εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην». Προς τον σκοπό αυτό επανεξετάζει το εγερθέν ζήτημα με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα από το Δικαστήριο απόφαση (Republic v. Nissiotou (1985) 3 CLR 1335, Kyriacou v. Minister of Interior (1988) 3 CLR 643). Όπως λέχθηκε στην απόφαση Μαυρομάτη κα ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1990) 3 ΑΑΔ 3943, το καθήκον της Διοίκησης προς συμμόρφωση προσδιορίζεται από το ΄Αρθρο 146.5 του Συντάγματος κατά τρόπο επιτακτικό και οριοθετείται ως καθήκον που επιβάλλει την εξαφάνιση των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας πράξης και την αποκατάσταση της τάξης πραγμάτων που ίσχυε πριν την έκδοσή της. Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών, έχει επίσης νομολογηθεί ότι η παράλειψη αποκατάστασης της νομιμότητας με την εξαφάνιση της πράξης, συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης υποχρέωσης που θέτει το πιο πάνω ΄Αρθρο του Συντάγματος, υποκείμενη σε αναθεώρηση βάσει του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος (Εγγλεζάκη και άλλες ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 ΑΑΔ 697).
Πάγια νομολογία αναγνωρίζει ότι η άσκηση έφεσης δεν επιφέρει αυτόματα την αναστολή της πρωτόδικης απόφασης, εκτός εάν εκδοθεί ρητή διαταγή, βάσει των προνοιών της Δ.35, θ.18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (Κ.Ο.Α. ν. Σάββα (2001) 3 ΑΑΔ 1110). Συνεπώς, πρωτόδικη απόφαση θεωρείται ως τελική και διατηρεί τον τελικό αυτό χαρακτήρα της έστω και αν έχει καταχωρηθεί έφεση, εκτός βεβαίως και αν ανατραπεί, οπόταν το ανατρεπτικό αποτέλεσμα επενεργεί αναδρομικά (Kyproxil Designs v. Panos Englezos (1988) 1 CLR 546).
Στην υπό κρίση περίπτωση ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων έθεσε ότι υπήρξε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, αφού η επίδικη πράξη εξαφανίστηκε με την ακύρωσή της, δεχόμενος όμως ότι δεν προχώρησαν οι Εφεσείοντες σε επανεξέταση.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Οι λόγοι που ακυρώθηκε η απόφαση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου φαίνονται στην πρωτόδικη απόφαση και ανάγονται κυρίως στη δικαστική κρίση ότι το δικαίωμα της εφεσίβλητης για μετάταξη δεν περιοριζόταν με κανένα τρόπο από την απόφαση πολιτικής των Εφεσειόντων ημερομηνίας 19.1.2010.
Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελίδα 281:
«Η Διοίκησις υποχρεούται, απαγγελθείσης υπό του Σ.Ε. της ακυρώσεως πράξεώς τινός, να συμμορφωθή προς το περιεχόμενον της αποφάσεως αναλόγως των εκάστοτε περιστάσεων, διά θετικής ενεργείας ή ν΄ απόσχη από πάσης ενεργείας αντιτιθεμένης προς τα υπό του Σ.Ε. κριθέντα.»
Όπως επιβεβαιώνεται στην πολύ πρόσφατη απόφαση Επαμεινώνδα κ.α. ν. Δήμου Λεμεσού, ΑΕ 27/2009, ημερ. 28.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:C177:
«Η «ενεργός συμμόρφωση», που προνοείται στο εδάφιο 5 του άρθρου 146 του Συντάγματος παραπέμπει στην υποχρέωση της διοίκησης να επανεξετάζει υπό το φως του ακυρωτικού αποτελέσματος.»
Στην απόφαση Κ.Ο.Α. (ανωτέρω), που αφορούσε περίπτωση προαγωγής, κρίθηκε ότι η διοίκηση συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση παραμερίζοντάς την και προβαίνοντας και σε επανεξέταση του αντικειμένου της προηγούμενης απόφασης, με το ίδιο αποτέλεσμα. Η Ολομέλεια κατέληξε ως ακολούθως, στη σελίδα 1114:
«Η επανεξέταση έχει ως αντικείμενο την πλήρωση του κενού που δημιουργείται από την ακυρωθείσα απόφαση. Μέσω της επέρχεται η πλήρωση του κενού, με την έκδοση νέας απόφασης. Αποδοχή της εξαφάνισης της πρώτης αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση νέας διοικητικής απόφασης.»
Συνεπώς, η Διοίκηση ύστερα από ακυρωτική απόφαση, βαρύνεται με διπλό καθήκον προς συμμόρφωση: Αφενός να αποκαταστήσει τη νομιμότητα με την εξαφάνιση της ακυρωθείσας πράξης και αφετέρου να προβεί το ταχύτερο δυνατό σε επανεξέταση και λήψη νέας απόφασης.
Στην ενώπιόν μας περίπτωση προβάλλει ως ουσιαστικό δεδικασμένο της πρωτόδικης απόφασης η κρίση ότι η προσβληθείσα πράξη παραβίαζε την απόφαση πολιτικής των Εφεσειόντων, στην οποία και στηρίχθηκε και η οποία με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι περιόριζε το δικαίωμα μετάταξης της Εφεσίβλητης. Υπό το πρίσμα αυτής της κατάληξης του Δικαστηρίου θα έπρεπε να κινηθεί η πλευρά των Εφεσειόντων, προβαίνοντας σε επανεξέταση και εκδίδοντας, το συντομότερο δυνατό, νέα απόφαση, προκειμένου να συμμορφωθεί με την εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου. Επομένως έχει όντως σημειωθεί παράλειψη συμμόρφωσης, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 146.5 του Συντάγματος.
Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει, το οποίο συνιστά και το κομβικό σημείο προς απόφανση στην ενώπιόν μας περίπτωση, είναι το κατά πόσο η παράλειψη συμμόρφωσης αγγίζει το δικαίωμα των Εφεσειόντων προς καταχώρηση και προώθηση της έφεσής τους εναντίον της πρωτόδικης απόφασης. Κατά πόσο, κατ΄ ανάλογο τρόπο, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν θα έπρεπε το Δικαστήριο να ακούσει τους Εφεσείοντες προτού αυτοί συμμορφωθούν.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 ΑΑΔ 203, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κλήθηκε να εξετάσει τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης της Διοίκησης με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ηγέρθηκε δε, ως κεντρικό ερώτημα, το εάν οι εφεσείοντες ήταν υπόλογοι περιφρόνησης Δικαστηρίου, με δεδομένη την άρνησή τους να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση και εάν, υπό τις συνθήκες αυτές, θα μπορούσαν να δικαστούν. Η πλειοψηφία, αφιστάμενη και διαφωνώντας με προηγούμενη νομολογία (R. v. Nissiotou (1985) 3 ΑΑΔ 1335 και Kyriacou v. Minister of Interior (1988) 3 ΑΑΔ 643), την αναθεώρησε. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει συνταγματική ή νομοθετική διάταξη που να καθιστά οποιουσδήποτε λειτουργούς ή όργανα που δεν συμμορφώνονται με ακυρωτικές αποφάσεις αναθεωρητικής δικαιοδοσίας ως ένοχους του παραπτώματος της περιφρόνησης του Δικαστηρίου και υποκείμενους σε οποιαδήποτε ποινή.
Θεωρήθηκε ορθή η επέμβαση και εγκατάλειψη της προηγούμενης νομολογίας χάριν της προσήλωσης στην ερμηνεία των συνταγματικών και νομοθετικών κειμένων που ένα Δικαστήριο πρέπει να έχει στην άσκηση της ερμηνευτικής του εξουσίας. Τέθηκαν ως λόγοι που καθιστούσαν επιβεβλημένη τη διαφοροποίηση ότι η παράγραφος 4 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος εξαντλητικά δίδει την έκταση των εξουσιών του ακυρωτικού Δικαστηρίου και καμιά άλλη εξουσία. Από την άλλη μεριά η παράγραφος 5 του πιο πάνω ΄Αρθρου καθορίζει το δεσμευτικό των δηλωτικών ή ακυρωτικών αποφάσεων. Αποφασίστηκε, περαιτέρω, ότι οι θεραπείες τις οποίες έχει ένας αιτητής που πέτυχε προς όφελος του ακυρωτική απόφαση, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, καθορίζονται από την παράγραφο 6 του ΄Αρθρου 146. Υπό το πρίσμα αυτό κρίθηκε ότι πουθενά δεν διαφαίνεται στην υπό αναφορά παράγραφο 6 ότι αιτητής που πέτυχε ακύρωση διοικητικής πράξης δικαιούται να καταχωρήσει αίτηση εναντίον αρχής ή οργάνου για περιφρόνηση Δικαστηρίου. Υπεδείχθη ακόμα ότι η παράλειψη συμμόρφωσης προς ακυρωτικές αποφάσεις που εκδίδονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου αποτελεί παράβαση του Συντάγματος και όχι μη συμμόρφωση ή ανυπακοή προς απόφαση ή διαταγή του Δικαστηρίου. Με αυτό ως δεδομένο, κρίθηκε ότι οι υπό αναφορά αποφάσεις δεν έχουν από μόνες τους το χαρακτηριστικό της επιταγής ή διαταγής που φέρει ένα απαγορευτικό ή επιτακτικό Διάταγμα και, συνεπώς, δεν τίθεται θέμα περιφρόνησης του Δικαστηρίου και, κατ΄ ακολουθία, θέμα άρνησης του Δικαστηρίου να ακούσει τους Εφεσείοντες.
Ο δικαστικός λόγος της Θαλασσινού ακολουθήθηκε στη συνέχεια από την Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 77 και πιο πρόσφατα από την Επαμεινώνδα (ανωτέρω). Στην τελευταία, η Ολομέλεια - δίδοντας προέκταση στα λεχθέντα στο καταληκτικό μέρος της Θαλασσινού ότι το μειονέκτημα της αδυναμίας εκτέλεσης των δηλωτικών αποφάσεων μετριάζεται από το γεγονός ότι στη σφαίρα του Δημοσίου Δικαίου, ως θέμα χρηστής διοίκησης, τα διοικητικά όργανα οφείλουν να ενεργούν υπεύθυνα και να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις αυτές, όπως έχουν καθήκον να πράξουν κάτω από την παράγραφο 5 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος - πρόσθεσε τα ακόλουθα:
«Η απουσία μηχανισμού για την αποτελεσματική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων, της φύσεως που εδώ απασχολεί, ορθά δεν αμβλύνει την απόλυτη υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση. Η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης περιλαμβάνει και την εφαρμογή των διοικητικών δικαστικών αποφάσεων (δέστε Τhe role of judges in the enforcement of judicial decisions, Opinion No. 13 adopted by the Consultative Council of European Judges (CCJE)).
Η καταδικαστική απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Hornsby v Greece, Application no. 18357/91 ημερομηνίας 19.3.1997 έφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης των διοικητικών αρχών προς της δικαστικές αποφάσεις. Κρίθηκε πως το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη θα ήταν άνευ περιεχομένου εάν η εθνική έννομη τάξη ενός συμβαλλόμενου κράτους επέτρεπε τη μη εφαρμογή μίας οριστικής δεσμευτικής δικαστικής απόφασης, ενώ υποδείχθηκε παράλληλα η σύμπτωση των συμφερόντων των διοικητικών αρχών, οι οποίες αποτελούν συστατικό στοιχείο κράτους υποκείμενου στο κράτος δικαίου, με την ανάγκη για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η αποτελεσματική προστασία ενός διάδικου, ειδικά σε διοικητικές δικαστικές διαδικασίες, και η αποκατάσταση της νομιμότητας προϋποθέτουν την υποχρέωση των διοικητικών αρχών να συμμορφωθούν με τις δικαστικές αποφάσεις. Όταν οι διοικητικές αρχές αρνούνται ή αποτυγχάνουν ή καθυστερούν να συμμορφωθούν, οι εγγυήσεις, που απολαμβάνει ο διάδικος δυνάμει του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ κατά τη δικαστική φάση της διαδικασίας στερούνται του σκοπού τους (devoid of purpose). Οι καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ εναντίον της Ελλάδας στην Hornsby και άλλες υποθέσεις που την ακολούθησαν, τελικά οδήγησαν την ελληνική πολιτεία στην αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων και την ψήφιση του εκτελεστικού του Συντάγματος Νόμου 3068/2002 αναφορικά με τη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, ο οποίος καθιερώνει ένα σύστημα ελέγχου της συμμόρφωσης της Διοίκησης.
Αποτελεί θεμελιακή υποχρέωση του κράτους, δυνάμει του Άρθρου 13 της ΕΣΔΑ[3], να παρέχεται αποτελεσματικό ένδικο μέσο, στην περίπτωση που τα δικαιώματα και οι ελευθερίες ενός ατόμου, με βάση τη Σύμβαση, παραβιάζονται. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών στο δικό μας δικαϊκό σύστημα, σε αντίθεση με κάποια άλλα δικαϊκά συστήματα,[4] δεν επιτρέπει όμως στο δικαστήριο, νομοθετώντας ουσιαστικά, να πληρώσει κενό δικαίου (δέστε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 648). Εναπόκειται στο νομοθέτη να ενεργήσει στα πλαίσια της δοθείσας προσφάτως ρητής εξουσιοδότησης από το Σύνταγμα, με το άρθρο 146.5Α, σύμφωνα με το οποίο:
«5Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δικαστήριο το οποίο εκδίδει απόφαση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, έχει δικαιοδοσία ως νόμος ήθελε ορίσει, να εξετάζει και να αποφασίζει κατά πόσον υπήρξε ενεργός συμμόρφωση σε απόφασή του δυνάμενο να επιβάλει κυρώσεις εναντίον μη συμμορφουμένου.»»
Εχουμε λοιπόν καταλήξει στο συμπέρασμα, οδηγούμενοι από το σύνολο των αρχών που παραθέσαμε πιο πάνω, ότι δεν παρέχεται η εξουσία στο Δικαστήριο απόδοσης θεραπείας στη βάση που η Εφεσίβλητη αξιώνει με την υπό κρίση αίτηση και η οποία θα οδηγεί στην εξουδετέρωση του εκ του νόμου κατοχυρωμένου δικαιώματος των Εφεσειόντων για καταχώρηση έφεσης. Οι θεραπείες που δικαιούται η Εφεσίβλητη καθορίζονται από την παράγραφο 6 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος και μορφοποιούνται στην επιδίωξη δικαστικώς αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας, προς το σκοπό επιδίκασης δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας την οποία το Δικαστήριο έχει την εξουσία να παράσχει. Περαιτέρω, παράλειψη συμμόρφωσης με ακυρωτική απόφαση κατά παράβαση του ΄Αρθρου 146.5 του Συντάγματος, συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης υποχρέωσης που θέτει το εν λόγω ΄Αρθρο, υποκείμενη σε αναθεώρηση και ακύρωση βάσει του ΄Αρθρου 146.1 (Εγγλεζάκη (ανωτέρω) σελίδα 702).
Υπό το φως των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, εις βάρος της Εφεσίβλητης - αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΣΦ.