ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Χρ. Μιχαηλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα. (κα), ασκούμενη δικηγόρος, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-07-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 137/2010, 19/7/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:C369

(2016) 3 ΑΑΔ 339

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 137/2010)

(Υπόθεση Αρ. 428/2008)

 

19 Ιουλίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,

Εφεσείων/Αιτητής,

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση.

 

_________

 

Χρ. Μιχαηλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Μ. Χατζηαθανασίου

 (κα), ασκούμενη δικηγόρος, για την Εφεσίβλητη.

Καμία εμφάνιση, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

_________

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.

_________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων/αιτητής αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απερρίφθη η προσφυγή του εναντίον της απόφασης της εφεσίβλητης/καθ΄ης η αίτηση να διορίσει τα ενδιαφερόμενα μέρη, αντί του ιδίου, για την πλήρωση δύο κενών θέσεων Ανώτερου Λειτουργού Φυλακών, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.

 

Για την πλήρωση των εν λόγω θέσεων υποβλήθηκαν 25 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων αυτή του εφεσείοντα και των δύο ενδιαφερομένων μερών. Η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε επτά άτομα, μεταξύ των οποίων τον εφεσείοντα και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Η ΕΔΥ υιοθέτησε τη θέση της Συμβουλευτικής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Βατυλιώτου (στο εξής ΕΜ1) ικανοποιεί την παρ. 2 των απαιτούμενων προσόντων οκταετούς διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση, ενόψει των πραγματικών της καθηκόντων. Περαιτέρω, διαφωνώντας με τη Συμβουλευτική έκρινε ότι το ΕΜ1 κατέχει το πλεονέκτημα. Αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος Πέγκα (στο εξής ΕΜ2), η ΕΔΥ έκρινε ότι αυτός ικανοποιεί την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, με βάση επιτυχία σε γραπτή εξέταση που διεξήγαγε η ΕΔΥ σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας.

 

Η ΕΔΥ κάλεσε στη συνέχεια σε προφορική εξέταση έξι υποψήφιους μεταξύ των οποίων τον εφεσείοντα και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Μετά το πέρας της εξέτασης, ο Διευθυντής εξέθεσε τις κρίσεις του αναφορικά με την απόδοση όλων των υποψηφίων και προτού αποχωρήσει, σύστησε για διορισμό τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ακολούθως, η ΕΔΥ, υπό το φως των κρίσεων του Διευθυντή, αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, προχώρησε σε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη ως τα πλέον κατάλληλα, προσφέροντάς τους διορισμό στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Φυλακών από 15.2.2008.

 

Όλοι οι λόγοι ακύρωσης που προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα, απορρίφθηκαν πρωτοδίκως και με ισάριθμους λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η συμμετοχή του κ. Μιχάλη Χατζηδημητρίου, Διευθυντή των Φυλακών, στη Συμβουλευτική Επιτροπή, και ως Διευθυντή του Τμήματος που προσήλθε στην ΕΔΥ και υπέβαλε συστάσεις, ήταν παράνομη και η περί του αντιθέτου απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου λανθασμένη. Η εισήγηση του εφεσείοντα βασίζεται στην ύπαρξη αντιδικίας μεταξύ του εφεσείοντα και του Διευθυντή των Φυλακών, η οποία καθιστούσε τη συμμετοχή του αντίθετη με την εγγύηση αμερολήπτου κρίσεως αντικειμενικώς κρινόμενη. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων είχε καταχωρήσει την προσφυγή 1103/2006 εναντίον του διορισμού του Χατζηδημητρίου στη θέση του Διευθυντή Τμήματος Φυλακών, αντί του ιδίου, στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 3.10.2007. Ο Χατζηδημητρίου, δήλωσε κατά την πρώτη συνεδρία της Συμβουλευτικής στις 7.9.2006, το γεγονός αυτό, όμως,  μετά από σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, θεωρήθηκε ότι η συμμετοχή του ήταν επιτρεπτή με αποτέλεσμα αυτός να συμμετάσχει τόσο στη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και αργότερα ως Διευθυντής του Τμήματος που υπέβαλε συστάσεις.

 

Ο αδελφός μας Δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή έκρινε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι ο κ. Χατζηδημητρίου είχε οποιοδήποτε προσωπικό συμφέρον έναντί του που θα μπορούσε να επηρεάσει την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Περαιτέρω, ανέφερε ότι, «Η εκκρεμούσα αντιδικία δεν μπορούσε από μόνη της να θεωρηθεί ως στοιχείο προκατάληψης. Ο αποκλεισμός επιβάλλεται μόνο όπου υπάρχει το στοιχείο του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος του μέλους της συμβουλευτικής Επιτροπής σε βαθμό που να κλονίζεται το εχέγγυο της αμερόληπτης κρίσης. Εδώ δεν εξειδικεύεται η ύπαρξη τέτοιου στοιχείου και συνεπώς κρίνω αβάσιμο τον προμνησθέντα λόγο ακύρωσης. Δημοκρατία ν. Βραχίμης Χ»Χάννας (2003) 3 ΑΑΔ 554 και Christou v. The Republic (1980) 3 CLR 437

 

Η κα Μιχαηλίδου, κατά τη συζήτηση της έφεσης, διευκρίνισε ότι αφ΄ εαυτής η ύπαρξη αντιδικίας μεταξύ του εφεσείοντα και του Διευθυντή δημιουργεί μία ιδιάζουσα σχέση και δεν απαιτείται να παρατεθούν περιστάσεις τέτοιες που να αποδεικνύουν ότι  υπάρχει αμεροληψία κρίσης. Παρέπεμψε δε στις υποθέσεις Λεωνίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 819/2012, ημερομηνίας 22.2.2013, και Κυπριακής Δημοκρατίας ν. Αντώνη Αντωνίου (2012) 3 ΑΑΔ 326, προς υποστήριξη των θέσεών της.

 

Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της εφεσίβλητης. Η κα Κοτσώνη εισηγήθηκε πως οι υποθέσεις Λεωνίδου και Αντωνίου (πιο πάνω) δεν εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση και πως ο εφεσείων δεν απέδειξε ιδιάζουσα σχέση μεταξύ του ιδίου και του Διευθυντή Φυλακών. Η αντιδικία που υπήρξε μεταξύ τους το 2006, η οποία τερματίστηκε το 2007, δεν αποδεικνύει μεροληψία εκ μέρους του Διευθυντή. Σημειώνεται, συναφώς, ότι κατά το στάδιο που εκκρεμούσε η προσφυγή εκείνη, ο Διευθυντής είχε συστήσει, μεταξύ άλλων, και τον εφεσείοντα για την επίδικη θέση. Όταν δε στις 25.1.2008 ο Διευθυντής εξέφρασε την κρίση του αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων, όπου σύστησε για διορισμό τα ΕΜ1 και ΕΜ2, δεν υφίστατο οποιαδήποτε αντιδικία μεταξύ τους.

 

Στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Αντωνίου (πιο πάνω), η Δημοκρατία αμφισβήτησε την ορθότητα της ακύρωσης της απόφασης της ΕΔΥ για προαγωγή του ΕΜ για το λόγο ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε, λόγω της συμμετοχής σ΄ αυτή του Διευθυντή του αρμοδίου Τμήματος, η οποία δεν παρείχε εγγύηση αμερόληπτης κρίσης, αντικειμενικά κρινόμενης. Η Ολομέλεια έκρινε ότι η συνεχής δικαστική αντιπαράθεση μεταξύ τους σε σχέση με τη θέση του Διευθυντή του Τμήματος υπό την ιδιότητα του οποίου ο Διευθυντής συμμετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή, αφαιρεί από τη σύνθεση της Επιτροπής την απαραίτητη εγγύηση αμερόληπτης κρίσης της αντικειμενικά κρινόμενης. Στα πλαίσια της πιο πάνω απόφασης, η Ολομέλεια θεώρησε ότι από τη στιγμή που τίθεται ζήτημα αντικειμενικής αδυναμίας συμμετοχής του Διευθυντή στη σύνθεση της Συμβουλευτικής, λόγω αντιδικίας που υπήρχε μεταξύ τους, και όχι ζήτημα αμεροληψίας του, δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα αποφασισθέντα στη Christou v. Republic (πιο πάνω). Αναφέρθηκε, περαιτέρω, ότι προκειμένου να κριθεί το ζήτημα της αντικειμενικής αδυναμίας, δεν εξετάζεται εάν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράγματι μεροληπτική. Εξετάζονται τα περιστατικά της υπόθεσης για να διαπιστωθεί κατά πόσο συνάγεται ότι η σύνθεση του διοικητικού οργάνου δεν παρέχει εγγύηση αμερόληπτης κρίσης επειδή μέλος του έχει ιδιάζουσα σχέση ή συμφέρον για την έκβασή της.

 

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929 - 1959, σελ. 111, σε σχέση με αυτό το ζήτημα, αναφέρονται τα εξής:

 

«Εν τούτοις το Σ. τ. Ε. δέχεται την αρχήν, καθ' ην τα όργανα της Διοικήσεως δέον να παρέχωσιν εγγύησιν αμερολήπτου κρίσεως, οσάκις δε τα μέλη του συλλογικού οργάνου συνδέονται διά δεσμών ή ιδιαζούσης σχέσεως προς τα πρόσωπα, εις α αφορά η κρινομένη υπόθεσις, ή έχουσι συμφέρον εις την έκβασίν της, δημιουργείται τεκμήριον επηρεασμού τούτων, κλονίζον την πεποίθησιν του διοικουμένου επί το αδιάβλητον της κρίσεως των οργάνων.  Η συμμετοχή, όθεν, μέλους παρ' ω υφίσταται ο κατά τα άνω δεσμός ή σχέσις ή συμφέρον, δημιουργεί κακήν σύνθεσιν του συλλογικού οργάνου επαγομένην ακυρότητα των πράξεων αυτού.  ... 

 

Προκειμένου συνεπώς να κριθή το κύρος της ούτω εκδοθείσης πράξεως δεν εξετάζεται εάν αύτη είναι πράγματι μεροληπτική :  ...»

 

 

Ανάλογα έχουν αναφερθεί και στη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα, (πιο πάνω), από όπου, τα πιο κάτω (σελ. 558):

 

«Το κριτήριο της προκατάληψης δεν είναι τόσο περιορισμένο ώστε να αποκλείει αναφορά σε ιδιαίτερο ενδιαφέρον που να συναρτάται με άλλη διαδικασία, ούτε βεβαίως η προκατάληψη κρίνεται υποκειμενικά ώστε να απαιτείται απόδειξη πραγματικής τοιαύτης.  Κυρίαρχο στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση παραμένει όχι απλώς η αντιδικία του Εφεσίβλητου με τον κ. Παπαρίδη σε άλλη προσφυγή αλλά και ιδιαιτέρως το ότι η αντιδικία στην προσφυγή εκείνη αφορούσε προαγωγή του κ. Παπαρίδη στην ίδια θέση, στα πλαίσια της οποίας ήταν σχετική η διαπίστωση της ανταπόκρισης των ίδιων προσόντων του Εφεσίβλητου στις απαιτήσεις του ίδιου σχεδίου υπηρεσίας.  Και όχι μόνο τούτο.  Όπως προέκυψε από τη συζήτηση της έφεσης, ενδεχόμενη επιτυχία του Εφεσίβλητου στην προσφυγή εκείνη θα επηρέαζε και τη μετέπειτα προαγωγή του κ. Παπαρίδη στη θέση του Διευθυντή Διοίκησης, υπό την οποία ιδιότητα συμμετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, δεν υπήρχε το στοιχείο του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος του μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σε βαθμό που να κλονίζεται το εχέγγυο της αμερόληπτης κρίσης. Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Αντωνίου (πιο πάνω), ως προς τα γεγονότα. Εδώ, εκκρεμούσε προσφυγή του εφεσείοντα κατά το στάδιο όπου έγιναν οι συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπου, μεταξύ άλλων, επελέγη και ο εφεσείων. Κατά το στάδιο που ο Διευθυντής έδιδε την κρίση του για τους υποψηφίους, δεν υπήρχε αντιδικία μεταξύ τους.

 

Με βάση αυτά τα στοιχεία, δεν κρίνουμε ότι υπήρχε τέτοια ιδιάζουσα σχέση μεταξύ εφεσείοντα και Διευθυντή έτσι ώστε να τίθεται ζήτημα αντικειμενικής αδυναμίας συμμετοχής του Διευθυντή Φυλακών στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Όπως τέθηκε το θέμα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και ενώπιόν μας, δεν υπήρχε άλλο στοιχείο πέραν της αντιδικίας που υφίστατο από το 2006 μέχρι το 2007, στην Προσφυγή αρ. 1103/2006. Η ύπαρξη μόνο αυτής της αντιδικίας στο στάδιο μάλιστα όπου ο Διευθυντής συμμετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία σύστησε τον εφεσείοντα και το γεγονός ότι κατά το στάδιο που ο Διευθυντής έδιδε την κρίση του για τους υποψήφιους έπαυσε να υπάρχει αντιδικία μεταξύ τους, δεν μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα ότι κλονίστηκε το εχέγγυο της αμερόληπτης κρίσης.

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η ΕΔΥ προέβη σε δέουσα έρευνα σχετικά με τη διαπίστωση του προσόντος της οκταετούς διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση, που απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, παρ. 3(2), απαιτείτο «οκταετής τουλάχιστον διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση ή/και άσκηση της δικηγορίας». Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καταγράφηκαν με γενικότητα τα προσόντα, η πείρα και το πλεονέκτημα των ενδιαφερομένων μερών. Ο δε υπηρεσιακός φάκελος του ΕΜ1 υποδηλοί ότι από το 1991 μέχρι το έτος 2000 αυτή δεν βαθμολογείτο στο στοιχείο των διοικητικών ικανοτήτων, καθότι δεν ασκούσε διοικητικά καθήκοντα και άρχισε να βαθμολογείται το 2001. Από τότε, όμως, μέχρι το 2005, που έγινε η υπηρεσιακή έκθεση, δεν παρήλθαν, παρά μόνο πέντε χρόνια. Η εισήγηση προχωρά ότι η θέση του ΕΜ1 ως κατήγορος στο γραφείο των Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν αποδεικνύει την άσκηση διοικητικών καθηκόντων. Ούτε η κατοχή της θέσης του Ασφαλιστικού Λειτουργού και η πραγματική άσκηση των καθηκόντων του δημόσιου κατήγορου στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις αποδεικνύει την απόκτηση διοικητικής πείρας, όπως ο όρος έχει ερμηνευθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Αναφορικά με το ΕΜ2, οι υπηρεσιακές του εκθέσεις, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, δεν δημιουργούσαν από μόνες τους τεκμήριο απόκτησης του προσόντος της οκταετούς διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση. Με τον τρόπο που ενήργησε η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ καταδεικνύεται, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ότι δεν διεξήγαγαν τη δέουσα έρευνα και ότι η απόφασή τους δεν είναι αιτιολογημένη.

 

Η έννοια της διοικητικής πείρας ερμηνεύθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας Ολυμπία Στυλιανού κ.ά. ν. Κωνσταντίνου Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. και Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 387, ως ακολούθως:

 

«Η έννοια της διοικητικής πείρας ορθά συνδέθηκε προς την άσκηση διοικητικών καθηκόντων. Θεωρούμε όμως πως η άσκηση διοικητικών καθηκόντων δεν προϋποθέτει εποπτεία, οργάνωση ή κατεύθυνση προσωπικού. Τα δύο δεν είναι ταυτόσημα. Τα διοικητικά καθήκοντα και η διοικητική πείρα που κτάται με την άσκησή τους είναι έννοια ευρύτερη. Περιλαμβάνει την εμπλοκή, στο πλαίσιο της υπηρεσίας ενός λειτουργού, στο καθόλου διοικητικό έργο. Το σχέδιο υπηρεσίας του διοικητικού λειτουργού είναι σχετικό όχι ως κατευθείαν ερμηνευτικό της συζητούμενης πρόνοιας του σχεδίου υπηρεσίας εδώ, αλλά ως ενδεικτικό της δυνατότητας της ΕΔΥ να αποσυνδέσει τα διοικητικά καθήκοντα από την κατ' ανάγκη άσκηση εποπτείας, οργάνωση και κατεύθυνση προσωπικού.»

 

Πρωτοδίκως κρίθηκε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ασχολήθηκε εκτενώς με το θέμα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά τις συνεδρίας ημερομηνίας 4.10.2006 και της συμπληρωματικής έκθεσης ημερομηνίας 13.7.2007. Το θέμα απασχόλησε και την ΕΔΥ, η οποία κατέληξε στα συμπεράσματα που καταγράφονται στα πρακτικά ημερομηνίας 11.10.2007, τα οποία συνιστούν επαρκή αιτιολογία, η οποία παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης. Η ΕΔΥ απεδέχθη τη θέση της Συμβουλευτικής, ότι το ΕΜ1 ικανοποιούσε το κριτήριο της οκταετούς διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση, ενόψει των πραγματικών καθηκόντων που αυτή εκτελούσε και όχι λόγω οργανικής θέσης. Η ΕΔΥ, προκειμένου να καταλήξει στο πιο πάνω συμπέρασμα, έλαβε υπόψη σχετικές βεβαιώσεις του Διευθυντή Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας και Υπηρεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στην οποία καταγράφονται τα καθήκοντα που ασκούσε, καθώς και το γεγονός ότι λάμβανε ειδικό επίδομα ευθύνης από το Υπουργείο Οικονομικών.

 

Το γεγονός ότι το ΕΜ1 δεν βαθμολογείτο στο στοιχείο της διοικητικής ικανότητας για κάποια χρόνια, δε σημαίνει ότι δεν ασκούσε διοικητικά καθήκοντα, αφού για να τυγχάνει αξιολόγησης θα έπρεπε να έχει κλίμακα Α6, που δεν κατείχε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

Αναφορικά με το ΕΜ2, αυτός κατείχε τη θέση Λειτουργού Ευημερίας Πρώτης Τάξης, η οποία, με βάση το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, συνεπάγεται την άσκηση διοικητικών καθηκόντων. Ο φάκελος που βρισκόταν ενώπιον της ΕΔΥ καταδείκνυε ότι ασκούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα διοικητικής φύσεως καθήκοντα.

 

Ως εκ των ανωτέρω, θεωρούμε ότι ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι υπήρξε δέουσα έρευνα και αιτιολογία για την πλήρωση του προσόντος 2 του σχεδίου υπηρεσίας από τα ΕΜ.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα απερρίφθη ο λόγος ακύρωσης που επικαλέστηκε περί έλλειψης δέουσας έρευνας για την πλήρωση των προσόντων (3) του σχεδίου υπηρεσίας περί της «πολύ καλής γνώσης της περί Φυλακών Νομοθεσίας, καθώς και της ποινικής νομοθεσίας και διαδικασίας».

 

Η εφεσίβλητη έκρινε το ζήτημα της κατοχής του προσόντος αυτού μέσα από τη συνέντευξη των υποψηφίων. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η ολιγόλεπτη συνέντευξη των υποψηφίων δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την παράγραφο (3) του σχεδίου υπηρεσίας, το οποίο προϋποθέτει γνώσεις νομοθεσίας σε πολύ ψηλό επίπεδο.

 

Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και η ΕΔΥ έχει διακριτική ευχέρεια επιλογής του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων. (Βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη (1990) 3 ΑΑΔ 4316). Ο τρόπος που έχει επιλεγεί από την ΕΔΥ για αξιολόγηση των υποψηφίων, σε συνάρτηση με το εγειρόμενο θέμα, κρίνουμε ότι με βάση τα περιστατικά αποτελεί ικανοποιητικό τρόπο έρευνας. Άλλωστε η εισήγηση του εφεσείοντα παρέμεινε στη σφαίρα της γενικότητας.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι υπήρξε πλάνη ως προς το συμπέρασμα κατοχής από τα ενδιαφερόμενα μέρη του πλεονεκτήματος που προνοείται στην παράγραφο (6) του σχεδίου υπηρεσίας λόγω ελλιπούς έρευνας και αναιτιολόγητης απόφασης.

 

Η παράγραφος (6) του σχεδίου υπηρεσίας προέβλεπε τα ακόλουθα:

 

«(6) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους στην Κοινωνιολογία ή ψυχολογία ή Εγκληματολογία ή Κοινωνική Εργασία ή/και τριετής τουλάχιστον πείρα σε θέματα μεταχείρισης παρανομούντων ή/και πρόληψης ή/και καταπολέμησης του εγκλήματος, θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

 

 

 

 

Αποτελεί θέση του εφεσείοντα, ο οποίος σημειώνεται ότι δεν κατέχει το πλεονέκτημα, ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να ερμηνεύσει το δεύτερο σκέλος της πιο πάνω παραγράφου, προς αξιολόγηση της πείρας που αυτή υπαγορεύει, με αποτέλεσμα να προσαρμόσει τα στοιχεία της πείρας των ΕΜ στις απαιτήσεις της παραγράφου 6.

 

Αρχικά η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι το ΕΜ1 δεν κατείχε το πλεονέκτημα. Όμως, η ΕΔΥ διαφώνησε και ζήτησε νέα συμπληρωματική έκθεση για το θέμα. Αναφορικά με το ΕΜ2, όπου η Συμβουλευτική Επιτροπή έδωσε το πλεονέκτημα, η ΕΔΥ επειδή από τα στοιχεία της αίτησης και του προσωπικού φακέλου, καθώς και του φακέλου των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων του εν λόγω υποψηφίου, δεν φαινόταν να δικαιολογείται αυτή η διαπίστωση, ζήτησε από τη Συμβουλευτική να υποδείξει στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, προκειμένου να λάβει το πλεονέκτημα ο υποψήφιος.

 

Αποστάληκε συμπληρωματική έκθεση της Συμβουλευτικής, όπου για το ΕΜ1, αναφέρεται ότι η πλειοψηφία θεωρεί ότι τα καθήκοντα που εκτελεί το ΕΜ1, ως δημόσιος κατήγορος, «συνυπολογίζονται και είναι αναγκαία για να καταστεί προσοντούχα και ειδικότερα ότι καλύπτει τη διάταξη της παραγράφου 2 των Απαιτούμενων Προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η άσκηση των ίδιων αυτών καθηκόντων δεν πρέπει να συνυπολογισθεί ταυτόχρονα ως πλεονέκτημα.» Η ΕΔΥ δεν υιοθέτησε την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και θεώρησε ότι το ΕΜ1 διαθέτει το πλεονέκτημα, δεδομένου ότι «σύμφωνα με τις βεβαιώσεις στην αίτησή της και στα στοιχεία στους φακέλους, η συνολική της πείρα από το 1988 και εντεύθεν, διάρκειας 18 περίπου ετών, καλύπτει τόσο την απαίτηση για οκταετή πείρα όσο και την τριετή πείρα που απαιτείται για το πλεονέκτημα.» Έχοντας υπόψη ότι, όπως έχουμε προαναφέρει προσκομίστηκαν βεβαιώσεις ως προς τα καθήκοντα που ασκούσε το εν λόγω ΕΜ, η κρίση της ΕΔΥ ότι κατείχε το πλεονέκτημα στη βάση του Δεύτερου Μέρους της παραγράφου 6 του σχεδίου υπηρεσίας ήταν εύλογα επιτρεπτή, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε περαιτέρω αιτιολογία.

 

Αναφορικά με το ΕΜ2, η ΕΔΥ αποδέχθηκε τη συμπληρωματική έκθεση της Συμβουλευτικής ότι «. του δόθηκε το πλεονέκτημα της τριετούς πείρας σε θέματα μεταχείρισης παρανομούντων σύμφωνα με τις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις του του 1989 και 1991, όπου αναφέρεται ότι χειρίστηκε διατάγματα κηδεμονίας και επιτήρηση καταδικασθέντων.» Έχοντας υπόψη το σχέδιο υπηρεσίας, η επί του προκειμένου κρίση της ΕΔΥ ότι αυτός διαθέτει το πλεονέκτημα, ήταν επίσης εύλογη.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τους λόγους ακύρωσης που άπτονται της τελικής έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθότι αυτή έδωσε μοναδική βαρύτητα στις εντυπώσεις από τη συνέντευξη ενώπιόν της. Από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής προκύπτει ότι, κατά την τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, λήφθηκαν υπόψη τόσο η προφορική συνέντευξη, όσο και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, καθώς και των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται,  με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο