ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C206
(2016) 3 ΑΑΔ 228
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 10/2010)
15 Απριλίου 2016
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστών]
MΕΝΕΛΑΟΣ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ
Εφεσείοντας/Αιτητής
και
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Εφεσίβλητο/Καθ΄ου η αίτηση
_________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Μιχαηλίδου (κα) για Μ. Ηλιάδη & Συνεργάτες, για το Εφεσίβλητο.
_________________
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Τ.Θ. Οικονόμου.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
OIKONOMOY, Δ.: Αρχικά, ο εφεσείων εργαζόταν στο Δήμο Λατσιών ως Τεχνικός Επιθεωρητής Υδατοπρομήθειας. Ακολούθως, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου του 2001, το Τμήμα Υδάτων του Δήμου Λατσιών το ανέλαβε το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας (ΣΥΛ), με ένταξη του προσωπικού του Τμήματος στο προσωπικό του ΣΥΛ.
Το 2006, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε νέα οργανωτική διάρθρωση των θέσεων (οργανόγραμμα) του προσωπικού του ΣΥΛ με την οποία οι Συντεχνίες των υπαλλήλων συμφώνησαν, βάσει της οποίας ο εφεσείων τοποθετήθηκε ως Τεχνικός Επιθεωρητής με κλίμακα Α10(ι) σε «ξεχωριστή δομή». Ο εφεσείων, αρχικά είχε διαφωνήσει και πέτυχε ακύρωση της μεταφοράς του στην υπηρεσία του ΣΥΛ[1]. Αργότερα συναίνεσε και ως αποτέλεσμα αποφασίστηκε η μετακίνηση του αναδρομικά από το 2001.
Διαφώνησε όμως με την τοποθέτησή του σε «ξεχωριστή δομή» και καταχώρισε την υπό έφεση τώρα προσφυγή, θεωρώντας, μεταξύ άλλων, ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας, εφόσον η κατάταξη του σε ξεχωριστή δομή προκάλεσε, όπως ισχυρίζεται, δυσμενή επηρεασμό στη μελλοντική εξέλιξή του. Επικαλέστηκε και άλλους λόγους ακυρότητας, όμως ο αδελφός Δικαστής που επελήφθη πρωτοδίκως, αυτεπαγγέλτως εξέτασε, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, ζήτημα εννόμου συμφέροντος και απέρριψε την προσφυγή θεωρώντας ότι ο εφεσείων εστερείτο εννόμου συμφέροντος.
Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα υφιστάμενα κατά τον ουσιώδη χρόνο δεδομένα, προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
«Τόσο με τις επιστολές προς τον αιτητή του Δήμου Λατσίων ημερ. 19.9.2001, (Παράρτημα Β στην ένσταση), του ΣΥΛ ημερ. 22.10.2001, (Παράρτημα Γ), όσο και στην επιστολή ημερ. 26.9.2001 του ΣΥΛ προς το Δήμο Λατσιών, φαίνεται καθαρά ότι η μισθοδοσία ανέλιξη και όλα τα δικαιώματα και ωφελήματα του αιτητή δεν θα επηρεαστούν από την μετακίνηση του αιτητή στο ΣΥΛ. Περαιτέρω, στα Τεκμ. 2 και 5 αναφέρεται ότι το Συμβούλιο δεσμεύτηκε ότι οι επηρεαζόμενοι υπάλληλοι δεν θα τύχουν δυσμενέστερης μεταχείρισης. Ο αιτητής έκανε λόγο για ηθική βλάβη χωρίς όμως να προσδιορίσει ή να συγκεκριμενοποιήσει ποια είναι αυτή.»
Με αυτά τα δεδομένα και με γνώμονα το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων δεν στοιχειοθέτησε ενεστώς έννομο συμφέρον, διαπίστωση που προσβάλλεται με την παρούσα έφεση.
Για να διευκρινιστεί το ορθό πλαίσιο της αντιδικίας σημειώνουμε εξ αρχής ότι ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα ήγειρε ενώπιον μας, όπως και σε κάποιο στάδιο πρωτοδίκως, τον ισχυρισμό ότι η τοποθέτηση του εφεσείοντα σε ξεχωριστή δομή έγινε χωρίς έρεισμα στο νόμο. Μάλιστα ανήγαγε το ζήτημα αυτό στο «επίδικο θέμα» λέγοντας ότι το επίδικο θέμα στην προσφυγή ήταν κατά πόσο μπορούσε η διοίκηση, χωρίς κανονιστική πρόβλεψη, να διαμορφώσει στην υπηρεσία δύο δομές διαφοροποίησης των υπαλλήλων με όμοιες θέσεις. Όμως τέτοιο ζήτημα δεν περιλαμβάνεται στους νομικούς λόγους της προσφυγής.
Ένα δεύτερο ζήτημα που χρήζει προκαταρκτικής θεώρησης, είναι ο ισχυρισμός στην αγόρευση εκ μέρους του εφεσείοντα ότι δεν ακούστηκε πρωτοδίκως επί του ζητήματος του εννόμου συμφέροντος. Το ζήτημα αυτό ηγέρθη αρχικώς από την άλλη πλευρά, πλην όμως εγκαταλείφθηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων. Ως αποτέλεσμα, κατά το δικηγόρο του, ο εφεσείων θεώρησε το ζήτημα λήξαν, αλλά το Δικαστήριο το εξέτασε αυτεπαγγέλτως και το αποφάσισε χωρίς προειδοποίηση και, ως εκ τούτου, χωρίς να ακουστεί ο εφεσείων.
Τέτοιο, όμως, παράπονο δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο είχε ενώπιον του τις σχετικές θέσεις του εφεσείοντα, τόσο δια της γραπτής αγόρευσης, όσο και μέσα από τις προφορικές διευκρινίσεις. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα δυσμενούς επηρεασμού του από το χειρισμό που έτυχε η υπόθεση.
Επανερχόμαστε στα ορθά πλαίσια της έφεσης. Κατά το Άρθρο 146.2 το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, ίδιον και ενεστώς. Ενεστώς, σημαίνει παρόν, υπαρκτό κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου βοηθήματος. Ως παρόν θεωρείται και το συμφέρον που απειλείται με βεβαιότητα στο άμεσο μέλλον, ζήτημα που κρίνεται με βάση τη δικογραφία (βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη Έκδοση, Αναθεωρημένη και Συμπληρωμένη, 1994, παρα. 537-545, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 73, Giovani Developers Ltd ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1254/2011, ημερ. 6.5.2014).
Εν προκειμένω, τα γεγονότα ή οι ισχυρισμοί που επικαλέστηκε ο εφεσείων δικογραφικά, θέτοντας το πλαίσιο αναζήτησης εννόμου συμφέροντος, ήταν ότι η προσβαλλόμενη πράξη επηρέαζε το δικαίωμά του για ομαλή σταδιοδρομία, δημιουργούσε δυσμενή συνέπεια στη μελλοντική ανέλιξή του και αποτελούσε μέθοδο αποκλεισμού του από μελλοντική διεκδίκηση για ανέλιξη σε σύγκριση με τους άλλους τεχνικούς επιθεωρητές της «κανονικής» δομής της ΣΥΛ. Διαπιστώνουμε ότι δεν αναφέρεται σε υφιστάμενη βλάβη ή σε βλάβη επερχόμενη με βεβαιότητα, οπότε εξ αρχής, με βάση το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, είναι που δεν στοιχειοθετείται ενεστώς έννομο συμφέρον.
Ούτε τέτοια θέση υποστηρίζεται, εν πάση περιπτώσει, από τα γεγονότα, εφόσον το ΣΥΛ είχε δεσμευθεί, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι οι ενταχθέντες υπάλληλοι δεν θα ετύγχαναν δυσμενέστερης μεταχείρισης απ΄ότι θα ετύγχανε το υφιστάμενο προσωπικό του ΣΥΛ.
Αυτά, ισχυρίστηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, δεν ήταν παρά «ωραιολογίες», εφόσον στην πραγματικότητα επήλθε βλαπτική συνέπεια σε βάρος του, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μεταγενέστερα ο εφεσείων σε δύο περιπτώσεις δεν θεωρήθηκε δικαιούμενος να διεκδικήσει προαγωγή επειδή είχε τοποθετηθεί σε ξεχωριστή δομή στο οργανόγραμμα.
Οι μεταγενέστερες όμως μη προαγωγές εκφεύγουν του χρόνου στα πλαίσια του οποίου κρίνεται το ενεστώς έννομο συμφέρον. Δεν ήταν καταστάσεις που υφίσταντο κατά τον ουσιώδη χρόνο, ούτε θα μπορούσαν κατά το χρόνο της προσφυγής να θεωρηθούν ως επερχόμενες μετά βεβαιότητας συνέπειες. Η διαφορά που σημειώνεται στο οργανόγραμμα αναφορικά με τις θέσεις σε ξεχωριστή δομή, είναι ότι επρόκειτο για θέσεις που μεταφέρθηκαν μαζί με τον κάτοχό τους και ότι μετά την κένωσή τους θα καταργηθούν. Δεν γινόταν καμιά αναφορά που να συνδέει τη ξεχωριστή δομή με διαφορετική ανέλιξη και μάλιστα με τρόπο που να στοιχειοθετείται βέβαια βλάβη στο άμεσο μέλλον. Αντίθετα, ως άνω, ρητή ήταν, όπως εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η διαβεβαίωση και η δέσμευση του ΣΥΛ ότι «οι επηρεαζόμενοι υπάλληλοι δεν θα τύχουν σε καμιά περίπτωση δυσμενέστερης μεταχείρισης απ΄ότι τυγχάνει το προσωπικό του ΣΥΛ».
Ως εκ των άνω, θεωρούμε ορθή την πρωτόδικη κρίση περί μη στοιχειοθέτησης ενεστώτος εννόμου συμφέροντος με βάση τα δεδομένα του ουσιώδους χρόνου και η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα, πλέον ΦΠΑ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π
[1] Ιεροδιακόνου ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Αρ. Υπόθ. 120/2007, ημερ. 15.12.2009.