ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Λ. Λουκαίδης, για την Εφεσείουσα. Γ.Ζ. Γεωργίου με Ε. Προδρόμου (κα.), για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-02-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΤΡΗ ΜΕΛΙΝΙΩΤΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΜΕΛΙΝΙΩΤΗ ν. ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 16/2010, 8/2/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:C72

(2016) 3 ΑΑΔ 91

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ.  16/2010)

 

8 Φεβρουαρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗ,  Δ/στές]

 

ΑΝΤΡΗ ΜΕΛΙΝΙΩΤΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ  ΜΕΛΙΝΙΩΤΗ,

Εφεσείουσα,

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΣ  ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητοι.

_________________________

Λ. Λουκαίδης, για την Εφεσείουσα.

Γ.Ζ. Γεωργίου με Ε. Προδρόμου (κα.), για τους Εφεσίβλητους.

__________________________

       

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:      Ο αρχικός αιτητής-εφεσείων Χριστόδουλος Μελινιώτης (ο εφεσείων) κατείχε την οργανική θέση του υπεύθυνου Τροχονόμων στους καθ΄  ων η αίτηση-εφεσίβλητους (οι εφεσίβλητοι).   Με απόφαση των εφεσιβλήτων, ημερ. 24.2.2000, αποφασίστηκε η κατάργηση της  προαναφερόμενης θέσης και η αναγκαστική αφυπηρέτηση και συνταξιοδότηση του εφεσείοντα.  Αυτός αποχώρησε από την Υπηρεσία αφού εισέπραξε εφάπαξ-φιλοδώρημα στο οποίο εκρίθη ότι δικαιούτο και από τότε εισέπραττε και μηνιαία σύνταξη.

 

Την 15.9.2006 ο εφεσείων ζήτησε από τους εφεσίβλητους «όλους τους μισθούς του μετά των τόκων από τις 30.4.2000», στη βάση της σκέψης πως τον είχαν απολύσει παράνομα, «ως το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη στην απόφαση του ημερ. 20.2.2006».   Οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερ. 26.10.2006 του απάντησαν πως τα συμπεράσματα του δεν υποστηρίζονταν από το κείμενο της προαναφερόμενης απόφασης, με την περαιτέρω επισήμανση πως αυτός «αποδέχτηκε την πρόωρο αφυπηρέτησή του και έχει ήδη λάβει το ποσό το οποίο αυτός εδικαιούτο».

  

 

Εναντίον της απόφασης, ημερ. 26.10.2006, ασκήθηκε η Προσφυγή 2380/2006 (η προσφυγή) με την οποία προσβλήθηκε η κατ΄ ισχυρισμό παράνομη άρνηση καταβολής «των μισθών, των δικαιωμάτων, των ωφελημάτων και των προνομίων του από της 30.4.2000 μέχρι την 1.10.2006, ημέρα της αφυπηρετήσεως του».  

 

Σημειώνουμε τα εξής σχετικά:   O εφεσείων, πριν την καταχώριση της προσφυγής, είχε υποβάλει και αίτηση στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού για πληρωμή λόγω πλεονασμού.  Το αίτημά του απορρίφθηκε από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, ως εμπίπτον στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και επίσης επειδή θεωρήθηκε ότι η οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη των εφεσιβλήτων ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία μπορούσε να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών εφεσιβλήθηκε και το Ανώτατο Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση πίσω στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για να αποφασίσει επί της ουσίας αναφορικά με το αίτημα του για πληρωμή λόγω πλεονασμού.   Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απέρριψε το αίτημα επί της ουσίας και το Εφετείο, στην έφεση που καταχωρήθηκε (δέστε:  Μελινιώτης ν. Ταμείου Πλεονασμού (2006) 1 ΑΑΔ, 144) απέρριψε την έφεση.   Το σημαντικό όμως για την παρούσα έφεση είναι ότι το Εφετείο στην Μελινιώτης (ανωτέρω) έκαμε αναφορά στον Κανονισμό 31 των περί Δήμων Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 71/2000) (ο Κανονισμός 31), ο οποίος προνοεί ότι, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου (του περί Δήμων Νόμου 111/85) σε περίπτωση κατάργησης θέσης, ο κάτοχος της θεωρείται ότι εξακολουθεί να την κατέχει, μαζί με όλα τα προνόμια και ωφελήματα της, μέχρις ότου αυτός αφυπηρετήσει ή διοριστεί ή προαχθεί, είτε σε θέση που δημιουργήθηκε, είτε σε άλλη θέση.    Με αναφορά στον Κανονισμό 31, το Εφετείο παρατήρησε ότι η υπηρεσία του εφεσείοντα «διασφαλιζόταν θεσμικά» μέχρι την αφυπηρέτησή του στο 60ο  έτος της ηλικίας του.   Περαιτέρω παρατήρησε ότι, προφανώς με τη συναίνεση του εφεσείοντα, ενεργοποιήθηκαν οι διατάξεις των Δημοτικών (Τροποποιητικών) Κανονισμών Λευκωσίας του 1997, Κ.Δ.Π. 284/97, για πρόωρη αφυπηρέτηση του.  

 

Στην προσφυγή τέθηκε από τον αιτητή-εφεσείοντα το επιχείρημα ότι, με βάση τα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό 31, προέκυπτε, ως δικαίωμά του, η καταβολή των μισθών του για όλη την περίοδο που μεσολάβησε, αφού θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι εξακολουθούσε να κατέχει τη θέση, με όλα τα προνόμια και ωφελήματα της.   Αυτό συνεπάγετο αναγνώριση δημόσιου δικαιώματος από το οποίο δεν χωρούσε παραίτηση, όπως εισηγήθηκε ο εφεσείων.

 

Με τον προαναφερόμενο συλλογισμό ο εφεσείων, πρωτόδικα, εισηγήθηκε ότι υπήρξε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας για καταβολή των μισθών του, από τους εφεσίβλητους, δεδομένου ότι η οφειλόμενη ενέργεια επιβαλλόταν από τον Κανονισμό 31 στον οποίον είχε αναφερθεί και το Εφετείο στη Μελινιώτης (ανωτέρω).

 

Ο ευπαίδευτος Δικαστής, ο οποίος επιλήφθηκε της προσφυγής (Κωνσταντινίδης, Δ.), παρατήρησε, στις σελ. 6 και 7 της εμπεριστατωμένης απόφασής του ημερ. 11.1.2010, και τα εξής σημαντικά: 

 

(α)     Στη  Μελινιώτης (ανωτέρω) το επίδικο ζήτημα ήταν το, ιδιωτικού δικαίου, ζήτημα του πλεονασμού και με κανένα τρόπο τα όποια, δημοσίου δικαίου, δικαιώματα του εφεσείοντα.   Η αναφορά του Εφετείου στον Κανονισμό 31 με κανένα τρόπο δεν προσδιόρισε τέτοια δημόσια δικαιώματα του εφεσείοντα.  Εκείνο που αποφάσισε ουσιαστικά το Εφετείο ήταν η ορθότητα της απόρριψης του αιτήματός του για πληρωμή λόγω πλεονασμού.   

 

 

 

 

(β)    Στην προσφυγή το ζήτημα που τέθηκε δεν ήταν μόνον η κατάργηση της θέσης και η αναζήτηση του πρακτέου ενόψει της κατάργησης.   Εκείνο που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν επίσης και το γεγονός της, πράγματι, αφυπηρέτησης του εφεσείοντα, η οποία κατέστη δυνατή ένεκα και του Κανονισμού 31(1) της Κ.Δ.Π. 284/97, ο οποίος συμπληρώνει τη θεσμική ρύθμιση του θέματος, που γίνεται με τον Κανονισμό 31 της Κ.Δ.Π. 71/2000 και της προφανούς συναινέσεως του εφεσείοντα.   Συνεπώς, στις 30.4.2000 (ημερομηνία αφυπηρέτησης του εφεσείοντα) λήφθηκε απόφαση για αφυπηρέτηση και συνταξιοδότησή του, η οποία ήταν εκτελεστή διοικητική  πράξη και ήταν ευθύνη του εφεσείοντα να την προσβάλει, αν είχε την άποψη πως ήταν παράνομη.  Αν ασκείτο προσφυγή (που δεν ασκήθηκε) ασφαλώς θα εξεταζόταν και το ζήτημα της νομιμοποίησης του εφεσείοντα, ενόψει της συμμετοχής του, (με τη σημειωθείσα προφανή συναίνεσή του), και του γεγονότος ότι εισέπραξε και όλα τα κεκτημένα ωφελήματά του.  

 

(γ)   Εναντίον της απόφασης, ημερ. 30.4.2000, δεν ασκήθηκε προσφυγή και δεν ήταν δυνατόν, μετά από 6 χρόνια, να ελεγχθεί η νομιμότητα της απόφασης για την αφυπηρέτηση και συνταξιοδότηση του εφεσείοντα.   Με απρόσβλητη όμως και ισχυρή την αφυπηρέτηση και συνταξιοδότηση του, δεν μπορούσε πλέον να τίθεται ζήτημα αυτόνομης λειτουργίας του Κανονισμού 31, που αναφέρεται σε δικαιώματα ενόψει κατάργησης (οργανικής) θέσης.   Με δεδομένες τις πρόνοιες του Κανονισμού 31, αποφασίστηκε η αφυπηρέτηση και συνταξιοδότηση του εφεσείοντα και, υπό τις περιστάσεις, δυνατότητα για επίκληση του Κανονισμού εκείνου θα παρεχόταν μόνο στην περίπτωση προσφυγής εναντίον της απόφασης για αφυπηρέτηση και συνταξιοδότηση του, και ακύρωσης της απόφασης εκείνης.

 

(δ)   Αποτέλεσμα της (μη προσβληθείσας) απόφασης των εφεσιβλήτων για αφυπηρέτηση και συνταξιοδότηση του εφεσείοντα, και της προφανούς συναίνεσης του σ΄ αυτήν, ήταν η, πράγματι, αφυπηρέτηση του από την Υπηρεσία, η είσπραξη εφάπαξ-φιλοδωρήματος, αλλά και η έκτοτε είσπραξη μηνιαίας σύνταξης.   Υπό αυτές τις περιστάσεις η διεκδίκηση των μισθών του, ως οφειλόμενης ενέργειας κατ΄ επίκληση του Κανονισμού 31, κρίθηκε ως αβάσιμη και η προσφυγή του απορρίφθηκε, με έξοδα.

 

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης στην προσφυγή με πέντε λόγους έφεσης:

 

 

 

1.      Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η προσβληθείσα πράξη ημερ. 26.10.2006 δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη.   Ήταν τέτοια εφόσον συνιστούσε νέα απόρριψη του αιτήματος του εφεσείοντα μετά από λήψη υπόψιν και εξέταση μιας ουσιαστικής νομικής εξέλιξης, δηλαδή του σκεπτικού της απόφασης στη Μελινιώτης (ανωτέρω).  

2.    Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μή καταβολή των μισθών του εφεσείοντα, η οποία επιβαλλόταν από τον Κανονισμό 31, δεν ισοδυναμούσε με παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, εξαιτίας της απόφασης αφυπηρέτησής του, η οποία μεσολάβησε στο μεταξύ.

3.    Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε προφανής συναίνεση, εκ μέρους του εφεσείοντα, για την αφυπηρέτησή του.  Αυτός δεν εξέφρασε ρητώς τη συναίνεση του και η πράξη της αφυπηρέτησης του ήταν, εν πάση περιπτώσει, παράνομη και δεν μπορούσε να καταστεί νόμιμη ή έγκυρη με τη συναίνεσή του. 

4.    Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η αφυπηρέτηση του εφεσείοντα ήταν αποτέλεσμα εκτελεστής διοικητικής πράξης, η οποία θα μπορούσε να ακυρωθεί αν καταχωρείτο, έγκαιρα, προσφυγή.  Η απόφαση αφυπηρέτησης του ήταν, εξυπαρχής, άκυρη λόγω της αντίθεσης της προς το Νόμο, και

5.    Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θεώρησε ότι, με το σκεπτικό της απόφασης Μελινιώτης (ανωτέρω), δεν δημιουργήθηκε νομική υποχρέωση των εφεσιβλήτων, έναντι του εφεσείοντα.                

 

Μελετήσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.   Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον εφεσείοντα σε κανένα από τους λόγους που προβάλλει.  Καταρχάς παρατηρούμε ότι η απόφαση στη Μελινιώτης (ανωτέρω) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση αναγνωριστική δημοσίων δικαιωμάτων του εφεσείοντα, για την καταβολή των μισθών του για όλη την περίοδο από την ημερομηνία αφυπηρέτησης του μέχρι τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας του.   Το κύριο ζήτημα που τέθηκε στην έφεση εκείνη ήταν το κατά πόσον ο εφεσείων δικαιούτο να κηρυχθεί ως πλεονάζον προσωπικό και να λάβει τα σχετικά ωφελήματα.   Η αναφορά του Εφετείου στη θεσμική διασφάλιση της θέσης του, με τον Κανονισμό 31 της Κ.Δ.Π. 71/2000, δεν μπορεί να συνεπάγεται υποχρέωση των εφεσιβλήτων να καταβάλουν στον εφεσείοντα μισθούς, παρά την αφυπηρέτηση του, η οποία έγινε με τη συναίνεσή του και την είσπραξη εφάπαξ-φιλοδωρήματος και συντάξεως. 

 

Η απόφαση ημερ. 26.10.2006 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούσε νέα απορριπτική απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν παρεμβολής ουσιαστικής νομικής εξέλιξης, δηλαδή του δεδικασμένου της  Μελινιώτης (ανωτέρω).  Το δεδικασμένο της απόφασης εκείνης αφορούσε στη μη ύπαρξη δικαιώματος του εφεσείοντα να αποζημιωθεί ως πλεονάζον προσωπικό και δεν συνιστά νομική εξέλιξη ή νέο δεδομένο τέτοιο που να καθιστά την απόφαση, ημερ. 26.10.2006, εκτελεστή διοικητική πράξη. 

 

Η αφυπηρέτηση του εφεσείοντα στις 30.4.2000 με τη συναίνεσή του και με την είσπραξη όλων των κεκτημένων ωφελημάτων του, δυνάμει και του Κανονισμού 31(1) της Κ.Δ.Π. 284/97, δεν ήταν πράξη, εξυπαρχής, άκυρη.  Επίσης, σημειώνομε ότι η πράξη αυτή δεν ακυρώθηκε με τον ορθό τρόπο.  Υπό τις περιστάσεις, η μή παράλληλη καταβολή και των μισθών του, μέχρι τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, εκ μέρους των εφεσιβλήτων. 

 

Όπως παρατήρησε και το Εφετείο στη Μελινιώτης (ανωτέρω) υπήρξε αποδοχή της πρότασης για αφυπηρέτηση εκ μέρους του εφεσείοντα και λήψη όλων των κεκτημένων ωφελημάτων του.   Άρα είναι προφανές ότι ο εφεσείων συναίνεσε στη σχετική ρύθμιση και δεν μπορεί ουσιαστικά να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα τη ρύθμιση εκείνη.  Η απόφαση για αφυπηρέτηση του εφεσείοντα μετά από κατάργηση της θέσης του, ημερ. 24.2.2000, η οποία υλοποιήθηκε στις 30.4.2000, ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη και θα μπορούσε να είχε προσβληθεί η νομιμότητά της μόνο με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Τέτοια προσφυγή δεν καταχωρήθηκε και επομένως δεν ήταν δυνατόν, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, η νομιμότητα της πράξης εκείνης να αμφισβητηθεί έξι και πλέον χρόνια αργότερα.  

 

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο και αναφορικά με το ότι το σκεπτικό της απόφασης Μελινιώτης (ανωτέρω) δεν δημιουργεί υποχρέωση στους εφεσίβλητους να καταβάλουν μισθούς στον εφεσείοντα  παρά την προαναφερόμενη αφυπηρέτηση του και την κατοχύρωση των κεκτημένων ωφελημάτων του, δυνάμει και του προαναφερόμενου Κανονισμού 31(1) της Κ.Δ.Π. 284/97.  Εν πάση περιπτώσει παρατηρούμε ότι η απόφαση για κατάργηση της θέσης και αναγκαστική αφυπηρέτηση του εφεσείοντα λήφθηκε στις 24.2.2000 ενώ η Κ.Δ.Π. 71/2000 τέθηκε σε ισχύ στις 10.3.2000, δηλαδή μεταγενέστερα.

 

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

 

 

 

                                                       Π.

 

                                                       Δ.

 

                                                       Δ.

 

                                                       Δ.

 

                                                       Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο