ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C860
(2015) 3 ΑΑΔ 664
21 Δεκεμβρίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΑΛΙΩΤΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 188/2010)
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή σε αντιδιαστολή προς πράξη στερούμενη εκτελεστότητας ― Η περίπτωση της πράξης βεβαιωτικού χαρακτήρα ― Επισκόπηση της σχετικής νομολογίας και εφαρμογή των πορισμάτων της στα επίδικα γεγονότα ― Η κρίση περί εκτελεστότητας της επίδικης απόφασης ήταν καταλυτική για την τύχη τόσο της εκκαλούμενης απόφασης όσο εν τέλει και της προσφυγής.
Οι ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης οδήγησαν το Δικαστήριο όχι μόνο να αποδεχθεί την έφεση αλλά να προχωρήσει και σε κατευθείαν ακύρωση της προσβαλλόμεης με την προσφυγή απόφασης, παρόλο που πρωτοδίκως η προσφυγή είχε απορριφθεί με διαπίστωση ελλείποντος όρου του παραδεκτού της.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Οι προϋποθέσεις για να είναι μια πράξη βεβαιωτική είναι: (α) η ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις, (β) η ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις, (γ) η ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας, (δ) η ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων και (ε) η ταυτότητα του διατακτικού. Από προσεχτική μελέτη του διοικητικού φακέλου, που έγινε εν προκειμένω από το πρωτόδικο δικαστήριο, διαπιστώθηκε ότι η έρευνα που διεξήχθη από την Πολεοδομική Επιτροπή του εφεσίβλητου, στην ουσία περιορίστηκε στα δεδομένα που λήφθηκαν υπόψιν κατά τη διερεύνηση της προηγούμενης αίτησης, τα οποία και επανέλαβε. Είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η πάροδος χρόνου τριών και πλέον ετών και η παράλληλη αδράνεια της Διοικήσεως να προβεί σε οποιανδήποτε ενέργεια αναφορικά με την κατασκευή δρόμου, πρωταρχικής σημασίας, επηρεάζοντος το επίδικο ακίνητο του εφεσείοντα, συνιστούσαν ουσιαστικό νέο στοιχείο το οποίο ο εφεσίβλητος όφειλε να είχε εξετάσει και προς τούτο όφειλε να είχε προβεί σε νέα έρευνα και σε έκδοση νέας απόφασης, όχι βεβαιωτικής αλλά εκτελεστής. Ο εφεσείων έχει δίκαιο. Συναφώς παρατηρούμε ότι στην επιστολή ημερ. 29.7.2008 του δικηγόρου του εφεσείοντα, προς τον εφεσίβλητο, τονίζετο ότι, από την απόρριψη της πρώτης πολεοδομικής αίτησης του εφεσείοντα στις 12.4.2005, μέχρι την ημερομηνία της επιστολής 29.7.2008, η οποία ήταν μεταγενέστερη της δεύτερης πολεοδομικής αίτησης του εφεσείοντα, ημερ. 3.12.2007, «η Διοίκηση δεν έχει προβεί σε καμία απολύτως ενέργεια και σε καμία απολύτως ενημέρωση επί του όλου θέματος». Μέχρι σήμερα, έντεκα και πλέον χρόνια μετά την υποβολή της πρώτης αίτησης του εφεσείοντα, η Διοίκηση δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια κατασκευής δρόμου ο οποίος να επηρεάζει μερικώς ή εξολοκλήρου το επίδικο ακίνητο. Προφανώς ούτε και έχει απαλλοτριώσει το επίδικο ακίνητο. Είναι θεμελιωμένο ότι αν ο αιτητής θέσει στη Διοίκηση νέα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία καθιστούν επιβεβλημένη τη διεξαγωγή νέας έρευνας, η Διοίκηση οφείλει να διεξάγει τη δέουσα νέα έρευνα και αν δεν το πράξει η απόφαση της καθίσταται τρωτή. Αν η Διοίκηση προβεί στη διεξαγωγή νέας έρευνας, τότε η νέα απόφασή της είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση, όπου οι αιτήσεις του εφεσείοντα απορρίφθηκαν και η εκμετάλλευση του επίδικου ακινήτου του παρεμποδίστηκε από τη Διοίκηση, εξαιτίας της πρόθεσης της Διοίκησης να κατασκευάσει δρόμο ο οποίος θα επηρεάζει το ακίνητο, η πάροδος χρόνου τριών και πλέον ετών και η παράλληλη παντελής αδράνεια της Διοίκησης να πράξει οτιδήποτε αναφορικά με την κατασκευή του δρόμου ήταν, κατά την κρίση μας, ουσιαστικά νέα στοιχεία και επομένως η Διοίκηση, ο εφεσίβλητος εν προκειμένω, όφειλε να τα είχε διερευνήσει με νέα, δέουσα, έρευνα, η οποία θα καθιστούσε την όποια απόφαση ήθελε εκδοθεί εκτελεστή. Δεν το έπραξε και επομένως η προσβληθείσα απόφαση του, ημερ. 22.5.2008, η οποία κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα στις 26.8.2008, ήταν νομικά τρωτή και υποκείμενη σε ακύρωση.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394,
Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,
Μυριανθέας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 480,
Ράφτης Εστέϊτς Λτδ ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Λυσού (2001) 3 Α.Α.Δ. 598,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 474.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1666/08), ημερομηνίας 5/10/2010.
Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Ιάσωνος (κα.) για Χρ. Δημητριάδη, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο εφεσείων-αιτητής στις 2.4.2004 υπέβαλε αίτηση για πολεοδομική άδεια για ανέγερση δύο οικιών επί του τεμαχίου του αρ. 1515, Φυλ./Σχ. 54-41, στην Αγία Φύλαξη, στη Λεμεσό (η πρώτη αίτηση). Η αίτηση εκείνη απορρίφθηκε από τον εφεσίβλητο-καθ' ου η αίτηση στις 12.4.2005 «επειδή το τεμάχιο επηρεαζόταν από δρόμο πρωταρχικής σημασίας δημοσιευμένο στο Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού».
Την 31.12.2007 ο εφεσείων υπέβαλε νέα αίτηση (η δεύτερη αίτηση) η οποία αφορούσε στην ίδια ανάπτυξη, του ίδιου τεμαχίου. Στις 22.5.2008 ο εφεσίβλητος εξέδωσε απορριπτική απόφαση, με την αιτιολογία ότι το τεμάχιο επηρεάζεται σχεδόν ολόκληρο από τη διάνοιξη οδικού δικτύου. Η απόφαση αναφορικά με τη δεύτερη αίτηση κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα στις 26.8.2008 και εναντίον της απόφασης εκείνης ο εφεσείων καταχώρησε την προσφυγή 1666/08, η οποία απορρίφθηκε, με πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερ. 5.10.2010.
Με την υπό εξέταση έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε πρωτόδικα της προσφυγής αναφέρθηκε στην απόφαση στην υπόθεση Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, για να επεξηγήσει τί συνιστά βεβαιωτική και, επομένως, μη εκτελεστή διοικητική πράξη. Οι προϋποθέσεις για να είναι μια πράξη βεβαιωτική είναι: (α) η ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις, (β) η ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις, (γ) η ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας, (δ) η ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων και (ε) η ταυτότητα του διατακτικού.
Σχετική αναφορά έγινε και στο σύγγραμμα Τσάτσου, Αίτησις Ακυρώσεως, 3η έκδοση, σελ. 131-132 και στην απόφαση Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054.
Όπως παρατήρησε ο ευπαίδευτος Δικαστής που χειρίστηκε την προσφυγή «στην προκειμένη περίπτωση παρά τη μεσολάβηση μακρού χρονικού διαστήματος μεταξύ των δύο αποφάσεων, συντρέχουν όλες οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις. Πρόκειται για ακριβώς παρόμοια αίτηση που αφορά στην ίδια πολεοδομική άδεια και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στο ίδιο νομικό πλαίσιο, με το ίδιο περιεχόμενο και για πανομοιότυπους λόγους απόρριψης που ανάγονται στο αμετάκλητο πλέον Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού».
Από προσεχτική μελέτη του διοικητικού φακέλου, που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο, διαπιστώθηκε ότι η έρευνα που διεξήχθη από την Πολεοδομική Επιτροπή του εφεσίβλητου, στην ουσία περιορίστηκε στα δεδομένα που λήφθηκαν υπόψιν κατά τη διερεύνηση της προηγούμενης αίτησης, τα οποία και επανέλαβε, επισημαίνοντας πως «Ο αιτητής εξάλλου, δεν επισύναψε οποιοδήποτε νέο στοιχείο με την αίτηση του, ούτε μεσολάβησε τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου που θα δικαιολογούσε επανεξέταση και νέα έρευνα».
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, επί του προκειμένου, και στις υποθέσεις Μυριανθέας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 480 και Ράφτης Εστέϊτς Λτδ ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Λυσού (2001) 3 Α.Α.Δ. 598. Στην Μυριανθέας (ανωτέρω) το Εφετείο θεώρησε την πρώτη πολεοδομική απόφαση ως εκτελεστή και την μεταγενέστερη απόφαση, που είχε εκδοθεί δύο σχεδόν χρόνια μετά, ως επιβεβαιωτική, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Παρά το ότι ο εφεσείων-αιτητής, στο στάδιο των διευκρινίσεων, υπογράμμισε και επέσυρε την προσοχή του πρωτόδικου δικαστηρίου στην αδράνεια της Διοίκησης και παρά την παρέλευση τριών και πλέον χρόνων από την προηγούμενη απόφαση, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν ήταν νέο γεγονός ή μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος και απέρριψε την προσφυγή, ως απαραδέκτως στρεφόμενη κατά βεβαιωτικής πράξεως.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, (που προέκυψε από τη δεύτερη αίτηση), ήταν βεβαιωτική και άρα η προσφυγή ήταν απαράδεκτη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έστρεψε την προσοχή του Εφετείου στην επιστολή του δικηγόρου του εφεσείοντα ημερ. 29.7.2008, μετά δηλαδή την καταχώριση της δεύτερης αίτησης, προς το γραφείο του Δημοτικού Μηχανικού του εφεσίβλητου και στην απάντηση του εφεσίβλητου ημερ. 1.8.2008, με το λεκτικό ότι το περιεχόμενο της επιστολής διαβιβάστηκε στις Τεχνικές Υπηρεσίες του εφεσίβλητου για διερεύνηση/κατάλληλο χειρισμό, στοιχείο που, σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη, καταδεικνύει και επιβεβαιώνει ότι θα διεξάγετο νέα έρευνα από τον εφεσίβλητο. Είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η πάροδος χρόνου τριών και πλέον ετών και η παράλληλη αδράνεια της Διοικήσεως να προβεί σε οποιανδήποτε ενέργεια αναφορικά με την κατασκευή δρόμου, πρωταρχικής σημασίας, επηρεάζοντος το επίδικο ακίνητο του εφεσείοντα, συνιστούσαν ουσιαστικό νέο στοιχείο το οποίο ο εφεσίβλητος όφειλε να είχε εξετάσει και προς τούτο όφειλε να είχε προβεί σε νέα έρευνα και σε έκδοση νέας απόφασης, όχι βεβαιωτικής αλλά εκτελεστής. Ο κ. Κληρίδης υπογράμμισε ιδιαίτερα και την ουσιαστική στέρηση της εκμετάλλευσης της επίδικης περιουσίας του εφεσείοντα, η οποία συνιστά παραβίαση του δικαιώματος του στην περιουσία του, το οποίο κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο (ΕΣΔΑ και Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και υποστήριξε ως ορθή την πρωτόδικη απόφαση.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων έχει δίκαιο. Συναφώς παρατηρούμε ότι στην επιστολή ημερ. 29.7.2008 του δικηγόρου του εφεσείοντα, προς τον εφεσίβλητο, τονίζετο ότι, από την απόρριψη της πρώτης πολεοδομικής αίτησης του εφεσείοντα στις 12.4.2005, μέχρι την ημερομηνία της επιστολής 29.7.2008, η οποία ήταν μεταγενέστερη της δεύτερης πολεοδομικής αίτησης του εφεσείοντα, ημερ. 3.12.2007, «η Διοίκηση δεν έχει προβεί σε καμία απολύτως ενέργεια και σε καμία απολύτως ενημέρωση επί του όλου θέματος».
Στην πραγματικότητα η κα. Ιάσωνος, με ειλικρίνεια, παραδέχθηκε ότι μέχρι σήμερα, έντεκα και πλέον χρόνια μετά την υποβολή της πρώτης αίτησης του εφεσείοντα, η Διοίκηση δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια κατασκευής δρόμου ο οποίος να επηρεάζει μερικώς ή εξολοκλήρου το επίδικο ακίνητο. Προφανώς ούτε και έχει απαλλοτριώσει το επίδικο ακίνητο.
Είναι θεμελιωμένο ότι αν ο αιτητής θέσει στη Διοίκηση νέα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία καθιστούν επιβεβλημένη τη διεξαγωγή νέας έρευνας, η Διοίκηση οφείλει να διεξάγει τη δέουσα νέα έρευνα και αν δεν το πράξει η απόφαση της καθίσταται τρωτή (Δέστε: Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 474). Αν η Διοίκηση προβεί στη διεξαγωγή νέας έρευνας, τότε η νέα απόφαση της είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Στην υπόθεση Μυριανθέας (ανωτέρω) δεν τέθηκε οποιοδήποτε ζήτημα ουσιαστικού νέου στοιχείου για το οποίο η Διοίκηση όφειλε να είχε διεξάγει νέα έρευνα. Στην υπόθεση εκείνη, η απόφαση ημερ. 2.2.1999 ήταν απλά επιβεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης ημερ. 30.10.1997 και επομένως η δεύτερη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπου οι αιτήσεις του εφεσείοντα απορρίφθηκαν και η εκμετάλλευση του επίδικου ακινήτου του παρεμποδίστηκε από τη Διοίκηση, εξαιτίας της πρόθεσης της Διοίκησης να κατασκευάσει δρόμο ο οποίος θα επηρεάζει το ακίνητο, η πάροδος χρόνου τριών και πλέον ετών και η παράλληλη παντελής αδράνεια της Διοίκησης να πράξει οτιδήποτε αναφορικά με την κατασκευή του δρόμου ήταν, κατά την κρίση μας, ουσιαστικά νέα στοιχεία και επομένως η Διοίκηση, ο εφεσίβλητος εν προκειμένω, όφειλε να τα είχε διερευνήσει με νέα, δέουσα, έρευνα, η οποία θα καθιστούσε την όποια απόφαση ήθελε εκδοθεί εκτελεστή (Κωνσταντίνου (ανωτέρω) σελίδα 482). Δεν το έπραξε και επομένως η προσβληθείσα απόφαση του, ημερ. 22.5.2008, η οποία κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα στις 26.8.2008, ήταν νομικά τρωτή και υποκείμενη σε ακύρωση.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Κατά συνέπεια η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβληθείσα απόφαση του εφεσίβλητου επί της δεύτερης αιτήσεως του εφεσείοντα, ημερ. 22.5.2008, η οποία κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή ημερ. 26.8.2008, ακυρώνεται (Κωνσταντίνου (ανωτέρω) σελίδα 484).
Έξοδα, πρωτόδικα και κατ' έφεση, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.