ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Νικολάου κ.α.ν. Νικολάου και άλλου (Αρ. 2) (1992) 1 ΑΑΔ 1338
Σερδάρης Νίκος ν. Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 369
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:C711
(2015) 3 ΑΑΔ 563
26 Οκτωβρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντες - Καθ' ων η Αίτηση,
ν.
ΝΙΚΟΥ ΣΕΡΔΑΡΗ,
Εφεσιβλήτου - Αιτητή.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 137/2013)
Συντάξεις ― Άρθρα 24 και 9 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(Ι)/97) ― Ερμηνεία σε σχέση με το ζήτημα ποια συνταξιοδοτικά ωφελήματα δικαιούται παυθείς Υπαρχηγός της Αστυνομίας ο οποίος προηγουμένως υπηρετούσε ως Αστυνόμος Β΄― Η ερμηνεία που είχε δοθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίθηκε εσφαλμένη και η προσέγγιση της Διοίκησης επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Λέξεις και Φράσεις ― Ο όρος «δημόσιο λειτούργημα» στο Άρθρο 24(1) του περί Συντάξεων Νόμου αρ. 97(Ι)/1997.
Η Δημοκρατία αξίωσε με την έφεση την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε ακυρωθεί ο τρόπος υπολογισμού από την Διοίκηση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του εφεσίβλητου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Από τη στιγμή που η θέση του Υπαρχηγού περιλαμβάνεται στις οργανικές θέσεις της Αστυνομικής Δύναμης, δεν μπορεί ταυτόχρονα να αποτελεί και δημόσιο λειτούργημα εν τη εννοία του Άρθρου 24(1) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997. Ο ορισμός που δίδεται στο όρο «δημόσιο λειτούργημα» στο λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του καθηγητή Μπαμπινιώτη, δηλαδή «δημόσια υπηρεσία που ασκείται υπέρ του κοινού συμφέροντος και της πολιτείας», εφαρμόζεται τόσο για τη θέση του Υπαρχηγού όσο και τη θέση του Αστυνόμου Β΄ που κατείχε προηγουμένως ο εφεσίβλητος. Συνεπώς, η υπηρεσία που ασκούσε ο εφεσίβλητος, πριν και μετά τον διορισμό του σε Υπαρχηγό, ήταν της ίδιας φύσης, ενώ και οι δύο θέσεις χαρακτηρίζονται ως οργανικές από το σχετικό Νόμο. Η μόνη διαφοροποίηση που υπάρχει είναι ότι ο διορισμός του Υπαρχηγού γίνεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτό όμως το γεγονός δεν μπορεί να διαφοροποιήσει την κατάσταση. Ούτε βέβαια ο εφεσίβλητος υπέβαλε παραίτηση από τη θέση του Αστυνόμου Β΄ με τον διορισμό του στη θέση του Υπαρχηγού, ο οποίος διορισμός αποτελούσε αναβάθμισή του στην ηγετική βαθμίδα της πυραμίδας.
2. Ο εφεσίβλητος, ενώ υπηρετούσε στην Αστυνομία από τη θέση του Αστυνόμου Β΄, του προσφέρθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας θέση η οποία αποτελεί οργανική θέση της Αστυνομίας σε υψηλότερη βαθμίδα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 5(1) του περί Αστυνομίας Νόμου. Πρόκειται ουσιαστικά για «προαγωγή» στην επόμενη βαθμίδα, που αποτελεί την Ανώτατη Ηγεσία της Αστυνομίας, η οποία επιτυγχάνεται μόνο με διορισμό από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στόχο έχει τη συνέχιση της υπηρεσίας του εφεσίβλητου στην Αστυνομική Δύναμη υπό διαφορετική, όμως, θέση. Δε θεωρούμε ότι υπάρχει ο,τιδήποτε το ασυμβίβαστο με την προηγούμενη θέση που κατείχε ο εφεσίβλητος, παρά μόνο αποτελεί τη φυσική και προσδοκούμενη συνέχειά της. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν θα μπορούσε να κατέχει και τις δύο θέσεις, δεν είναι καθοριστικό για την ερμηνεία του ασυμβίβαστου. Ο εφεσίβλητος ουσιαστικά συνέχισε να υπηρετεί στην Αστυνομική Δύναμη προς εξυπηρέτηση των ίδιων σκοπών, από ανώτερη όμως θέση. Η διαφορά που υπάρχει στον τρόπο διορισμού του δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι πρόκειται περί ανάληψης δημόσιου λειτουργήματος που είναι ασυμβίβαστο με τη θέση που κατέχει στην κρατική υπηρεσία.
3. Ο εφεσίβλητος δεν θεωρούμε ότι αφυπηρέτησε από την προηγούμενη θέση που κατείχε, ήτοι του Αστυνόμου Β΄, και μετά ανέλαβε τα νέα καθήκοντα του Υπαρχηγού. Ούτε θα μπορούσε, μετά την παύση του, να επιστρέψει στην προγενέστερή του θέση. Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες, για σκοπούς απόδοσης των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, υπολόγισαν σύνταξη και εφάπαξ ποσό για το σύνολο της υπηρεσίας του εφεσιβλήτου, με βάση τις απολαβές του Υπαρχηγού κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησής του. Σε περίπτωση εφαρμογής του Άρθρου 24, θα έπρεπε να του καταβάλλονται συνταξιοδοτικά ωφελήματα για την υπηρεσία του στην κρατική υπηρεσία στις συντάξιμες απολαβές στη θέση που κατείχε προηγουμένως, ήτοι του Αστυνόμου Β΄. Θα έπρεπε, επίσης, να υποβληθεί αίτημα στο Υπουργικό Συμβούλιο για παραχώρηση πρόσθετων ωφελημάτων, τα οποία και πάλι θα υπολογίζονταν στις συντάξιμες απολαβές της θέσης που κατείχε πριν από το διορισμό του. Με αυτό τον τρόπο δίδεται μία πλασματική πρόσθετη υπηρεσία, κάτι που δε θα μπορούσε να γίνει στην περίπτωση του εφεσίβλητου, από τη στιγμή που αυτός συνέχιζε με πραγματική υπηρεσία στην Αστυνομία.
4. Οι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας, όσο και της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον τoυ εφεσίβλητου.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Σερδάρης ν. Προέδρου Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 369.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 428/08), ημερομηνίας 23/7/2010.
Ε. Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Θ. Κουσπή (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Εφεσίβλητος παρών.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Κ. Σταματίου, Δ..
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος-αιτητής προσέβαλε την απόφαση των εφεσειόντων-καθ' ων η αίτηση με την οποία αποφασίστηκε ότι στα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 24 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν.97(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε, στο εξής «ο Νόμος», καθότι η θέση του Υπαρχηγού Αστυνομίας δεν αποτελεί δημόσιο λειτούργημα και/ή είναι ασυμβίβαστο με το βαθμό του Αστυνόμου Β΄, που κατείχε πριν την ανάληψη των καθηκόντων του Υπαρχηγού.
Πρωτοδίκως, ο αδελφός μας Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής δικαίωσε τον εφεσείοντα και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η Δημοκρατία, με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση. Ειδικότερα οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα αποφάσισε το Δικαστήριο ότι (α) ο εφεσίβλητος αφυπηρέτησε από την Αστυνομία για να αναλάβει δημόσιο λειτούργημα (πρώτος λόγος έφεσης), (β) η ανάληψη του δημόσιου αυτού λειτουργήματος από τον εφεσίβλητο ήταν ασυμβίβαστη με το αξίωμα ή τη θέση την οποία κατείχε προηγουμένως (δεύτερος λόγος έφεσης) και (γ) εάν γινόταν αποδεκτή η θέση των εφεσειόντων ότι δεν υπήρχε ζήτημα ασυμβίβαστου ούτε ανάληψη δημόσιου λειτουργήματος, τότε κανονικά ο εφεσίβλητος με τη παύση του από την θέση του Υπαρχηγού, αυτομάτως δύνατο να επιστρέψει στην προτεραία του θέση, στην οποία όμως ποτέ δεν κλήθηκε να επιστρέψει (τρίτος λόγος έφεσης).
Τα γεγονότα της υπόθεσης σε συντομία είναι ότι ο εφεσίβλητος το Μάϊο του 1977 διορίστηκε στο βαθμό του Αστυνόμου Β΄στην Αστυνομική δύναμη Κύπρου, ενώ προηγουμένως κατείχε άλλες θέσεις στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας και στην Τεχνική Εκπαίδευση. Την 1.6.1999 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον διόρισε ως Υπαρχηγό της Αστυνομίας, θέση από την οποία παύθηκε κατά την 31.1.2001. Κατά την αποχώρηση του από την Αστυνομία του καταβλήθηκαν συνταξιοδοτικά ωφελήματα για πραγματική συντάξιμη υπηρεσία 342 μηνών (28½ περίπου χρόνια) στην μισθοδοτικη κλίμακα της θέσης Υπαρχηγού Αστυνομίας.
Ο εφεσίβλητος προσέβαλε ανεπιτυχώς την απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας να τερματίσει τις υπηρεσίες του και στην έφεση που ακολούθησε (Σερδάρης ν. Προέδρου Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 369), η Ολομέλεια έκρινε πως η πράξη παύσης του εφεσίβλητου αποτελούσε κυβερνητική πράξη και/ή πράξη με την οποία ασκήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πολιτική εξουσία παρεχόμενη από το Σύνταγμα και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Με επιστολή του ημερομηνίας 20.1.2011 ο εφεσίβλητος ζήτησε από τους εφεσείοντες επαναϋπολογισμό των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων - κρατική σύνταξη, εφάπαξ ποσό και σύνταξη γήρατος - και επανεξέταση των δεδομένων σχετικά με το συνταξιοδοτικό του καθεστώς, στη βάση του Άρθρου 24 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, ώστε να του αναγνωριστούν ως συντάξιμα χρόνια 33½ αντί 28½.
Το αίτημα του εφεσίβλητου απορρίφθηκε στη βάση γνωμάτευσης που δόθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, με το αιτιολογικό ότι δεν τύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 24 του Νόμου και, επίσης, λόγω του ότι ο διορισμός στη θέση του Υπαρχηγού Αστυνομίας, δεν αποτελεί ανάληψη δημόσιου λειτουργήματος από το διορισθέντα και ότι το γεγονός ότι ο Υπαρχηγός διορίζεται και παύεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν καθιστά το διορισμό του «λειτούργημα».
Οι σχετικές διατάξεις του Άρθρου 24 του Νόμου προνοούν τα ακόλουθα:
«24.-(1) Όταν υπάλληλος αφυπηρετεί για ανάληψη δημόσιου λειτουργήματος που είναι ασυμβίβαστο με το αξίωμα ή τη θέση την οποία κατέχει στην κρατική υπηρεσία, αυτός σε κάθε περίπτωση λαμβάνει για την υπηρεσία του-
(α) Σύνταξη δυνάμει του Άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό) χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όρος για συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας~ και
(β) τόση πρόσθετη σύνταξη όση το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει δίκαιο και πρέπον.
..............................
(2) Η πρόσθετη σύνταξη που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1)-
(α) Μαζί με τη σύνταξη που χορηγείται σ' αυτόν δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) ή οποιασδήποτε άλλης διατάξεως του Μέρους αυτού δε θα υπερβαίνει-
...........................
(ii) σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, η σύνταξη που αυτός θα εδικαιούτο να πάρει, αν υπηρετούσε στην κρατική υπηρεσία για περίοδο δέκα επιπλέον ετών ή αν αφυπηρετούσε από αυτή λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο θα ήταν η μικρότερη.»
Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι ο όρος «λειτούργημα» που απαντάται στο Νόμο δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση και ότι η θέση του Υπαρχηγού Αστυνομίας είναι οργανική θέση με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 5(1) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν. 73(Ι)/2004), ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο διορισμός του γίνεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Περαιτέρω, αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος δεν πληροί το κριτήριο των Άρθρων 9(θ), 24(1)(β) και 24(2)(α)(ii) του Νόμου, καθότι ο εφεσίβλητος δεν κλήθηκε να αναλάβει δημόσιο λειτούργημα το οποίο να είναι ασυμβίβαστο με το αξίωμα ή τη θέση που κατέχει.
Από την άλλη, η πλευρά του εφεσιβλήτου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση και τον τρόπο προσέγγισης του Δικαστηρίου επί του θέματος.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελίδες 9-10 της απόφασης του Δικαστηρίου:
«Οι καθ' ων η αίτηση, υιοθετώντας τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, δέχθηκαν πως ο αιτητής με το διορισμό του στη θέση Υπαρχηγού δεν ανέλαβε «δημόσιο λειτούργημα» και αυτό ενόψει των καθηκόντων και εξουσιών της θέσης καθώς και της ερμηνείας που η Νομική Υπηρεσία απέδωσε στον όρο «λειτούργημα» με παραπομπή στο ερμηνευτικό λεξικό του Μπαμπινιώτη, σύμφωνα με το οποίο «λειτούργημα» είναι «1. Η δημόσια υπηρεσία που ασκείται υπέρ του κοινού συμφέροντος και της πολιτείας 2. Το σύνολο των καθηκόντων που συνεπάγονται στην εκτέλεση τους κοινωνική προσφορά: το επάγγελμα του γιατρού είναι -».
Διαφωνώ με την πιο πάνω γνώμη. Η υπηρεσία στη θέση Υπαρχηγού Αστυνομίας σίγουρα δεν αφορά σε ιδιωτική υπηρεσία που ασκείται υπέρ του συμφέροντος ορισμένων αλλά «δημόσια υπηρεσία» στην ευρεία της έννοια, «που ασκείται υπέρ του κοινού συμφέροντος και της πολιτείας». Όπως εξάλλου και η υπηρεσία των δημόσιων λειτουργών/υπαλλήλων εν γένει. Για παράδειγμα, το Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας στην Υπόθεση Αρ. 601/35 - Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας, 1935, Τόμος Α΄ II, 632, είπε στη σελ. 633: -
«... πλην της μη υποκείμενης περιπτώσεως της αντιποιήσεως εξουσίας, δεν αποτελεί λόγον ακυρότητος των πράξεων των δημοσίων λειτουργών το μη νόμιμον του διορισμού των ή της πράξεως περί απονομής αυτοίς του δημοσίου λειτουργήματος. Την αρχήν ταύτην επιβάλλει ή τε έννοια της συνεχείας της δημοσίας υπηρεσίας, αλλά και το συμφέρον του κοινού, όπερ δεν δύναται εκάστοτε να ελέγχη την νομιμότητα της ασκήσεως των δημοσίων λειτουργημάτων παρά των επισήμως και δημοσίως ασκούντων ταύτα υπαλλήλων και αρχών.»
Ο δε Α. Γ. Τσούτσος στο σύγγραμμα «Διοίκησις και Δίκαιον», 1979, στη σελ. 134, αναφέρεται στο δικαίωμα ακρόασης προσώπου το οποίο ασκεί δημόσιο λειτούργημα και εναντίον του οποίου λαμβάνεται διοικητικό μέτρο, λόγω αποδιδόμενης σε αυτό υπαιτιότητας. Ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο στη Νικολάου ν. Νικολάου κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338, 1404, επίσης χαρακτηρίζει και το έργο των δημόσιων λειτουργών ως «δημόσιο λειτούργημα».
Ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Οι σχετικές διατάξεις του Άρθρου 5(1) του περί Αστυνομίας Νόμου προνοούν ως ακολούθως:
«5.-(1) Η Αστυνομία συγκροτείται σύμφωνα με τις εκάστοτε εγκεκριμένες οργανικές θέσεις και διάρθρωση από τέτοια μέλη των ακόλουθων βαθμών όπως το Υπουργικό Συμβούλιο δυνατό να ορίζει, δηλαδή από τους -
Αρχηγό,
Υπαρχηγό,
Βοηθό Αρχηγό,
Ανώτερο Αστυνόμο,
Αστυνόμο Α΄,
Αστυνόμο Β΄,
Ανώτερο Υπαστυνόμο,
Υπαστυνόμο,
Λοχία,
Αστυφύλακα:
..........................
(2) Ο Αρχηγός, ο Υπαρχηγός και οι Βοηθοί Αρχηγοί αποτελούν την Ανώτατη Ηγεσία της Αστυνομίας.»
Από τη στιγμή που, με βάση την πιο πάνω νομοθετική διάταξη, η θέση του Υπαρχηγού περιλαμβάνεται στις οργανικές θέσεις της Αστυνομικής Δύναμης, δεν μπορεί ταυτόχρονα να αποτελεί και δημόσιο λειτούργημα εν τη εννοία του Άρθρου 24(1) του Νόμου. Ο ορισμός που δίδεται στο όρο «δημόσιο λειτούργημα» στο λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του καθηγητή Μπαμπινιώτη, δηλαδή «δημόσια υπηρεσία που ασκείται υπέρ του κοινού συμφέροντος και της πολιτείας», εφαρμόζεται τόσο για τη θέση του Υπαρχηγού όσο και τη θέση του Αστυνόμου Β΄ που κατείχε προηγουμένως ο εφεσίβλητος. Συνεπώς, η υπηρεσία που ασκούσε ο εφεσίβλητος, πριν και μετά τον διορισμό του σε Υπαρχηγό, ήταν της ίδιας φύσης, ενώ και οι δύο θέσεις χαρακτηρίζονται ως οργανικές από το σχετικό Νόμο. Η μόνη διαφοροποίηση που υπάρχει είναι ότι ο διορισμός του Υπαρχηγού γίνεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτό όμως το γεγονός δεν μπορεί να διαφοροποιήσει την κατάσταση. Ούτε βέβαια ο εφεσίβλητος υπέβαλε παραίτηση από τη θέση του Αστυνόμου Β΄ με τον διορισμό του στη θέση του Υπαρχηγού, ο οποίος διορισμός αποτελούσε αναβάθμισή του στην ηγετική βαθμίδα της πυραμίδας.
Αναφορικά με το δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι ο εφεσίβλητος δεν πληροί τις προϋποθέσεις των Άρθρων 9(θ), 24(1)(β) και 24(2)(α)(ii) του Νόμου. Συναφώς, εισηγούνται πως ο εφεσίβλητος με το διορισμό του στη θέση του Υπαρχηγού συνέχιζε να είναι μέλος της Αστυνομίας σε υψηλότερη οργανικά θέση, χωρίς να υπάρχει ο,τιδήποτε το ασυμβίβαστο με τη θέση που κατείχε προηγουμένως, αφού συνέχισε να υπηρετεί στο ίδιο σώμα και να εργάζεται για τους ίδιους σκοπούς με αυτούς που εργαζόταν πριν το διορισμό του ως Υπαρχηγός. Περαιτέρω, η κα Συμεωνίδου εισηγείται ότι ο εφεσίβλητος δε θα μπορούσε με την παύση του από τη θέση του Υπαρχηγού να επιστρέψει στη θέση που κατείχε προηγουμένως. Προς τούτο, παρέπεμψε σε παραδείγματα άλλων κρατικών αξιωματούχων όπως του Γενικού Ελεγκτή και του Βοηθού του, καθώς και του Γενικού Λογιστή και του Βοηθού του. Σημείωσε, επίσης, η ευπαίδευτη συνήγορος ότι οι εφεσείοντες υπολόγισαν, με βάση το Άρθρο 8 του Νόμου, σύνταξη και εφάπαξ ποσό για το σύνολο της υπηρεσίας του εφεσιβλήτου, με βάση τις απολαβές του κατά το χρόνο αφυπηρέτησής του, οι οποίες ήταν οι απολαβές του Υπαρχηγού. Για να τύχει εφαρμογής το Άρθρο 24 του Νόμου, πρόσθεσε, θα έπρεπε (α) να καταβάλλονταν στον εφεσίβλητο συνταξιοδοτικά ωφελήματα για την υπηρεσία του στην κρατική υπηρεσία στις συντάξιμες απολαβές του Αστυνόμου Β΄ θέση που κατείχε πριν το διορισμό στη θέση του Υπαρχηγού, (β) να υποβαλλόταν αίτημα στο Υπουργικό Συμβούλιο για παραχώρηση πρόσθετων ωφελημάτων, τα οποία και πάλι θα υπολογίζονταν στις συντάξιμες απολαβές της θέσης που κατείχε πριν από το διορισμό του. Αυτό όμως, εισηγήθηκε η συνήγορος δε θα μπορούσε να γίνει δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος συνέχιζε την υπηρεσία του στην Αστυνομία με πραγματική υπηρεσία και δε θα μπορούσε να του παραχωρηθεί πρόσθετη πλασματική υπηρεσία.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσιβλήτου υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Η περίπτωση του εφεσίβλητου, εισηγήθηκε, διαφοροποιείται από αυτή των άλλων αξιωματούχων που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες, καθότι γι' αυτούς γίνεται ρητή αναφορά στο Σύνταγμα ότι είναι «μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι της Δημοκρατίας». Πρόνοια που, όπως επεσήμανε, δεν υπάρχει στο Άρθρο 131 που αφορά το διορισμό και την παύση του Αρχηγού και Υπαρχηγού της Αστυνομίας. Ο εφεσίβλητος, υπέβαλε, ήταν υποχρεωμένος, λόγω της ανάληψης του αξιώματος του Υπαρχηγού, να παραιτηθεί όλων των δικαιωμάτων του που συνδέονταν με την κατοχή της θέσης του Αστυνόμου Β΄. Με την παύση του, όμως, από τη θέση του Υπαρχηγού από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, απώλεσε τη δυνατότητα συμπλήρωσης της συντάξιμης του υπηρεσίας, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων τα οποία, εν τέλει, θα δικαιούτο με βάσει τις πρόνοιες του περί Συντάξεων Νόμου.
Θεωρούμε ότι και αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα ως εξής στις σελίδες 11 - 12 της απόφασής του:
«Η διερεύνηση δε ως προς το ασυμβίβαστο μεταξύ των δύο θέσεων έχω τη γνώμη πως πρέπει να διέρχεται αναγκαστικά μέσα από τη δυνατότητα διατήρησης ταυτόχρονης κατοχής των δύο θέσεων χωρίς η κατοχή της μίας να συγκρούεται με τα όσα συνεπάγεται η κατοχή της άλλης. Εν προκειμένω, δεν βλέπω πώς θα ήταν δυνατό να διατηρήσει κατοχή και των δύο θέσεων ο αιτητής ώστε να έχει και έρεισμα ο ισχυρισμός των καθ' ων η αίτηση ότι δεν υπέβαλε παραίτηση ή αφυπηρέτησε από τη θέση Αστυνόμου Β΄ ενόψει του διορισμού του στη θέση Υπαρχηγού. Εάν γίνει δεκτή η θέση των καθ' ων η αίτηση πως δεν υπάρχει ασυμβίβαστο ούτε και ανάληψη «δημόσιου λειτουργήματος» και γενικότερα διακοπή της προηγούμενης υπηρεσιακής σχέσης, έχω την εντύπωση πως θα σήμαινε ότι ο αιτητής, με την παύση του από τη θέση του Υπαρχηγού, αυτομάτως δύνατο να επιστρέψει στην προτεραία του θέση, στην οποία όμως ποτέ δεν κλήθηκε να επιστρέψει.
Περαιτέρω, είναι γεγονός πως, όπως παρατηρεί η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, η θέση του Υπαρχηγού ανήκει στις οργανικές θέσεις της Αστυνομίας. Όμως, το γεγονός παραμένει πως ο διορισμός του γίνεται, στη βάση του Άρθρου 131.1 του Συντάγματος, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Συνακόλουθα ο Υπαρχηγός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «μέλος» της Αστυνομίας εφόσον δεν διορίζεται με βάση τον περί Αστυνομίας Νόμο. Η ανάληψη της θέσης από τον αιτητή δεν έγινε στα πλαίσια προαγωγής στη βάση του περί Αστυνομίας Νόμου ώστε να θεωρηθεί ως εξέλιξη της υπηρεσιακής του κατάστασης. Έχουμε διορισμό και παύση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στα πλαίσια άσκησης συνταγματικής εξουσίας εκτός του αναθεωρητικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Σερδάρης ν. Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανωτέρω) σε θέση, συνακόλουθα, διαφορετικής φύσης από την προηγούμενη. Ήταν, κατά τη γνώμη μου, κάτω από όλες τις περιστάσεις, ασυμβίβαστη η παράλληλη κατοχή και των δύο θέσεων, ο δε αιτητής δεν είχε άλλη επιλογή παρά να εγκαταλείψει την πρώτη με αφυπηρέτηση.».
Ο εφεσίβλητος, ενώ υπηρετούσε στην Αστυνομία από τη θέση του Αστυνόμου Β΄, του προσφέρθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας θέση η οποία αποτελεί οργανική θέση της Αστυνομίας σε υψηλότερη βαθμίδα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 5(1) του περί Αστυνομίας Νόμου, πιο πάνω. Πρόκειται ουσιαστικά για «προαγωγή» στην επόμενη βαθμίδα, που αποτελεί την Ανώτατη Ηγεσία της Αστυνομίας, η οποία επιτυγχάνεται μόνο με διορισμό από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στόχο έχει τη συνέχιση της υπηρεσίας του εφεσίβλητου στην Αστυνομική Δύναμη υπό διαφορετική, όμως, θέση. Δε θεωρούμε ότι υπάρχει ο,τιδήποτε το ασυμβίβαστο με την προηγούμενη θέση που κατείχε ο εφεσίβλητος, παρά μόνο αποτελεί τη φυσική και προσδοκούμενη συνέχειά της. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την ερμηνεία που έδωσε ο αδελφός μας Δικαστής στο ασυμβίβαστο με το αξίωμα ή τη θέση που κατείχε προηγουμένως ο εφεσίβλητος. Το γεγονός ότι αυτός δε θα μπορούσε να κατέχει και τις δύο θέσεις, δεν είναι καθοριστικό για την ερμηνεία του ασυμβίβαστου. Ο εφεσίβλητος ουσιαστικά συνέχισε να υπηρετεί στην Αστυνομική Δύναμη προς εξυπηρέτηση των ίδιων σκοπών, από ανώτερη όμως θέση. Η διαφορά που υπάρχει στον τρόπο διορισμού του δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι πρόκειται περί ανάληψης δημόσιου λειτουργήματος που είναι ασυμβίβαστο με τη θέση που κατέχει στην κρατική υπηρεσία. Σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με την ερμηνεία που δίδεται στο Νόμο, «"Κρατική υπηρεσία" σημαίνει υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία και περιλαμβάνει τη δημόσια υπηρεσία, την υπηρεσία του Γενικού Ελεγκτή, Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, υπηρεσία στις Δυνάμεις Ασφαλείας και στο Στρατό της Δημοκρατίας και υπηρεσία σ' οποιαδήποτε θέση αναφορικά με την οποία γίνεται ειδική πρόνοια με νόμο·»
Περαιτέρω, με βάση το Άρθρο 9(θ) του Νόμου, προνοούνται τα ακόλουθα:
«9. Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, σύνταξη και εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα ή άλλο ωφέλημα χορηγείται σε υπάλληλο κατά την αφυπηρέτηση του σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
..............................
(θ) με την αφυπηρέτηση για λόγους δημόσιου συμφέροντος για να αναλάβει ο υπάλληλος δημόσιο λειτούργημα ασυμβίβαστο με το αξίωμα ή τη θέση που κατέχει
............................»
Ο εφεσίβλητος δε θεωρούμε ότι αφυπηρέτησε από την προηγούμενη θέση που κατείχε, ήτοι του Αστυνόμου Β΄, και μετά ανέλαβε τα νέα καθήκοντα του Υπαρχηγού. Ούτε θα μπορούσε, μετά την παύση του, να επιστρέψει στην προγενέστερή του θέση. Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες, για σκοπούς απόδοσης των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, υπολόγισαν σύνταξη και εφάπαξ ποσό για το σύνολο της υπηρεσίας του εφεσιβλήτου, με βάση τις απολαβές του Υπαρχηγού κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησής του.
Σε περίπτωση εφαρμογής του Άρθρου 24, θα έπρεπε να του καταβάλλονται συνταξιοδοτικά ωφελήματα για την υπηρεσία του στην κρατική υπηρεσία στις συντάξιμες απολαβές στη θέση που κατείχε προηγουμένως, ήτοι του Αστυνόμου Β΄. Θα έπρεπε, επίσης, να υποβληθεί αίτημα στο Υπουργικό Συμβούλιο για παραχώρηση πρόσθετων ωφελημάτων, τα οποία και πάλι θα υπολογίζονταν στις συντάξιμες απολαβές της θέσης που κατείχε πριν από το διορισμό του. Με αυτό τον τρόπο δίδεται μία πλασματική πρόσθετη υπηρεσία, κάτι που δε θα μπορούσε να γίνει στην περίπτωση του εφεσίβλητου, από τη στιγμή που αυτός συνέχιζε με πραγματική υπηρεσία στην Αστυνομία.
Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας, όσο και της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον τoυ εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και τεθούν προς έγκριση από την Ολομέλεια.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.