ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:C710

(2015) 3 ΑΑΔ 550

26 Οκτωβρίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

2. ΒΑΡΒΑΡΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

 

Εφεσείουσες - Αιτήτριες,

 

ν.

 

1.   ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

2.   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ

     ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η Αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 110/2010)

 

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Το δόγμα της απαγόρευσης της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Περιστάσεις της εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση υπαλληλικής προσφυγής σε σχέση με κύριο λόγο ακυρώσεως.

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι εφέσεως ― Δεν μπορεί να περιλαμβάνουν λόγο έφεσης ο οποίος δεν είχε προβληθεί πρωτοδίκως.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Η εφαρμογή των προνοιών του Ν. 1/1990 επί της επίδικης διαδικασίας επιλογής κρίθηκε ορθή στην εξετασθείσα υπόθεση ― Ισχυρισμοί ότι έπρεπε να εφαρμοστεί ο Ν. 6(Ι)/1998 απορρίφθηκαν.

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

 

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχαν απορριφθεί οι προσφυγές τους κατά του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Κτηματολογικού Γραφέα.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Είναι γεγονός ότι οι εφεσείουσες αυτό που ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως ήταν ότι οι εφεσίβλητοι, κατά παράβαση ρητής νομοθετικής πρόνοιας (Ν.6(Ι)/1998), έδωσαν υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και παραβίασαν την έννοια «επιτυχών» στη γραπτή εξέταση. Δεν τέθηκε στην προσφυγή ζήτημα πλάνης ως προς το Νόμο, ότι δηλαδή έπρεπε να εφαρμοστεί εξ ολοκλήρου ο Ν.6(1)/1998 αντί ο Ν.1/1990. Η όλη διαδικασία ξεκίνησε κατά πρώτο στάδιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κάτι που δεν προβλέπεται από το Ν.6(Ι)/1998. Οι εφεσείουσες έλαβαν μέρος στην όλη διαδικασία, χωρίς να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα έλλειψης αρμοδιότητας. Η εκ των υστέρων επίκληση του θέματος προσκρούει στο δόγμα της επιδοκιμασίας - αποδοκιμασίας. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι δεν μπορεί να περιληφθεί ως λόγος έφεσης, λόγος ο οποίος δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης.

 

2.  Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Από τη στιγμή που εφαρμόστηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο Ν. 1/1990, η οποία δεν προνοεί για οποιοδήποτε περιορισμό ως προς τη βαρύτητα που μπορούσε να αποδοθεί στη γραπτή εξέταση, δε θα μπορούσαν να αποκλειστούν υποψήφιοι οι οποίοι δε συγκέντρωσαν τη βαθμολογία που προνοείται στο Ν. 6(Ι)/1998, ούτε αυτήν που εισήχθη στον Ν. 1/1970, με τροποποίηση μεταγενέστερη της επίδικης πράξης. Το Άρθρο 33(4) του Ν.1/1990 δίδει την εξουσία στη διοίκηση, εαν επιθυμεί, να καθορίσει τέτοιες βαθμολογίες, κάτι που δεν έπραξε στην παρούσα περίπτωση, όπως άλλωστε δικαιούτο, με βάση τη νομοθεσία που ίσχυε τότε. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφασίστηκε να κληθούν όλοι οι υποψήφιοι που θα παρακαθίσουν σε γραπτή εξέταση και σε προφορική εξέταση.

 

3.  Είναι γεγονός ότι δεν τέθηκε πρωτοδίκως θέμα απόφασης που λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος και δεν είναι επιτρεπτό να εξεταστεί τέτοιος ισχυρισμός στα πλαίσια της έφεσης. Στη βάση των ίδιων ισχυρισμών, όμως, θα εξετάσουμε την εισήγηση περί παράβασης των αρχών χρηστής διοίκησης. Στην παρούσα περίπτωση δεν εφαρμόστηκε ο Ν.6(Ι)/1998 αλλά ο Ν.1/1990, ο οποίος δεν προνοεί για την ανάγκη προσδιορισμού αριθμητικής βαρύτητας των διαφόρων παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη. Συνεπώς, η περί του αντιθέτου εισήγηση των εφεσειουσών δεν μπορεί να ευσταθήσει. Δεν ευσταθεί επίσης ούτε ο ισχυρισμός περί έλλειψης της αναγκαίας, ειδικής αιτιολογίας.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αβρααμίδου ν. ΡΙΚ (2008) 3 Α.Α.Δ. 88,

 

Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τις Αιτήτριες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1216/04), ημερομηνίας 11/6/2010.

 

Π. Κυπριανού, για τις Εφεσείουσες.

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

Α. Ευσταθίου (κα), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2.

 

Χ. Τσίγκης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 9.

 

Ξ. Ευγενίου, για Α.Σ. Αγγελίδη, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 3, 7, 8, 10-17 και 21.

 

Καμία εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 20.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση της ΕΔΥ ημερομηνίας 12.7.2004, με την οποία επιλέγησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη για διορισμό στη μόνιμη θέση Κτηματολογικού Γραφέα, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, αποτέλεσε το έναυσμα για την καταχώρηση τεσσάρων προσφυγών, οι οποίες συνεκδικάστηκαν.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης παρατίθενται στην αρχή της πρωτόδικης απόφασης ως ακολούθως:

 

«Στα πλαίσια διαδικασίας πλήρωσης 183 κενών μόνιμων θέσεων Κτηματολογικού Γραφέα, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, η οποία είναι θέση Πρώτου Διορισμού, υποβλήθηκαν 2475 αιτήσεις, τις οποίες η Ε.Δ.Υ., μαζί με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, παρέπεμψε στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, (ο «Διευθυντής»), ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, (η «Συμβουλευτική»), για τα περαιτέρω. Η τελευταία αποφάσισε την υποβολή των υποψηφίων σε γραπτή και προφορική εξέταση και όρισε ως θέματα για τη γραπτή εξέταση τα Μαθηματικά και τις Γενικές Γνώσεις. Καθόρισε, επίσης, τη βαθμολογία της γραπτής εξέτασης σε 50 μονάδες για το κάθε θέμα και της προφορικής εξέτασης σε 100 μονάδες και αποφάσισε ότι, στον υπολογισμό της τελικής βαθμολογίας, η βαρύτητα γραπτής και προφορικής εξέτασης θα είχε αναλογία 60:40, αντίστοιχα. Ασχολήθηκε, επίσης, με την κατοχή του προβλεπόμενου στο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος της τριετούς συνεχούς πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης και κατέληξε ότι αυτό το κατείχαν 122 υποψήφιοι, στους οποίους δόθηκαν 5 επιπρόσθετες μονάδες. Μετά την ολοκλήρωση των γραπτών και προφορικών εξετάσεων, κατάρτισε πίνακες υποψηφίων, κατ' αύξοντα αριθμό και κατά σειρά επιτυχίας, στους οποίους έγινε και αναγωγή της βαθμολογίας, σύμφωνα με τη βαρύτητα που δόθηκε στη γραπτή και την προφορική εξέταση. Με βάση τα αποτελέσματα των εξετάσεων και αφού έλαβε υπόψη της τα προσόντα των υποψηφίων, την κατοχή του πλεονεκτήματος και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και των Προσωπικών Φακέλων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, προέβη σε τελική αξιολόγηση. Στον Προκαταρκτικό Κατάλογό της συμπεριλήφθηκαν 410 υποψήφιοι με τελική αξιολόγηση «Καλός» και άνω (βαθμολογία 49.5 μονάδες και άνω), οι οποίοι και συστήθηκαν για διορισμό στην επίδικη θέση. Η Έκθεσή της, μαζί με τους σχετικούς πίνακες των αποτελεσμάτων και τους καταλόγους των υποψηφίων που συστήνονταν, υποβλήθηκε στην Ε.Δ.Υ. στις 26/1/2004.

 

Στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ. παρέπεμψε τις αιτήσεις των 821 προσοντούχων υποψηφίων που είχαν συμπληρώσει τόσο τη γραπτή όσο και την προφορική εξέταση στη Συμβουλευτική, προς το σκοπό ετοιμασίας συμπληρωματικής έκθεσης, η οποία θα περιλάμβανε διευκρινίσεις αναφορικά με τον τρόπο αξιολόγησης της κατοχής ή όχι του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Παράλληλα, της ζήτησε, επειδή αυτή δε συμπεριέλαβε στον Προκαταρκτικό Κατάλογο υποψηφίους που συγκέντρωσαν κάτω από 49.5 μονάδες, όπως, σ' αυτόν συμπεριλάβει και επιπρόσθετους υποψηφίους, έτσι ώστε ο τελικός αριθμός των συστηνομένων να ανέλθει στο τετραπλάσιο των κενών θέσεων που είχαν δημοσιευτεί.

 

Η Συμβουλευτική υπέβαλε Συμπληρωματική Έκθεση στις 21/4/2004, μαζί με τα σχόλιά της στα ερωτήματα που τέθηκαν από την Ε.Δ.Υ. σε σχέση με το πλεονέκτημα και κατάλογο των υποψηφίων που, κατά την κρίση της, κατείχαν το πλεονέκτημα, λόγω εκτέλεσης κτηματολογικών εργασιών για τρία συνεχή χρόνια. Ετοίμασε, επίσης, νέο Προκαταρκτικό Κατάλογο, στον οποίο συμπεριέλαβε τετραπλάσιο των κενών θέσεων αριθμό υποψηφίων - (732), ως οι οδηγίες της Ε.Δ.Υ. Στη Συμπληρωματική Έκθεσή της, επισυνάφθηκαν βεβαιώσεις του Διευθυντή αναφορικά με την υπηρεσιακή κατάσταση και τα καθήκοντα που εκτελούσαν οι υποψήφιοι που εργάζονταν στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, (το «Τμήμα»), είτε σε έκτακτη είτε σε μόνιμη βάση, οι οποίες, μαζί με τα στοιχεία των αιτήσεων και των Προσωπικών Φακέλων τους, σε συνδυασμό με την ερμηνεία του όρου «τριετής συνεχής πείρα», αιτιολογούσαν τις διαπιστώσεις της ότι 122 υποψήφιοι κατείχαν το προβλεπόμενο στο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα.

 

Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ., αφού έλαβε υπόψη τα όσα αναφέρονταν στη Συμπληρωματική Έκθεση, υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής σε σχέση με το πλεονέκτημα. Επίσης, αποφάσισε να αποδώσει το πλεονέκτημα σε ακόμη επτά υποψηφίους, που είχαν απασχοληθεί ως έκτακτες Κτηματολογικοί Γραφείς.  Στη συνέχεια, προέβη στον καταρτισμό του Τελικού Καταλόγου, ο οποίος ήταν ο ίδιος με τον Προκαταρκτικό Κατάλογο των 732 υποψηφίων που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική, με την αφαίρεση μιας υποψήφιας και την προσθήκη άλλου.  Όλοι οι υποψήφιοι του Τελικού Καταλόγου κλήθηκαν από την Ε.Δ.Υ. σε προφορική εξέταση, κατά ομάδες, σε διαδοχικές συνεδρίες, στις οποίες παρευρέθηκε ο Διευθυντής.

 

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της προφορικής εξέτασης, ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτή, η δε Ε.Δ.Υ., υπό το φως των κρίσεών του, προέβη στη δική της αξιολόγηση, αιτιολογώντας τις εντυπώσεις της. Ακολούθησε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων από την Ε.Δ.Υ., σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα και την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής, τα προσόντα τους, περιλαμβανομένου του πλεονεκτήματος, τους Προσωπικούς Φακέλους αυτών που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και την απόδοσή τους κατά την προφορική εξέταση ενώπιόν της, η οποία, τελικά, κατέληξε στην επιλογή των ενδιαφερομένων μερών.»

 

Η προσφυγή των εφεσειουσών απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και με τους εξής δύο λόγους έφεσεις αμφισβητείται η ορθότητά της: (α) ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε αιτιολογημένη την απόφαση της ΕΔΥ (1ος λόγος έφεσης) και (β) ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι ορθά δεν εφαρμόστηκε από τη διοίκηση, κατά τη διαδικασία επιλογής υποψηφίων για την επίδικη θέση, ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος 6(Ι)/98 (2ος λόγος έφεσης).

 

Θα ξεκινήσουμε από τον 2ο λόγο, ο οποίος έχει δύο σκέλη. Με το δεύτερο σκέλος, οι εφεσείουσες εισηγούνται ότι, με βάση την ερμηνεία που δίδεται στον όρο «επιτυχών στη γραπτή εξέταση» από τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 1998, (Ν. 6(Ι)/98), 18 από τα 21 ενδιαφερόμενα μέρη έπρεπε να αποκλειστούν. Προς τούτο, στο περίγραμμα αγόρευσης τους γίνεται αναφορά στο Άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου, όπου αναφέρεται ότι, «επιτυχών» και «επιτυχών στη γραπτή εξέταση» σημαίνει πρόσωπο που συμμετέχει στη γραπτή εξέταση και συγκεντρώνει συνολική γενική βαθμολογία 50% τουλάχιστον κατά μέσον όρο και στο καθένα από τα θέματα που περιλαμβάνονται στην εξέταση αυτή 40% τουλάχιστον. Το Άρθρο 33(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990, το οποίο εφαρμόστηκε στην προκείμενη περίπτωση, δεν προνοεί για τον καθορισμό οποιασδήποτε βαθμολογίας και δίδει εξουσία στη διοίκηση, αν επιθυμεί, να καθορίσει εκείνη τέτοιες βαθμολογίες.

 

Οι εφεσείουσες εισηγούνται ότι λανθασμένα δεν εφαρμόστηκε ο Ν.6(Ι)/1998, ο οποίος είναι μεταγενέστερος του Ν.1/1990 και, ως τέτοιος, έχει προτεραιότητα στην εφαρμογή, εφόσον τεκμαίρεται ότι αντικατοπτρίζει την πρόθεση του νομοθέτη.

 

Στο πρώτο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης γίνεται επίκληση του Άρθρου 3(1)(β) του Νόμου 6(Ι)/1998, το οποίο προνοεί για τη βαρύτητα που δίδεται από τη διορίζουσα αρχή στο καθένα από τα κριτήρια που καθορίζονται στην παράγραφο (α). Αποτελεί θέση των εφεσειουσών πως, εαν εφαρμοζόταν η εν λόγω νομοθετική διάταξη, τότε, στην πιο ακραία περίπτωση, η βαρύτητα της γραπτής και προφορικής εξέτασης θα έπρεπε να ήταν 80:20, ενώ στην προκείμενη περίπτωση ήταν 60:40. Αυτό, ισχυρίζονται, δημιουργεί εύλογες υποψίες ότι πρόκειται για συνταγή αυθαιρεσίας και αναξιοκρατίας. Περαιτέρω, παρέπεμψαν στο Άρθρο 33(4) του Ν.1/1990, όπως τροποποιήθηκε, όπου προνοείται ότι η βαρύτητα που θα αποδοθεί στη γραπτή εξέταση, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του 80%.

 

Η πλευρά των εφεσιβλήτων-καθ' ων η αίτηση και των ενδιαφερομένων μερών υπεραμύνθηκε της πρωτόδικης απόφασης και υιοθέτησαν τα όσα διαλαμβάνονται σ' αυτήν. Εγέρθηκε, επίσης, θέμα ότι στην πρωτόδικη διαδικασία δεν τέθηκε ρητά από τις εφεσείουσες ότι επιβαλλόταν η εφαρμογή του Ν.6(Ι)/1998 αντί του Ν.1/1990 και, συνεπώς, ότι είναι ανεπίτρεπτο να γίνεται επίκληση αυτού του ζητήματος κατ' έφεση. Επιπρόσθετα, τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι ισχύει στην παρούσα περίπτωση το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Ενώ οι εφεσείουσες αποδέκτηκαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία επιλογής που έγινε, δυνάμει του Ν.1/1990, ακολούθως την αμφισβήτησαν.

 

Είναι γεγονός ότι οι εφεσείουσες αυτό που ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως ήταν ότι οι εφεσίβλητοι, κατά παράβαση ρητής νομοθετικής πρόνοιας (Ν.6(Ι)/1998), έδωσαν υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και παραβίασαν την έννοια «επιτυχών» στη γραπτή εξέταση. Δεν τέθηκε στην προσφυγή ζήτημα πλάνης ως προς το Νόμο, ότι δηλαδή έπρεπε να εφαρμοστεί εξ ολοκλήρου ο Ν.6(1)/1998 αντί ο Ν.1/1990. Η όλη διαδικασία ξεκίνησε κατά πρώτο στάδιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κάτι που δεν προβλέπεται από το Ν.6(Ι)/1998. Οι εφεσείουσες έλαβαν μέρος στην όλη διαδικασία, χωρίς να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα έλλειψης αρμοδιότητας. Η εκ των υστέρων επίκληση του θέματος προσκρούει στο δόγμα της επιδοκιμασίας - αποδοκιμασίας. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι δεν μπορεί να περιληφθεί ως λόγος έφεσης, λόγος ο οποίος δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης (βλ. Αβρααμίδου ν. ΡΙΚ (2008) 3 Α.Α.Δ. 88, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, στην παρούσα περίπτωση, δεν εφαρμόστηκε ο Ν.6(Ι)/1998 και πως η διαδικασία για την πλήρωση των επίδικων θέσεων διεξήχθη σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/1990), όπως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, και αφορούσαν την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού.

 

Απορρίπτοντας την εισήγηση των εφεσειουσών ότι υπήρξε παράβαση της πρόνοιας του Άρθρου 3 του Ν. 6(1)/1998 και της έννοιας «επιτυχών στη γραπτή εξέταση» ανέφερε τα ακόλουθα:

 

      «Οι πιο πάνω ισχυρισμοί των αιτητριών δεν ευσταθούν, αφού, στην παρούσα περίπτωση, δεν εφαρμόστηκε ο Ν. 6(Ι)/98. Όπως προκύπτει από την επιστολή της Ε.Δ.Υ. προς το Διευθυντή, ημερομηνίας 7/3/2003, με την οποία παραπέμφθηκαν οι αιτήσεις στη Συμβουλευτική για αξιολόγηση, αλλά και από το περιεχόμενο της ίδιας της Έκθεσης της Συμβουλευτικής, η διαδικασία για την πλήρωση των επίδικων θέσεων διεξήχθη σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), όπως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, (ο «Νόμος»), οι οποίες αφορούσαν την πλήρωση θέσεων Πρώτου Διορισμού. Οι ενέργειες της Συμβουλευτικής διέπονταν από τις πρόνοιες των παραγράφων (4) - (7) αυτού, οι οποίες πρόβλεπαν ότι:-

 

      «(4) Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνέρχεται στη συνέχεια μέσα σε δυο εβδομάδες και φροντίζει όπως οι υποψήφιοι υποβληθούν σε γραπτή ή προφορική εξέταση ή και στις δυο, τηρουμένων των διατάξεων του οικείου σχεδίου υπηρεσίας:

 

      Νοείται ότι οι υποψήφιοι μιας θέσης μπορούν να υποβληθούν σε κοινή γραπτή εξέταση με υποψηφίους άλλων θέσεων.

 

      (5) Η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί να αναθέσει σε Υπηρεσία ή σε λειτουργούς την ετοιμασία των θεμάτων και τη βαθμολόγηση των γραπτών της τυχόν γραπτής εξέτασης.

 

      (6) Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη της τα αποτελέσματα της γραπτής και ή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ανάλογα με το τι έχει διεξαχθεί, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καταρτίζει και αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους, καθώς και προκαταρκτικό κατάλογο που περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των κατά την κρίση της καταλληλότερων υποψηφίων, που θα αναφέρεται στο εξής ως «ο προκαταρκτικός κατάλογος'.

       (7) Ο αριθμός των υποψηφίων ο οποίος περιέχεται στον προκαταρκτικό κατάλογο θα είναι τετραπλάσιος από τον αριθμό των θέσεων που έχουν δημοσιευτεί, εφόσο υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι.»

 

      Οι πιο πάνω διατάξεις δεν περιείχαν οποιαδήποτε δέσμευση ή περιορισμό ως προς τη βαρύτητα που μπορούσε να αποδοθεί στη γραπτή εξέταση. (Σημειώνεται ότι η σχετική τροποποίηση του Άρθρου 33(4) του Νόμου, η οποία επιβάλλει να αποδίδεται βαρύτητα στη γραπτή εξέταση όχι μικρότερη του 80%, τέθηκε σε ισχύ στις 28/4/2006, με τον τροποποιητικό νόμο  Ν. 96(Ι)/2006.).

 

      Ούτε η επιτυχία υποψηφίων στη γραπτή εξέταση αποτελούσε προϋπόθεση για συμπερίληψή τους στον προκαταρκτικό κατάλογο των κατά την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καταλληλοτέρων. Στην παρούσα περίπτωση, η Συμβουλευτική, έχοντας υπόψη και τη σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, όπου γίνεται αναφορά σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (βλ. Λοΐζου Πηλαβά κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Υποθέσεις Αρ. 455/96 κ.ά., 12/7/99) - προχώρησε στον καθορισμό της βαθμολογίας στη γραπτή εξέταση ως έχει προαναφερθεί. Δεν έθεσε όριο επιτυχίας, αφού θεώρησε ότι ο χαρακτήρας της γραπτής εξέτασης ήταν συναγωνιστικός και μέσα σε αυτά τα πλαίσια αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση όλους τους υποψηφίους που θα παρακάθονταν στη γραπτή εξέταση, ανεξάρτητα από τη βαθμολογία που θα συγκέντρωναν.

 

      Οι πιο πάνω αποφάσεις της Συμβουλευτικής όχι μόνο δεν παραβιάζουν τις πρόνοιες του Άρθρου 33 του Νόμου, αλλά είναι απόλυτα σύμφωνες με αυτές και, ειδικότερα, με τη ρητή απαίτηση της παραγράφου (6) αυτού για κατάρτιση αιτιολογημένης έκθεσης για όλους τους υποψηφίους, η οποία να είναι απόρροια αξιολόγησης όχι μόνο των αποτελεσμάτων των γραπτών ή προφορικών εξετάσεων αλλά και των προσόντων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, του περιεχομένου των Υπηρεσιακών Φακέλων και των υπολοίπων στοιχείων των αιτήσεων. Όπως επισημάνθηκε στη Λοΐζου Πηλαβά κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., (πιο πάνω), ο τυχόν αποκλεισμός, σε αυτό το στάδιο, υποψηφίων που απέτυχαν να συγκεντρώσουν ένα προκαθορισμένο όριο βαθμών στη γραπτή εξέταση θα εμπόδιζε τη Συμβουλευτική να σταθμίσει όλους τους πιο πάνω παράγοντες και να αξιολογήσει, με αιτιολογημένη έκθεση, όλους τους υποψηφίους.

       Ούτε και ο καθορισμός πέντε επιπλέον μονάδων για την κατοχή του πλεονεκτήματος στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής βρίσκεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Άρθρου 33 του Νόμου. Αναφορικά με τις εκτιμήσεις ως προς την κατοχή του πλεονεκτήματος, η Συμβουλευτική, μετά από την υπόδειξη της Ε.Δ.Υ., στη Συμπληρωματική της Έκθεση, αιτιολόγησε τόσο την ερμηνεία που έδωσε στη σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας όσο και την κρίση της για την κατοχή του από ορισμένους υποψηφίους, αλλά και για τη μη κατοχή του από κάποιους υποψηφίους που εργάζονταν στο Τμήμα ως Έκτακτοι Κτηματολογικοί Γραφείς ή ως Βοηθοί Γραφείου (έκτακτοι και μόνιμοι) - αυτοί, σύμφωνα με την έρευνα που διενεργήθηκε από την ίδια, δεν είχαν συμπληρώσει τριετή συνεχή πείρα στα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια και εφόσον η σχετική πείρα αξιολογήθηκε ως πλεονέκτημα, δεν ήταν δυνατή η αξιολόγηση και ο υπολογισμός πείρας που δε συνιστούσε πλεονέκτημα ως επιπρόσθετου προσόντος. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε διπλή αξιολόγηση του ιδίου κριτηρίου, το οποίο δεν είναι αποδεκτό - (βλ. Μιχαηλίδου-Αρσένη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 486). Όσον αφορά άλλα προσόντα των υποψηφίων που δεν προβλέπονταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας, αυτά είχαν τεθεί ενώπιον της Συμβουλευτικής με τις αιτήσεις και καταγράφηκαν αναλυτικά στο σχετικό κατάλογο της Έκθεσής της  και, έτσι, τεκμαίρεται ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία, έστω κι αν δε γίνεται αναφορά σε αυτά.»

 

Δε διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Από τη στιγμή που εφαρμόστηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο Ν. 1/1990, η οποία δεν προνοεί για οποιοδήποτε περιορισμό ως προς τη βαρύτητα που μπορούσε να αποδοθεί στη γραπτή εξέταση, δε θα μπορούσαν να αποκλειστούν υποψήφιοι οι οποίοι δε συγκέντρωσαν τη βαθμολογία που προνοείται στο Ν. 6(Ι)/1998, ούτε αυτήν που εισήχθη στον Ν. 1/1970, με τροποποίηση μεταγενέστερη της επίδικης πράξης. Το Άρθρο 33(4) του Ν.1/1990 δίδει την εξουσία στη διοίκηση, εαν επιθυμεί, να καθορίσει τέτοιες βαθμολογίες, κάτι που δεν έπραξε στην παρούσα περίπτωση, όπως άλλωστε δικαιούτο, με βάση τη νομοθεσία που ίσχυε τότε. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφασίστηκε να κληθούν όλοι οι υποψήφιοι που θα παρακαθίσουν σε γραπτή εξέταση και σε προφορική εξέταση.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, ο δεύτερος λόγος έφεσης, ως και προς τα δύο του σκέλη, απορρίπτεται.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι, κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος και των αρχών χρηστής διοίκησης, η ΕΔΥ φραστικά και μόνο έλαβε υπόψη τους διάφορους παράγοντες, χωρίς όμως (α) να προσδίδει στον κάθε ένα ξεχωριστά μια βαθμολογία έτσι ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια, η χρηστή διοίκηση, ή ίση μεταχείρηση και δικαστικός έλεγχος, (β) να διευκρινίζει πόση βαθμολογία προσδίδει στον κάθε ένα ξεχωριστά και πως ο κάθε παράγοντας διαμορφώνει την τελική απόφαση της ΕΔΥ και (γ) να προσδιορίσει πόση βαρύτητα έδωσε στην συνέντευξη αυτή σε σχέση με τους άλλους παράγοντες που φραστικά και μόνο έλαβε υπόψη και πως και/ή με βάση ποια βαθμολόγηση ο παράγοντας συνέντευξη διαμόρφωσε την τελική απόφαση της ΕΔΥ.

 

Αποτελεί θέση των εφεσειουσών ότι στην έκθεση της Συμβουλευτικής υπάρχει η κατάληξη σε μια γενική βαθμολογία που καλύπτει τόσο το σύνολο των γραπτών εξετάσεων, όσο και της προφορικής συνέντευξης, στη βάση της οποίας η εφεσείουσα 1 έχει γενική βαθμολογία καλύτερη από 9 εκ των 21 Ε.Μ., ενώ η εφεσείουσα 2 έχει καλύτερη βαθμολογία από 17 εκ των 21 Ε.Μ. Το ερώτημα που εγείρεται από τις εφεσείουσες είναι τι συνιστά εύλογη αιτιολογία για μια τέτοια ανατροπή. Επίσης εισηγούνται ότι θα έπρεπε να προσδοθεί αριθμητική βαρύτητα.

 

Από την άλλη, η πλευρά των εφεσιβλήτων θεωρεί ότι η αναφορά σε παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος δεν έγινε στην πρωτόδικη διαδικασία και δεν είναι επιτρεπτό να εισαχθεί σε αυτό το στάδιο. Ως προς την ουσία των εισηγήσεων των εφεσειουσών, οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι λήφθηκαν υπόψη από την ΕΔΥ όλοι οι παράγοντες που προνοούνται από τη σχετική νομοθεσία, ότι η απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου και πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται από τη νομολογία για να μπορεί να θεωρηθεί μια πράξη ως δεόντως αιτιολογημένη. Παραπέμπουν επίσης στα πρακτικά, όπου φαίνεται η αναλυτική αναφορά της ΕΔΥ για κάθε ένα από τους επιλεγέντες. Περαιτέρω, η αριθμητική βαρύτητα που κατ' ισχυρισμό των εφεσειουσών θα έπρεπε να προσδοθεί στον κάθε παράγοντα, δεν προνοείται στο Νόμο, εισηγήθηκαν οι εφεσίβλητοι - ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Είναι γεγονός ότι δεν τέθηκε πρωτοδίκως θέμα απόφασης που λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος και δεν είναι επιτρεπτό να εξεταστεί τέτοιος ισχυρισμός στα πλαίσια της έφεσης.

Στη βάση των ίδιων ισχυρισμών, όμως, θα εξετάσουμε την εισήγηση περί παράβασης των αρχών χρηστής διοίκησης. Κατ' αρχάς σημειώνουμε ότι οι εφεσείουσες θεωρούν ότι ορθά λήφθηκαν υπόψη από την ΕΔΥ οι παράγοντες που αναφέρονται στην απόφασή της. Τους επαναλαμβάνουμε για σκοπούς πληρότητας (απόσπασμα από τα πρακτικά της ΕΔΥ ημερ. 16.7.2004):

 

      «Ακολούθως η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.

 

      Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξήχθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των  υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

      Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι στο σύνολο τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια.

 

      Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι καθώς και την αρχαιότητα τους για σκοπούς της μεταξύ τους σύγκρισης.

 

      Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι οι παρακάτω υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτούς διορισμό στη μόνιμη θέση Κτηματολογικού Γραφέα, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.»

 

Επαναλαμβάνουμε, επίσης, τα όσα αναφέρθηκαν κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, ότι δηλαδή στην παρούσα περίπτωση δεν εφαρμόστηκε ο Ν.6(Ι)/1998 αλλά ο Ν.1/1990, ο οποίος δεν προνοεί για την ανάγκη προσδιορισμού αριθμητικής βαρύτητας των διαφόρων παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη. Συνεπώς, η περί του αντιθέτου εισήγηση των εφεσειουσών δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Δεν ευσταθεί επίσης ούτε ο ισχυρισμός περί έλλειψης της αναγκαίας, ειδικής αιτιολογίας. Προς τούτο υιοθετούμε τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελ. 24, όπου αναφέρει τα εξής:

 

«Κατά την τελική αξιολόγηση και σύγκριση, η Ε.Δ.Υ. σημείωσε όλα τα στοιχεία που έλαβε υπόψη, μεταξύ των οποίων και τα αποτελέσματα της διαδικασίας ενώπιον της Συμβουλευτικής, το πλεονέκτημα και τα υπόλοιπα στοιχεία των φακέλων και των αιτήσεων, όπως και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση. Σημειώθηκε, ακόμα, ότι λήφθηκαν υπόψη οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, τα προσόντα και η αρχαιότητα των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, για σκοπούς της μεταξύ τους σύγκρισης. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε, ειδικά, στους επιλεγέντες, αναδεικνύοντας τα στοιχεία που τους καθιστούσαν καταλληλοτέρους. Αναφέρθηκε, επίσης, σε υποψηφίους, που κατείχαν το πλεονέκτημα και δεν επιλέγηκαν, παραθέτοντας τους λόγους της απόφασής της.»

 

Για τους πιο πάνω λόγους ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από την Ολομέλεια, επιδικάζονται εναντίον των εφεσειουσών.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο