ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D379
(2015) 3 ΑΑΔ 236
27 Μαΐου, 2015
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΩΣ ΑΣΚΟΥΝ ΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 153.8 (1) (2) (3) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Μέλη]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 112.4 KAI 153.7 (4) KAI 153.8 (1)
(2) (β) (3) KAI (4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Αiτηση του Γενικοy Εισαγγελeα τηΣ Δημοκρατιασ για ΑΠολυση του Βοηθου Γενικου Εισαγγελεωσ τησ Δημοκρατιασ δια Αναρμοστη ΣυμΠεριφορα (Αρ. 1).
(Αίτηση Αρ. 1/2015)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Η ιδιότυπη διαδικασία η οποία αφορά στην εκδίκαση αίτησης για ανάρμοστη συμπεριφορά ανεξάρτητου αξιωματούχου ― Αίτηση για απόλυση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ― Η συνταγματική, νομοθετική και κανονιστική της βάση ― Η δυνατότητα εκπροσώπησης του αιτητή Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας από ιδιώτες δικηγόρους και το κατά πόσον ήταν επιτρεπτή η θέσπιση του οικείου διαδικαστικού κανονισμού μετά την καταχώριση του εναρκτήριου δικογράφου ― Η αναδρομική ισχύς των δικονομικών διατάξεων και η επιρροή τους στα δικαιώματα των μερών ― Οι διαπιστούμενες παρατυπίες και η βαρύτητα τους ― Η συσχέτιση προς ποινικής φύσεως διαδικασία ― Διασύνδεση προς την συνταγματική αρχή της ισότητας και συνολική αντίκριση του θεσπισθέντος δικονομικού πλαισίου εκδικάσεως της ιδιότυπης επίδικης αίτησης.
Στο πλαίσιο εκδίκασης Αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για απόλυση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα για λόγους ανάρμοστης συμπεριφοράς, τέθηκαν προδικαστικά ζητήματα τα οποία απετέλεσαν το αντικείμενο ad hoc αποφάσεως του δικάζοντος την Αίτηση Συμβουλίου.
Το Συμβούλιο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις δύο εγερθείσες προδικαστικές ενστάσεις, αποφάσισε ότι:
1. Η παρούσα διαδικασία είναι ιδιότυπη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου το οποίον καθιδρύεται δυνάμει του Συντάγματος και το οποίο λειτουργεί δυνάμει του Άρθρου 9(β) του Ν 33/64 και σκοπό έχει την άσκηση ελέγχου επί των Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ανεξάρτητων Αξιωματούχων όπως είναι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα ώστε εις περίπτωσιν ανάρμοστης συμπεριφοράς εκ μέρους τους να παρέχεται η εξουσία απόλυσής τους. Οι πρόνοιες του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, δεν έχουν εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση. Έστω, όμως, και αν εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του προαναφερόμενου Άρθρου, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε απαγόρευση στο Άρθρο 113.2 για εκπροσώπηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, από ιδιώτες δικηγόρους, σε οποιανδήποτε διαδικασία ή δίωξη εναντίον προσώπου στη Δημοκρατία για οιονδήποτε αδίκημα, εφόσον στην προαναφερόμενη παράγραφο προνοείται ότι η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή διακόπτει οποιανδήποτε τέτοια διαδικασία, κατά την κρίση του και προς το δημόσιο συμφέρον, «δύναται» να ασκείται από το Γενικό Εισαγγελέα είτε αυτοπροσώπως, είτε δια υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν και ενεργούντων σύμφωνα με τις οδηγίες του. Το ρήμα «δύναται», εξυπακούει, κατά την κρίση μας, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να ενεργεί και μέσω ιδιωτών δικηγόρων, διοριζομένων από τον ίδιο για να τον εκπροσωπούν.
2. Πριν τη δημοσίευση του Διαδικαστικού Κανονισμού, στις 22.5.2015, δεν υπήρχε οποιοσδήποτε Διαδικαστικός Κανονισμός που να ρυθμίζει τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου, το οποίο προβλέπεται από το Άρθρο 153.8 του Συντάγματος. Υπήρχαν, όμως, οι πρόνοιες του Συντάγματος αναφορικά με τους όρους υπηρεσίας του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, οι οποίοι, σύμφωνα με το Άρθρο 112.4 του Συντάγματος, είναι Μέλη της Μονίμου Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και υπηρετούν υπό τους ίδιους όρους που υπηρετούν και οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεν απολύονται εκτός υπό τους ίδιους όρους και κατά τον ίδιο τρόπο που απολύονται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Άρθρο 153.7(4) του Συντάγματος, προνοεί ότι οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου απολύονται λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, κατά συνέπεια και ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας απολύονται για τον ίδιο λόγο. Το Σύνταγμα, επομένως, προνοεί για τους όρους υπηρεσίας και την απόλυση του Γενικού και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα από τη θέση τους, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Το Σύνταγμα επίσης προνοεί για την εγκαθίδρυση του Συμβουλίου το οποίον επιλαμβάνεται υποθέσεων ανάρμοστης συμπεριφοράς εναντίον των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των προαναφερόμενων Αξιωματούχων. Εκείνο που δεν υπήρχε μέχρι τις 22.5.2015 είναι ο προαναφερόμενος Διαδικαστικός Κανονισμός, ο οποίος ουδόλως επηρεάζει συνταγματικά ή άλλα ουσιαστικά δικαιώματα οποιουδήποτε, αλλά απλώς καθορίζει το δικονομικό πλαίσιο των υποθέσεων αυτών. Έστω και αν δεν υπήρχε ο Διαδικαστικός Κανονισμός, το Συμβούλιο, το καθιδρυόμενον από το Σύνταγμα, θα είχε πλήρη εξουσία, με ad hoc οδηγίες του, να ρυθμίσει την ενώπιον του διαδικασία με σκοπό τη διεκπεραίωση, συνταγματικά επιβεβλημένης, εξουσίας και την ορθή και δίκαιη διεξαγωγή της ενώπιόν του υπόθεσης. Κρίνουμε ότι η θέσπιση και δημοσίευση του προαναφερόμενου Διαδικαστικού Κανονισμού, μετά την καταχώριση της αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα, ουδόλως επηρεάζει δυσμενώς ή άλλως πως τον καθ' ου η αίτηση, Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, και δεν του αφαιρεί οποιοδήποτε νόμιμο ή θεμιτό δικαίωμα. Ούτε και λέχθηκε κάτι συγκεκριμένο προς αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα η οριοθέτηση του βασικού πλαισίου της διαδικασίας είναι προς όφελος του καθ' ου η αίτηση.
3. Όπως είναι θεμελιωμένο δικονομικοί κανόνες έχουν αναδρομική ισχύ εκτός αν υπάρχει καλός λόγος περί του αντιθέτου. Στην προκείμενη περίπτωση δεν μας έχει υποδειχθεί οποιοσδήποτε καλός λόγος για να μην ακολουθηθεί ο προαναφερόμενος γενικός κανόνας και επομένως θεωρούμε ότι ο Διαδικαστικός Κανονισμός έχει αναδρομική ισχύ. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν με την αναδρομική ισχύ του Διαδικαστικού Κανονισμού, αλλά και την επιφύλαξη που υπάρχει στο τέλος του Διαδικαστικού Κανονισμού, σύμφωνα με την οποία υφιστάμενες διαδικασίες, αιτήσεις ή ενστάσεις, δεν θα κρίνονται άκυρες ως εκ της μη τήρησης των σχετικών τύπων, προκαλούν οποιονδήποτε δυσμενή επηρεασμό για τον καθ' ου η αίτηση, του αφαιρούν οποιοδήποτε δικαίωμα ή καθιστούν την παρούσα διαδικασία άδικη, γι' αυτόν, καθ' οιονδήποτε τρόπο. Η απάντηση μας είναι αρνητική. Η αναδρομική ισχύς του Διαδικαστικού Κανονισμού, δεν δίδει οποιοδήποτε πλεονέκτημα στον αιτητή και δεν αφαιρεί οποιοδήποτε δικαίωμα από τον καθ' ου η αίτηση.
4. Η μη συμμόρφωση της επίδικης αίτησης με τον τύπο του Εντύπου που προνοείται στο Διαδικαστικό Κανονισμό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μοιραία για την αίτηση. Δεν μπορεί, δηλαδή, η μη συμμόρφωση με Διαδικαστικό Κανονισμό που δεν υπήρχε κατά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης, να συνιστά ουσιώδη παρατυπία που να επιφέρει ακυρότητα. Για τούτο και θεωρούμε ότι η επιφύλαξη, στο τέλος του Διαδικαστικού Κανονισμού, στοχεύει στη διασφάλιση της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης.
5. Άλλη εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του καθ' ου η αίτηση, είναι ότι με τη θέσπιση του Διαδικαστικού Κανονισμού και την αναδρομική ισχύ του παραβιάζεται η θεμελιωμένη αρχή του nullum crimen nulla poena sine lege. Ούτε και αυτή η εισήγηση μπορεί να γίνει δεκτή, εφόσον ουδείς κινδυνεύει να καταδικαστεί για αδίκημα που δεν υπήρχε κατά το χρόνο διάπραξης του και ουδείς κινδυνεύει από ποινή που δεν προβλεπόταν από το Νόμο κατά τον ουσιώδη χρόνο.
6. Όπως, ήδη υποδείξαμε, το Σύνταγμα και ο Νόμος υπήρχαν και το μόνο που εισήχθη είναι το δικονομικό πλαίσιο με το Διαδικαστικό Κανονισμό, ο οποίος ουδόλως αλλοίωσε τη μόνη επιταγή του Άρθρου 153.8 του Συντάγματος, ότι η διαδικασία που προνοείται είναι «δικαστικής φύσεως». Είναι θεμελιωμένο, ότι η ύπαρξη δικονομικού πλαισίου γνωστού εις τους επηρεαζομένους συντείνει και υποβοηθεί στην άσκηση των ουσιαστικών τους δικαιωμάτων. Στην προκείμενη περίπτωση το δικονομικό πλαίσιο είναι γνωστό από τις 22.5.2015 και ο καθ' ου η αίτηση μπορεί να ασκήσει τα ουσιαστικά του δικαιώματα πλήρως και να καθορίσει την πορεία του μέσα σε γνωστό δικονομικό πλαίσιο.
Οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2013) 3 Α.Α.Δ. 178,
Υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ν. Προέδρου της Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 731,
Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323.
Αίτηση - Προδικαστικές Ενστάσεις.
Προδικαστικές Ενστάσεις στα πλαίσια της Αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Απόλυση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας διά Ανάρμοστη Συμπεριφορά.
Γ. Τριανταφυλλίδης, Χρ. Κληρίδης και Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Αιτητή.
Π. Αγγελίδης, Χ. Σταυράκης και Αχ. Δημητριάδης, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Στα πλαίσια της αίτησης του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερ. 13.5.2015, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του καθ' ου η αίτηση, Έντιμου Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ήγειραν δύο προδικαστικές ενστάσεις.
Η πρώτη ένσταση βασίζεται στην εισήγηση ότι η υπό εξέταση αίτηση παράτυπα καταχωρήθηκε από τρεις ιδιώτες δικηγόρους αντί από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αυτοπροσώπως ή διά υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν και ενεργούντων συμφώνως των οδηγιών του, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος.
Η δεύτερη προδικαστική ένσταση αφορά στην ισχύ και τις συνέπειες του περί του Συμβουλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Έλεγχος και Διαδικασία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2015, ο οποίος εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 20.5.2015 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 22.5.2015.
Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία προς υποστήριξη της πρώτης ένστασης οι τρεις ιδιώτες δικηγόροι, οι οποίοι υπέγραψαν την αίτηση «για τον αιτητή/Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας», κατόπιν εξουσιοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα προς αυτούς, ημερ. 13.5.15, δεν μπορούν να θεωρηθούν καθ' οιονδήποτε τρόπον ως υπάλληλοι υπαγόμενοι στον Γενικό Εισαγγελέα. Επομένως, σύμφωνα με το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος, αυτοί δεν έχουν δικαίωμα να εκπροσωπούν τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά την διεξαγωγή οιασδήποτε διαδικασίας ή δίωξης εναντίον οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία, για οιονδήποτε αδίκημα.
Η απάντηση των ευπαίδευτων συνηγόρων του αιτητή στην προαναφερόμενη προδικαστική ένσταση είναι ότι το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος δεν ισχύει στην προκείμενη περίπτωση. Η παρούσα διαδικασία είναι ιδιότυπη διαδικασία sui generis η οποία δεν αφορά σε διαδικασία ή δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για οποιοδήποτε αδίκημα. Η παρούσα αίτηση βασίζεται στα Άρθρα 112.4, 153.7(4) και 153.8(1) (2) (β), (3) και (4) του Συντάγματος καθώς και στο Άρθρο 9(β) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 1964 (Ν 33/64) και στοχεύει στην απόλυση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς.
Συμφωνούμε με τις θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων του αιτητή ότι η παρούσα διαδικασία είναι ιδιότυπη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου το οποίον καθιδρύεται δυνάμει του Συντάγματος και το οποίο λειτουργεί δυνάμει του Άρθρου 9(β) του Ν 33/64 και σκοπό έχει την άσκηση ελέγχου επί των Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ανεξάρτητων Αξιωματούχων όπως είναι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα ώστε εις περίπτωσιν ανάρμοστης συμπεριφοράς εκ μέρους τους να παρέχεται η εξουσία απόλυσης τους.
Ενόψει των προαναφερομένων κρίνουμε ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος δεν έχουν εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση. Έστω, όμως, και αν εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του προαναφερόμενου Άρθρου θεωρούμε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε απαγόρευση στο Άρθρο 113.2 για εκπροσώπηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, από ιδιώτες δικηγόρους, σε οποιανδήποτε διαδικασία ή δίωξη εναντίον προσώπου στη Δημοκρατία για οιονδήποτε αδίκημα, εφόσον στην προαναφερόμενη παράγραφο προνοείται ότι η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή διακόπτει οποιανδήποτε τέτοια διαδικασία, κατά την κρίση του και προς το δημόσιο συμφέρον, «δύναται» να ασκείται από το Γενικό Εισαγγελέα είτε αυτοπροσώπως είτε δια υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν και ενεργούντων σύμφωνα με τις οδηγίες του. Το ρήμα «δύναται», εξυπακούει, κατά την κρίση μας, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να ενεργεί και μέσω ιδιωτών δικηγόρων διοριζομένων από τον ίδιο για να τον εκπροσωπούν.
Στις υποθέσεις Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2013) 3 Α.Α.Δ. 178 και Υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ν. Προέδρου της Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 731, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκπροσωπήθηκε από ιδιώτες δικηγόρους και όχι από τον Γενικό Εισαγγελέα ή υπαλλήλους του. Αυτό κρίθηκε ότι ήταν επιτρεπτό στην πρώτη απόφαση (ανωτέρω), ενώ στη δεύτερη δεν τέθηκε καν θέμα. Κατ' αναλογία, θεωρούμε ότι αυτό είναι επιτρεπτό και για το Γενικό Εισαγγελέα.
Δεν μας διαφεύγει ότι στην παρούσα υπόθεση, η οποία εγείρεται από το Γενικό Εισαγγελέα και αφορά το Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, υπήρχαν ιδιαίτεροι λόγοι για τους οποίους ο Γενικός Εισαγγελέας έκρινε σκόπιμο να εκπροσωπείται από ιδιώτες δικηγόρους.
Η δεύτερη προδικαστική ένσταση αφορά στον προαναφερόμενο Διαδικαστικό Κανονισμό. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πριν τη δημοσίευση του Διαδικαστικού Κανονισμού, στις 22.5.2015, δεν υπήρχε οποισδήποτε Διαδικαστικός Κανονισμός που να ρυθμίζει τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου, το οποίο προβλέπεται από το Άρθρο 153.8 του Συντάγματος. Υπήρχαν, όμως, οι πρόνοιες του Συντάγματος αναφορικά με τους όρους υπηρεσίας του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, οι οποίοι, σύμφωνα με το Άρθρο 112.4 του Συντάγματος, είναι Μέλη της Μονίμου Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και υπηρετούν υπό τους ίδιους όρους που υπηρετούν και οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεν απολύονται εκτός υπό τους ίδιους όρους και κατά τον ίδιο τρόπο που απολύονται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Άρθρο 153.7(4) του Συντάγματος προνοεί ότι οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου απολύονται λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, κατά συνέπεια και ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας απολύονται για τον ίδιο λόγο.
Το Σύνταγμα, επομένως, προνοεί για τους όρους υπηρεσίας και την απόλυση του Γενικού και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, από τη θέση τους, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Το Σύνταγμα επίσης προνοεί για την εγκαθίδρυση του Συμβουλίου το οποίον επιλαμβάνεται υποθέσεων ανάρμοστης συμπεριφοράς εναντίον των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των προαναφερόμενων Αξιωματούχων. Εκείνο που δεν υπήρχε μέχρι τις 22.5.2015 είναι ο προαναφερόμενος Διαδικαστικός Κανονισμός, ο οποίος ουδόλως επηρεάζει συνταγματικά ή άλλα ουσιαστικά δικαιώματα οποιουδήποτε, αλλά απλώς καθορίζει το δικονομικό πλαίσιο των υποθέσεων αυτών. Έστω και αν δεν υπήρχε ο Διαδικαστικός Κανονισμός, το Συμβούλιο, το καθιδρυόμενον από το Σύνταγμα, θα είχε πλήρη εξουσία, με ad hoc οδηγίες του, να ρυθμίσει την ενώπιον του διαδικασία με σκοπό τη διεκπεραίωση, συνταγματικά επιβεβλημένης, εξουσίας και την ορθή και δίκαιη διεξαγωγή της ενώπιον του υπόθεσης.
Κρίνουμε ότι η θέσπιση και δημοσίευση του προαναφερόμενου Διαδικαστικού Κανονισμού, μετά την καταχώριση της αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα, ουδόλως επηρεάζει δυσμενώς ή άλλως πως τον καθ' ου η αίτηση, Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, και δεν του αφαιρεί οποιοδήποτε νόμιμο ή θεμιτό δικαίωμα. Ούτε και λέχθηκε κάτι συγκεκριμένο προς αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα η οριοθέτηση του βασικού πλαισίου της διαδικασίας είναι προς όφελος του καθ' ου η αίτηση.
Όπως είναι θεμελιωμένο δικονομικοί κανόνες έχουν αναδρομική ισχύ εκτός αν υπάρχει καλός λόγος περί του αντιθέτου (Δέστε: Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323). Στην προκείμενη περίπτωση δεν μας έχει υποδειχθεί οποιοσδήποτε καλός λόγος για να μην ακολουθηθεί ο προαναφερόμενος γενικός κανόνας και επομένως θεωρούμε ότι ο Διαδικαστικός Κανονισμός έχει αναδρομική ισχύ.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν με την αναδρομική ισχύ του Διαδικαστικού Κανονισμού αλλά και την επιφύλαξη που υπάρχει στο τέλος του Διαδικαστικού Κανονισμού, σύμφωνα με την οποία υφιστάμενες διαδικασίες, αιτήσεις ή ενστάσεις, δεν θα κρίνονται άκυρες ως εκ της μή τήρησης των σχετικών τύπων, προκαλούν οποιονδήποτε δυσμενή επηρεασμό για τον καθ' ου η αίτηση, του αφαιρούν οποιοδήποτε δικαίωμα ή καθιστούν την παρούσα διαδικασία άδικη, γι' αυτόν, καθ' οιονδήποτε τρόπο. Η απάντηση μας είναι αρνητική. Η αναδρομική ισχύς του Διαδικαστικού Κανονισμού δεν δίδει οποιοδήποτε πλεονέκτημα στον αιτητή και δεν αφαιρεί οποιοδήποτε δικαίωμα από τον καθ' ου η αίτηση. Τα ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων υφίστανται, δυνάμει του Συντάγματος και του Νόμου. Το μόνο που δεν υπήρχε ήταν ο Διαδικαστικός Κανονισμός. Η απουσία Διαδικαστικού Κανονισμού, όμως, δεν μπορούσε να στερήσει από το Γενικό Εισαγγελέα το δικαίωμα να καταχωρήσει την παρούσα αίτηση δυνάμει των προνοιών του Συντάγματος και του Νόμου. Η αίτηση που καταχώρησε ο Γενικός Εισαγγελέας φαίνεται να περιέχει τα απαραίτητα στοιχεία, και να συνάδει με το Διαδικαστικό Κανονισμό, δεν έχει όμως γίνει σύμφωνα με το έντυπο που προβλέπεται στο Διαδικαστικό Κανονισμό και περιέχει και επιπρόσθετα στοιχεία, όπως το Παράρτημα Α-Κατηγορητήριο.
Η μη συμμόρφωση της αίτησης με τον τύπο του Εντύπου που προνοείται στο Διαδικαστικό Κανονισμό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μοιραία για την αίτηση. Δεν μπορεί, δηλαδή, η μή συμμόρφωση με Διαδικαστικό Κανονισμό που δεν υπήρχε κατά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης, να συνιστά ουσιώδη παρατυπία που να επιφέρει ακυρότητα. Για τούτο και θεωρούμε ότι η επιφύλαξη, στο τέλος του Διαδικαστικού Κανονισμού, στοχεύει στη διασφάλιση της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης.
Η διασύνδεση που έγινε από τον καθ' ου η αίτηση με «κατηγορητήριο» ή «κατηγορούμενο» δεν είναι ορθή. Δεν υπάρχει ενώπιον του Συμβουλίου «κατηγορούμενος» εν τη εννοία της ποινικής δίωξης, και ο ίδιος ο καθ' ου η αίτηση επέλεξε να μην είναι παρών στη διαδικασία και ο αιτητής δεν ζήτησε, και ορθά, την παρουσία του, ώστε να του απαγγελθεί κατηγορητήριο για να απαντήσει. Το «κατηγορητήριο», όπως χρησιμοποιήθηκε στην Αίτηση, έχει, όπως εξήγησαν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή, την έννοια του προσδιορισμού των περιστάσεων που καταλογίζονται στον καθ' ου η αίτηση, ως ανάρμοστη συμπεριφορά.
Υποβλήθηκε από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους του καθ' ου η αίτηση ότι η αίτηση καταχωρήθηκε ενώπιον αναρμοδίου Σώματος και επομένως συνιστά άκυρο δικονομικό μέτρο, το οποίο δεν μπορεί να διασωθεί. Έγινε αναφορά σε νομολογία του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία εφέσεις που καταχωρούνται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, όπως επιβάλλεται, θεωρούνται εξ υπαρχής άκυρες. Δεν μπορεί να γίνει δεκτή αυτή η εισήγηση εφόσον η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ασκούντος την αρμοδιότητα του Συμβουλίου που προβλέπεται στο Άρθρο 153.8(1) (2) και (3) του Συντάγματος.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του καθ' ου η αίτηση εισηγήθηκαν ακόμα ότι η ύπαρξη Διαδικαστικού Κανονισμού του 2000, ο οποίος αφορά στη λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο έχει μεταξύ άλλων πειθαρχική εξουσία επί των Δικαστών των Πρωτοδίκων Δικαστηρίων, σε αντίθεση με τη μη ύπαρξη Διαδικαστικού Κανονισμού για τη λειτουργία του παρόντος Συμβουλίου, μέχρι πρόσφατα, δημιουργεί απαράδεκτη ανισότητα μεταξύ των Δικαστών των Πρωτοδίκων Δικαστηρίων, από τη μια, και των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και άλλων Αξιωματούχων, από την άλλη. Επιπρόσθετα υπέδειξαν ότι οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2000, του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, είναι πολύ διαφορετικοί στη φύση τους από τον Διαδικαστικό Κανονισμό του Συμβουλίου αυτού, που δημοσιεύθηκε στις 22.5.2015. Ανισότητα, όμως, υπάρχει όταν γίνεται διαφορετική ρύθμιση για τα ίδια πράγματα. Στην παρούσα υπόθεση η φύση και η λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου που προβλέπεται στο Άρθρο 153.8 του Συντάγματος είναι διαφορετικές. Ασκούνται επί Αξιωματούχων με διαφορετική θέση στην Πολιτεία, διέπονται από διαφορετικές συνταγματικές διατάξεις και έχουν διαφορετικούς στόχους. Επομένως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ανισότητα όταν πρόκειται για τόσο διαφορετικά πράγματα.
Άλλη εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του καθ' ου η αίτηση είναι ότι με τη θέσπιση του Διαδικαστικού Κανονισμού και την αναδρομική ισχύ του παραβιάζεται η θεμελιωμένη αρχή του nullum crimen nulla poena sine lege. Ούτε και αυτή η εισήγηση μπορεί να γίνει δεκτή εφόσον ουδείς κινδυνεύει να καταδικαστεί για αδίκημα που δεν υπήρχε κατά το χρόνο διάπραξης του και ουδείς κινδυνεύει από ποινή που δεν προβλεπόταν από το Νόμο κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Όπως, ήδη υποδείξαμε, το Σύνταγμα και ο Νόμος υπήρχαν και το μόνο που εισήχθη είναι το δικονομικό πλαίσιο με το Διαδικαστικό Κανονισμό, ο οποίος ουδόλως αλλοίωσε τη μόνη επιταγή του Άρθρου 153.8 του Συντάγματος, ότι η διαδικασία που προνοείται είναι «δικαστικής φύσεως». Είναι θεμελιωμένο ότι η ύπαρξη δικονομικού πλαισίου γνωστού εις τους επηρεαζομένους συντείνει και υποβοηθεί στην άσκηση των ουσιαστικών τους δικαιωμάτων. Στην προκείμενη περίπτωση το δικονομικό πλαίσιο είναι γνωστό από τις 22.5.2015 και ο καθ' ου η αίτηση μπορεί να ασκήσει τα ουσιαστικά του δικαιώματα πλήρως και να καθορίσει την πορεία του μέσα σε γνωστό δικονομικό πλαίσιο.
Για τους προαναφερόμενους λόγους οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται.
Οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται.