ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ANTONIOU AND OTHERS ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 623
HELLENIC BANK ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 481
Tamasos Tobaco Supplies ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 407
Ηλία Άννα και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 884
Παπασάββας Σωτήριος (Άκης) ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 134
Kωνσταντίνου Δημήτρης και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 577
Ψαράς Ανδρέας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 594
Αβραάμ Αντιγόνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 49
Κολοκάσης Ιάκωβος (Γιακουμής) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 373
Ζέμπασιης Παντελής και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2010) 3 ΑΑΔ 442
Χριστοδούλου Μυρτώ και άλλοι ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και άλλων (2013) 3 ΑΑΔ 427
Σωκράτη Σωκράτους ν. Γενικού Εισαγγελέα, Υπόθεση Αρ. 699/99, 31.5.2000
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Υπoθεση Αρ. 1198/2011, 19/7/2012
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2015:C360
(2015) 3 ΑΑΔ 211
21 Mαΐου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ,
Eφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 67/2010)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Αντικείμενό της μόνο οι πράξεις εντός του πεδίου του δημοσίου δικαίου ― Πώς η απόλυση έκτακτου δεσμοφύλακα για ανάρμοστη συμπεριφορά ταξινομείται ως πράξη αναγόμενη στο ιδιωτικό δίκαιο ― Η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49 και η εφαρμογή των πορισμάτων της στα επίδικα γεγονότα.
Κεντρικές Φυλακές ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Η περίπτωση της απόλυσης εκτάκτου δεσμοφύλακα για ανάρμοστη συμπεριφορά ― Εντάσσεται και αυτή στο ιδιωτικό δίκαιο όπως και η καθόλου σχέση της αντίστοιχης εργοδότησης.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης, με την οποία είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η προσφυγή του κατά της επίδικης απόλυσής του.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με απόφαση πλειοψηφίας που δόθηκε από την Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ., συμφωνούντων των Παμπαλλή, Μιχαηλίδου, Γιασεμή, Δ.Δ., απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Θα ήταν, ανορθόδοξο ενώ θεωρήθηκε και περιγράφηκε η επίδικη σχέση έκτακτης εργοδότησης του συγκεκριμένου δεσμοφύλακα από τη Δημοκρατία ως ιδιωτικού δικαίου, να αποκόπτουμε αυτή την ενιαία σχέση ανάλογα με το θέμα και να τη χαρακτηρίζαμε άλλως πως και δη ως δημοσίου δικαίου, αναφορικά με τον τερματισμό της. Κρίνουμε ότι η θέση που προώθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αντιμάχεται την όλη φιλοσοφία και προσέγγιση της υπόθεσης Αβραάμ. Ακριβώς στην Αβραάμ η εφεσείουσα προσέβαλε την απόφαση τερματισμού της εργασίας της ως έκτακτου διοικητικού λειτουργού. Και εκεί - όπως εδώ - έγινε επίκληση της θέσης, ότι ο τερματισμός ήταν παράνομος γιατί συντελέστηκε κατ' επίκληση ενός νόμου, ο οποίος δεν αφορούσε τους συμβασιούχους με συντρέχουσα αναφορά από την πλευρά της εφεσείουσας - όπως και στην παρούσα - στις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Και στην Αβραάμ - όπως εν προκειμένω - ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε πως με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του διοικητικού οργάνου με την οποία τερματίστηκαν οι υπηρεσίες της εφεσείουσας, θέμα που ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και άρα παραμένει κινούμενο εντός της εμβέλειας του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το ίδιο ζήτημα - με όλο το σεβασμό - εγείρεται και εδώ, αφού εκείνο που στην ουσία προσβάλλεται, είναι η απόφαση των εφεσιβλήτων να τερματίσουν την υπηρεσία του εφεσείοντα, στη βάση ανάρμοστης συμπεριφοράς, αφού έτσι κρίθηκε με βάση τον σχετικό νόμο. Παρά την προσπάθεια που καταβάλαμε και τη μελέτη των επιχειρημάτων και των υποθέσεων στις οποίες ο κ. Αγγελίδης μας παρέπεμψε, δεν βρίσκουμε οποιονδήποτε περιθώριο διαφοροποίησης με την Αβραάμ. Ακριβώς στην Αβραάμ, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πλήρη ολομέλεια, αφού άκουσε παρεμφερή επιχειρήματα, χαρακτήρισε την τέτοια εργοδότηση και τον τερματισμό της, ως πράξη αναγόμενη στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου.
Η προσέγγιση στην Αβραάμ και απόλυτη είναι και καθοριστική στην αντιμετώπιση και της παρούσας έφεσης. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία, ότι εν προκειμένω για τη λύση της εργασιακής σχέσης διά του τερματισμού της χρησιμοποιήθηκε και η διαδικασία του περί Φυλακών Νόμου και των περί Υπηρεσίας Φυλακών Κανονισμών του 2000. Δεν αλλοιώνεται ο πυρήνας ούτε της σχέσης του εφεσείοντα με τους εφεσίβλητους ούτε βέβαια η φύση του τερματισμού της σχέσης. Θα ήταν αντινομικό να θεωρηθεί η αφετηρία και η εξέλιξη της σχέσης αυτής ως ιδιωτικού δικαίου και το τέλος της διά του τερματισμού ως δημοσίου δικαίου, όπως εισηγείται ο κ. Αγγελίδης. Η όλη λοιπόν αντίληψη που προώθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αντιμάχεται ευθέως την Αβραάμ και οι εισηγήσεις του δεν είναι βάσιμες. Συνακόλουθα κρίνουμε ότι ο αδελφός μας Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής με την εκκαλούμενη απόφαση αποφάσισε στις σωστές παραμέτρους και ορθά θεώρησε ότι δεν υπήρχε πεδίο διαφοροποίησης από την Αβραάμ.
Ο Ερωτοκρίτου, Δ. εξέδωσε δική του διϊστάμενη απόφαση μειοψηφίας.
Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49,
Παπασάββα ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 134,
Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 699/99, ημερ. 31.5.2000,
Χριστοφοράκης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 851/10, ημερ.30.9.2011,
Μούζουρος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 468/11, ημερ. 31.10.2013,
Δημητριάδης ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Δ.Δ. 213,
Ψαράς ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 594,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1114/09), ημερομηνίας 20/4/2010.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Σταυρινός - Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την κα Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Κ. Παμπαλλής, Δ. Μιχαηλίδου και Γ. Γιασεμής. Εγώ, θα δώσω δική μου διϊστάμενη απόφαση.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν αίτημα προσβολής ως άκυρης της απόφασης ημερ. 13/7/2009 των εφεσιβλήτων-καθ' ων η αίτηση να κρίνουν τον εφεσείοντα/αιτητή ένοχο για αμέλεια άσκησης καθηκόντων και/ή για παράλειψη να συμμορφωθεί με διαταγή ανώτερου και να του επιβάλουν άμεσα την ποινή της απόλυσης.
Σημειώνεται ότι ο εφεσείων, ενώ υπηρετούσε ως έκτακτος δεσμοφύλακας στις Κεντρικές Φυλακές, απελύθη στη βάση ανάρμοστης συμπεριφοράς ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων του. Σύμφωνα με τη δικογραφία της προσφυγής η Ανώτερη Λειτουργός του Τμήματος Φυλακών με βάση το Άρθρο 19(4) του περί Φυλακών Νόμου, Ν.62(Ι)/96, εξουσιοδοτήθηκε από τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος Φυλακών να διερευνήσει κατηγορίες για παραπτώματα του εφεσείοντα. Η Λειτουργός είχε συνάντηση μαζί του και του έδωσε την ευκαιρία να ακουστεί. Εν τέλει ο εφεσείων απολύθηκε από μέλος του προσωπικού του Τμήματος Φυλακών.
Επί της προσφυγής η Δημοκρατία είχε εγείρει προδικαστική ένσταση ότι πρόκειται για μη εκτελεστή διοικητική πράξη.
Με την καταχώρηση και ανταλλαγή γραπτών αγορεύσεων επί του θέματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τους ευπαίδευτους συνηγόρους και εξέδωσε στις 20/4/2010 την εκκαλούμενη απόφαση.
Όπως επισημαίνεται και πρωτοδίκως, η Δημοκρατία είχε βασίσει την εισήγηση της αποκλειστικά στην υπόθεση Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49, στην οποία αποφασίστηκε ότι ο τερματισμός της υπηρεσίας εκτάκτων συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου ώστε να εκφεύγει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει την επιχειρηματολογία του εφεσείοντα στη βάση γενικών αρχών της νομολογίας με κύρια αναφορά στο ότι ο τερματισμός της υπηρεσίας του έγινε σε συνάρτηση με πειθαρχική διαδικασία, ώστε, κατά τη θεώρηση της πλευράς του εφεσείοντα, να διαφοροποιείται η παρούσα από την Αβραάμ, καταλήγει στην εκκαλούμενη απόφαση του, ως εξής:
«Αδυνατώ να διαπιστώσω οποιαδήποτε διαφοροποίηση της προκειμένης υπόθεσης από την υπόθεση Αβραάμ ως προς το ουσιαστικό θέμα ότι, ανεξαρτήτως του λόγου και της διαδικασίας τερματισμού των υπηρεσιών έκαστου συμβασιούχου, η ίδια η φύση της εργοδότησης την τοποθετεί στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου ώστε ο τερματισμός των υπηρεσιών να εκφεύγει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»
Η εν λόγω κατάληξη βέβαια επί της προδικαστικής ένστασης καθόρισε και τη μοίρα της προσφυγής η οποία και οδηγήθηκε σε απόρριψη.
Στο διατυπωθέντα σχετικό λόγο έφεσης και την επ' αυτού αιτιολογία, ο εφεσείων υποδεικνύει το εσφαλμένο της κρίσης του Δικαστηρίου «να θεωρήσει ότι επρόκειτο περί προσβολής μη εκτελεστής διοικητικής πράξης έτσι ώστε ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσείοντα ως έκτακτου δεσμοφύλακα κατά τους σχετικούς περί Υπηρεσίας Φυλακών Κανονισμούς του 2000, ΚΔΠ19/2000 στη βάση ανάρμοστης συμπεριφοράς και της πειθαρχικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε, να καταταχθεί εκτός της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναγόμενη στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου».
Έπρεπε, ισχυρίζεται ο κ. Αγγελίδης, η παρούσα να διαφοροποιηθεί από την Αβραάμ (ανωτέρω) η οποία απλώς αφορούσε τον τρόπο λύσης της εργοδότησης κατά τους όρους σχετικού συμβολαίου που είχε η εφεσείουσα εκεί, ως έκτακτη διοικητική λειτουργός.
Εφόσον η απόλυση του εφεσείοντα, στην υπό κρίσιν υπόθεση, συνεχίζει ο κ. Αγγελίδης, συντελέστηκε ως πειθαρχική ποινή, αυτή ακριβώς η ποινή είναι ζήτημα δημόσιας εξουσίας. Αφού ο τερματισμός της εργασιακής σχέσης ξεκίνησε και τελείωσε ως πειθαρχική διαδικασία (με βάση τον περί Φυλακών Νόμο, Ν.62(Ι)/96 ειδικά αρθρ.19(2) και τους σχετικούς περί Υπηρεσίας Φυλακών Κανονισμούς του 2000, ΚΔΠ 19/2000 και δη τα Άρθρα (2) και 3(β)), η απόλυση του εφεσείοντα προέκυψε ως πράξη αναγόμενη στο Δημόσιο Δίκαιο.
Ο κ. Αγγελίδης επικαλέστηκε την υπόθεση Παπασάββα ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 134.
Να πούμε από τώρα ότι δεν βρίσκουμε οποιαδήποτε σχέση της παρούσης με την Παπασάββα η οποία αφορούσε τη δικαστική κρίση για απόλυση αξιωματούχου του κράτους ο οποίος βεβαίως δεν είχε την ιδιότητα του έκτακτου υπαλλήλου. Οι επισημάνσεις που έγιναν στην υπόθεση αυτή αφορούσαν γενικά τη λειτουργία και τη σημασία του Πειθαρχικού Κώδικα ως θεμέλιο της όποιας πράξης τερματισμού. Δεν άγγιξε η Παπασάββα κανένα από τα επίδικα θέματα.
Επίσης ο κ. Αγγελίδης μας παρέπεμψε και σε τρεις ακόμη αποφάσεις: Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 699/99, ημερ. 31.5.2000, Χριστοφοράκης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 851/10, ημερ. 30.9.2011 και Μούζουρος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 468/11 ημερ. 31.10.2013.
Παρατηρούμε ότι και οι τρεις αυτές υποθέσεις αφορούν πρωτόδικες αποφάσεις, η δε πρώτη είχε εκδοθεί πριν την Αβραάμ (ανωτέρω), οπότε δεν τίθεται βέβαια θέμα δεσμευτικότητας αυτών (βλ. Δημητριάδης ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Δ.Δ. 213, στην πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση που γίνεται για τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων).
Στην αντιπέρα πλευρά, ο κ. Σταυρινός υιοθέτησε πλήρως το σκεπτικό της Αβραάμ, προσθέτοντας ακόμη ότι το κριτήριο αν μια απόφαση ανήκει στον τομέα του ιδιωτικού ή του Δημοσίου είναι αντικειμενικό και ως τέτοιο δεν μεταβάλλεται ανάλογα με την πτυχή που κάποιος εξετάζει την πράξη ή τη σύμβαση (βλ. Ψαράς ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 594 και Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577).
Έχουμε μελετήσει τις αντίστοιχες θέσεις και καταλήγουμε ως ακολούθως:
Θα ήταν, κρίνουμε, ανορθόδοξο ενώ θεωρήθηκε και περιγράφηκε η επίδικη σχέση έκτακτης εργοδότησης του συγκεκριμένου δεσμοφύλακα από τη Δημοκρατία ως ιδιωτικού δικαίου, να αποκόπτουμε αυτή την ενιαία σχέση ανάλογα με το θέμα και να τη χαρακτηρίζαμε άλλως πως και δη ως δημοσίου δικαίου, αναφορικά με τον τερματισμό της.
Κρίνουμε ότι η θέση που προώθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αντιμάχεται την όλη φιλοσοφία και προσέγγιση της υπόθεσης Αβραάμ. Ακριβώς στην Αβραάμ η εφεσείουσα προσέβαλε την απόφαση τερματισμού της εργασίας της ως έκτακτου διοικητικού λειτουργού. Και εκεί - όπως εδώ - έγινε επίκληση της θέσης ότι ο τερματισμός ήταν παράνομος γιατί συντελέστηκε κατ' επίκληση ενός νόμου, ο οποίος δεν αφορούσε τους συμβασιούχους με συντρέχουσα αναφορά από την πλευρά της εφεσείουσας - όπως και στην παρούσα - στις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.
Και στην Αβραάμ - όπως εν προκειμένω - ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε πως με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του διοικητικού οργάνου με την οποία τερματίστηκαν οι υπηρεσίες της εφεσείουσας, θέμα που ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και άρα παραμένει κινούμενο εντός της εμβέλειας του αρθ.146 του Συντάγματος.
Το ίδιο ζήτημα - με όλο το σεβασμό - εγείρεται και εδώ, αφού εκείνο που στην ουσία προσβάλλεται είναι η απόφαση των εφεσιβλήτων να τερματίσουν την υπηρεσία του εφεσείοντα, στη βάση ανάρμοστης συμπεριφοράς αφού έτσι κρίθηκε με βάση τον πιο πάνω σχετικό νόμο.
Παρά την προσπάθεια που καταβάλαμε και τη μελέτη των επιχειρημάτων και των υποθέσεων στις οποίες ο κ. Αγγελίδης μας παρέπεμψε, δεν βρίσκουμε οποιονδήποτε περιθώριο διαφοροποίησης με την Αβραάμ. Ακριβώς στην Αβραάμ, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πλήρη ολομέλεια, αφού άκουσε παρεμφερή επιχειρήματα, χαρακτήρισε την τέτοια εργοδότηση και τον τερματισμό της, ως πράξη αναγόμενη στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου.
Χρήσιμο είναι να παραθέσουμε μέρος του σκεπτικού της πλήρους Ολομέλειας.
«Ως πρόλογο, και για το ιστορικό της υπόθεσης, να αναφέρουμε πως η μόνιμη θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την πρόσληψη ατόμων στη Δημόσια Υπηρεσία με διαδικασίες έξω από την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα και τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο 1/90, στον οποίο υιοθετούνται οι συνταγματικές αρχές για ίση μεταχείριση των πολιτών και διαφάνεια στις διαδικασίες, εκφράστηκε ρητά και καθαρά στις υποθέσεις Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι v. Γιάλλουρου και Άλλης (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, Μενελάου και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 370 και Ηλία και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884. Στην υπόθεση μάλιστα Μενελάου, το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να συνοψίσει τις βασικές αρχές που διέπουν διορισμούς στο δημόσιο, όπως αυτές προκύπτουν από το Σύνταγμα και τους συνάδοντας προς αυτό Νόμους, ως εξής:
«α. Μόνο αρμόδιο σώμα για τη διενέργεια προσλήψεων στη Δημόσια Υπηρεσία, σε μόνιμη ή προσωρινή θέση, είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
β. Καμιά θέση στη Δημόσια Υπηρεσία δεν πληρούται χωρίς να προηγηθεί η δημόσια προκήρυξη της.
γ. Η κατοχή των προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για διορισμό σε δημόσια θέση.»
Να προσθέσουμε μόνο πως η κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως εκφράστηκε στις πιο πάνω αποφάσεις, συνάδει απόλυτα με τις γενικές αρχές δικαίου για ισοτιμία, ισονομία και την επιτακτική ανάγκη ύπαρξης διαφανών διαδικασιών, όπου λειτουργεί το δημόσιο απευθυνόμενο προς τους πολίτες, όπως έχουν υιοθετηθεί από το ΕΔΑΔ και ΔΕΚ. Να παραπέμψουμε ενδεικτικά στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση C-260/04, 13 Σεπτεμβρίου, 2007, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας και υποστηριζόμενης από το Βασίλειο της Δανίας, όπου ειπώθηκαν τα πιο κάτω:
«Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η παντελής έλλειψη διαγωνισμού προς σύναψη συμβάσεων παραχωρήσεως για τη διαχείριση στοιχημάτων ιπποδρομιών δεν συνάδει προς τα Άρθρα 43 ΕΔ και 49 ΕΔ και, ειδικότερα, παραβιάζει τη γενική αρχή διαφάνειας και την υποχρέωση εξασφαλίσεως προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας. Πράγματι, η ανανέωση των 329 παλαιών συμβάσεων παραχωρήσεως χωρίς διαγωνισμό εμποδίζει το άνοιγμα των εν λόγω συμβάσεων παραχωρήσεως στον ανταγωνισμό και τον έλεγχο της διαφάνειας των διαδικασιών αναθέσεως του αντικειμένου των συμβάσεων.»
Ο Ν. 98(I)/2003, που όπως είπαμε πιο πάνω είναι εναρμονιστικός της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, ορίζει στο Άρθρο 10 ως αρμόδιο δικαστήριο «προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου», το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Και βεβαίως ο τερματισμός των υπηρεσιών συμβασιούχου εμπίπτει στην έννοια «διαφοράς αστικής φύσεως». Ο καθορισμός του αρμόδιου δικαστηρίου στο Νόμο έγινε σύμφωνα με το Άρθρο 5 στη Ρήτρα 8 της Οδηγίας, όπου αναφέρεται:
«Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές σε εθνικό επίπεδο.»
Ο Νόμος και η οδηγία εφαρμόζονται σε όλους τους συμβασιούχους αορίστου διαρκείας που υπηρετούν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η θεραπεία που δίδεται από το δικαστήριο, σε περίπτωση παρανομίας εκ μέρους του εργοδότη, πρέπει να είναι πλήρης και ταυτόχρονα ισότιμη και ισόνομη. Τέτοια θεραπεία δεν μπορεί να δώσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και ασκείται μόνο στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Επομένως, οι συμβασιούχοι αορίστου διαρκείας στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορούν να την επικαλεστούν. Με το Νόμο και τη σχετική Οδηγία όλοι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, που μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, αποκτούν δικαιώματα που διασφαλίζονται ισότιμα και ισόνομα από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως καθορίζεται στο Νόμο.
Έχουμε τη γνώμη πως οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβαση τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματός μας, ο περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος, Ν. 127(I)/06, έχει αυξημένη ισχύ και έναντι των προνοιών του Συντάγματος.
Επομένως, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία στο θέμα. Η προσφυγή απορρίπτεται.»
(ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Η πιο πάνω προσέγγιση και απόλυτη είναι και καθοριστική στην αντιμετώπιση και της παρούσας έφεσης.
Δεν έχει καμία απολύτως σημασία ότι εν προκειμένω για τη λύση της εργασιακής σχέσης δια του τερματισμού της χρησιμοποιήθηκε και η διαδικασία του περί Φυλακών Νόμου και των περί Υπηρεσίας Φυλακών Κανονισμών του 2000.
Δεν αλλοιώνεται ο πυρήνας ούτε της σχέσης του εφεσείοντα με τους εφεσίβλητους ούτε βέβαια η φύση του τερματισμού της σχέσης. Θα ήταν αντινομικό να θεωρηθεί η αφετηρία και η εξέλιξη της σχέσης αυτής ως ιδιωτικού δικαίου και το τέλος της δια του τερματισμού ως δημοσίου δικαίου, όπως εισηγείται ο κ. Αγγελίδης. Η όλη λοιπόν αντίληψη που προώθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αντιμάχεται ευθέως την Αβραάμ και οι εισηγήσεις του δεν είναι βάσιμες.
Συνακόλουθα κρίνουμε ότι ο αδελφός μας Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής με την εκκαλούμενη απόφαση αποφάσισε στις σωστές παραμέτρους και ορθά θεώρησε ότι δεν υπήρχε πεδίο διαφοροποίησης από την Αβραάμ.
Η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται. Τα έξοδα εκ ποσού €2.500 επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση της πλειοψηφίας, αλλά με κάθε σεβασμό δεν μπορώ να συμφωνήσω.
Παρόμοιο θέμα εξέτασα στην Χριστοφοράκης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 851/10, ημερ. 30.9.2011, η οποία αφορούσε τον τερματισμό απασχόλησης του Αιτητή, ο οποίος υπηρετούσε με βάση Σύμβαση Εθελοντή Πενταετούς Υποχρέωσης (ΕΠΥ). Ο Αιτητής κρίθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεων ΕΠΥ ως μη προακτέος, δυνάμει του Κανονισμού 30 της ΚΔΠ 44/95, με αποτέλεσμα ο Υπουργός να τερματίσει τη Σύμβαση Απασχόλησης του Αιτητή και άλλων ΕΠΥ, οι οποίοι επίσης κρίθηκαν σύμφωνα με τον Κανονισμό 49(1)(στ) των Κανονισμών, ως μη προακτέοι. Ο Αιτητής καταχώρησε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η Δημοκρατία ήγειρε παρόμοια προδικαστική ένσταση, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι πράξη ιδιωτικού δικαίου, αφού η εργοδότηση του Αιτητή διέπετο από Σύμβαση η οποία προέβλεπε ότι μπορούσε να τερματιστεί με απόφαση του Υπουργού σε διάφορες περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης που ο αιτητής κρίνετο μη προακτέος. Σε εκείνη την περίπτωση έκρινα ότι η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθούσε και ότι η υπόθεση Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49, στην οποία στηρίχθηκε η Δημοκρατία για να υποβάλει την προδικαστική της ένσταση, διακρίνετο, εφόσον αφορούσε παράνομη απόλυση μέσα στα πλαίσια του Νόμου. Στην υπόθεση Χριστοφοράκη, πιο πάνω, θεώρησα ότι η απόφαση του Υπουργού ο οποίος ασκούσε δημόσια εξουσία στη βάση σχετικού Κανονισμού, ενέπιπτε στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και στα πλαίσια του Νόμου 98(Ι)/2003.
Η υπόθεση Αβραάμ ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, αφορούσε αμιγώς σε υπόθεση παράνομου τερματισμού απασχόλησης εκτάκτου υπαλλήλου, που κρίθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια ότι ενέπιπτε στα πλαίσια του Νόμου 98(Ι)/2003. Δεν διαφωνώ ότι σε καθαρόαιμες υποθέσεις τερματισμού υπηρεσιών σύμβασης έκτακτης απασχόλησης ή άλλων διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου, εφαρμόζεται ο Νόμος 98(Ι)/2003, ο οποίος ορίζει ότι αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Όμως δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Ο συγκεκριμένος εναρμονιστικός Νόμος έχει περιορισμένο σκοπό. Το Άρθρο 3 του Νόμου προβλέπει ότι:-
«3. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι -
(α) Η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης· και
(β) η αποτροπή της κατάχρησης που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.»
Το Άρθρο 10 του Νόμου ορίζει ότι «αρμόδιο Δικαστήριο προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών». Επομένως, μια διαφορά μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου, δυνάμει των προνοιών του συγκεκριμένου Νόμου, θα πρέπει πρώτα να αποφασιστεί αν είναι «αστικής φύσεως» ώστε να εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τότε μόνο μπορεί να τύχει εφαρμογής ο Νόμος και να αναλάβει δικαιοδοσία το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, ως ορίζει το Άρθρο 10 του Νόμου. Όμως, δεν είναι κάθε διαφορά που προκύπτει που εντάσσεται στα πλαίσια του συγκεκριμένου Νόμου ο οποίος, όπως εξήγησα, έχει τον περιορισμένο σκοπό που ορίζει το Άρθρο 3 και το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής αυτό που ορίζει το Άρθρο 4 του Νόμου (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1198/11, ημερ. 19.7.2012).
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Ζέμπασιη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442 το βασικό κριτήριο κατά πόσο μια πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου, είναι η εγγενής φύση της πράξης σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας της δημόσιας αρχής. Αν με την πράξη επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση, τότε η πράξη σαφώς εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Όπως ρητά αναφέρθηκε από την Ολομέλεια:- «Το κριτήριο δεν είναι κατά πόσο η νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία έχει ληφθεί η επίδικη απόφαση εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό, αλλά κατά πόσο η συγκεκριμένη απόφαση εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό (Hellenic Bank Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 481, 486).». Αν μια πράξη της διοίκησης εμπίπτει στον ένα ή στον άλλο τομέα δικαίου, δεν είναι πάντα εύκολο να διαχωριστεί. Στις υποθέσεις Antoniou a.ο. v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 623, στη σελίδα 627 και στη Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218, τονίστηκε η λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο. (Βλ. επίσης Tamasos Tobacco Supplies & Co v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 407, Κολοκάση ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 373 και Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427).
Στην προκειμένη περίπτωση η επίδικη διαφορά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αστικής φύσεως, ως ορίζει ο Νόμος, εφόσον δεν εμπίπτει στους σκοπούς και στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου και ούτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιωτικού δικαίου. Αντίθετα, με βάση τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης (απόλυση εκτάκτου δεσμοφύλακα λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, δυνάμει του Άρθρου 4(2) των περί Υπηρεσίας Φυλακών Κανονισμών του 2000), είναι φανερό ότι βασική επιδίωξη είναι η εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, για την οποία το Σύνταγμα ορίζει ότι αποκλειστική αρμοδιότητα έχει το Ανώτατο Δικαστήριο. Θα έλεγα μάλιστα ότι ακόμη και αν ο Νόμος 98(Ι)/2003 προέβλεπε διαφορετικά, θα ετίθετο θέμα αντισυνταγματικότητάς του. Με κάθε σεβασμό στην απόφαση της πλειοψηφίας, θεωρώ ότι η πειθαρχική διαδικασία που διεξήχθη δυνάμει του περί Φυλακών Νόμου και των περί Υπηρεσίας Φυλακών Κανονισμών του 2000 και που τελικά οδήγησε στην απόλυση του Εφεσείοντος, είναι καθοριστικής σημασίας για την ένταξη της διαφοράς στο δημόσιο δίκαιο.
Αναμφίβολα η απόλυση του Εφεσείοντος μετά από πειθαρχικό παράπτωμα, δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ως αστικής φύσεως πράξη ώστε να ενταχθεί στο ιδιωτικό δίκαιο, δηλαδή στην περίπτωση που η πολιτεία ενεργεί ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ιδιωτικού δικαίου (βλ. Κολοκάση ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Στην προκειμένη περίπτωση είναι φανερό ότι η διοίκηση δεν ενήργησε για προστασία των οικονομικών της συμφερόντων (fiscus) αλλά σαφώς άσκησε κρατική εξουσία (imperium) (πειθαρχία δεσμοφύλακα), η οποία εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.
Με βάση τα πιο πάνω, εγείρεται εύλογα το εξής ερώτημα, το οποίο αποτέλεσε και τον πυρήνα του προβληματισμού μου. Αν ο Εφεσείων προσέφευγε από την αρχή στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, παραπονούμενος για παράνομη απόλυση, μετά από εφαρμογή των Κανονισμών των Φυλακών, το συγκεκριμένο Δικαστήριο θα είχε εξουσία να αποφασίσει και για το μέρος του δημοσίου δικαίου που άπτεται της απόφασης της διεύθυνσης των φυλακών να θεωρήσουν τη συμπεριφορά του ανάρμοστη και να τον κρίνουν ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος; Κάτι τέτοιο κατά την άποψή μου, θα σήμαινε ότι ένα δικαστήριο αστικής δικαιοδοσίας θα αναλάμβανε εξουσία και θα αποφάσιζε επί θεμάτων δημοσίου δικαίου για τα οποία αποκλειστική δικαιοδοσία, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, έχει το Ανώτατο Δικαστήριο. Επομένως, υπάρχει το ενδεχόμενο το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών να θεωρήσει την απόφαση για διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος ως εκτός της δικαιοδοσίας του και ως εκ τούτου ως μη ελεγχόμενη και να προχωρήσει να εξετάσει μόνο κατά πόσο υπό τις περιστάσεις και με δεδομένη τη νομιμότητα της πειθαρχικής διαδικασίας, η απόλυση του Εφεσείοντος ήταν παράνομη. Οπότε ενδέχεται να παραμείνει ουσιαστικά εκτός δικαστικής κρίσης η εν λόγω πειθαρχική διαδικασία, μη δυνάμενη να αμφισβητηθεί ενώπιον αστικού δικαστηρίου για λόγους που άπτονται των ρητών προνοιών του Συντάγματος, αλλά και κατά την απόφαση της πλειοψηφίας, ούτε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου να μπορεί να αμφισβητηθεί ως διαφορά αστικής φύσεως.
Υπό τις περιστάσεις, θα απέρριπτα την προδικαστική ένσταση και θα εξέταζα τους λόγους έφεσης. Δεν θα το πράξω όμως, εφόσον κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο, ενόψει της απόφασης της πλειοψηφίας.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.