ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C333
(2015) 3 ΑΑΔ 187
13 Μαΐου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ Λ. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 133/2010)
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Η υποχρέωση επιστροφής του απαλλοτριωθέντος σε περίπτωση ανεφίκτου σκοπού δημόσιας ωφέλειας ― Η επεξεργασία του θέματος από την νομολογία ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα ― Η επίδικη απόφαση μη επιστροφής του απαλλοτριωθέντος κρίθηκε παράνομη ― Περιστάσεις.
Αναθεωρητική Έφεση ― Η περίπτωση της μερικής επιτυχίας της ― Περιστάσεις υπό τις οποίες στην κριθείσα περίπτωση η πρωτόδικη απόφαση όφειλε να παραμεριστεί μερικώς.
Ο εφεσείων αξίωσε με την έφεση την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης διά της οποίας είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της άρνησης επιστροφής σε αυτόν της προ εικοσιτετραετίας απαλλοτριωθείσας ακίνητης ιδιοκτησίας του.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας εν μέρει την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η νομολογία στο θέμα των απαλλοτριώσεων και της εκ των υστέρων επιδίωξης επιστροφής απαλλοτριωθέντος τεμαχίου γης, έχει αποκρυσταλλωθεί ιδιαίτερα μετά την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Estates Ltd v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166. Η απόφαση αυτή έχει ερμηνεύσει τη συνταγματική διάταξη του Άρθρου 23.5 ως προς την έννοια του εφικτά υλοποιήσιμου του σκοπού της απαλλοτρίωσης, συναρτώντας την υποχρέωση της διοίκησης να επιστρέψει ακίνητη ιδιοκτησία που δεν χρησιμοποιείται, όχι μόνο εντός των τριών ετών που καθορίζει η εν λόγω πρόνοια, αλλά και σε οποιονδήποτε μεταγενέστερο χρόνο εφόσον η υποχρέωση της Δημοκρατίας είναι εν προκειμένω διαρκής. Όντως η επιλογή της γης, η προώθηση της απαλλοτρίωσης και η κρίση της αρμοδίας αρχής σε σχέση με την όλη αναγκαιότητα του επιδιωκόμενου έργου, αποτελούν ζητήματα κατ' εξοχήν διοικητικής φύσεως και ταυτόχρονα τεχνικά θέματα, στα οποία το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει. Το ανέλεγκτο όμως των τεχνικών ζητημάτων δεν απαλλάσσει τη διοίκηση και ιδιαίτερα την απαλλοτριούσα αρχή από την υποχρέωσή της να έχει εκπονήσει ολοκληρωμένη μελέτη, αναφορικά με το σκοπό της απαλλοτρίωσης, πριν τη λήψη της τελικής απόφασης και τη δημοσίευση στη συνέχεια της γνωστοποίησης και του διατάγματος απαλλοτρίωσης που συναποτελούν τη σύνθετη πράξη του όλου εγχειρήματος. Κάθε περίπτωση απαλλοτρίωσης έχει βεβαίως τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Και είναι με αυτά που πρέπει η κάθε υπόθεση να αντιμετωπίζεται. Στην προκείμενη υπόθεση πιστοποιείται ότι 24 χρόνια μετά τη δημοσίευση της απαλλοτρίωσης, το συγκεκριμένο τεμάχιο του εφεσείοντος παρέμεινε στην ουσία χωρίς να αξιοποιηθεί για το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Αυτό που έγινε είναι μια γενικευμένη προσέγγιση, η οποία ουδόλως ικανοποιεί τις ανάγκες ενός εξ αρχής ορθού και ολοκληρωμένου σχεδιασμού, ούτε και τις απαιτήσεις της νομολογίας. Διαπιστώνεται πρόβλημα με το όλο εγχείρημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανεφέρθη με λεπτομέρεια στα όσα αντιφατικά προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και τα οποία ταυτόχρονα δείχνουν τη γενικότητα, αλλά και την ασάφεια με την οποία αντιμετωπίστηκε το αίτημα επιστροφής του ακινήτου. Τα αναφερθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε τεχνικά ζητήματα τα οποία δεν ελέγχονται κατά την αναθεώρηση δεν μπορούν να επικαλύψουν την καθόλα γενικευμένη προσέγγιση της διοίκησης ώστε αυτή να αιτιολογεί την ουσιαστική αδράνειά της μετά την πάροδο πολλών ετών, ως προς την αξιοποίηση του τεμαχίου. Όπως έχει διαχρονικά αναφερθεί από τη νομολογία, ο ιδιοκτήτης δεν υποχρεούται να δείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης κατέστη ανέφικτος ή εγκατελήφθη, αλλά να υποδείξει ότι η διοίκηση δεν προχώρησε με την υλοποίηση του έργου σε εύλογο χρονικό διάστημα. Η διοίκηση δεν πρέπει να αδρανεί σε βαθμό που να αποστερεί την ακίνητη ιδιοκτησία του πολίτη χωρίς ουσιαστικό λόγο. Το εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης συναρτάται με την εξ αρχής δομημένη μελέτη, που η διοίκηση οφείλει να εκπονήσει πριν ή κατά το χρόνο της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης. Η διοίκηση οφείλει να λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν τον σκοπό της απαλλοτρίωσης εφικτά πραγματοποιήσιμο πάντοτε εντός ευλόγου χρόνου, λαμβάνοντας υπόψη και τις τυχόν πρακτικές δυσκολίες που δυνατό να προκύψουν στην πορεία υλοποίησης του έργου. Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν μπορεί να καθορίζεται με υπέρμετρη γενικότητα, ούτως ώστε η διοίκηση να καλύπτεται πίσω από αυτή την αοριστία εσαεί, ακόμη και όταν η περίπτωση είναι ιδιάζουσα, όπως εν προκειμένω, σκοπείτο η μετακίνηση ενός ολόκληρου χωριού.
2. Έχει προβληματίσει η έκταση στην οποία θα πρέπει να επιτραπεί η έφεση. Αυτός ο προβληματισμός σχετίζεται με τη λωρίδα του τεμαχίου του εφεσείοντος που έχει δηλωθεί ως δημόσιος δρόμος. Η εγγραφή του ως δημόσιος δρόμος παραμένει γεγονός και συνεπώς δεν μπορεί να επιστραφεί στον εφεσείοντα.
3. Η έφεση επιτυγχάνει ώστε το ακίνητο του εφεσείοντος με αριθμό εγγραφής 782, Τεμάχιο 51 Φ/Σχ LIII/14 στο χωριό Άλασσα της επαρχίας Λεμεσού να επιστραφεί σ' αυτόν, με εξαίρεση τη λωρίδα του εγγεγραμμένου δημόσιου δρόμου που διέρχεται απ' αυτό. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση, υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ζήνων Ευθυμιάδης Estates Ltd v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166,
Γεωργιάδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 56, ECLI:CY:AD:2015:C167,
Glyki v. Municipal Corporation of Famagusta (1967) 3 C.L.R. 677,
Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών (1998) 3 Α.Α.Δ. 307,
Καραολή ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 76,
Χωματένος ν. Δήμου Ιδαλίου (2009) 3 Α.Α.Δ. 13,
Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 543,
Σταυρίδη ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303,
Λουκά ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 413,
Θεοφάνους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 53,
Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 824.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κληρίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1179/08), ημερομηνίας 14/7/2010.
Γ. Παπαθεοδώρου με Γ. Κουκούνη, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 13.7.1984 δημοσιεύθηκε η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης υπ' αρ. 1128, στη βάση της οποίας η ακίνητη ιδιοκτησία που περιγραφόταν στον Πίνακα θεωρήθηκε αναγκαία «.. για τον ακόλουθο λόγο δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για την κατασκευή του φράγματος "Κούρρη" και η απαλλοτρίωση της επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους δηλαδή για τη μετακίνηση του χωριού "Άλασσα" που κρίθηκε αναγκαία λόγω της κατασκευής του πιο πάνω φράγματος.». Η εν λόγω Γνωστοποίηση επηρέασε μεγάλο αριθμό ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία και απαλλοτριώθηκε, μεταξύ της οποίας και το υπ' αριθμό 51 τεμάχιο στην ολότητα του, το οποίο ανήκε στον εφεσείοντα.
Στις 30.3.2006, οι τότε δικηγόροι του εφεσείοντος απέστειλαν συστημένη επιστολή στο Υπουργικό Συμβούλιο μέσω του Υπουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ζητώντας την επιστροφή του πιο πάνω ακινήτου στον εφεσείοντα διότι αφενός είχε παρέλθει ο χρόνος των τριών ετών που θέτει το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος ως προθεσμία για να καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και αφετέρου διότι «... μέχρι σήμερα, παρόλο που το έργο έχει συμπληρωθεί προ πολλού, δεν έχει γίνει η προβλεπόμενη από το Νόμο διαδικασία.». Έγινε συναφώς εισήγηση για άμεση ανάκληση και επιστροφή του ακινήτου στον πρώην ιδιοκτήτη του, ο οποίος και ήταν έτοιμος να επιτρέψει την τιμή κτήσεως στην απαλλοτριούσα αρχή.
Με αφορμή την εν λόγω απαίτηση για επιστροφή του τεμαχίου, η διοίκηση άρχισε μια σειρά εσωτερικών επαφών μεταξύ των διαφόρων αρμοδίων τμημάτων, ώστε οι εφεσίβλητοι να ενημερωθούν επακριβώς για την κατάσταση του ακινήτου και κατά πόσο αυτό όντως χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης. Στο πλαίσιο αυτό ανταλλάγηκαν επιστολές μεταξύ του Επάρχου Λεμεσού, του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού, του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, καθώς και του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Η διαμορφωθείσα θέση στο τέλος της ημέρας είχε ως εξής: Το τεμάχιο αρ. 51 φύλλο Σχέδιο 53/14 της κοινότητας Άλασσας, ιδιοκτησίας του εφεσείοντος, χωρίστηκε ως αποτέλεσμα της διαδικασίας απαλλοτρίωσης σε τρία μέρη, το ένα εκ των οποίων με αριθμό 1 φύλλο Σχέδιο 53/14/1 και σημειούμενο με πράσινο χρώμα στο σχετικό χωρομετρικό σχέδιο, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ, ούτε και έγινε σ' αυτό οποιαδήποτε εργασία, το δεύτερο μέρος που δεν έφερε αριθμό σημειούμενο με κίτρινο χρώμα, αποτελούσε μέρος δρόμου και το τρίτο μέρος σημειούμενο με κόκκινο χρώμα αποτελούσε εγγεγραμμένο δημόσιο δρόμο.
Σύμφωνα με τους εφεσίβλητους, το μέρος στο οποίο εμφανίζεται εγγεγραμμένος δημόσιος δρόμος όντως χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης. Για τα υπόλοιπα δύο μέρη επικράτησε η άποψη ότι χρειάζονταν για σκοπούς μελλοντικής επέκτασης του οικισμού του χωριού και, επομένως, εφόσον όλη η απαλλοτριωμένη περιοχή ήταν αναγκαία για τις ανάγκες σωστής λειτουργίας του οικισμού και για μελλοντική επέκταση του, ακόμη και το σημερινό καθεστώς των αχρησιμοποίητων τεμαχίων, συνήδε με τον σκοπό της απαλλοτρίωσης. Το αίτημα συνεπώς για επιστροφή απορρίφθηκε με επιστολή ημερ. 18.6.2008 με την οποία το Υπουργείο Εσωτερικών απευθυνόμενο προς τον εφεσείοντα, ο οποίος στο μεταξύ απηύθυνε και ο ίδιος επιστολή ημερ. 24.3.2008, (ερ. 76 του διοικητικού φακέλου), τον πληροφόρησε ότι η απαλλοτριωθείσα περιουσία του δεν θα μπορούσε να κηρυχθεί πλεονάζουσα, ούτε και συστηνόταν η επιστροφή οποιουδήποτε τμήματος της «.. επειδή όλη η απαλλοτριωμένη περιοχή απαιτείται για τις ανάγκες σωστής λειτουργίας του οικισμού, καθώς επίσης και για σκοπούς μελλοντικής επέκτασης του.».
Στη βάση των πιο πάνω καταχωρήθηκε η πρωτόδικη προσφυγή, η οποία και απερρίφθη με το σκεπτικό ότι η περίπτωση παρουσίαζε «κάποια ιδιαιτερότητα», εφόσον σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η μετακίνηση ενός ολόκληρου χωριού. Το Δικαστήριο έκρινε ότι παρά την παρέλευση πολλών ετών και των πολλών έργων που έγιναν στην περιοχή, δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα έργα αυτά έχουν εξαντληθεί ή ολοκληρωθεί, θεωρώντας ότι το έργο της δημιουργίας ενός νέου οικισμού επί εκτάσεως γης η οποία απαλλοτριώθηκε, δεν μπορούσε εκ της φύσεως του να ήταν στατικό. Μέρος των απαλλοτριωθέντων χρησιμοποιήθηκε «για τις άμεσες ή πιο επείγουσες ανάγκες του οικισμού», όπως για την κατασκευή δρόμου, ενώ το υπόλοιπο μέρος των απαλλοτριωθέντων δυνατόν να ήταν αναγκαίο για την επίτευξη της σωστής λειτουργίας και επέκτασης του οικισμού ως σύνολο, χωρίς να απαιτείται ή ακόμη και να αναμένεται η τελική διαμόρφωση του σε καθορισμένο χρονικό σημείο. Με δεδομένη επομένως τη δυνατότητα επέκτασης, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είχε συμπληρωθεί ή εγκαταλειφθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, ή, ότι τίποτε δεν έγινε ή έστω τίποτε το ουσιαστικό προς προώθηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Το Δικαστήριο επίσης έκρινε ότι η ετοιμασία νέου ολοκληρωμένου σχεδίου γενικής διάταξης στο οποίο καθορίζονταν χώροι κεντρικών λειτουργιών, χώροι για οργανωμένα πάρκα και πλατείες, καθώς και χώροι μελλοντικής επέκτασης του οικισμού, όπως αυτή η θέση εκφραζόταν στην επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερ. 27.3.2008, ήταν τεχνικής φύσεως θέματα τα οποία θεωρούνται ανέλεγκτα.
Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης. Ο εφεσείων εστιάζει την επιχειρηματολογία του στο ότι 24 χρόνια μετά την απαλλοτρίωση, η ακίνητη του περιουσία που απαλλοτριώθηκε για τον σκοπό της μετακίνησης του χωριού Άλασσα παρέμεινε αναξιοποίητη, με τη διοίκηση να επέδειξε επιλήψιμη αδράνεια στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, επιχειρώντας μόνο εκ των υστέρων να δικαιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η διοίκηση προέβηκε σε μια εσωτερική διαδικασία ανταλλαγής επιστολών μεταξύ εμπλεκομένων υπηρεσιών σε μια προσπάθεια να διαφανεί μετά την πάροδο τόσων ετών με ποιο τρόπο ακριβώς χρησιμοποιήθηκε το ακίνητο του εφεσείοντος. Αυτό το «αλαλούμ», είναι, κατά την εισήγηση, εμφανές από τα κατατεθέντα πρωτοδίκως Παραρτήματα, στα οποία περιέχονται οι ανταλλαγείσες μεταξύ των Τμημάτων επιστολές.
Ο εφεσείων υποστήριξε περαιτέρω ότι καμία ουσιαστική πρόθεση της διοίκησης δεν πιστοποιείται από τα έγγραφα για χρήση του ακινήτου σε οποιοδήποτε μελλοντικό χρόνο και ό,τι έχει λεχθεί από αυτή ως αιτιολογία για την κατακράτηση του τεμαχίου, αποτελεί απλή εικασία και υποθετική και αόριστη αιτιολογία που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το διαρρεύσαντα χρόνο από το χρόνο της απαλλοτρίωσης μέχρι το χρόνο της απαίτησης επιστροφής, κατά το οποίο διάστημα ουδέν συγκεκριμένο έγινε. Πρόσθετα, ο οικισμός του χωριού Άλασσα έχει ολοκληρωθεί, υπάρχει πλατεία, σχολείο, δύο εκκλησίες και κατοικίες και δεν υπάρχει οτιδήποτε περαιτέρω το οποίο στην πραγματικότητα αναμένεται να γίνει.
Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης Δημοκρατίας είναι ότι η περίπτωση είναι ιδιάζουσα λόγω της μετακίνησης ενός ολόκληρου χωριού, με τη διοίκηση να εξακολουθεί να χρειάζεται το απαλλοτριωθέν τεμάχιο για σκοπούς μελλοντικής επέκτασης και αυτό αφορά, όπως ορθά έκρινε το Δικαστήριο πρωτοδίκως, τεχνικά ζητήματα τα οποία είναι εκτός του αναθεωρητικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το απαλλοτριωθέν κτήμα αποτελεί σήμερα μέρος της κοινότητας Άλασσας και έχει χρησιμοποιηθεί ως δρόμος, πλατεία και χώρος πρασίνου, ενώ παράλληλα το έργο δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί ή εξαντληθεί διότι εκ της φύσεως του δεν μπορεί να θεωρηθεί στατικό. Επομένως, ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος που έχει με βάση τη νομολογία ότι η διοίκηση δεν έχει προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που θα ήταν εύλογα αναγκαίες στη βάση των δεδομένων της συγκεκριμένης περίπτωσης για την υλοποίηση του έργου. Στην υπό κρίση υπόθεση, η θέση της εφεσίβλητης Δημοκρατίας είναι ότι υπήρχε και υπάρχει μελέτη που δείχνει την αναγκαιότητα συνέχισης της κατακράτησης του επιδίκου τεμαχίου.
Η νομολογία στο θέμα των απαλλοτριώσεων και της εκ των υστέρων επιδίωξης επιστροφής απαλλοτριωθέντος τεμαχίου γης, έχει αποκρυσταλλωθεί ιδιαίτερα μετά την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Estates Ltd v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166. Η απόφαση αυτή έχει ερμηνεύσει τη συνταγματική διάταξη του Άρθρου 23.5 ως προς την έννοια του εφικτά υλοποιήσιμου του σκοπού της απαλλοτρίωσης, συναρτώντας την υποχρέωση της διοίκησης να επιστρέψει ακίνητη ιδιοκτησία που δεν χρησιμοποιείται, όχι μόνο εντός των τριών ετών που καθορίζει η εν λόγω πρόνοια, αλλά και σε οποιονδήποτε μεταγενέστερο χρόνο εφόσον η υποχρέωση της Δημοκρατίας είναι εν προκειμένω διαρκής, (δέστε και Γεωργιάδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C167A.A.Δ. 56). Περαιτέρω, έχει αποσαφηνιστεί ότι οι σκοποί που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης συνεξετάζονται με το περιεχόμενο της μελέτης ή σχεδίου που αποτελούν προϋπόθεση για την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Η διοίκηση δεν προχωρά σε απαλλοτρίωση πριν να εξετάσει τα σχέδια που δείχνουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου για το οποίο και γίνεται η απαλλοτρίωση. Ταυτόχρονα, η απαλλοτριούσα αρχή οφείλει να εξετάζει και τις δυνατότητες πραγμάτωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και είναι υπό αυτό το δεδομένο που καθίσταται αναγκαία η ετοιμασία προηγούμενης ολοκληρωμένης σχετικής μελέτης, (δέστε σχετικά Glyki v. Municipal Corporation of Famagusta (1967) 3 C.L.R. 677, Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών (1998) 3 Α.Α.Δ. 307, Καραολή ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 76 και Χωματένος ν. Δήμου Ιδαλίου (2009) 3 Α.Α.Δ. 13).
Όντως η επιλογή της γης, η προώθηση της απαλλοτρίωσης και η κρίση της αρμοδίας αρχής σε σχέση με την όλη αναγκαιότητα του επιδιωκόμενου έργου, αποτελούν ζητήματα κατ' εξοχήν διοικητικής φύσεως και ταυτόχρονα τεχνικά θέματα, στα οποία το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, (Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 543). Το ανέλεγκτο όμως των τεχνικών ζητημάτων δεν απαλλάσσει τη διοίκηση και ιδιαίτερα την απαλλοτριούσα αρχή από την υποχρέωση της να έχει εκπονήσει ολοκληρωμένη μελέτη αναφορικά με το σκοπό της απαλλοτρίωσης πριν τη λήψη της τελικής απόφασης και τη δημοσίευση στη συνέχεια της γνωστοποίησης και του διατάγματος απαλλοτρίωσης που συναποτελούν τη σύνθετη πράξη του όλου εγχειρήματος, (Σταυρίδη ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303 και Λουκά ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 413).
Κάθε περίπτωση απαλλοτρίωσης έχει βεβαίως τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Και είναι με αυτά που πρέπει η κάθε υπόθεση να αντιμετωπίζεται. Στην προκείμενη υπόθεση πιστοποιείται ότι 24 χρόνια μετά τη δημοσίευση της απαλλοτρίωσης, το συγκεκριμένο τεμάχιο του εφεσείοντος παρέμεινε στην ουσία χωρίς να αξιοποιηθεί για το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Όπως φαίνεται από τα ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου κατατεθέντα σχέδια, χωρομετρικά και άλλα, όπως αυτά εμπεριέχονται στα Παραρτήματα της ένστασης και προκύπτουν και από το διοικητικό φάκελο, το τεμάχιο του εφεσείοντος βρίσκεται στο βόρειο άκρο του χωριού Άλασσα, όπως αυτό έχει αναδημιουργηθεί, τέμνεται δε από δρόμο με τα εκατέρωθεν μέρη του τεμαχίου να μην έχουν χρησιμοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο για το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Στο σχέδιο που επισυνάπτεται στο Παράρτημα 12, το οποίο απεικονίζει τη δομή του χωριού Άλασσα, σημειώνονται πλατεία και οργανωμένο πάρκο έκτασης 6.625 τ.μ., σχολείο έκτασης 4.091 τ.μ., χώρος κεντρικών λειτουργιών έκτασης 4.073 τ.μ., καθώς και χώρος προτεινόμενης πλατείας συνολικής έκτασης 7.120 τ.μ. Σημειώνεται, περαιτέρω, προς μελλοντική επέκταση του οικισμού στα ανατολικά του τεμαχίου του εφεσείοντος και σε απόσταση από αυτό, ένας άλλος χώρος έκτασης 16.174 τ.μ., ενώ δεξιότερα και πάνω από αυτό έχει δημιουργηθεί κοιμητήριο. Στη δυτική πλευρά του οικισμού και αμέσως κάτω από το επίδικο τεμάχιο, σημειώνεται άλλος χώρος μελλοντικής επέκτασης του οικισμού, έκτασης 9.645 τ.μ. Σε πολλά άλλα σημεία του σχεδίου φαίνεται η ύπαρξη κατοικιών, ενώ υπάρχουν και άδεια οικόπεδα ή τεμάχια.
Προκύπτουν από το Παράρτημα 12 τα εξής πρόσθετα δεδομένα. Το Παράρτημα αυτό είναι συνημμένο στην επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερ. 27.3.2008 προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Αναφέρεται εκεί ότι, «.. το Τμήμα αυτό είχε στο παρελθόν ετοιμάσει Σχέδιο Γενικής Διάταξης με βάση δεδομένα που δόθηκαν για το σκοπό της μετακίνησης του πιο πάνω χωριού.». Αυτό το Σχέδιο δεν κατατέθηκε πρωτοδίκως, ούτε και παρουσιάζεται στον κατατεθέντα διοικητικό φάκελο. Η συνήγορος της εφεσίβλητης ανέφερε κατά τη συζήτηση της έφεσης ότι είχε ετοιμαστεί φάκελος με βάση τα όσα ακολούθησαν της επιστολής ημερ. 30.3.2008 με την οποία είχε ζητηθεί η επιστροφή του ακινήτου. Επομένως δεν γνωστοποιήθηκε στο Δικαστήριο ποιο ακριβώς ήταν τότε το σχέδιο που είχε ετοιμασθεί πριν την απαλλοτρίωση και παρέμεινε άγνωστος ο συγκεκριμένος πολεοδομικός σχεδιασμός.
Μετέπειτα, το εν λόγω Παράρτημα ετοιμάστηκε με σκοπό να δοθούν απόψεις προς απάντηση της επιστολής για επιστροφή των τεμαχίων, ως προς ένα «.. νέο ολοκληρωμένο Σχέδιο Γενικής Διάταξης (επισυνάπτεται) στο οποίο καθορίζονται χώροι κεντρικών λειτουργιών, χώροι για οργανωμένα πάρκα και πλατείες καθώς και χώροι μελλοντικής επέκτασης του Οικισμού.». Στην βάση αυτού του νέου Σχεδίου, «.. φαίνεται ότι απαιτείται όλη η απαλλοτριωμένη περιοχή για τις ανάγκες σωστής λειτουργίας του Οικισμού καθώς και για σκοπούς μελλοντικής επέκτασης του, συνεπώς δεν συστήνεται η επιστροφή οποιουδήποτε τμήματος της απαλλοτριωθείσας γης.».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή είναι μια γενικευμένη προσέγγιση, η οποία ουδόλως ικανοποιεί τις ανάγκες ενός εξ αρχής ορθού και ολοκληρωμένου σχεδιασμού, ούτε και τις απαιτήσεις της νομολογίας. Στο Σχέδιο Γενικής Διάταξης, η έκταση που καλύπτει το επίδικο τεμάχιο, η οποία στη βάση άλλου, επίσης συνημμένου στο Παράρτημα 12 εγγράφου, είναι 10.694 μ2 ή 4.8% του συνόλου του εμβαδού όλων των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων, περιλαμβάνεται στο χώρο μελλοντικής ανάπτυξης, χωρίς όμως συγκεκριμένο σχεδιασμό. Δεν αναφέρεται, δηλαδή, κάποια συγκεκριμένη, έστω μελλοντική χρήση. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της επιστολής του Επάρχου Λεμεσού ημερ. 21.8.2006 προς το Υπουργείο Εσωτερικών (Παράρτημα 6 στην ένσταση - ερυθρά 9-7 του διοικητικού φακέλου), όπου τα εκατέρωθεν του δρόμου μέρη του τεμαχίου παρουσιάζονται να «φαίνονται» ότι είναι εγγεγραμμένα, κατά το μέρος που αποτυπώνεται με πράσινο χρώμα, ως τεμάχιο, και, κατά το μέρος που αποτυπώνεται με κόκκινο χρώμα ως «δημόσια πλατεία». Μάλιστα, προς περαιτέρω επιβεβαίωση της όλης ασάφειας και άγνοιας του καθεστώτος χρήσης του τεμαχίου, αναζητείτο σε εκείνο το στάδιο η άποψη του Επαρχιακού Κτηματολογίου, αλλά και της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, τόσο ως προς την εν πράξει χρησιμοποίηση του, όσο και της νομικής του κάλυψης από το σκοπό της απαλλοτρίωσης.
Διαπιστώνεται πρόβλημα με το όλο εγχείρημα. Από τα ανωτέρω ήδη καταγραφέντα είναι εμφανές ότι το ακίνητο, πλην μιας λωρίδας του που χρησιμοποιείται ως δρόμος (χωματόδρομος, όπως απορρέει, χωρίς να εξηγηθεί σε τι ακριβώς έγκειται η χρήση του, και πώς συνδέει τον οικισμό με άλλες τοποθεσίες), παρέμεινε ουσιωδώς αναξοποίητο. Ενώ απορρέει ταυτόχρονα αβίαστα από τη μελέτη των διαφόρων Παραρτημάτων και το διοικητικό φάκελο, ότι υπάρχει σύγκρουση και διάσταση στις θέσεις των αρμοδίων διοικητικών τμημάτων ως προς την καθόλα χρήση του τεμαχίου. Στο Παράρτημα 6, επιστολή ημερ. 21.8.2006, ο Έπαρχος διατείνεται ότι μέρος του τεμαχίου αποτελεί «δημόσια πλατεία». Στο Παράρτημα 8, επιστολή ημερ. 9.10.2006, ο Έπαρχος διαφοροποιεί τη θέση αυτή λέγοντας ότι εκτός του μέρους που χρησιμοποιείται ως δρόμος, στα δύο άλλα μέρη του, καμιά εργασία δεν έγινε. Στο Παράρτημα 10, επιστολή ημερ. 20.6.2007 του Επαρχιακού Κτηματολογίου, αναφέρεται ότι το τεμάχιο είναι «σήμερα μέρος της νέας κοινότητας Άλασσας .. στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας ... σαν δρόμος, πλατεία, χώρος πρασίνου.». Στο Παράρτημα 12, ημερ. 27.3.2008 του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, το Σχέδιο Γενικής Διάταξης παρουσιάζει την πλατεία να βρίσκεται σε άλλο χώρο μακριά από το επίδικο, ενώ δίπλα σ' αυτή προγραμματιζόταν η κατασκευή και έτερης πλατείας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανεφέρθη με λεπτομέρεια στα όσα ανωτέρω έχουν καταδειχθεί ως αντιφατικά που προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και τα οποία ταυτόχρονα δείχνουν τη γενικότητα, αλλά και την ασάφεια με την οποία αντιμετωπίστηκε το αίτημα επιστροφής του ακινήτου. Τα αναφέρθεντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε τεχνικά ζητήματα τα οποία δεν ελέγχονται κατά την αναθεώρηση δεν μπορούν να επικαλύψουν την καθόλα γενικευμένη προσέγγιση της διοίκησης ώστε αυτή να αιτιολογεί την ουσιαστική αδράνεια της μετά την πάροδο πολλών ετών ως προς την αξιοποίηση του τεμαχίου.
Όπως έχει διαχρονικά αναφερθεί από τη νομολογία, ο ιδιοκτήτης δεν υποχρεούται να δείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης κατέστη ανέφικτος ή εγκατελήφθη, αλλά να υποδείξει ότι η διοίκηση δεν προχώρησε με την υλοποίηση του έργου σε εύλογο χρονικό διάστημα. Το ζητούμενο, όπως έχει αναφερθεί και στη Θεοφάνους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 53, είναι το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης, το οποίο στην πράξη σημαίνει ότι η διοίκηση δεν πρέπει να αδρανεί σε βαθμό που να αποστερεί την ακίνητη ιδιοκτησία του πολίτη χωρίς ουσιαστικό λόγο. Το εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης συναρτάται με την εξ αρχής δομημένη μελέτη που η διοίκηση οφείλει να εκπονήσει πριν ή κατά το χρόνο της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης.
Η διοίκηση οφείλει να λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν τον σκοπό της απαλλοτρίωσης εφικτά πραγματοποιήσιμο πάντοτε εντός ευλόγου χρόνου, λαμβάνοντας υπόψη και τις τυχόν πρακτικές δυσκολίες που δυνατό να προκύψουν στην πορεία υλοποίησης του έργου, (Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 824, η οποία έτυχε επιδοκιμασίας στην Ζήνων Ευθυμιάδης - ανωτέρω -). Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν μπορεί να καθορίζεται με υπέρμετρη γενικότητα ούτως ώστε η διοίκηση να καλύπτεται πίσω από αυτή την αοριστία εσαεί, ακόμη και όταν η περίπτωση είναι ιδιάζουσα, όπως εν προκειμένω, σκοπείτο η μετακίνηση ενός ολόκληρου χωριού.
Έχει προβληματίσει η έκταση στην οποία θα πρέπει να επιτραπεί η έφεση. Αυτός ο προβληματισμός σχετίζεται με τη λωρίδα του τεμαχίου του εφεσείοντος που έχει δηλωθεί ως δημόσιος δρόμος και ο οποίος, ως φαίνεται από το διαγραμμένο με κόκκινο μελάνι μέρος στο σχέδιο που επισυνάπτεται ως ερυθρό 7 του διοικητικού φακέλου (που είναι και το μόνο σχέδιο σε όλο τον διοικητικό φάκελο και τα Παραρτήματα της ένστασης που είναι εν μέρει χρωματισμένο), καταλαμβάνει ελάχιστο μόνο μέρος του όλου τεμαχίου.
Η εφεσίβλητη Δημοκρατία ούτε πρωτοδίκως, ούτε κατ' έφεση, έχει εξηγήσει τη διέλευση του δρόμου αυτού από το τεμάχιο του εφεσείοντος το οποίο ουσιαστικά το τέμνει. Έχει δε αναφερθεί από τους συνηγόρους του εφεσείοντος ότι ο δρόμος αυτός δεν χρησιμοποιείται και δεν υπήρξε ουσιαστική αντίδραση από πλευράς της εφεσίβλητης. Παρά ταύτα η εγγραφή του ως δημόσιος δρόμος παραμένει γεγονός και συνεπώς δεν μπορεί να επιστραφεί στον εφεσείοντα. Δεν θα ήταν άτοπο όμως να υπομνησθεί ότι η νομολογία στο δίκαιο των απαλλοτριώσεων επιτάσσει και ταυτόχρονα επιβάλλει στη διοίκηση να χρησιμοποιείται η λιγότερο επαχθής μέθοδος ώστε η ακίνητη ιδιοκτησία του διοικούμενου που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του, να μην του αποστερείται χωρίς νόμιμη αιτιολογία.
Στο πλαίσιο αυτό η διοίκηση θα μπορούσε ενδεχομένως να λάβει μέτρα ώστε ο δρόμος να σχεδιαστεί κατά τρόπο που να διέλθει είτε από το σύνορο του τεμαχίου του εφεσείοντος, είτε από τον προτεινόμενο παραπλήσιο του τεμαχίου του εφεσείοντος χώρο που έχει καθορισθεί στο σχέδιο γενικής διάταξης ως χώρος μελλοντικής επέκτασης του οικισμού, ώστε ο εφεσείων να δύναται να χρησιμοποιήσει, όπως ο ίδιος θα ήθελε, το σύνολο της περιουσίας του.
Η έφεση επιτυγχάνει ώστε το ακίνητο του εφεσείοντος με αριθμό εγγραφής 782, Τεμάχιο 51 Φ/Σχ LIII/14 στο χωριό Άλασσα της επαρχίας Λεμεσού να επιστραφεί σ' αυτόν, με εξαίρεση τη λωρίδα του εγγεγραμμένου δημόσιου δρόμου που διέρχεται απ' αυτό.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση, υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.