ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Hji Loizou Despina and Others ν. The Improvement Board of Ayios Dhometios (1987) 3 CLR 646
Δημοκρατία ν. Κωνσταντή κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 307
Zήνων Eυθυμιάδης Eστέιτς Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166
Χριστοδούλου Διονύσης Δημητρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 1159
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 15/1962 - Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος του 1962
Ν. 37/1953 - The Land Acquisition (Paphos Earthquake) Law,1953
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2015:C240
(2015) 3 ΑΑΔ 151
3 Απριλίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΛΛΥΡΙΑΣ
ΥΠΟ ΤΟΥ Κ.Κ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ,
Εφεσείουσα - Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 125/2010)
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Διαχρονικό δίκαιο ― Κατά πόσο οι πρόνοιες του Άρθρου 13(2)(α) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Γαιών Νόμου, Κεφ. 226 επεβίωσαν μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας και την εφαρμογή του Συντάγματος και την θέσπιση του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου αρ. 15/1962 ― Επισκόπηση της σχετικής νομολογίας και κατάληξη, η οποία υιοθέτησε την πρωτόδικη κρίση επί του θέματος.
Οι εφεσείοντες επέμειναν στο αίτημά τους, για επιστροφή του απαλλοτριωθέντος κατά το 1953 κτήματος, το οποίο είχε απορριφθεί πρωτοδίκως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η δυνατότητα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης γαιών, κατά τον χρόνο της επίδικης απαλλοτρίωσης, παρεχόταν στο Διοικητή Πάφου από το Άρθρο 3(1)(c) του περί Απαλλοτρίωσης Γαιών (Σεισμοί Πάφου) Νόμο (αργότερα, Κεφ. 227), με σκοπό τη διάθεση κατοικιών για πρόσωπα που είχαν καταστεί άστεγα λόγω σεισμού. Άλλες πρόνοιες του εν λόγω Νόμου, προέβλεπαν για την εγγραφή των απαλλοτριωμένων γαιών στο όνομα της Κυβέρνησης και για τη δυνατότητα μίσθωσης ή μεταβίβασής τους σε οποιοδήποτε πρόσωπο, υπό τον όρο ότι η γη αυτή θα χρησιμοποιείτο για, ή σε σχέση με τους σκοπούς που εκτίθενται στο Άρθρο 3(1) του εν λόγω Νόμου. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 5, εφαρμόζονταν, mutatis mutandis, οι πρόνοιες του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Γαιών Νόμου, Κεφ. 226, ως προς τον καθορισμό του ποσού και την καταβολή της αποζημίωσης για απαλλοτριωθείσα γη. Όπως παρατηρεί και το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του, καμία πρόνοια δεν γινόταν στο Κεφ. 227 για ενδεχόμενη επιστροφή γης ή μέρους αυτής σε περίπτωση που δεν χρησιμοποιείτο για τους σκοπούς που είχε απαλλοτριωθεί. Για τούτο υπήρχε πρόνοια στο Κεφ. 226. Το Άρθρο 13 του Κεφ. 226, το οποίο είχε πλαγιότιτλο «Sale of surplus land», προνοούσε ότι εντός ενός έτους από τη συμπλήρωση των εργασιών ή κατά τη λήξη της περιόδου που είχε καθοριστεί για τη συμπλήρωση τους, ή από το χρόνο εγκατάλειψης της άλλης υποχρέωσης σε σχέση με την οποία έχει απαλλοτριωθεί η γη, η Κυβέρνηση θα μπορούσε να πωλήσει ή διαθέσει οποιαδήποτε γη που περίσσευε αυτής που απαιτείτο ή που δεν απαιτείτο πλέον για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε, εκτός εάν, στο μεταξύ, αυτή η γη απαιτείτο για άλλη υποχρέωση δημόσιας ωφέλειας σε σχέση με την οποία είχε γίνει δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα (Gazette), οπότε θα μπορούσε να κρατηθεί για τους σκοπούς της άλλης υποχρέωσης. Αυτό υπό την επιφύλαξη του Άρθρου 13(2). Οι πρόνοιες του Άρθρου 13(1) δεν μπορούσαν να έχουν εφαρμογή, συνακόλουθα στην περίπτωση που, μεταξύ άλλων, είχαν εγερθεί στην απαλλοτριωθείσα γη, πριν από οποιαδήποτε πώληση, «οικοδομές» ή η γη αυτή είχε «χρησιμοποιηθεί για οικοδομικούς σκοπούς». Μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας και την εφαρμογή του Συντάγματος, θεσπίστηκε ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμος Ν.15/62. Το Άρθρο 15 του εν λόγω Νόμου, οι πρόνοιες του οποίου δομούνται στη βάση του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, προνοεί στο εδάφιο (1) ότι στην περίπτωση που δεν επετεύχθη ή εγκατελείφθη ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ή το όλο ή μέρος της ιδιοκτησίας, απεδείχθη ότι υπερβαίνει τις ανάγκες της απαλλοτριούσας αρχής, εντός τριών ετών αφ' ότου η απαλλοτριωθείσα ακίνητη ιδιοκτησία περιήλθε στην απαλλοτριούσα αρχή, τότε η τελευταία υποχρεούται να προσφέρει την ιδιοκτησία για πώληση στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Όπως ρητά προβλέπεται, η πρόνοια αυτή εφαρμόζεται σε ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία απαλλοτριώνεται μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω Νόμου. Ωστόσο, το Άρθρο 23(2) του υπό αναφορά Νόμου παραπέμπει στον προϊσχύοντα και καταργηθέντα περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμο, Κεφ. 226, ως ρυθμίζοντα τη διάθεση ιδιοκτησίας που απαλλοτριώθηκε πριν από την έναρξη του Ν.15/1962 και η οποία είτε υπερβαίνει τις ανάγκες για τις οποίες απαλλοτριώθηκε, είτε δεν είναι πλέον αναγκαία για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε.
2. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι στο επίδικο ακίνητο έχει κτισθεί παράγκα η οποία κατοικήθηκε για πρώτη φορά, γύρω στο έτος 1955, ενώ το ακίνητο έχει χρησιμοποιηθεί για οικοδομικούς σκοπούς, δηλαδή πριν από την εφαρμογή του Συντάγματος και τη θέσπιση του Ν.15/1962. Ορθή, επομένως, ήταν η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να θέσει ως κυρίαρχο το ερώτημα κατά πόσο το Άρθρο 13 του Κεφ. 226 επεβίωσε μετά την εφαρμογή του Συντάγματος και τη θέσπιση του Ν.15/1962. Στην προκειμένη περίπτωση, η νομική σχέση των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων αναφορικά με την επίδικη περιουσία είχε αποκρυσταλλωθεί πριν από την Ανεξαρτησία, με τέτοιο τρόπο ώστε λόγω της ανέγερσης οικοδομής, να μην είχαν δημιουργηθεί, με βάση το Άρθρο 13 του Κεφ. 226, η προβλεπόμενη από το άρθρο υποχρέωση προσφοράς στον ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας του και το δικαίωμα του τελευταίου να την απαιτήσει, αντιστοίχως. Όταν γεννήθηκε η υποχρέωση των εφεσιβλήτων να πωλήσουν το ακίνητο, δεν είχαν υποχρέωση προσφοράς του ακινήτου στους εφεσείοντες, ούτε οι τελευταίοι είχαν δικαίωμα να απαιτήσουν όπως τους προσφερθεί πριν αυτό διατεθεί σε τρίτα πρόσωπα.
3. Δεν παρέχεται πεδίο παρέμβασης μας για παραμερισμό της πρωτόδικης ετυμηγορίας.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166,
Kaniklides v. Republic a.ο. 2 RSCC 49,
Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 1159,
ΕΤΚΟ Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 4 Α.Α.Δ. 7,
Δημοκρατία ν. Κωνσταντή κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 307,
Χ"Λοΐζου ν. Συμβουλίου Αναπτύξεως Αγίου Δομετίου (1987) 3 Α.Α.Δ. 646.
Έφεση.
Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κληρίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1564/08), ημερ. 14/5/2010.
Λ. Γ. Λουκαΐδης, για την Εφεσείουσα.
Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ..
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Με το Διάταγμα αρ. 553, ημερομηνίας 5.11.1953, που δημοσιεύθηκε με βάση τον περί Απαλλοτρίωσης Γης (Σεισμοί Πάφου) Νόμο 37/1953 και 7/1954, απαλλοτριώθηκε ακίνητη περιουσία στο χωριό Πολέμι, στην οποία περιλαμβανόταν και ακίνητη περιουσία των εφεσειόντων. Σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η στέγαση των σεισμοπλήκτων της Πάφου. Το απαλλοτριωθέν κτήμα διαχωρίστηκε σε οικόπεδα, στα οποία κτίστηκαν από το κράτος αντισεισμικές παράγκες, τα οποία παραχωρήθηκαν και μεταβιβάστηκαν σε δικαιούχους.
Με την προσφυγή τους οι εφεσείοντες επιζήτησαν την επιστροφή οικοπέδου που αποτελούσε μέρος του κτήματος που είχε απαλλοτριωθεί.
Στο επίδικο οικόπεδο είχε κτιστεί μια παράγκα, αλλά αυτή δεν παραχωρήθηκε σε κανένα. Αργότερα, το 1955, εγκαταστάθηκε σε αυτήν, με την ανοχή ή και έγκριση των αρχών, κάποιο πρόσωπο που είχε πρόβλημα στέγης, άσχετο με τους σεισμούς, αφού είχε καταστραφεί το σπίτι του λόγω πυρκαγιάς. Αργότερα, το 1965, εγκαταστάθηκε εκεί κάποιο άλλο πρόσωπο, ο Παπαδημήτρης Σάββας. Κατά το έτος 2001 υπεβλήθη αίτηση στο Κτηματολόγιο Πάφου από τη θυγατέρα του Παπαδημήτρη για παραχώρηση σε αυτήν του κτήματος και της παράγκας για οικιστική χρήση. Παράλληλα, ζήτησε την παραχώρηση του κτήματος με αίτηση του και το Κοινοτικό Συμβούλιο Πολεμίου για να το χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του παρακείμενου Πολιτιστικού Κέντρου. Αφού μελετήθηκαν οι αιτήσεις από την αρμόδια αρχή και μετά από γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, το επίδικο ακίνητο παραχωρήθηκε στο Κοινοτικό Συμβούλιο Πολεμίου με την υπογραφή σχετικής Σύμβασης Μίσθωσης ημερομηνίας 24.7.2007.
Στο μεταξύ, οι εφεσείοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 6.6.2007, ζήτησαν όπως το εν λόγω οικόπεδο τους επιστραφεί, αίτημα το οποίο απέσυραν με επιστολή ημερομηνίας 19.7.2007, ζητώντας όπως η αρχική επιστολή τους αγνοηθεί και θεωρηθεί ως μη ληφθείσα. Ωστόσο, με επιστολή του δικηγόρου τους, ημερομηνίας 18.4.2008, ζήτησαν εκ νέου την επιστροφή του εν λόγω οικοπέδου υποστηρίζοντας ότι αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς που είχε απαλλοτριωθεί, σύμφωνα με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και του Άρθρου 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962. Η επιστολή αυτή δεν απαντήθηκε από τους εφεσίβλητους.
Υποστηρίχθηκε από τους εφεσείοντες πρωτόδικα, με αναφορά σε νομολογία* ότι η Απαλλοτριούσα Αρχή θα έπρεπε μέσα στα τρία χρόνια που προβλέπονται από το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος να είχε λάβει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης εφικτό, δηλαδή υλοποιήσιμο μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Στην προκειμένη περίπτωση, όλα τα οικόπεδα, πλην του επίδικου, είχαν χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης. Ως εκ τούτου, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης για το συγκεκριμένο οικόπεδο δεν κατέστη εφικτός και θα πρέπει να επιστραφεί.
Στον αντίποδα των θέσεων των εφεσειόντων, οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι τα όποια δικαιώματα είχαν οι εφεσείοντες αποκρυσταλλώθηκαν πριν από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1960, δεδομένου ότι ο αρχικός ιδιοκτήτης έχασε ήδη τα δικαιώματα επιστροφής του ακινήτου με τη χρησιμοποίηση του για οικοδομικούς σκοπούς από το 1955.
Δεσπόζον ερώτημα για το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν ποιο το νομικό καθεστώς που διήπε τα της υπό εξέταση προσφυγής και πιο συγκεκριμένα, κατά πόσο οι πρόνοιες του Άρθρου 13(2)(α) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Γαιών Νόμου, Κεφ.226 επεβίωσαν μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας και την εφαρμογή του Συντάγματος και τη θέσπιση του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου αρ. 15/1962, με τον οποίο καταργήθηκε το Κεφ. 226. Ερώτημα που απάντησε καταφατικά, με αποτέλεσμα να απορρίψει την προσφυγή.
Προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση με τρεις λόγους έφεσης. Στο επίκεντρο των εισηγήσεων των εφεσειόντων βρίσκεται η θέση ότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο πως το νομικό καθεστώς το οποίο διήπε την επίδικη απαλλοτρίωση ήταν εκείνο που προϋπήρχε του Συντάγματος και δεν προσάρμοσε το Άρθρο 13, του Κεφ. 226 προς τις πρόνοιες του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος και ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο εφάρμοσε τις προϋποθέσεις του Άρθρου 13, οι οποίες ήταν ασυμβίβαστες με την επιταγή επιστροφής απαλλοτριωθείσας περιουσίας λόγω μη επίτευξης του σκοπού της απαλλοτρίωσης.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης, ο συνήγορος των εφσειόντων στάθηκε ιδιαίτερα στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντή κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 307, ως ταυτόσημη, κατά την εισήγηση του, με την παρούσα, υποστηρίζοντας ότι στη βάση των εκεί αποφασισθέντων είχε υποχρέωση η απαλλοτριούσα αρχή να προσφέρει στους εφεσείοντες την επιστροφή της ακίνητης ιδιοκτησίας τους. Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε πως η ανέγερση παράγκας επί του επίδικου οικοπέδου διαφοροποιεί την παρούσα από την Κωνσταντή, ώστε να μην υπάρχει υποχρέωση επιστροφής.
Χάριν της ευχερέστερης κατανόησης των θεμάτων που θα μας απασχολήσουν στην έφεση, θεωρούμε χρήσιμο να καταγράψουμε και εμείς την πορεία της σχετικής νομοθεσίας παραθέτοντας, εκεί που θεωρούμε αναγκαίο, και σχετικές πρόνοιες της.
Η δυνατότητα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης γαιών, κατά τον χρόνο της επίδικης απαλλοτρίωσης, παρεχόταν στο Διοικητή Πάφου από το Άρθρο 3(1)(c) του περί Απαλλοτρίωσης Γαιών (Σεισμοί Πάφου) Νόμο (αργότερα, Κεφ. 227*), με σκοπό τη διάθεση κατοικιών για πρόσωπα που είχαν καταστεί άστεγα λόγω σεισμού. Άλλες πρόνοιες του εν λόγω Νόμου, προέβλεπαν για την εγγραφή των απαλλοτριωμένων γαιών στο όνομα της Κυβέρνησης και για τη δυνατότητα μίσθωσης ή μεταβίβασης τους σε οποιοδήποτε πρόσωπο, υπό τον όρο ότι η γη αυτή θα χρησιμοποιείτο για, ή σε σχέση με τους σκοπούς που εκτίθενται στο Άρθρο 3(1) του εν λόγω Νόμου. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 5, εφαρμόζονταν, mutatis mutandis, οι πρόνοιες του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Γαιών Νόμου, Κεφ. 226, ως προς τον καθορισμό του ποσού και την καταβολή της αποζημίωσης για απαλλοτριωθείσα γη. Όπως παρατηρεί και το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του, καμία πρόνοια δεν γινόταν στο Κεφ. 227 για ενδεχόμενη επιστροφή γης ή μέρους αυτής σε περίπτωση που δεν χρησιμοποιείτο για τους σκοπούς που είχε απαλλοτριωθεί. Για τούτο υπήρχε πρόνοια στο Κεφ. 226.
Το Άρθρο 13 του Κεφ. 226, το οποίο είχε πλαγιότιτλο «Sale of surplus land», προνοούσε ότι εντός ενός έτους από τη συμπλήρωση των εργασιών ή κατά τη λήξη της περιόδου που είχε καθοριστεί για τη συμπλήρωση τους, ή από το χρόνο εγκατάλειψης της άλλης υποχρέωσης σε σχέση με την οποία έχει απαλλοτριωθεί η γη, η Κυβέρνηση θα μπορούσε να πωλήσει ή διαθέσει οποιαδήποτε γη που περίσσευε αυτής που απαιτείτο ή που δεν απαιτείτο πλέον για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε, εκτός εάν, στο μεταξύ, αυτή η γη απαιτείτο για άλλη υποχρέωση δημόσιας ωφέλειας σε σχέση με την οποία είχε γίνει δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα (Gazette), οπότε θα μπορούσε να κρατηθεί για τους σκοπούς της άλλης υποχρέωσης. Αυτό υπό την επιφύλαξη του Άρθρου 13(2) το οποίο προέβλεπε, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει, τα ακόλουθα:
(σε ελεύθερη μετάφραση)
«2.(α) Πριν από οποιαδήποτε πώληση όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) η γη θα, εκτός-
(i) αν έχουν εγερθεί οικοδομές σ' αυτή ή έχει χρησιμοποιηθεί για οικοδομικούς σκοπούς, ή,
(ii) η εγκατάλειψη, όπως προβλέπεται στο ανωτέρω εδάφιο, γίνεται μετά την πάροδο δέκα ετών
από την ημερομηνία της απαλλοτρίωσης,
προσφερθεί για πώληση, όπως διαλαμβάνεται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου, στο πρόσωπο από το οποίο απαλλοτριώθηκε που θα εκδηλώσει την επιθυμία του να την αγοράσει μέσα σε έξι εβδομάδες από την ημερομηνία που έγινε σ' αυτόν η προσφορά, άλλως πως, θα θεωρείται πως απέρριψε την προσφορά.»
Οι πρόνοιες του Άρθρου 13(1) δεν μπορούσαν να έχουν εφαρμογή, λοιπόν, στην περίπτωση που, μεταξύ άλλων, είχαν εγερθεί στην απαλλοτριωθείσα γη, πριν από οποιαδήποτε πώληση, «οικοδομές» ή η γη αυτή είχε «χρησιμοποιηθεί για οικοδομικούς σκοπούς».
Μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας και την εφαρμογή του Συντάγματος, θεσπίστηκε ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμος Ν.15/62. Το Άρθρο 15 του εν λόγω Νόμου, οι πρόνοιες του οποίου δομούνται στη βάση του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, προνοεί στο εδάφιο (1) ότι στην περίπτωση που δεν επετεύχθη ή εγκατελείφθη ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ή το όλο ή μέρος της ιδιοκτησίας, απεδείχθη ότι υπερβαίνει τις ανάγκες της απαλλοτριούσας αρχής, εντός τριών ετών αφ' ότου η απαλλοτριωθείσα ακίνητη ιδιοκτησία περιήλθε στην απαλλοτριούσα αρχή, τότε η τελευταία υποχρεούται να προσφέρει την ιδιοκτησία για πώληση στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Όπως ρητά προβλέπεται, η πρόνοια αυτή εφαρμόζεται σε ακίνητη ιδιοκτησία η οποία απαλλοτριώνεται μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω Νόμου. Ωστόσο, το Άρθρο 23(2) του υπό αναφορά Νόμου παραπέμπει στον προϊσχύοντα και καταργηθέντα περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμο, Κεφ. 226, ως ρυθμίζοντα τη διάθεση ιδιοκτησίας που απαλλοτριώθηκε πριν από την έναρξη του Ν.15/1962 και η οποία είτε υπερβαίνει τις ανάγκες για τις οποίες απαλλοτριώθηκε, είτε δεν είναι πλέον αναγκαία για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι στο επίδικο ακίνητο έχει κτισθεί παράγκα η οποία κατοικήθηκε για πρώτη φορά, γύρω στο έτος 1955, ενώ το ακίνητο έχει χρησιμοποιηθεί για οικοδομικούς σκοπούς, δηλαδή πριν από την εφαρμογή του Συντάγματος και τη θέσπιση του Ν.15/1962. Ορθή, επομένως, ήταν η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θέσει ως κυρίαρχο το ερώτημα κατά πόσο το Άρθρο 13 του Κεφ. 226 επεβίωσε μετά την εφαρμογή του Συντάγματος και τη θέσπιση του Ν.15/1962.
Λέγουν, οι εφεσείοντες, ότι κατά την εξέταση των επιδίκων θεμάτων το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε στην πράξη την προσαρμογή που επιβάλλει σε κάθε νομοθεσία το Άρθρο 188 του Συντάγματος. Υπενθυμίζουμε ότι κατά τα εκεί διαλαμβανόμενα (στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει):
«... κατά την ημερομηνίαν της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ισχύων νόμος θέλει εξακολουθήσει να ισχύει κατά την ρηθείσαν ημερομηνίαν και μετ' αυτήν, μέχρις ότου τροποποιηθεί .. Θα εφαρμόζηται προσαρμοζόμενος, καθ' ο μέτρον είναι αναγκαίον προς το Σύνταγμα»
Βέβαια, εδώ δεν τίθεται θέμα προσαρμογής του Άρθρου 23(2) του Ν.15/1962, εφόσον πρόκειται για νόμο που θεσπίστηκε μετά την εφαρμογή του Συντάγματος. Ούτε έχει προβληθεί οποιοσδήποτε συγκεκριμένος ισχυρισμός αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διάταξης ως αντιβαίνουσας των προνοιών του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, ώστε να μας απασχολήσει.
Καθ' όσον αφορά το Άρθρο 13 του Ν.15/1962, έχει κριθεί στην Κωνσταντή, μετά από προσδιορισμό των διαφορών μεταξύ του Άρθρου 13 του Κεφ. 226 και του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος ότι:
«Η συνταγματική διάταξη, όπως είναι διατυπωμένη, δεν δίδει απλώς δικαίωμα στον πολίτη, που με αίτημά του μπορεί να αξιώσει την επιστροφή της ακίνητης ιδιοκτησίας του αλλά επιβάλλει υποχρέωση στην απαλλοτριούσα αρχή να την προσφέρει. Η αναγκαία, επομένως, στην κρίση μου προσαρμογή του Άρθρου 13 του Νόμου με τις διατάξεις του Συντάγματος απολήγει στην υιοθέτηση της ρηματικής πρόνοιας των συνταγματικών διατάξεων, που καθιστούν υποχρεωτική την προσφορά από την απαλλοτριούσα αρχή της ακίνητης ιδιοκτησίας στο δικαιούχο, και καθορίζουν το χρονικό διάστημα, για την επίτευξη του σκοπού για το οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, συντομότερο.»
Η Κωνσταντή διαφοροποιήθηκε από την Χ"Λοΐζου ν. Συμβουλίου Αναπτύξεως Αγίου Δομετίου (1987) 3 Α.Α.Δ. 646, στην οποία αποφασίστηκε ότι όπου δικαιώματα θεμελιώνονται πριν από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος, οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται γιατί το Σύνταγμα δεν έχει αναδρομική ισχύ. Σε αντίθεση με την Χ"Λοΐζου, η διοίκηση στην Κωνσταντή θεωρούσε ανέφικτη την υλοποίηση του σκοπού για τον οποίο τα κτήματα είχαν απαλλοτριωθεί, ενώ η υποχρέωση της προσφοράς στον ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας του, όταν δεν κατέστη εφικτός ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε, δημιουργήθηκε και υφίστατο με την εφαρμογή του Συντάγματος.
Κρίσιμος χρόνος για την υπόθεση παραμένει ο χρόνος αποκρυστάλλωσης των δικαιωμάτων των διαδίκων. Στο σημείο αυτό δεν παρέκλινε η Ολομέλεια στην Κωνσταντή από την προηγούμενη τοποθέτηση του στην Χ"Λοΐζου. Δικαιώματα που αποκρυσταλλώθηκαν πριν από την Ανεξαρτησία, παραμένουν, ως τέτοια, εξ ολοκλήρου ανεπηρέαστα από το Σύνταγμα. «Μόνο σταθερά δικαιώματα στην πορεία της δημιουργίας τους δυνατό να επηρεάζονται από τις συνταγματικές πρόνοιες» (Χ"Λοΐζου (ανωτέρω) σελ. 668. Βλ. επίσης Kaniklides v. Republic (ανωτέρω)).
Στην προκειμένη περίπτωση, η νομική σχέση των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων αναφορικά με την επίδικη περιουσία είχε αποκρυσταλλωθεί πριν από την Ανεξαρτησία, με τέτοιο τρόπο ώστε λόγω της ανέγερσης οικοδομής, να μην είχαν δημιουργηθεί, με βάση το Άρθρο 13 του Κεφ. 226, η προβλεπόμενη από το άρθρο υποχρέωση προσφοράς στον ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας του και το δικαίωμα του τελευταίου να την απαιτήσει, αντιστοίχως.
Δεν παραγνωρίζουμε ότι ζήτημα πώλησης του ακινήτου από τους εφεσίβλητους δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα, παρά μόνο το ακίνητο παραχωρήθηκε, για πρώτη φορά το 1955, για στεγαστικούς σκοπούς και ακολούθως με τον τρόπο που έχουμε ήδη περιγράψει. Αντιλαμβανόμαστε δε ότι το επίδικο ακίνητο παραμένει εγγεγραμμένο επ' ονόματι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ούτε έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα η ειδοποίηση που προβλέπεται στο Άρθρο 13(1) του Κεφ.226 ότι η γη αυτή απαιτείται σχετικά με άλλη υποχρέωση δημόσιας ωφέλειας. Παρά ταύτα, γεγονός παραμένει ότι όταν γεννήθηκε η υποχρέωση των εφεσιβλήτων να πωλήσουν το ακίνητο, δεν είχαν υποχρέωση προσφοράς του ακινήτου στους εφεσείοντες, ούτε οι τελευταίοι είχαν δικαίωμα να απαιτήσουν όπως τους προσφερθεί πριν αυτό διατεθεί σε τρίτα πρόσωπα.
Δεν παρέχεται πεδίο παρέμβασης μας για παραμερισμό της πρωτόδικης ετυμηγορίας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.