ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C817
(2015) 3 ΑΑΔ 636
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 158/2013)
4 Δεκεμβρίου 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσείουσα
- ΚΑΙ -
ULFET EMIN,
Εφεσίβλητου
--------------------------------------
Ρ. Παπαέτη-Χατζηκώστα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,
για την Εφεσείουσα.
Λ. Παπαφιλίππου, για τον Εφεσίβλητο.
---------------------------------------
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου
δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνώ εγώ και η Σταματίου, Δ., θα δώσει ο Ναθαναήλ, Δ. Απόφαση μειοψηφίας με την οποία συμφωνεί και η Παναγή, Δ., θα δώσει ο Γιασεμή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η υπό έφεση απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου φέρει μαζί της μακρό ιστορικό. Ο εφεσίβλητος διετέλεσε κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας Δικαστής των Τουρκικών Οικογενειακών Δικαστηρίων Λευκωσίας, Αμμοχώστου και Κερύνειας από τις 12.12.1955. Μετά, από τις 10.12.1956 υπηρέτησε ως Ειρηνοδίκης και στη συνέχεια από 14.8.1958 ως Επαρχιακός Δικαστής. Με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας, ο εφεσίβλητος διορίστηκε ως Επαρχιακός Δικαστής από τις 23.11.1960 από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Στην πιο πάνω θέση του Επαρχιακού Δικαστή υπηρέτησε μέχρι τις 2.6.1966, όταν, κατά τους ισχυρισμούς του, ενώ προσήλθε κανονικά στο γραφείο του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εν τούτοις εξαναγκάστηκε από δύο ένοπλους Ελληνοκύπριους αστυνομικούς να επιστρέψει στον Τουρκικό τομέα της Λευκωσίας.
Πολλά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 18.5.2004, ο εφεσίβλητος απέστειλε στο Υπουργείο Οικονομικών, Τμήμα Προσωπικού, επιστολή την οποία κοινοποίησε προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ζητώντας να πληροφορηθεί τα ποσά που δικαιούτο σε μισθούς και συντάξεις από την 1.6.1966. Κατά τη θέση του, δεν προέκυπτε από τον υπηρεσιακό του φάκελο οποιοδήποτε κώλυμα λήψης των ωφελημάτων που του αναλογούσαν για τη θέση που κατείχε. Στις 14.9.2005, ο Διευθυντής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, απάντησε ότι τα ζητήματα των απολαβών και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των Τουρκοκυπρίων κυβερνητικών λειτουργών που εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, θα παρέμεναν σε εκκρεμότητα μέχρις ότου διευθετείτο το γενικό θέμα των λειτουργών αυτών. Ο εφεσίβλητος καταχώρησε την προσφυγή αρ. 1473/2005 και με απόφαση του ημερ. 21.3.2007, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την πιο πάνω απόφαση διότι είχε ληφθεί υπό πλάνη περί τα πράγματα από την άποψη ότι κακώς οι Δικαστές είχαν περιληφθεί στην κατηγορία των κυβερνητικών λειτουργών ή υπαλλήλων ή αξιωματούχων και κακώς θεωρήθηκε επίσης ότι ο εφεσίβλητος είχε εγκαταλείψει τη θέση του.
Η απόφαση εφεσιβλήθηκε από τη Δημοκρατία. Με την απόφαση της στη Δημοκρατία ν. Ulfet Emin (2009) 3 Α.Α.Δ. 603, η Ολομέλεια απέρριψε την έφεση για διαφορετικούς όμως λόγους από την πρωτόδικη απόφαση. Έκρινε ότι το κατά πόσο η φράση «Turkish Cypriot Government Officers», παρέπεμπε μόνο σε δημόσιους υπαλλήλους μη περιλαμβανομένων των Δικαστών, όπως είχε κριθεί πρωτοδίκως, ή, ήταν ευρύτερης έννοιας ώστε να καλύπτει όλο το φάσμα της κρατικής μηχανής, ήταν επουσιώδους σημασίας. Ο πυρήνας του θέματος ήταν κατά πόσο η διοίκηση μπορούσε να αποστερήσει από τον εφεσίβλητο την απόλαυση ενός, κατ΄ ισχυρισμόν του, κεκτημένου δικαιώματος με βάση την ευρύτερη πολιτική χωρίς τον προσδιορισμό των γεγονότων και με αναφορά στο δίκαιο. Η Ολομέλεια θεώρησε ότι κατά τη λήψη της απόφασης που ακυρώθηκε πρωτοδίκως, ο φάκελος του εφεσίβλητου δεν βρισκόταν ενώπιον της διοίκησης και επομένως υπήρξε παράλειψη διερεύνησης των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης και προσδιορισμού των γεγονότων. Θεωρώντας ότι η Δημοκρατία δεν έχει εξετάσει, «.. κατά πόσο η περίπτωση του εφεσίβλητου βρισκόταν εκτός της εμβέλειας της προγενέστερης απόφασης οπότε εκ του αποτελέσματος της εξέτασης να προέκυπτε κάποια άλλη διάσταση», απέρριψε την έφεση, παρά το γεγονός, καθώς λέχθηκε, ότι πρωτοδίκως το Δικαστήριο είχε προβεί και σε αξιολόγηση γεγονότων τα οποία δεν ήταν υπόψη της διοίκησης, προβαίνοντας έτσι σε ανεπίτρεπτη πρωτογενή κρίση αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε τη δικαστική του θέση, «... θέμα καθαρά αναγόμενο στην αρμοδιότητα των εφεσειόντων.».
Στη συνέχεια και προφανώς ως αποτέλεσμα των προηγηθέντων, η Δημοκρατία εξέτασε νέο αίτημα του εφεσίβλητου που υποβλήθηκε με επιστολή του ημερ. 25.10.2007 με το οποίο επιδίωκε την καταβολή σε αυτόν διαφόρων ποσών υπό τύπο μισθών και συντάξεων ως αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Λόγω μη διευθέτησης, ο εφεσίβλητος καταχώρησε την υπ΄ αρ. 2076/2011 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με αξίωση την εκ μέρους της Δημοκρατίας καταβολή σ΄ αυτόν ποσού ύψους €800.000 υπό τύπο αποζημίωσης. Η αγωγή απερρίφθη επί προδικαστικών λόγων στις 4.3.2013. Προηγουμένως, στις 27.1.2012, ο Διευθυντής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού απάντησε στον εφεσίβλητο επί της επαναληφθείσας με επιστολή του ημερ. 14.1.2011 στον Υπουργό Οικονομικών αξίωσης για την καταβολή αποζημιώσεως, ότι μετά το ακυρωτικό αποτέλεσμα που κατέστη τελεσίδικο με το σκεπτικό της Αναθεωρητικής Έφεσης υπ΄ αρ. 62/2007, (πρόκειται για την προαναφερθείσα απόφαση Δημοκρατία ν. Ulfet Emin), το Τμήμα επανεξέτασε το αίτημα για καταβολή αποζημιώσεως συμμορφούμενο με την εν λόγω απόφαση. Η έρευνα που διεξήχθη από αρμόδιο λειτουργό στον προσωπικό φάκελο του εφεσίβλητου που τηρείται στο Ανώτατο Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε απάντησε σε ερώτημα που τέθηκε σ΄ αυτόν από τον τότε Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με συστημένη του επιστολή ημερ. 30.6.1967, κατά πόσο υπήρχαν προοπτικές ανάληψης εκ νέου των καθηκόντων του στη Δικαστική Υπηρεσία, ανεξάρτητα από τις πολιτικές εξελίξεις. Περαιτέρω, διαφάνηκε από την έρευνα ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε επιστολή παραίτησης του εφεσίβλητου προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 8(5) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, ως έχει τροποποιηθεί, με ταυτόχρονη επιφύλαξη και διατήρηση δικαιωμάτων για σύνταξη ή ωφελήματα.
Η εν λόγω επιστολή του Τμήματος Δημοσίας Διοίκησης και Προσωπικού, η οποία απευθύνθηκε στον δικηγόρο του εφεσίβλητου, κατέληγε με την εξής παράγραφο:
«6. Ως εκ των ανωτέρω, δεδομένου ότι ο κ. Emin, δεν παρείχε τις υπηρεσίες του στην Κυπριακή Δημοκρατία, ως μέλος της Δικαστικής Υπηρεσίας, από τον Ιούνιο του 1966 μέχρι σήμερα και ουδέποτε υπέβαλε εγγράφως παραίτηση του από την Δικαστική Υπηρεσία προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, το αίτημα του πελάτη σας για καταβολή αποζημίωσης έναντι μισθών και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, αντίστοιχα, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.»
Εναντίον της πιο πάνω τοποθέτησης καταχωρήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο νέα προσφυγή, η υπ΄ αρ. 364/2012. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 5.11.2013 ακύρωσε την απόφαση θεωρώντας ότι το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης δεν αποκάλυπτε συμμόρφωση με τα αποφασισθέντα στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 62/2007. Τα τρωτά, κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου, που εντοπίσθηκαν από την Ολομέλεια, δεν καλύπτονταν από το σημείωμα του αρμοδίου λειτουργού το οποίο αποτέλεσε και τη βάση της προσβαλλόμενης πράξης, παρά το γεγονός ότι ο φάκελος του εφεσίβλητου ερευνήθηκε, χωρίς όμως να δοθούν απαντήσεις. Όπως τέθηκε πρωτοδίκως:
«Η διερεύνηση των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης και ο προσδιορισμός των γεγονότων ήταν αποσπασματικός. Οι ισχυρισμοί του αιτητή και κυρίως όσα ο Δικαστής Μαυρομμάτης ανέφερε για το συμβάν της 2.6.1966 και βρίσκονταν στο φάκελο αγνοήθηκαν. Είναι φανερό ότι οι καθ΄ ων η αίτηση κατά την επανεξέταση, παρά τη σχετική υπόδειξη της Ολομέλειας, εξέλαβαν ως δεδομένο ότι ο αιτητής είχε εγκαταλείψει τη θέση του και δεν ερεύνησαν ως όφειλαν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτός αποχώρησε από το γραφείο του στις 2.06.1966.»
Κατά το Δικαστήριο, η ύπαρξη επιστολής παραίτησης εκ μέρους του εφεσίβλητου και η μη απάντηση αυτού στη βολιδοσκόπηση που του έγινε από τον τότε Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την προοπτική επανόδου του στην υπηρεσία, «δεν ήταν το ζητούμενο το οποίο σαφώς προσδιορίστηκε από την Ολομέλεια και που δεν ήταν άλλο από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εγκατέλειψε ο αιτητής τη θέση του στις 2.6.1966.». Αυτό, μαζί με τις αόριστες αναφορές στην προσβαλλόμενη πράξη ότι το θέμα συνιστά πτυχή του Κυπριακού προβλήματος και του δικαίου της ανάγκης, οδήγησε το Δικαστήριο να ακυρώσει την πράξη, η οποία πρόβαλλε λόγους που δεν αποτελούσαν συμμόρφωση με το δεδικασμένο.
Επί αυτής της απόφασης καταχωρήθηκε η υπό κρίση έφεση μαζί με αντέφεση που ο εφεσίβλητος καταχώρησε προς εξέταση εκείνων των λόγων που η πρωτόδικος Δικαστής παρέλειψε να εξετάσει και να αποφασίσει. Η θέση της εφεσείουσας Δημοκρατίας μέσα από το περίγραμμα της είναι ότι η προσβαλλόμενη πράξη συμμορφώθηκε πλήρως με το δεδικασμένο, καταγράφοντας τους λόγους για τους οποίους δεν υπήρχε αρμοδιότητα εξέτασης και απόφασης επί των συνθηκών που οδήγησαν τον εφεσίβλητο να παύσει να παρέχει τις υπηρεσίες του στη Δημοκρατία. Το ζήτημα άπτεται σοβαρής πτυχής του Κυπριακού προβλήματος που παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα και ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να εξεταστεί και να αποφασιστεί από το Τμήμα Διοίκησης και Προσωπικού, ούτε και να εξατομικευτεί η περίπτωση του εφεσίβλητου. Η Δημοκρατία μετά από τη δέουσα έρευνα που έγινε καθ΄ υπόδειξη της Ολομέλειας, κατέληξε πρόσθετα στο εύλογο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δεν δικαιούτο αποζημιώσεις εφόσον δεν παρείχε τις υπηρεσίες του από τις 2.6.1966 και μετά στη δικαστική θέση στην οποία ήτο τοποθετημένος. Υπήρχε περαιτέρω πραγματική αντικειμενική αδυναμία αξιολόγησης των συνθηκών αποχώρησης του εφεσίβλητου στις 2.6.1966, ούτε και η δήλωση-σημείωση του τότε Δικαστή Α. Μαυρομμάτη ήταν δυνατόν να αποτελέσει υπόβαθρο για μονομερή εξέταση 46 ολόκληρα χρόνια μετά το συμβάν, ακόμη και αν αυτό είχε σημασία. Λανθασμένα, κατά την εισήγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η διοίκηση δεν ερεύνησε το ζήτημα από πλευράς των ισχυόντων γεγονότων εφόσον το θέμα που έπρεπε να διερευνηθεί ήταν η Δικαστική υπηρεσία του εφεσίβλητου και η εξ αυτής οφειλόμενη, ως θέμα δικαίου, ανταπόκριση της Δημοκρατίας να αποδώσει σ΄ αυτόν τα όποια δικαιώματα του.
Η αντίθετη θέση που προβάλλει μέσα από το περίγραμμα του εφεσίβλητου έχει ως υπόβαθρο την παράλειψη της διοίκησης να συμμορφωθεί προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα όπως αυτό διαμορφώθηκε στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 62/2007. Δεν υπήρχε καμιά πραγματική ή αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης με τα λεχθέντα στην πιο πάνω Έφεση. Η διοίκηση όφειλε να ερευνήσει τα ευρισκόμενα στο φάκελο του εφεσίβλητου περιλαμβανομένης της καταγραφείσας τότε σύγχρονης θέσης του Α. Μαυρομμάτη, πράγμα που εσκεμμένα δεν έπραξε. Τέλος, η περίπτωση του εφεσίβλητου έπρεπε να είχε εξατομικευτεί και όχι να ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο του Κυπριακού προβλήματος που δεν σχετίζεται με το επίδικο ζήτημα.
Έχοντας εξετάσει επισταμένα τις εκατέρωθεν θέσεις, κρίνεται ότι η εφεσείουσα Δημοκρατία έχει δίκαιο στις βασικές της τοποθετήσεις. Δεδικασμένο προέρχεται από το ratio decidendi της Δικαστικής απόφασης. Η Ολομέλεια προσδιόρισε η ίδια αυτό που θεώρησε ως «πυρήνα του θέματος», δηλαδή, ότι «οι εφεσείοντες παρέλειψαν να ερευνήσουν τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και να προσδιορίσουν τα γεγονότα της.». Και, περαιτέρω, ότι «.. οι εφεσείοντες δεν εξέτασαν κατά πόσο η περίπτωση του εφεσίβλητου βρισκόταν εκτός της προγενέστερης κυβερνητικής απόφασης οπότε εκ του αποτελέσματος της εξέτασης να προέκυπτε κάποια άλλη διάσταση.».
Αμφότερες οι πιο πάνω διαπιστώσεις παραπέμπουν ευθέως στην απουσία έρευνας ως προς τα δεδομένα, τα οποία και ενδεχόμενα να έθεταν την περίπτωση εκτός της δέσμιας κυβερνητικής απόφασης επί της πολιτικής υφής του προβλήματος. Η Δημοκρατία, όμως, μέσω του αρμόδιου Τμήματος Διοίκησης και Προσωπικού, προχώρησε να ερευνήσει τα δεδομένα του εφεσίβλητου. Εξέτασε τον προσωπικό υπηρεσιακό φάκελο του που κρατείται στο Ανώτατο Δικαστήριο. Σύμφωνα με το υπηρεσιακό σημείωμα ημερ. 12.1.2012 (Παράρτημα Β στην ένσταση πρωτοδίκως), η κα Κλεοπάτρα Χαραλάμπους, Λειτουργός Α΄ του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, μετέβη για «σκοπούς συμμόρφωσης» με την απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 62/2007, και μετά από υπόδειξη της Νομικής Υπηρεσίας, στο Ανώτατο Δικαστήριο στις 26.5.2011 και μελέτησε το φάκελο του εφεσίβλητου. Η μελέτη αυτή ανέδειξε ότι ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε ζητήσει, με επιστολή του ημερ. 30.6.1967 και μάλιστα συστημένη, να πληροφορηθεί κατά πόσο ο εφεσίβλητος προτίθετο να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντα του στη Δικαστική Υπηρεσία. Ουδεμία απάντησε λήφθηκε. Ούτε και υπήρχαν, καθώς υπεδείχθη από την ερευνούσα, οποιαδήποτε άλλα στοιχεία στο φάκελο που να διαφώτιζαν το θέμα της επιστροφής στα καθήκοντα του. Ούτε και υπήρχαν δεδομένα που να έδειχναν ότι ο εφεσίβλητος παραιτήθηκε οποτεδήποτε χρησιμοποιώντας το μηχανισμό που προσφέρει ο περί Δικαστηρίων Νόμος προς διασφάλιση των όποιων συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων.
Τα πιο πάνω ουσιαστικά αποτέλεσαν και την ουσία της απορριπτικής απόφασης της Δημοκρατίας, ημερ. 27.1.2012, στο αίτημα του εφεσίβλητου ημερ. 14.1.2011. Είναι πρόδηλο ότι έγινε δέουσα έρευνα και υπήρξε συμμόρφωση με όσα η Ολομέλεια αποφάσισε απορρίπτοντας την έφεση της Δημοκρατίας στην προαναφερθείσα Δημοκρατία ν. Ulfet Emin. Το ζητούμενο ήταν πάντοτε κατά πόσον ο εφεσίβλητος είχε εγκαταλείψει ή όχι τη θέση του με αναφορά στην περίοδο μετά τις 2.6.1966. Και όχι τι συνέβη στις 2.6.1966. Η αντιμισθία του εφεσίβλητου και τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα συναρτώντο προς την απρόσκοπτη προσφορά υπηρεσίας προς τη Δημοκρατία εκ της θέσεως που του εμπιστεύτηκε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο διορίζοντας τον Επαρχιακό δικαστή. Η επιστολή του τότε Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 30.6.1967 έδωσε το ορθό στίγμα. Η επιστολή υπεδείκνυε ότι το πρόβλημα της συνεχούς απουσίας του εφεσίβλητου από τα Δικαστήρια («continued absence from the Courts»), είχε αφεθεί να τύχει περαιτέρω χειρισμού τον Σεπτέμβριο του 1967 σύμφωνα με επιθυμία του ιδίου του εφεσίβλητου, όπως αυτή η επιθυμία διατυπώθηκε στις 9.6.1967 σε σχετική δική του επιστολή. Του ζητήθηκε λοιπόν μέχρι 2.9.1967, να απαντήσει:
«(b) whether in your opinion and as far as you are able to say, there are any prospects of your returning to your judicial duties, independently of political developments in the Island.»
Δεν είναι απολύτως ορθό ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε απάντηση. Ακολούθησε η εξής απάντηση από τον εφεσίβλητο ημερ. 1.9.1967, η οποία όμως δεν έλυσε το πρόβλημα εφόσον δεν υπήρξε υπ΄ αυτού οποιαδήποτε συγκεκριμένη τοποθέτηση:
«Further to my letter of 9th June and in reply to your letter of 30th June 1967, I regret to inform you that I am still unable to give you a definite reply.»
Δεν δόθηκε οποιαδήποτε περαιτέρω απάντηση ή συνέχεια στο θέμα από τον εφεσίβλητο.
Συνάγεται ότι η βασική έρευνα που έγινε από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ήταν δέουσα και επαρκής υπό τις περιστάσεις. Δέουσα έρευνα είναι εκείνη που εκτείνεται σε κάθε τι σχετικό και συναρτάται βέβαια προς τα ιδιαίτερα περιστατικά κάθε υπόθεσης, (Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Κριτήριο για την πληρότητα της είναι η συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων που παρέχουν ασφαλή βάση για συμπεράσματα, (Νικολαΐδη ν. Μηνά (1994) 3 Α.Α.Δ. 321). Σύμφωνα με τη νομολογία, η πιθανή διερεύνηση περαιτέρω στοιχείων δεν αποτελεί το κριτήριο για την επάρκεια της, (Δημοκρατία ν. Ευαγγέλου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 414).
Με στοχευμένο το ερώτημα της επανόδου του εφεσίβλητου στα δικαστικά του καθήκοντα, η απόφαση της διοίκησης ήταν ορθή και λήφθηκε με δέουσα έρευνα και αιτιολογία. Το ερώτημα δεν ήταν τι έγινε στις 2.6.1996 ως προς τις συνθήκες που κατά τον εφεσίβλητο δημιουργήθηκαν ώστε να αμφισβητηθεί η παραμονή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Το συγκεκριμένο γεγονός είναι ήσσονος σημασίας ως προς το μείζον ερώτημα που τέθηκε από τον τότε Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς την ανάληψη των καθηκόντων του εφεσίβλητου υπό το φως και της ανάγκης, όπως διετυπώθη στην επιστολή, ανάθεσης καθηκόντων σε Δικαστές «.. for the necessary appointments to be made for the adequate functioning of the Courts when the new term will commence after the vacation.».
Η επιμονή στα συγκεκριμένα γεγονότα της 2.6.1966 και τη σχετική δήλωση του τότε Δικαστή Α. Μαυρομμμάτη ημερ. 2.6.1966 ως προς τις συνθήκες που έλαβαν χώραν την ημέρα εκείνη, αποτελεί μικροσκοπική εμμονή στο ζήτημα. Αλλά και μείζονα εκτροπή από την ουσία της υπόθεσης. Το τι συνέβη στις 2.6.1966, δεν επιλύει, ούτε απαντά εν πάση περιπτώσει το καίριο ερώτημα της ανάληψης εκ νέου των Δικαστικών καθηκόντων του εφεσίβλητου. Να σημειωθεί ότι η πρωτόδικη αναφορά στους ισχυρισμούς του Δικαστή Μαυρομμάτη είναι τουλάχιστον ατυχής διότι η Ολομέλεια δεν υπέδειξε ότι έπρεπε να ερευνηθεί αυτή η πτυχή ως προς το λόγο εγκατάλειψης της θέσης τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Προφανώς ο πρωτόδικος συλλογισμός περί της δήλωσης Μαυρομμάτη παρείσφρυσε από την πρωτόδικη απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1473/2005, ημερ. 21.3.2007, στην οποία το Δικαστήριο προέβη από μόνο του σε αξιολόγηση γεγονότων που η Δημοκρατία δεν είχε ενώπιον της κατά τη λήψη της τότε απόφασης της, ενέργεια που η Ολομέλεια εν πάση περιπτώσει στιγμάτισε ως «ανεπίτρεπτ(η) .. πρωτογενή κρίση».
Η Ολομέλεια στην απόφαση της σαφώς αναφέρθηκε στις ευρύτερες συνθήκες που έπρεπε να διερευνηθούν «.. κάτω από τις οποίες ο εφεσίβλητος ενήργησε.». Προφανώς όχι στις 2.6.1966, διότι η απάντηση αυτή προϋπέθετε ευρήματα επί γεγονότων που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, ούτε και θα επέλυαν το πρόβλημα. Το ζήτημα ήταν και είναι διαχρονικό, εξ ου και η Δημοκρατία στο περίγραμμα της ορθά διατυπώνει το ευρύτερο ερώτημα, «γιατί ο αιτητής δεν επιχείρησε είτε την επαύριον, του κατ΄ ισχυρισμόν συμβάντος, είτε οποιαδήποτε άλλη μέρα εντεύθεν να επιστρέψει στα καθήκοντα του;». Όπως ορθά υποδεικνύεται, η Ολομέλεια ουδέποτε αναφέρθηκε σε εκούσια ή ακούσια εγκατάλειψη της θέσης. Για να καταλήξει η Δημοκρατία στο εύλογο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δεν δικαιούται σε αποζημιώσεις, «.. εφόσον δεν παρείχε τις υπηρεσίες του στην δικαστική υπηρεσία από τις 2.6.1966 και εντεύθεν.».
Περαιτέρω, η διοίκηση ορθά υπέδειξε στην προσβαλλόμενη πρωτοδίκως πράξη ότι η έρευνα δεν κατέδειξε οποιαδήποτε επιστολή παραίτησης ή άλλης σχετικής ενέργειας που να διασφάλιζε τα δικαιώματα του εφεσίβλητου. Η Ολομέλεια είχε αναφερθεί στην υποχρέωση της διοίκησης «να προσδιορίσει τα γεγονότα και με αναφορά στο δίκαιο να αποφασίσει ανάλογα.». Εφόσον η αξίωση του εφεσίβλητου ήταν η καταβολή σ΄ αυτόν των συνταξιοδοτικών και άλλων ωφελημάτων του, ήταν εύλογο να ερευνηθεί το «δίκαιο» του αιτήματος. Με βάση το άρθρο 8(5) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, ως τροποποιήθηκε, (το άρθρο 8 έχει πλαγιότιτλο, «Μισθός και άλλοι όροι υπηρεσίας δικαστών»), Δικαστής οποιασδήποτε βαθμίδας που υπηρετεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο «... δύναται οποτεδήποτε να υποβάλει ιδιογράφως προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου την παραίτησιν αυτού διατηρουμένων των δικαιωμάτων αυτού επί οιασδήποτε επί τη αποχωρήσει αυτού χορηγημένης συντάξεως, χορηγήματος ή άλλου παρόμοιου ωφελήματος το οποίον τυχόν απέκτησε βάσει οιουδήποτε εκάστοτε ισχύοντος νόμου.»
Η διασύνδεση της διοίκησης της παραίτησης του εφεσίβλητου (που δεν υπέβαλε ποτέ), με τα όποια συνταξιοδοτικά ωφελήματα είναι όντως εύλογη εφόσον αποτελεί την υπό του Νόμου προσφερόμενη επιλογή προς απόδοση σύνταξης, κλπ, επί παραιτήσει.
Όλα τα πιο πάνω, όπως περιέχονταν στην προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 27.1.2012, οδήγησαν τη διοίκηση να απορρίψει το αίτημα. Αυτή η απόφαση λήφθηκε έχοντας υπόψη τις ορθές παραμέτρους που έθεσε η Ολομέλεια ως προς τη διαπίστωση των δεδομένων του εφεσίβλητου με το ερώτημα να είναι κατά πόσο η περίπτωση του θα τον ενέτασσε εκτός της ευρύτερης πολιτικής του θέματος ως προς την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, ώστε η απόφαση να μην ακολουθούσε αυτοματοποιημένα ως αποτέλεσμα δέσμιας ενέργειας. Η Ολομέλεια είχε αναφερθεί στην προγενέστερη πολιτική απόφαση της Κυβέρνησης για «πάγωμα» της καταβολής μισθών και συντάξεων προς τους Τουρκοκύπριους υπαλλήλους που «προφανώς για λόγους συναγόμενους στα θλιβερά γεγονότα των διακοινοτικών συγκρούσεων εκείνης της εποχής, εγκατέλειψαν τις θέσεις στις οποίες υπηρετούσαν.».
Η πρωτόδικη προσβαλλόμενη πράξη ήταν το αποτέλεσμα δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας και με δοσμένη συγκεκριμένη αιτιολογία. Ήταν εύλογη υπό τις συνθήκες που διαπιστώθηκαν. Στην προσβαλλόμενη πράξη δεν γίνεται λόγος για την πολιτική της Κυβέρνησης, με αποτέλεσμα τα όσα αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν διά των περιγραμμάτων και προφορικών αγορεύσεων, ως προς αυτή την πτυχή, να μην έχουν έρεισμα στην καθαυτή προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το αόριστο της αναφοράς στο σημείωμα της λειτουργού ότι το θέμα συνιστά πτυχή του Κυπριακού προβλήματος δεν είναι ορθή. Παραπομπή στο διοικητικό φάκελο και στα υποστηρικτικά αυτού στοιχεία είναι αναγκαία μόνο όταν η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης χρήζει συμπλήρωσης, κάτι που δεν υφίσταται εδώ.
Πρόδηλο, όμως, εν πάση περιπτώσει, είναι ότι η αναφορά ως μέρος του ιστορικού στην προσβαλλόμενη πράξη περί της μη παροχής υπηρεσιών εκ μέρους του εφεσίβλητου από τις 2.6.1966 «λόγω των δικοινοτικών ταραχών και της πολιτικής κατάστασης στην Κύπρο», παραπέμπει στο αυτονόητο και ισχύον με Δικαστική γνώση πολιτικό πρόβλημα από το 1963 και εντεύθεν. Σαφώς το αίτημα του εφεσίβλητου δεν είναι αυτόνομο ή απομονωμένο από την ευρύτερη πτυχή επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος και τα δεδομένα που η προσβαλλόμενη πράξη έφερε στην επιφάνεια δεν εντάσσουν το αίτημα του εφεσίβλητου εκτός της πτυχής αυτής. Δεν πρόκειται όμως πλέον για απόφαση δέσμιας ενέργειας διότι η διοίκηση ερεύνησε τα γεγονότα. Επομένως και αυτό το παρατηρηθέν από την Ολομέλεια ικανοποιήθηκε.
Παραμένουν να εξεταστούν οι λόγοι της αντέφεσης. Οι λόγοι αυτοί, τέσσερεις τον αριθμό, με ορισμένες επιμέρους αιτιάσεις, πραγματεύονται τις κατ΄ ισχυρισμόν παραλείψεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφασίσει επί λόγων ακυρότητας που θα δικαιολογούσαν πρόσθετα την εκθεμελίωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Ο πρώτος λόγος αφορά την κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο αποζημίωσης ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή αρ. 1473/2005 και της Αναθεωρητικής Έφεσης αρ. 62/2007. Με την αποδοχή όμως της έφεσης επί της ουσίας της, αυτός ο λόγος αντέφεσης παραμένει άνευ αντικειμένου εφόσον το αίτημα του εφεσίβλητου για παροχή συνταξιοδοτικών και άλλων ωφελημάτων είχε μια συνεχή δικαστική αναμέτρηση, η οποία πρέπει να θεωρείται ότι τελεσφορεί με την έκδοση της παρούσας απόφασης. Ο εφεσίβλητος δεν θα μπορούσε να αξιώσει αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος μέχρι την τελεσίδικη κρίση επί της διαφοράς, εφόσον αναμενόταν από τη διοίκηση να συμμορφωθεί με την απόφαση της Ολομέλειας στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 62/2007, ως όφειλε, επανεξετάζοντας το αίτημα του εφεσίβλητου.
Τα ίδια ισχύουν και όσον αφορά τους επί μέρους λόγους που προτείνονται στον πρώτο λόγο αντέφεσης ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση στο πρόσωπο του εφεσίβλητου λόγω εθνικής καταγωγής και/ή θρησκείας και/ή Τουρκοκυπριακής καταγωγής. Η προσβαλλόμενη πράξη σε ουδεμία τέτοια διαφορετική μεταχείριση λόγω των ανωτέρω παραπέμπει και δεν είναι δόκιμη η προβαλλόμενη αυτή θέση του εφεσίβλητου. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς αναφορικά με τη δήλωση του τότε Δικαστή Α. Μαυρομμάτη, αυτοί έχουν ήδη απαντηθεί ανωτέρω στην αναδίπλωση του σκεπτικού επί των λόγων εφέσεως και δεν χρειάζεται να λεχθεί ο,τιδήποτε περαιτέρω.
Ο δεύτερος λόγος αντέφεσης αφορά την άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί την εκ μέρους του εφεσίβλητου παρουσίαση προφορικής μαρτυρίας. Η εφεσείουσα Δημοκρατία απαντά σε αυτό τον ισχυρισμό ότι δεν υπήρξε ουσιαστικό αίτημα, και μάλιστα γραπτό, που να υποστηρίζει τη θέση του εφεσίβλητου για την επιθυμία του να δώσει μαρτυρία. Από τα πρακτικά φαίνεται ότι στις 14.5.2013, ο συνήγορος του εφεσίβλητου απευθυνόμενος στο Δικαστήριο ανέφερε ότι είχε ειδοποιήσει για την παρουσίαση των φακέλων τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου συμπληρώνοντας, «.. και θα ζητήσω να δώσει μαρτυρία ο πελάτης μου• είναι εδώ.». Η αντίδραση της κας Παπαέτη ήταν ότι δεν είχε καμία ειδοποίηση ότι θα δοθεί μαρτυρία. Ο κ. Παπαφιλίππου ζήτησε χρόνο τριάντα λεπτών για τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και ολοκλήρωση της αγόρευσης του, το Δικαστήριο διέκοψε για να μετέχει σε υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας για τριάντα λεπτά, αλλά μετά τη διακοπή, η διαδικασία προχώρησε χωρίς να καταθέσει εν τέλει ο εφεσίβλητος ή να ανανεωθεί το αίτημα, το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν υποβλήθηκε γραπτώς, αλλά ούτε καν προφορικώς, διότι θεωρήθηκε από πλευράς του εφεσίβλητου αυτονόητη η εκ μέρους του μαρτυρία. Έπεται, υπό το φως των ανωτέρω, ότι ο σχετικός λόγος αντέφεσης δεν υποστηρίζεται από την πρωτόδικη διαδικασία και δεν μπορεί να γίνει δεκτός.
Ως προς τον τρίτο λόγο αντέφεσης που αφορά στην παράλειψη πρωτοδίκως να εξεταστεί ζήτημα προκατάληψης ή και παρανόμων ενεργειών από τα αστυνομικά όργανα που, κατά τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου, τον εξανάγκασαν να αποχωρήσει από την εργασία του, υπό το φως της ανάλυσης που έχει γίνει επί των λόγων εφέσεως της Δημοκρατίας, το ζήτημα παραμένει άνευ αντικειμένου.
Τέλος, ως προς το λόγο αντέφεσης 4 ότι δεν αποφασίστηκε πρωτοδίκως κατά πόσο υπήρχε υποχρέωση υποβολής παραίτησης του εφεσίβλητου από τη θέση του ώστε να δικαιούται σε σύνταξη ή άλλα ωφελήματα, παρατηρείται ότι η προσβαλλόμενη πράξη, όπως έχει αναλυθεί στους λόγους έφεσης, ορθά υπέδειξε το αυτονόητο της επιλογής που προσφέρει το άρθρο 8(5) του Νόμου αρ. 14/60. Το ερώτημα εάν ο εφεσίβλητος θα δικαιούτο εν πάση περιπτώσει σε σύνταξη και άλλα ωφελήματα χωρίς την υποβολή παραίτησης, δεν εγειρόταν στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας. Το ερώτημα που τίθετο εκεί ήταν η νομιμότητα της ληφθείσας απόφασης και όχι η εξέταση τυχόν εναλλακτικών μορφών δικαιώματος σε σύνταξη. Επομένως ο λόγος αυτός είναι θεωρητικός από την άποψη ότι η διοικητική προσβαλλόμενη πράξη κρίνεται ως εύλογη και νομίμως ληφθείσα και αυτό θέτει τέρμα στο όλο ζήτημα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τη διαταγή ως προς τα έξοδα παραμερίζεται. Η αντέφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας Δημοκρατίας και εναντίον του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από τη Δημοκρατία.
Γ. Ερωτοκρίτου,
Δ.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
Κ. Σταματίου,
Δ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 158/2013)
4 Δεκεμβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η Αίτηση,
ν.
ULFET EMIN,
Εφεσίβλητου-Αιτητή.
_________________________
Ρένα Παπαέτη-Χατζηκώστα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες.
Λουκής Παπαφιλίππου, μαζί με Α. Κόρτα (κα), για τον Εφεσίβλητο.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, Ulfet Emin, είναι Τουρκοκύπριος και, κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1950, επί αγγλοκρατίας, είχε υπηρετήσει σε διάφορες θέσεις, ως Δικαστής. Μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, διορίστηκε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ως Επαρχιακός Δικαστής. Υπηρέτησε στη θέση αυτή από τις 23.11.1960 μέχρι τις 2.6.1966. Κατά την πιο πάνω τελευταία ημερομηνία, ενώ είχε προσέλθει κανονικά στο γραφείο του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, εξαναγκάστηκε από δύο ένοπλους αστυνομικούς να το εγκαταλείψει και να επιστρέψει στον Τούρκικο Τομέα της Λευκωσίας, όπως εκείνοι του είχαν υποδείξει. ΄Εκτοτε, ουδέποτε προσέφερε ξανά τις υπηρεσίες του στην Κυπριακή Δημοκρατία, ως Δικαστής, αλλά ούτε και υπέβαλε ποτέ την παραίτησή του από τη θέση αυτή.
Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε και, στις 18.5.2004, ο κ. Emin, με επιστολή, που απέστειλε στο Υπουργείο Οικονομικών, Τμήμα Προσωπικού, ζήτησε να πληροφορηθεί για τα ποσά που, όπως ισχυρίστηκε, δικαιούτο να λαμβάνει, υπό μορφή μισθών και/ή συντάξεων, από την Κυπριακή Δημοκρατία, για την περίοδο από 1.6.1966 μέχρι τότε. Το αίτημά του αυτό απορρίφθηκε, με απόφαση του Διευθυντή του προαναφερθέντος Τμήματος, η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 14.9.2005. Για την ακρίβεια, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, η εν λόγω απόφαση δεν ασχολήθηκε με την ουσία του αιτήματος του κ. Emin[1].
Η άρνηση, ανωτέρω, της διοίκησης αντιμετωπίστηκε με την καταχώριση της προσφυγής αρ. 1473/2005. Στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, που διενεργήθηκε, σχετικά, διαπιστώθηκε ότι η προσβληθείσα απόφαση έπασχε, για το λόγο ότι «λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα». Ως εκ τούτου, ακυρώθηκε. Η Αναθεωρητική ΄Εφεση Aρ. 62/2007, η οποία καταχωρίστηκε, συνακόλουθα, από μέρους της Δημοκρατίας, επιδιώκοντας την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος και απορρίφθηκε, (βλ. Δημοκρατία ν. Emin (2009) 3 Α.Α.Δ. 603). Η Ολομέλεια, εστιάζοντας, κατ' αρχάς, την προσοχή της στην εκπεφρασμένη θέση, ανωτέρω, της διοίκησης, καθόρισε το βασικό ζήτημα που έπρεπε να απασχολήσει, στην περίπτωση εκείνη, ως εξής:- (σελίδες 606 έως 607)
«Κατά την κρίση μας, ο πυρήνας του θέματος είναι κατά πόσο η Διοίκηση, κατ' επίκληση εκείνης της προγενέστερης απόφασης της κυβέρνησης, μπορούσε να παραπέμψει το συγκεκριμένο αίτημα του εφεσίβλητου στις ελληνικές καλένδες στερώντας του ουσιαστικά την απόλαυση ενός κατ' ισχυρισμόν, κεκτημένου δικαιώματος ή αν η Διοίκηση είχε εκ του νόμου υποχρέωση να προσδιορίσει τα γεγονότα και με αναφορά στο δίκαιο να αποφασίσει ανάλογα.»
Στη συνέχεια, αφού επεσήμανε τις παραλείψεις, σχετικά, της διοίκησης, συνεπεία της εν λόγω θέσης της, κατέληξε, επικυρώνοντας, συγχρόνως, την πρωτόδικη απόφαση, στα εξής:- (σελίδες 607 έως 608)
«Η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα είναι ορθή αφού οι εφεσείοντες θεώρησαν ως δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε τη θέση του. Ενόψει τούτου, δεν προέβησαν στη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσίβλητος ενήργησε. Δεν εξέτασαν επίσης το νομικό χαρακτήρα της απόφασης της κυβέρνησης και κατά πόσο επιβαλλόταν δι' αυτής δέσμια γι' αυτούς υποχρέωση απόρριψης του αιτήματος για καταβολή τυχόν οφειλομένων μισθών και συντάξεων. Συναφής με αυτή την πτυχή είναι και η παράλειψη των εφεσειόντων όχι μόνο να προσδιορίσουν την εμβέλεια της κυβερνητικής απόφασης αλλά και να εξετάσουν κατά πόσο η εφαρμογή της παραβιάζει το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης των πολιτών.»
Η πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας, επιβεβαιωτική της πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή αρ. 1473/2005, «ισχύει έναντι όλων». Πρόκειται για επιμέρους κανόνα της βασικής αρχής η οποία προβλέπεται στο άρθρο 59(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), στο οποίο αναφέρεται ότι: «Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου». Δεδομένου δε ότι το προαναφερθέν αίτημα του κ. Emin παρέμενε σε ισχύ, η διοίκηση υποχρεούτο να προβεί σε επανεξέτασή του, προς συμμόρφωση με την πιο πάνω απόφαση στην Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 62/2007. Τελικώς, διενεργήθηκε επανεξέταση, κατά τον τρόπο που αναφέρεται στη συνέχεια.
Παρενθετικά, να αναφερθεί ότι αγωγή, η οποία καταχωρίστηκε στις 23.3.2011, εκ μέρους του κ. Emin, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, δυνάμει του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος, με απαίτηση την καταβολή προς αυτόν αποζημιώσεων ύψους €800.000,00, με έρεισμα την επιβεβαιωθείσα επ' εφέσει ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 1473/2005, απορρίφθηκε, κατά το προδικαστικό στάδιο. Της πιο πάνω αγωγής είχε προηγηθεί, στις 14.1.2011, γραπτή απαίτηση, εκ μέρους του κ. Emin, από το δικηγόρο του, προς τον Υπουργό Οικονομικών, για το ίδιο προαναφερθέν ποσό. Η απάντηση στο πιο πάνω αίτημα δόθηκε από το Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με επιστολή ημερομηνίας 27.1.2012 και ήταν, επίσης, απορριπτική. Η σύνοψη, στην παράγραφο 6 της εν λόγω επιστολής, των προηγουμένως αναφερομένων σε αυτήν, περιλαμβάνει την αιτιολογία για την απορριπτική απόφαση της διοίκησης, η οποία, να σημειωθεί, αφορά τα μοναδικά θέματα που απασχόλησαν κατά την επανεξέταση και έχει ως εξής:-
«..., δεδομένου ότι ο κ. Emin, δεν παρείχε τις υπηρεσίες του στην Κυπριακή Δημοκρατία, ως μέλος της Δικαστικής Υπηρεσίας, από τον Ιούνιο του 1966 μέχρι σήμερα και ουδέποτε υπέβαλε εγγράφως παραίτηση του από την Δικαστική Υπηρεσία προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, το αίτημα του πελάτη σας για καταβολή αποζημίωσης έναντι μισθών και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, αντίστοιχα, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.»
Στην ίδια επιστολή, εξηγείται ότι όλα όσα αναφέρονται σε αυτήν, τα οποία οδήγησαν στην πιο πάνω απόφαση, ήταν το αποτέλεσμα έρευνας που διεξήχθη από το εν λόγω Τμήμα, προς συμμόρφωση με την απόφαση στην Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 62/2007. Η σχετική έρευνα, όπως, επίσης, αναφέρεται, αφορούσε μόνο το περιεχόμενο του φακέλου του κ. Emin, ο οποίος τηρείται στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Συνεπεία της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, καταχωρίστηκε νέα προσφυγή, η υπ' αρ. 364/2012, εκ μέρους του κ. Emin. Πρωτοδίκως, η ευπαίδευτη Δικαστής, η οποία επιλήφθηκε αυτής, διαπίστωσε ότι: «Το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αποκαλύπτει συμμόρφωση προς τα αποφασισθέντα με την Αναθ. ΄Εφεση Αρ. 62/07.» Αφού δε επεξήγησε, περαιτέρω και λεπτομερώς, την πιο πάνω διαπίστωσή της, με αναφορά στο περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής της διοίκησης ημερομηνίας 27.1.2012, την οποία παρέθεσε αυτούσια, και σε ένα σημείωμα λειτουργού του προαναφερθέντος Τμήματος, ημερομηνίας 12.1.2012, έκαμε αποδεκτή την προσφυγή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Με τρεις λόγους έφεσης, η Δημοκρατία προσβάλλει, ως λανθασμένη, την πιο πάνω διαπίστωση και, κατ' επέκταση, την απορριπτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, αναπτύσσοντας την αγόρευσή της, στο πλαίσιο των λόγων αυτών, επιβεβαίωσε, κατ' αρχάς, ότι η έρευνα η οποία διενεργήθηκε από λειτουργό του πιο πάνω Τμήματος, ουσιαστικά, περιορίστηκε στο περιεχόμενο του φακέλου του κ. Emin, ο οποίος τηρείται στο Ανώτατο Δικαστήριο, ως η υπόδειξη της Ολομέλειας στη σχετική απόφασή της. Λήφθηκαν δε υπόψη, στην έρευνα αυτή, το ότι ο κ. Emin, από τον Ιούνιο του 1966, δεν υπηρέτησε ξανά στη Δικαστική Υπηρεσία και οι πρόνοιες, συναφώς, του νόμου ο οποίος προβλέπει για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα αποχωρούντων μελών της Δικαστικής Υπηρεσίας. Στο πλαίσιο, ανωτέρω, η συνήγορος επεσήμανε ό,τι αποτελεί, πλέον, αδιαμφισβήτητο γεγονός, πως, δηλαδή, η διοίκηση δε βάσισε την υπό αναφορά απόφασή της στις αποφάσεις της Κυβέρνησης σε σχέση με την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων δημοσίων υπαλλήλων από τη Δημόσια Υπηρεσία, που, ας σημειωθεί, έλαβε χώρα σε καιρό που προηγήθηκε του υπό αναφορά ουσιώδους χρόνου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, κ. Emin, υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση σε όλα της τα σημεία, εξηγώντας, με λεπτομέρεια, τους λόγους για τους οποίους η διοίκηση παρέλειψε, ουσιαστικά, να συμμορφωθεί με την απόφαση στην Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 62/2007.
Αποτελεί, πράγματι, αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η διοίκηση βάσισε την τελευταία απορριπτική απόφασή της σε δύο, ουσιαστικά, λόγους, οι οποίοι εκτίθενται στο απόσπασμα, ανωτέρω, από την παράγραφο 6 της επιστολής προς το δικηγόρο του κ. Emin, ημερομηνίας 27.1.2012. Ως πρώτος λόγος, αναφέρεται το ότι ο κ. Emin, δεν προσέφερε, από τον Ιούνιο του 1966 και μετά, τις υπηρεσίες του, ως Δικαστής, στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ως δεύτερος λόγος, αναφέρεται το γεγονός ότι αυτός ουδέποτε υπέβαλε εγγράφως την παραίτησή του από τη Δικαστική Υπηρεσία, όπως προβλέπεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν. 14/1960).
Πασιφανώς, οι λόγοι αυτοί ουδόλως σχετίζονται με διεξαγωγή έρευνας αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο κ. Emin έφυγε από το γραφείο του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στις 2.6.1966, όπως θα έπρεπε, σύμφωνα με την υπόδειξη της Ολομέλειας στην απόφασή της στην Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 62/2007. Συγκεκριμένα, κατά την έρευνα που έγινε, προφανώς, παραγνωρίστηκε εντελώς η σημασία αυτών που φέρεται να είχαν συμβεί κατά την κρίσιμη εκείνη ημερομηνία, αφού δε λήφθηκαν υπόψη και οι εκθέσεις, σχετικά, του Δικαστή Μαυρομάτη και του ιδίου του κ. Emin. Αντιθέτως, εκλήφθηκε εκ νέου ως δεδομένο ότι, στις 2.6.1966, ο κ. Emin είχε φύγει από το γραφείο του οικειοθελώς και ότι, με τη δική του ελεύθερη βούληση δεν επέστρεψε στα καθήκοντά του στο χρόνο που ακολούθησε αμέσως μετά.
Περαιτέρω, όπως, επίσης, διαπιστώνεται από το σύνολο του περιεχομένου της επιστολής ημερομηνίας 27.1.2012, δε φαίνεται να απασχόλησε καθόλου τη διοίκηση, στο πλαίσιο διαμόρφωσης της απόφασής της, κατά ποιο τρόπο η πολιτική απόφαση της Κυβέρνησης για μη καταβολή αποζημιώσεων σε Τουρκοκυπρίους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους πολύ προγενέστερα του ουσιώδους χρόνου, μαζικά και οικειοθελώς, αφορούσε και την περίπτωση του κ. Emin και, ειδικά, υπό τις συνθήκες που η αποχώρησή του φέρεται να είχε συμβεί. Τέλος, παντελής έλλειψη εξέτασης διαπιστώνεται και ως προς το θέμα του κατά πόσο υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων του κ. Emin για ίση μεταχείρισή του, στο πλαίσιο της πιο πάνω κυβερνητικής πολιτικής.
Τα πιο πάνω θέματα δεν εξετάστηκαν, όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, πλην, όμως, η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, παρακάμπτοντας τις ρητές υποδείξεις, ανωτέρω, της απόφασης στην Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 62/2007, τα συνέδεσε, στο πλαίσιο των λόγων έφεσης, με την κυβερνητική πολιτική, ότι αυτά πρέπει να αναμένουν την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, θεωρώντας, έτσι, ότι η εξέτασή τους εκφεύγει της αρμοδιότητας της διοίκησης. Η θέση, όμως, αυτή, όπως έχει ήδη αναφερθεί, εμφανώς, δε βρίσκει έρεισμα στην απόφαση της διοίκησης της 27.1.2012.
Για τους λόγους, λοιπόν, που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση δε θα μπορούσε να επιτύχει. Στο πλαίσιο δε της παρούσας απόφασης, δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης της αντέφεσης.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] Τον πληροφορούσε τα εξής:-
"I am directed to refer to the correspondence ... regarding your claim for salaries and/or pension and regret to inform you that such benefits could not be granted, as it has been decided by the Government that all cases concerning the grant of emoluments/retirement benefits to Turkish Cypriot Government Officers who had left their posts should remain in abeyance until the general question of these officers has been settled."