ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα. Λαμπρινή Λάμπρου Ουστά, εκ μέρους του Γ-Ε, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-10-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΒΙΟΛΑΡΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 162/2010, 22/10/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:C703

(2015) 3 ΑΑΔ 542

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 162/2010)

 

22 Οκτωβρίου 2015

 

[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστών]

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΒΙΟΛΑΡΗ

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσίβλητης/Καθ΄ης η αίτηση

_________

 

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.

Λαμπρινή Λάμπρου Ουστά, εκ μέρους του Γ-Ε,  για την Εφεσίβλητη.

Α.Σ. Αγγελίδης με Σ.Α. Αγγελίδη για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

_________________

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

                δώσει ο Δικαστής Τ.Θ. Οικονόμου.

 

____________________

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο Γεώργιος Παντέλας (ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην παρούσα διαδικασία) πέτυχε, ως μόνος αιτητής, ακύρωση της προαγωγής της Γεωργίας Μηλιατού στη μόνιμη θέση Ανώτερου Οδοντιατρικού Λειτουργού (Γεώργιος Παντέλας ν. Δημοκρατίας (2006) 4 ΑΑΔ 298).  Η ακύρωση δε της προαγωγής εκείνης επικυρώθηκε κατ΄έφεσιν (Δημοκρατία ν. Γεώργιου Παντέλα (2008) 3 ΑΑΔ 285).

 

Ακολούθησε επανεξέταση ως αποτέλεσμα της οποίας η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) προήγαγε τον Γεώργιο Παντέλα (ενδιαφερόμενο πρόσωπο) στην επίμαχη θέση, αντί της Αναστασίας Βιολάρη (εφεσείουσας) που ήταν επίσης υποψήφια.

 

Η εφεσείουσα καταχώρησε κατά της προαγωγής του Γεώργιου Παντέλα την προσφυγή 62/2009 η οποία απερρίφθη, εξ ου και η παρούσα έφεση.

 

Στα πλαίσια της παρούσας έφεσης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ενδιαφερόμενου προσώπου (Γεώργιου Παντέλα) ήγειρε προδικαστική ένσταση εισηγούμενος ότι η εφεσείουσα στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίμαχη θέση, εφόσον δεν είχε προσβάλει την προαγωγή τότε της Γεωργίας Μηλιατού.  Τούτο γιατί, πάντα κατά την εισήγηση του, η εφεσείουσα, με το να μην προσβάλει την προαγωγή της Γεωργίας Μηλιατού, είχε παραδεχθεί ότι η ίδια δεν ήταν η καταλληλότερη υποψήφια για προαγωγή και επιδοκίμασε την έναντι της κρίση της ΕΔΥ με τρόπο ώστε να μην μπορεί τώρα να την αποδοκιμάζει.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας απάντησε λέγοντας ότι η εφεσείουσα δεν είχε καταχωρίσει προσφυγή εναντίον της προαγωγής της Γεωργίας Μηλιατού γιατί υστερούσε αυτής και η προσφυγή θα κατέληγε σε αποτυχία.  Αισθανόμενη, όμως, ότι υπερέχει του Γεώργιου Παντέλα, ήγειρε την υπό έφεση τώρα προσφυγή.

 

Ως προς αυτή τη θέση της εφεσείουσας, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους εισηγήθηκε ότι δεν είναι επιτρεπτό τώρα να ισχυρίζεται ως άνω η εφεσείουσα, εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η απόφαση της ΕΔΥ περί κατοχής του προσόντος της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης από τη Γεωργία Μηλιατού ήταν πεπλανημένη.  Προκύπτει συνεπώς ότι η εφεσείουσα επέλεξε να μην προσβάλει την προαγωγή της Γεωργίας Μηλιατού και, πέραν τούτου, δεν επεφύλαξε τα δικαιώματά της για την περίπτωση ακύρωσης της και επανεξέτασης.  Η προηγούμενη νομολογία, κατέληξε, δεν καλύπτει αυτό το δεδομένο.

 

Αντίθετη όμως ήταν η εισήγηση του κ. Κωνσταντίνου, ο οποίος, όπως και ο κ. Αγγελίδης, παρέπεμψε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ρένος Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38 και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Στέλλα Αντωνίου Χριστοφή και Μαρία Αντωνίου ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 19/2010, ημερομ. 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:C236, εισηγούμενος ότι η αρχή που προκύπτει είναι ότι εκείνος που δεν άσκησε προσφυγή εναντίον της αρχικής προαγωγής, η οποία ακυρώθηκε, κατόπιν προσφυγής τρίτου, στερείται εννόμου συμφέροντος να στραφεί εναντίον της νέας, μετά την επανεξέταση, προαγωγής, εάν έχει επιλεγεί και πάλιν το ίδιο πρόσωπο.  Αν όμως επιλεγεί άλλο πρόσωπο, όπως εν προκειμένω δεν επελέγη η Γεωργία Μηλιατού αλλά ο Γεώργιος Παντέλας, το πρόσωπο που δεν προσέβαλε την αρχική προαγωγή δεν στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει τη νέα προαγωγή.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας συμφώνησε με τη θέση της αντιδίκου εφεσείουσας με αναφορά στην υπόθεση Στέλλα Αντωνίου Χριστοφή (ανωτέρω) λέγοντας ότι αποδοχή της περί αντιθέτου εισήγησης ενδεχομένως να οδηγούσε όλους τους υποψήφιους να καταχωρούν προσφυγές για να διασφαλίσουν το δικαίωμά τους σε περίπτωση ακύρωσης και επανεξέτασης της υπόθεσης.

 

Σημειώνουμε ευθέως ότι ζήτημα εννόμου συμφέροντος της εφεσείουσας ως αιτήτριας πρωτοδίκως δεν τέθηκε από την εφεσίβλητη Δημοκρατία ώστε να αποφανθεί το εκδικάσαν Δικαστήριο.  Τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον μας και δη από το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Στην υπόθεση Ναζίρης (ανωτέρω), η προαγωγή του Πελετιέ είχε ακυρωθεί μετά από προσφυγή του Χατζήκυριακου.  Ακολούθησε επανεξέταση με αποτέλεσμα να επαναπροαχθεί ο Πελετιές.  Ο Χατζήκυριακου προσέβαλε και τη δεύτερη προαγωγή η οποία, επίσης, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Ακολούθησε νέα εξέταση και αυτή τη φορά προήχθη ο Χατζήκυριακου.  Την προαγωγή αυτή προσέβαλε ο Ναζίρης (εφεσείων) ο οποίος δεν είχε αμφισβητήσει με προσφυγή τη νομιμότητα των δύο προηγουμένων αποφάσεων.  Έθεσε δε, σε σχέση με την τρίτη διαδικασία και ζητήματα τα οποία προέκυπταν από την πρώτη.

 

Τέθηκε τότε το ερώτημα «κατά πόσο υποψήφιος που δεν προσέβαλε τη διοικητική απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση διατηρεί τη δυνατότητα, όταν προσβάλει απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, να θέσει ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση».  Επί αυτού του ερωτήματος ο Νικολάου, Δ., απάντησε δίδοντας την απόφαση της πλειοψηφίας:

 

«Έχουμε τη γνώμη ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως.»

 

Παρατηρούμε συνεπώς ότι, στην Ναζίρης δεν τέθηκε και δεν αποφασίστηκε το ερώτημα του κατά πόσον ο ίδιος ο αιτητής (εφεσείων) είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την τρίτη πράξη, εφόσον δεν είχε προσβάλει τις προηγούμενες δύο. Θεωρήθηκε αυτονόητο ότι είχε έννομο συμφέρον.  Το ζήτημα δεν τέθηκε προς εξέταση και μάλιστα ο Ναζίρης πέτυχε ακύρωση της προσβληθείσας πράξης.  Όπως δε παρατήρησε στη δική του διιστάμενη μαζί με τον τότε Πρόεδρο Αρτεμίδη, απόφαση, ο Χατζηχαμπής, Δ. (ως ήτο τότε):

 

«Ίσως θα μπορούσε κατ΄επέκταση να υπάρξει και το ερώτημα αν υποψήφιος, όπως ο Αιτητής εδώ, που δεν προσέβαλε την ακυρωθείσα απόφαση, μπορεί να είναι υποψήφιος κατά την επανεξέταση ή και να προσβάλει τη δεύτερη (ή και ακόλουθη) διοικητική απόφαση.  Το θέμα όμως δεν ετέθη έτσι κατά την ακρόαση και δεν αρμόζει να επεκταθώ.»

 

Το ζήτημα αυτό κατέστη ευθέως επίδικο στην υπόθεση Στέλλα Αντωνίου Χριστοφή, στην οποία η Μαρία Αντωνίου προσέβαλε την προαγωγή της Στέλλας Αντωνίου Χριστοφή η οποία ήταν το αποτέλεσμα επανεξέτασης μετά που το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ακυρώσει προηγούμενη προαγωγή της Στέλλας Αντωνίου Χριστοφή κατόπιν προσφυγής τρίτης υποψηφίας, όχι όμως της Μαρίας Αντωνίου.

 

Η επιλογή της Μαρίας Αντωνίου (εφεσείουσας) να μην προσβάλει την προηγούμενη προαγωγή της Στέλλας Αντωνίου Χριστοφή (εφεσίβλητης) κρίθηκε από την Ολομέλεια ως καθοριστική για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στα πλαίσια αμφισβήτησης  της δεύτερης επανεξέτασης και στον επαναδιορισμό της Στέλλας Αντωνίου Χριστοφή.   Λέχθηκαν τα εξής από το Δικαστήριο στην ομόφωνη απόφαση του:

 

«Η συμπεριφορά της εφεσείουσας δεν αφήνει αμφιβολία ότι αποδέχτηκε σιωπηρώς το διορισμό της εφεσίβλητης μετά την πρώτη επανεξέταση και αυτό της αποστερεί τη δυνατότητα να αμφισβητήσει με προσφυγή τη νομιμότητα της δεύτερης επανεξέτασης όπου διορίστηκε το ίδιο πρόσωπο.»

 

Το στοιχείο αυτό, ήτοι ο διορισμός του ιδίου προσώπου, είναι σε τέτοιες περιπτώσεις καθοριστικό κριτήριο, εφόσον είναι έναντι του προσώπου εκείνου που προκύπτει η σιωπηρή αποδοχή και εφόσον η απώλεια του εννόμου συμφέροντος επέρχεται ως εκ της ανεπιφύλακτης αποδοχής της διοικητικής πράξης (HadjiConstantinou and Others v. Republic (1984) 3 CLR 319)Τέτοια αποδοχή υπάρχει έναντι του συγκεκριμένου προσώπου του οποίου δεν προσεβλήθη η προαγωγή εάν αυτό επαναπροαχθεί, και όχι έναντι του τρίτου που προήχθη μετά την επανεξέταση.

 

Το έννομο συμφέρον προσβολής της προαγωγής του τελευταίου από πρόσωπο που διεκδικεί ο ίδιος την προαγωγή αντί του ενδιαφερομένου, δεν εξαλείφεται και η προσφυγή εξετάζεται vis-a-vis των δύο αυτών προσώπων, χωρίς να επηρεάζεται από την παράλειψη του αιτητή να προσφύγει έναντι του αρχικώς προαχθέντος.

 

Κατά συνέπεια, στερείται σημασίας και η βασιμότητα τέτοιας παράλειψης.  Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η παράλειψη προσφυγής, εναντίον της προαγωγής του αρχικώς προαχθέντος, δεν μπορεί να εξομοιωθεί ως ανεπιφύλακτη αποδοχή έναντι του τελικώς προαχθέντος εν τη εννοία της HadjiConstantinou ή ως σιωπηρή αποδοχή εν τη εννοία της Στέλλας Αντωνίου Χριστοφή, οπότε και θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξέλειπε το έννομο συμφέρον.  Ούτε και βρίσκει εφαρμογή η αρχή της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, εφόσον η παράλειψη προσφυγής εναντίον του αρχικώς προαχθέντος δεν έχει την έννοια της επιδοκιμασίας vis-a-vis του τελικώς προαχθέντος.

 

Θα πρέπει πάντως να διευκρινίσουμε ότι άλλο είναι το ζήτημα της διατήρησης του εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας να προσφύγει εναντίον της προαγωγής, μετά από την επανεξέταση, του Γ. Παντέλα και άλλο η μετ΄εννόμου συμφέροντος διατήρηση ή μη συγκεκριμένου λόγου ακυρότητας.  Ως προς το τελευταίο ζήτημα, τα ευρήματα του Δικαστηρίου στην πρώτη προσφυγή όσον αφορά επιμέρους κριτήρια ή στοιχεία σε σχέση με τον Παντέλα, δημιουργούν δεδικασμένο που δεσμεύει οπωσδήποτε τη διοίκηση και που ορίζει τα πλαίσια της επανεξέτασης.  Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας (1900) 3 ΑΑΔ 230, 238, τέτοια στοιχεία που αποτελούν ευρήματα και διαπιστώσεις ως προς ένα ουσιώδες γεγονός πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η απόφαση, δεσμεύουν τη διοίκηση να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση.

 

Αποκρυσταλλωμένη δε είναι η αρχή, όπως διατυπώθηκε στην υπόθεση Ναζίρης, ανωτέρω, ότι «. η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: βλ. Ιωσηφίδης και άλλος ν. Δαβερώνα κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 601Η εν λόγω αρχή, στηριγμένη στη λογική, αποβλέπει αφενός στη λήξη, με την πρώτη ευκαιρία, της αμφισβήτησης διοικητικών αποφάσεων και αφετέρου όπως και στην περίπτωση του δεδικασμένου, να αποφεύγεται η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, με επιπτώσεις εύλογα προβλεπτές».  Στα ίδια πλαίσια, στην Ναζίρης αποφασίστηκε, επίσης, ότι δεν επιτρέπεται η συζήτηση θεμάτων που θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως,  θεμάτων δηλαδή που αφορούσαν προηγηθείσες αμέλειες των λόγων που οδήγησαν στην ακυρωτική απόφαση.

 

Δεν παραβλέπουμε την υπόθεση Μωυσή Ταρτίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 199/2009 και 202/2009, ημερ. 29.9.2014, στην οποία παρέπεμψε ο κ. Αγγελίδης, όπου ελέχθη ότι η εφεσείουσα απώλεσε το έννομο της συμφέρον εφόσον δεν μπορούσε να ανατρέψει όλα τα δημιουργηθέντα νέα δεδομένα (ευρήματα της ΕΔΥ επί της ουσίας της διαφοράς) οικοδομώντας επί των δικών της παραλείψεων.  Εκεί η προαγωγή της εφεσείουσας είχε προσβληθεί από τρεις άλλους υποψηφίους.  Οι προσφυγές των δύο, του Χατζημάρκου και του Παναγιώτου, έγιναν δεκτές, ενώ η τρίτη προσφυγή, του Ταρτίου, απερρίφθη.  Η εφεσείουσα εφεσίβαλε μόνο την απόφαση υπέρ του Χατζημάρκου, όχι την απόφαση υπέρ του Παναγιώτου.  Από δικής της πλευράς η Δημοκρατία αποδέχθηκε την πρωτόδικη κρίση και προχώρησε σε επανεξέταση, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν να προάξει αυτή τη φορά τον Χατζημάρκου.  Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, η παράλειψη αφενός της εφεσείουσας να εφεσιβάλει την ακύρωση της προαγωγής της υπέρ του Παναγιώτου και αφετέρου η παράλειψη της να ασκήσει νέα προσφυγή επί της απόφασης της ΕΔΥ να προαγάγει τον Χατζημάρκου μετά την επανεξέταση, την απέκλειε διπλά από του να διατηρεί έννομο συμφέρον να προωθεί την έφεσή της εναντίον της απόφασης υπέρ του Χατζημάρκου.

 

Τα γεγονότα είναι προδήλως διαφορετικά και είναι επί εκείνων των γεγονότων που η πλειοψηφία της Ολομέλειας διαπίστωσε τα εξής:

 

«Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να αποδεχθεί την πρωτόδικη ακύρωση της προαγωγής της Αστέρως Αθηνοδώρου Κυριάκου, να προβεί σε επανεξέταση των δεδομένων κατά το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την ακυρωτική κρίση και να διορίσει τον Χατζημάρκου, επέφερε νέα τετελεσμένα τα οποία εφόσον δεν αμφισβητήθηκαν από την Αθηνοδώρου με την άσκηση προσφυγής, παραμένουν ισχυρά.  Με την επανεξέταση λοιπόν και την προαγωγή του Χατζημάρκου προέκυψε νέα διοικητική πράξη, κατά την οποία η Ε.Δ.Υ. άσκησε διακριτική ευχέρεια ως διοικητικό όργανο, προβαίνοντας σε νέα επιλογή.  Κατά πόσο η απόφαση αυτή ήταν ορθή ή όχι δεν είναι πλέον δυνατό να αμφισβητείται, ούτε να τίθεται εμμέσως υπό έλεγχο εφόσον η Αθηνοδώρου δεν άσκησε επ΄ αυτής προσφυγή.  Η προηγηθείσα πράξη της Ε.Δ.Υ., η οποία αμφισβητήθηκε με την προσφυγή Χατζημάρκου εφόσον ακυρώθηκε, εξαφανίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158/1999.  Το δε διοικητικό όργανο, εδώ η Ε.Δ.Υ., θεωρώντας προφανώς ότι η ακυρωτική απόφαση ήταν ορθή προχώρησε προς όφελος και της εύρυθμης λειτουργίας του ευρύτερου δημόσιου μηχανισμού να επανεξετάσει τα δεδομένα και να επανακρίνει την περίπτωση, υπό το φως του ακυρωτικού δεδικασμένου.»

 

Είναι στη βάση των παραπάνω που κρίθηκε ότι η εφεσείουσα εστερείτο εννόμου συμφέροντος και δεν μπορούσε να ανατρέψει όλα τα δημιουργηθέντα νέα δεδομένα οικοδομώντας επί των δικών της παραλείψεων.

 

Υπό τα δεδομένα όμως της παρούσας υπόθεσης, κρίνουμε ότι το γεγονός πως η εφεσείουσα δεν είχε προσφύγει κατά της προαγωγής της Γεωργίας Μηλιατού δεν ισοδυναμεί με οποιαδήποτε αποδοχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους και κατά συνέπεια δεν την αποστερεί εννόμου συμφέροντος στην προσφυγή της έναντι του ενδιαφερομένου μέρους. 

 

Η ένσταση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και της Δημοκρατίας και εναντίον του ενδιαφερομένου μέρους, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της εφέσεως.

 

                                                            Στ. Ναθαναήλ, Δ.

                                                            Π. Παναγή, Δ.

                                                            Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

                                                            Κ. Σταματίου, Δ.

                                                            Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο