ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C129
(2015) 3 ΑΑΔ 48
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 79/10
25 Φεβρουαρίου, 2015
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΡΗΣΗΣ ΜΗΤΡΩΟΥ ΜΑΧΗΤΩΝ
ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ
Εφεσειόντων/Καθ' ων η αίτηση
- και -
Λοχ. 271 Περικλή Μασακάρη από Έγκωμη και δεκατεσσάρων (14) άλλων (Υποθ. αρ. 1631/07)
Αναπλ. Ανώτερο Υπαστυνόμο Νίκο Αυγουστή
από Λεμεσό και δεκατεσσάρων (14) άλλων
(Υποθ. αρ. 1632/07)
Αστυφ. 2636 Μιχάλη Φωτίου από Λεμεσό και σαράντα έξι (46) άλλων (Υποθ. αρ. 1633/07)
Εφεσιβλήτων/Αιτητών
Λ. Ουστά (κα), για εφεσείοντες
Γ. Καραπατάκης, για εφεσίβλητους
......
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Δυνάμει του περί Καθιέρωσης της 15ης Ιουλίου 1974 ως ημέρας Μνήμης και Τιμής των Πεσόντων και Αγωνισθέντων για τη Δημοκρατία Νόμου 24(Ι)/2001 (στο εξής ο Νόμος), καταρτίσθηκε Μητρώο Μαχητών της Αντίστασης προκειμένου να αποδοθούν σ΄ όσους θα εγγράφονταν σ΄ αυτό ηθικές αμοιβές σύμφωνα με το άρθρο 12[1] του Νόμου.
Την 16.11.04 το Υπουργικό Συμβούλιο, υιοθετώντας εισήγηση της Επιτροπής που συστάθηκε βάσει του άρθρου 5 του Νόμου, προήγαγε επ΄ ανδραγαθία αριθμό μελών της Αστυνομίας Κύπρου που αντιστάθηκαν στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 με ισχύ από 1.1.05. Όμως σε μεταγενέστερη συνεδρία ημερ. 19.6.07, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να μην υιοθετήσει νέα εισήγηση της Επιτροπής για προαγωγή και άλλων αστυνομικών με αναδρομική γι΄ αυτούς ισχύ από 1.1.2005. Αντ΄ αυτού, αποφάσισε να τους προάξει στον επόμενο βαθμό από την επόμενη της αφυπηρέτησής τους και να τους ευεργετήσει με αυξημένη μηνιαία σύνταξη με ισχύ την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα αφυπηρέτησής τους, νοουμένου ότι ο βαθμός τους δεν θα ήταν ψηλότερος του Ανώτερου Υπαστυνόμου.
Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 19.6.07 (στο εξής η Απόφαση) κοινοποιήθηκε στους τιμηθέντες μέσω του Αρχηγού της Αστυνομίας, πλην όμως αυτοί δεν την αποδέχτηκαν και με επιστολή μέσω του δικηγόρου τους ημερ. 9.11.07 αποποιήθηκαν κάθε ωφέλειας και επιφυλάχθηκαν να διεκδικήσουν τα δίκαιά τους μέσω της δικαστικής οδού. Όπως και έπραξαν, καταχωρώντας κατά ομάδες τις προσφυγές 1631/07, 1632/07 και 1633/07 με τις οποίες ζητούσαν όπως η Απόφαση κηρυχθεί άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Οι προσφυγές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν αφού παρουσίαζαν κοινό νομικό και πραγματικό υπόβαθρο, προσέκρουσαν σε ενστάσεις της Πολιτείας με τις οποίες, πέραν της θέσης ότι η Απόφαση ήταν καθόλα ορθή και νόμιμη, προβαλλόταν και προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές δεν είχαν έννομο συμφέρον στην άσκηση και προώθηση των προσφυγών, αφενός γιατί η Απόφαση ήταν γι΄ αυτούς επωφελής και, αφετέρου, γιατί το άρθρο 12 του Νόμου δημιουργεί απλώς προσδοκία και όχι υποχρέωση για προαγωγή.
Εκκρεμούσης της διαδικασίας εκδίκασης των προσφυγών, αριθμός αιτητών αφυπηρέτησαν και άλλοι προήχθησαν ως η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 20.5.09, με την οποία αποφασίστηκε να προαχθούν επ΄ ανδραγαθία στον επόμενο βαθμό όσοι αντιστασιακοί υπηρετούσαν στην Αστυνομία κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου για τη δημιουργία νέων θέσεων ο οποίος τέθηκε σε ισχύ με τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 17.7.09. Με αποτέλεσμα το σύνολο σχεδόν των αιτητών που έτυχαν του σχετικού ευεργετήματος, εκτός των αιτητών 5 και 13 της προσφυγής 1632/07 που θα αφυπηρετούσαν την 1.5.11 και 1.12.19, να αποσύρουν τις προσφυγές τους και ως εκ τούτου οι προσφυγές προχώρησαν σε εκδίκαση μόνο για τους υπόλοιπους[2]. Και αυτό με επιτυχή για όλους κατάληξη αφού το (πρωτόδικο) Δικαστήριο τους δικαίωσε, κρίνοντας ότι η προδικαστική ένσταση της Πολιτείας δεν ευσταθούσε και, σ΄ ότι αφορά την ουσία, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με τη μεταχείριση που έτυχαν συνάδελφοί τους - αντιστασιακοί με την (πρώτη) απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 16.11.04.
Η Πολιτεία θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση την οποία και προσέβαλε με την παρούσα Έφεση στη βάση τριών λόγων έφεσης. Ο πρώτος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την προδικαστική ένσταση, ο δεύτερος, ότι λανθασμένα έκρινε πως υπήρχε δυνατότητα εξέτασης των λόγων ακύρωσης τη στιγμή που δέχτηκε ότι οι αιτητές δεν εξειδίκευσαν τη θεραπεία που ζητούσαν ώστε να προσδιορίζεται με ευκρίνεια το ζητούμενο και, ο τρίτος, ότι λανθασμένα έκρινε πως η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
Αρχίζοντας από τον πρώτο λόγο έφεσης, σημειώνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση των εφεσειόντων για ανυπαρξία έννομου συμφέροντος στο πρόσωπο των αιτητών στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Η ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει. Οι αιτητές, μέσω επιστολής του δικηγόρου τους ημερ. 9.11.07, δεν αποδέχθηκαν την προσβαλλόμενη απόφαση και αποποιήθηκαν κάθε ωφέλεια απορρέουσα από αυτή, διατηρώντας έτσι το έννομο συμφέρον τους να προσφύγουν στο Δικαστήριο και να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης. Το γεγονός ότι η επ΄ ανδραγαθία προαγωγή συνιστά πράξη διακριτικής ευχέρειας δεν επηρεάζει το θέμα της νομιμοποίησης των αιτητών εφόσον οι προσφυγές δεν στρέφονται εναντίον παράλειψης προαγωγής αλλά κατά της ίδιας της απόφασης για προαγωγή όπου προτάσσεται, ως βασικός λόγος ακύρωσης, η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης αναφορικά με το χρόνο έναρξης της ισχύος των προαγωγών και της καταβολής των μισθοδοτικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Αυτό που ουσιαστικά προσβάλλουν οι αιτητές είναι ότι η απόφαση δεν έγινε με αναδρομική ισχύ και ως εν ενεργεία προαγωγή. Είναι γεγονός ότι στο αιτητικό της προσφυγής δεν εξειδικεύεται η επιδιωκόμενη θεραπεία ώστε να προσδιορίζεται με ευκρίνεια το ζητούμενο. Ωστόσο, η ανάπτυξη του θέματος, στη βάση της άνισης μεταχείρισης των αιτητών γίνεται εκτενώς στις αγορεύσεις του δικηγόρου των αιτητών παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα εξέτασης των προσβαλλόμενων λόγων ακύρωσης».
Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων, επαναλαμβάνοντας ό,τι και πρωτοδίκως, υπέβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας ως ανωτέρω παρεγνώρισε ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν επωφελής για τους αιτητές και επομένως δεν στοιχειοθετείτο έννομο συμφέρον το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί στη βάση ισχυρισμού για παραβίαση της αρχής της ισότητας. Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων, ο οποίος υποστήριξε πλήρως την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων και καταλήξαμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης είναι βάσιμος. Η αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται προσφυγών δυνάμει του άρθρου 146.2[3] προϋποθέτει την ύπαρξη στο πρόσωπο του αιτητή εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να είναι (α) προσωπικό, δηλαδή να αναφέρεται σε ειδικό δεσμό ο οποίος υπάρχει μεταξύ του αιτούντος προς τη νομική ή πραγματική κατάσταση την οποία θίγει κατά τρόπο βλαπτικό η πράξη ή η παράλειψη, (β) άμεσο, δηλαδή η βλάβη που προξενείται από την αναφερόμενη πράξη ή παράλειψη να στρέφεται απευθείας στον ίδιο τον αιτητή και (γ) ενεστώς, δηλαδή να υφίσταται η βλάβη τόσο κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης ή της συντέλεσης της παράλειψης όσο και κατά το χρόνο της υποβολής της αναφοράς προς το Ανώτατο Δικαστήριο. (Βλ. Κεφ. IV του Συγγράμματος του Ν. Χρ. Χαραλάμπους «Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης», 2η έκδοση, όπου ανασκοπείται η μέχρι τότε νομολογία με παραπομπές και στα συγγράμματα «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών», «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» των Στασινόπουλου, Σπηλιωτοπούλου και Δαγτόγλου, ως και στις μεταγενέστερες (ενδεικτικά) υποθέσεις Νικολαϊδης ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου (2007) 3 Α.Α.Δ. 244, Τουβλοποιεία Παλαίκυθρου «Ο ΓΙΓΑΣ» ΛΙΜΙΤΕΔ ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 218, Λαμπρατσιώτη ν. Αντρέου κ.α., Α.Ε. 137/09 ημερ. 8.4.13 και Δημοτικό Συμβούλιο Δήμου Πάφου ν. Κορακίδου, Α.Ε.29/2010 ημερ. 2.4.14).
Προϋπόθεση λοιπόν για άσκηση και προώθηση προσφυγής είναι ο δυσμενής επηρεασμός του συμφέροντος του προσφεύγοντος και μία προσφυγή είναι απαράδεκτη αν η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δεν θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον αιτητή (βλ. Ιoakim v. Limassol Municipality (190) 3 C.L.R. 170, Demetriou and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1853 at p. 1861). Στην προκείμενη όμως περίπτωση η Απόφαση δεν επέφερε οποιαδήποτε βλάβη στους εφεσίβλητους. Αντίθετα ήταν γι΄ αυτούς ωφέλιμη εφόσον τους αποδιδόταν η ύψιστη ηθική αμοιβή (προαγωγή επ΄ ανδραγαθία) που προβλέπεται από το Νόμο, η οποία συνοδευόταν και με οικονομικό όφελος. Το γεγονός δε ότι δεν είχε αναδρομική ισχύ - ως η απαίτησή τους - δεν ισοδυναμεί και με πρόκληση σ΄ αυτούς υλικής ή ηθικής βλάβης, αφενός γιατί ο Νόμος δεν προνοεί κάτι τέτοιο και αφετέρου η αναδρομικότητα στην προαγωγή έχει να κάνει με το εύρος της υλικής ωφέλειας την οποία δεν εξαλείφει. Όπως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέστησαν βλάβη επειδή κάποιοι άλλοι συνάδελφοί τους που προήχθησαν επ΄ ανδραγαθία τρία χρόνια προηγουμένως είχαν μεγαλύτερο υλικό όφελος, καθότι το όφελος των άλλων δεν εξισώνεται με βλάβη των ιδίων επειδή το δικό τους υλικό όφελος ήταν μικρότερο της ωφέλειας άλλων. Επομένως, εν πάση περιπτώσει, η Απόφαση δεν επέφερε οποιασδήποτε μορφής βλάβη στους εφεσίβλητους και κατά συνέπεια στερούνταν εννόμου συμφέροντος για προσβολή της. Το γεγονός δε ότι αποποιήθηκαν κάθε ωφέλειας που απόρρεε από την Απόφαση, δεν συνεπάγεται ότι απέκτησαν και έννομο συμφέρον, όπως λανθασμένα κατά την άποψή μας έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Και αυτό καθότι η αποποίηση συσχετίζεται με το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας κατ΄ εφαρμογή του οποίου ένας αιτητής εμποδίζεται να εγείρει και προωθήσει προσφυγή, αλλά δεν οδηγεί και σε δημιουργία εννόμου συμφέροντος. Πέραν τούτων η έφεση επιτυγχάνει και στη βάση των όσων επισημάνθηκαν στην υπόθεση Γρηγορίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 734, ότι δηλαδή το Υπουργικό Συμβούλιο δεν υποχρεώνεται από το άρθρο 12 του Νόμου να απονείμει ηθικές αμοιβές στους μαχητές της αντίστασης, τοσούτο μάλλον να τους απονέμει συγκεκριμένη ειδική αμοιβή με αναδρομική ισχύ όπως ήταν η απαίτησή τους στην παρούσα περίπτωση.
Για όλα τα πιο πάνω καθίσταται σαφές ότι η έφεση επιτυγχάνει, αλλά δεν θα ΄ταν χωρίς σημασία να θίξουμε ακροθιγώς ακόμη μια παράμετρο της υπόθεσης. Αφορά αυτή καθ΄ εαυτή την ακύρωση της Απόφασης από την οποία δεν θα μπορούσε να προκύψει ωφέλεια για τους εφεσίβλητους καθότι η προαγωγή επ΄ ανδραγαθία ως ηθική αμοιβή δυνάμει του άρθρου 12 του Νόμου ανάγεται σε άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργικού Συμβουλίου, θέμα συνυφασμένο και με την ύπαρξη ανάλογων θέσεων.
Για όλα τα πιο πάνω η πρωτόδικη κρίση παραμερίζεται με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, εναντίον των εφεσιβλήτων, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 12.—(1) Στους μαχητές της αντίστασης που είναι καταχωρισμένοι στο Μητρώο απονέμονται ηθικές αμοιβές από την Κυπριακή Πολιτεία ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής. Ηθικές αμοιβές.
(2) Ηθικές αμοιβές που δύνανται να απονεμηθούν στους μαχητές της αντίστασης μπορεί ανάμεσα σ' άλλα να είναι—
(α) Μετάλλια ή διπλώματα ή και τα δύο·
(β) μεταθανάτιες προαγωγές σε πεσόντες δημόσιους υπαλλήλους ή αστυνομικούς ή υπαλλήλους Ημικρατικών Οργανισμών·
(γ) προαγωγές επ' ανδραγαθία.
[2] Δηλαδή, για τους αιτητές (α) 1 και 14 της προσφυγής 1631/07, (β) 1, 2, 5 και 13 της προσφυγής 1632/07 και (γ) 1-7, 24, 38 και 43 - 47 της προσφυγής 1633/07.
[3] 146.2. Η προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτου είτε ως άτομο είτε ως μέλος κοινότητος τινός.