ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C979
(2014) 3 ΑΑΔ 593
19 Δεκεμβρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΜΑΡΚΟΥ,
2. ΑΝΘΟΥΛΗΣ ΒΑΛΙΑΝΤΗΣ,
3. ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΠΑΪΚΚΟΥ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΟΙΚΟΥΣΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η Αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 52/2010)
Διοικητικό Δίκαιο ― Δέσμια αρμοδιότητα ― Η άσκησή της δεν οδηγεί κατά κανόνα σε εκτελεστή διοικητική πράξη ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης ― Δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση κατίσχυσης συγκεκριμένης νομοθετικής πρόνοιας και δη απονέμουσας δέσμια αρμοδιότητα.
Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ) ― Προσωρινή διοικούσα επιτροπή ― Ισχυρισμός περί κακής σύνθεσής της κρίθηκε αβάσιμος στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ακύρωση της δυσμενούς για την υπηρεσιακή τους κατάστασης απόφασης της καθ' ης η Αίτηση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η επίδικη περίπτωση εμπίπτει εκεί όπου ο ίδιος ο νόμος προβλέπει ρητώς τον τρόπο ενέργειας της διοίκησης, στη βάση συγκεκριμένων συντρεχόντων γεγονότων, ώστε να μην αφήνεται περιθώριο σ' αυτή για άσκηση διακριτικής εξουσίας, ως προς τον τρόπο χειρισμού, ή/και για διαφορετικό χειρισμό κάποιων εκ των διοικουμένων. Αυτό χαρακτηρίζεται ως περίπτωση άσκησης δέσμιας αρμοδιότητας. Η δε γραπτή κοινοποίηση προς τους διοικουμένους του αποτελέσματος το οποίο οι ρητές πρόνοιες του συγκεκριμένου νόμου επιφέρουν, σαφώς, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Ειδικότερα, μια τέτοια κοινοποίηση, η οποία γίνεται με επιστολή, έχει πληροφοριακό και μόνο χαρακτήρα και δίδεται, προκειμένου να γνωρίζει ο διοικούμενος περί του επηρεασμού των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων του, που επιφέρει ο σχετικός νόμος. Δεν του παρέχει, όμως, δικαίωμα προσβολής της και ο ίδιος δύναται, εάν επιθυμεί, να αναζητήσει θεραπεία στην πηγή, που είναι η αιτία του επηρεασμού του, για, τυχόν, υλική ζημιά, την οποία υφίσταται. Η παρούσα υπόθεση αποτελεί περίπτωση, στην οποία η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του Πανεπιστημίου δεν έλαβε ουσιαστικά η ίδια οποιαδήποτε απόφαση, ασκώντας διακριτική εξουσία, παρά μόνο, υπό το φως των δοσμένων γεγονότων, ενεργώντας στα πλαίσια του νέου Άρθρου 27(1) του Ν.198(Ι)/03, απλώς, ενημέρωσε τους εφεσείοντες ότι, με βάση τις πρόνοιές του, δεν ήταν πλέον δυνατή η ένταξή τους στο Πανεπιστήμιο. Η υπό εξέλιξη δε διαδικασία ένταξης των εφεσειόντων στο Πανεπιστήμιο διακόπηκε, λόγω, ακριβώς, της αλλαγής, την οποία επέφερε ο ίδιος ο Νόμος, με το νέο Άρθρο 27(1).
2. Η πιο πάνω κατάληξη ταυτίζεται με την κατάληξη στην προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση, καθιστώντας αχρείαστη την εξέταση της επιπρόσθετης εισήγησης εκ μέρους των εφεσειόντων για παραβίαση, από την εφεσίβλητη, των παγιωμένων αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Όπως επισημαίνεται από τη σχετική νομολογία, οι πιο πάνω αρχές δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις όπου η διοίκηση, στα πλαίσια εφαρμογής συγκεκριμένων προνοιών κάποιου νομοθετήματος, δεν έχει οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια, αλλά ενεργεί στη βάση δέσμιας αρμοδιότητας, την οποία της επιβάλλει ο ίδιος ο νόμος.
3. Τέλος, με έναν ξεχωριστό λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το θέμα της σύνθεσης και λειτουργίας της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής του Πανεπιστημίου, που ήταν ένας από τους λόγους ακύρωσης που είχαν προβληθεί με την προσφυγή. Το πιο πάνω θέμα είχε εγερθεί ως εκ της αναφοράς σε πρακτικό, το οποίο είχε τηρηθεί κατά τη συνεδρία της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής στις 23.11.2007, ότι απουσίαζε από αυτή ένα μέλος της. Εξετάζοντας τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης και το σχετικό με αυτό λόγο έφεσης, διαπιστώνεται ότι δε γίνεται αναφορά, σχετικά, σε παραβίαση οποιασδήποτε πρόνοιας του Ν. 198(Ι)/2003. Επιπρόσθετα, δεν εντοπίζονται οι μεταβατικές διατάξεις του Άρθρου 40, όπως αυτό είχε αρχικά, στις οποίες προβλεπόταν ότι θα διοριζόταν από το Υπουργικό Συμβούλιο η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του Πανεπιστημίου και ότι αυτή, σε σχέση με τη λειτουργία της, θα είχε «όλες τις αρμοδιότητες» και θα εκτελούσε «όλα τα καθήκοντα του Συμβουλίου ...» του Πανεπιστημίου, που προβλέπονταν στο Νόμο και, δη, στο Άρθρο 8, σε σχέση με την απαρτία και τη λήψη αποφάσεων. Επομένως, ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Αποφάσεις:
Παιονίδου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 405,
Μεταφορική Εταιρεία Λουβαρά «ΜΕΛ» Λτδ κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 554, ECLI:CY:AD:2014:C911,
Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 772,
Καλαπαλίκκης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 818,
Κυριάκος Χρυσοστόμου ν. Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων, Υπόθ. Αρ. 522/2010, ημερ. 22.7.2011,
Ανδρέας Τσόκκος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 546/2010, ημερ. 22.7.2011,
Πασχάλης Γ. Μούζουρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 558/2010, ημερ. 22.7.2011,
Αλεξάνδρου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 3 Α.Α.Δ. 14.
Έφεση.
Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 179/08), ημερ. 3/3/10.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Σεραφείμ, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται, ως νόμω αβάσιμη, η πρωτόδικη απόφαση του εντίμου Προέδρου του Δικαστηρίου τούτου, ληφθείσα στα πλαίσια προσφυγής. Με αυτήν, απορρίφθηκε απαίτηση των εφεσειόντων να κηρυχθεί ως άκυρη και στερουμένη εννόμου αποτελέσματος «πράξη και/ή απόφαση» της εφεσίβλητης, κοινοποιηθείσα στον κάθε εφεσείοντα με πανομοιότυπη επιστολή, ημερομηνίας 3.12.2007. Συγκεκριμένα, η εν λόγω επιστολή τους γνωστοποιούσε, μεταξύ άλλων, «την αδυναμία του Πανεπιστημίου*» να τους «προσφέρει διορισμό ως υπό ένταξη προσωπικό».
Οι εφεσείοντες εργάζονταν για πολλά χρόνια, τριάντα, όπως έχει ο σχετικός ισχυρισμός, στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, Α.Τ.Ι. Όπως η πιο πάνω ονομασία του υποδηλοί, επρόκειτο για τριτοβάθμια σχολή, η οποία προσέφερε εκπαίδευση σε συγκεκριμένους τεχνολογικούς τομείς. Η εργοδότηση των εφεσειόντων σ' αυτό ήταν: των μεν 1 και 3, ως Βοηθών Εργαστηρίου Ειδών Υπόδησης, του δε εφεσείοντος 2, ως Εκπαιδευτή Ειδών Υπόδησης. Με την ίδρυση, το 2003, με τον περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμο του 2003, (Ν. 198(Ι)/2003, όπως έχει τροποποιηθεί), του ομώνυμου Πανεπιστημίου, προφανώς, κρίθηκε ως πλεονασμός η διατήρηση, συγχρόνως, σε λειτουργία, και του Α.Τ.Ι., καθώς, επίσης, και άλλων κατονομαζόμενων στο Νόμο τριτοβάθμιων σχολών. Γι' αυτό, με το Άρθρο 27, ως είχε τότε, αποφασίστηκε η μεταφορά του υπηρετούντος σ' αυτές διδακτικού ερευνητικού προσωπικού όλων των βαθμίδων, μεταξύ άλλων και του Α.Τ.Ι., σε θέσεις οι οποίες θα δημιουργούνταν για το σκοπό αυτό στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο. Στο Άρθρο 2, το Α.Τ.Ι. και οι άλλες σχολές στην ίδια θέση χαρακτηρίζονται, ακριβώς για το λόγο αυτό, ως «υπό ένταξη ιδρύματα», ενώ το εν λόγω προσωπικό τους ως «εντεταγμένο». Με το Άρθρο 27, αναγνωρίζονταν, συγχρόνως, διάφορα κεκτημένα του εν λόγω προσωπικού, σε σχέση με την προηγούμενη υπηρεσία του, όμως, δεν προβλεπόταν, συγκεκριμένα, σε ποιο Τμήμα ή Κλάδο σπουδών του Πανεπιστημίου θα υπηρετούσε το κάθε μέλος του.
Κατ' επιταγή, λοιπόν, των προνοιών του Άρθρου 27, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με επιστολή της, ημερομηνίας 16.7.2007, ζήτησε από τον κάθε εφεσείοντα, ξεχωριστά, να την πληροφορήσει αν ο ίδιος επιθυμούσε να ενταχθεί στο Πανεπιστήμιο. Οι εφεσείοντες, και οι τρεις, απάντησαν γραπτώς ότι αποδέχονταν. Ακολούθησε, στις 14.11.2007, επιστολή της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής, με την οποία εκφραζόταν η ευαρέσκεια των μελών της για την εν λόγω αποδοχή. Η επιστολή αυτή απευθυνόταν προς τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Α.Τ.Ι. και στο υπό ένταξη προσωπικό του και τους πληροφορούσε, μεταξύ άλλων, ότι:-
«Προκειμένου να διατυπωθούν οι ακαδημαϊκές σας υποχρεώσεις (διδακτικές και διοικητικές), έχει συσταθεί τριμελής Επιτροπή που θα διαμορφώσει εισηγήσεις αφού πρώτα συζητήσει ξεχωριστά με τον καθένα τα ενδιαφέροντα, τις προτιμήσεις και τους ακαδημαϊκούς του στόχους.»
Στο μεταξύ και πριν ακόμα αποσταλεί η πιο πάνω επιστολή, ο νομοθέτης επέφερε μια σοβαρή αλλαγή στο Άρθρο 27 του εν λόγω Νόμου, με ισχύ από 12.10.2007*. Μετά την τροποποίηση, το σχετικό εδάφιο (1) του Άρθρου 27 έχει ως εξής:-
«27. - (1) Το διδακτικό ερευνητικό προσωπικό (εντεταγμένο), όλων των βαθμίδων, το οποίο, κατά την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του Πανεπιστημίου, υπηρετεί στα υπό ένταξη ιδρύματα σε Τμήματα των οποίων τα γνωστικά αντικείμενα εντάσσονται στις Σχολές του Πανεπιστημίου**, μεταφέρεται, αν το επιθυμεί, σε θέσεις του Πανεπιστημίου που δημιουργούνται για το σκοπό αυτό με κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.»
Το Κέντρο Ειδών Υπόδησης του Α.Τ.Ι., στο οποίο υπηρετούσαν οι εφεσείοντες κατά τον πιο πάνω ουσιώδη χρόνο, δε συγκαταλεγόταν στα Τμήματά του, το γνωστικό αντικείμενο των οποίων θα εντασσόταν σε Σχολές του Πανεπιστημίου και, επομένως, δεν ενέπιπτε στις σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 27(1). Το γεγονός αυτό διαπιστώθηκε κατά την προαναφερθείσα διαδικασία ένταξης, η οποία, για το προσωπικό του Α.Τ.Ι., διεξήχθη στις 20.11.2007 και 21.11.2007, διαπίστωση που υιοθετήθηκε, με απόφασή της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής, σε συνεδρία της, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 23.11.2007.
Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς την πιο πάνω διαπίστωση αναφορικά με το συγκεκριμένο τομέα και θέση εργοδότησης του κάθε εφεσείοντος στο Α.Τ.Ι., που ήταν ό,τι ενδιέφερε για σκοπούς εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 27(1), ανωτέρω. Η διαπίστωση δε αυτή ίσχυε, οπωσδήποτε, και για τον εφεσείοντα 2, ώστε να μη δικαιολογείτο η εξέταση τοποθέτησής του σε οποιαδήποτε άλλη θέση, με δεδομένο ότι αυτός κατείχε πτυχίο μηχανολογίας· ο Νόμος δεν προέβλεπε για την εξέταση μιας τέτοιας πιθανότητας. Αντί, λοιπόν, της επιστολής ένταξης, οι εφεσείοντες έλαβαν από τον Πρόεδρο της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής την προαναφερθείσα επιστολή, ημερομηνίας 3.12.2007, που τους πληροφορούσε τα εξής:-
«Αναφέρομαι στην αίτησή σας για ένταξη στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου για την οποία έχω να παρατηρήσω τα ακόλουθα:
Το Άρθρο 27(Ι) του Βασικού Νόμου (εσωκλείεται) έχει τροποποιηθεί με τον τροποποιητικό νόμο 133(Ι) του 2007, ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 12 Οκτωβρίου (εσωκλείεται), όπου η υποχρέωση του Πανεπιστημίου να εντάξει όλο το προσωπικό στα υπό ένταξη Ιδρύματα διαφοροποιείται.
Συγκεκριμένα στα υπό ένταξη Ιδρύματα εντάσσεται προσωπικό το οποίο υπηρετεί σε Τμήματα των οποίων τα γνωστικά αντικείμενα εντάσσονται στις Σχολές του Πανεπιστημίου.
Το Κέντρο Ειδών Υπόδησης στο οποίο υπηρετείτε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με τα γνωστικά αντικείμενα των Σχολών/Τμημάτων του Πανεπιστημίου.
Με βάση τα πιο πάνω λυπούμαι να σας γνωστοποιήσω την αδυναμία του Πανεπιστημίου να σας προσφέρει διορισμό ως υπό ένταξη προσωπικό.»
Στις αιτιάσεις των εφεσειόντων για ακύρωση ό,τι θεωρούν ως «πράξη και/ή απόφαση», η οποία περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή, προβλήθηκαν διάφορες προδικαστικές ενστάσεις. Μεταξύ άλλων, προβλήθηκε η ένσταση ότι οι εφεσείοντες δεν καλύπτονταν από τις πρόνοιες του Άρθρου 27(1), όπως αυτό τροποποιήθηκε από το Ν. 133(Ι)/2007. Ως εκ τούτου, δε νομιμοποιούνταν στην έγερση της προσφυγής, η απόφαση στην οποία προσβάλλεται με την παρούσα έφεση. Αυτή είναι και η ουσία του πράγματος, όπως την εντόπισε, ανεξάρτητα από την πιο πάνω ένσταση, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος και βασίστηκε σ' αυτή για την απόφασή του. Όπως ανέφερε:-
«Κατά την κρίση μου οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν εντός των πλαισίων του νόμου, τόσο όπως ίσχυε πριν τις 12.10.2007 όσο και όπως ίσχυε μετά τις 12.10.2007. Ουσιαστικά η τροποποίηση του Άρθρου 27 του σχετικού νόμου επέβαλε στους καθ' ων η αίτηση να μεταχειριστούν τους αιτητές διαφορετικά απ' ότι το υπόλοιπο προσωπικό των υπό ένταξη ιδρυμάτων που απασχολείτο σε Τμήματα των οποίων το γνωστικό αντικείμενο εντάχθηκε στις Σχολές του ΤΕΠΑΚ. Επίσης η τροποποίηση επέβαλε και διαφορετική μεταχείριση των αιτητών απ' εκείνη που είχαν, πριν την τροποποίηση του νόμου. Πριν την τροποποίηση του Άρθρου 27 θεωρήθηκε, και ορθά, από τους καθ' ων η αίτηση, ότι οι αιτητές είχαν δικαίωμα να ενταχθούν στο προσωπικό του ΤΕΠΑΚ και ως εκ τούτου οι διαβουλεύσεις μεταξύ των διαδίκων προχώρησαν προς αυτή την κατεύθυνση. Όταν όμως τροποποιήθηκε το Άρθρο 27 οι αιτητές έχασαν πλέον το δικαίωμα τους να ενταχθούν στο προσωπικό του ΤΕΠΑΚ και ως εκ τούτου πληροφορήθηκαν, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι το Πανεπιστήμιο (ΤΕΠΑΚ) δεν είχε πλέον υποχρέωση να τους εντάξει στο προσωπικό του, εφόσον το Κέντρο Ειδών Υπόδησης, στο οποίο οι τρεις αιτητές υπηρετούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με τα γνωστικά αντικείμενα των Σχολών και Τμημάτων του Πανεπιστημίου. Με την τροποποίηση του Άρθρου 27 δεν παρείχετο ούτε καν διακριτική ευχέρεια στους καθ' ων η αίτηση την οποία να μπορούν να ασκήσουν υπέρ των αιτητών.»
Από το πιο πάνω απόσπασμα, προκύπτει ευθέως η δυνατότητα εξέτασης της παρούσας έφεσης, η οποία, ουσιαστικά, αφορά θέμα ύπαρξης ή μη εκτελεστής διοικητικής πράξης, στο οποίο θέμα επικεντρώνονται οι κύριοι λόγοι έφεσης, υπό το φως του πιο πάνω αποσπάσματος και της κατάληξης, συνακόλουθα, της προσβαλλόμενης απόφασης. Βασικά, η περίπτωση εμπίπτει εκεί όπου ο ίδιος ο νόμος προβλέπει ρητώς τον τρόπο ενέργειας της διοίκησης, στη βάση συγκεκριμένων συντρεχόντων γεγονότων, ώστε να μην αφήνεται περιθώριο σ' αυτή για άσκηση διακριτικής εξουσίας, ως προς τον τρόπο χειρισμού, ή/και για διαφορετικό χειρισμό κάποιων εκ των διοικουμένων. Αυτό χαρακτηρίζεται ως περίπτωση άσκησης δέσμιας αρμοδιότητας, (βλ. Παιονίδου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 405). Η δε γραπτή κοινοποίηση προς τους διοικουμένους του αποτελέσματος το οποίο οι ρητές πρόνοιες του συγκεκριμένου νόμου επιφέρουν, σαφώς, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Ειδικότερα, μια τέτοια κοινοποίηση, η οποία γίνεται με επιστολή, έχει πληροφοριακό και μόνο χαρακτήρα και δίδεται, προκειμένου να γνωρίζει ο διοικούμενος περί του επηρεασμού των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων του, που επιφέρει ο σχετικός νόμος. Δεν του παρέχει, όμως, δικαίωμα προσβολής της και ο ίδιος δύναται, εάν επιθυμεί, να αναζητήσει θεραπεία στην πηγή, που είναι η αιτία του επηρεασμού του, για, τυχόν, υλική ζημιά, την οποία υφίσταται.
Παρόμοια ήταν η περίπτωση στη Μεταφορική Εταιρεία Λουβαρά «ΜΕΛ» Λτδ κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 554, ECLI:CY:AD:2014:C911, η οποία, λόγω της σοβαρότητας των θεμάτων που εγείρονταν, εξετάστηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η εκεί προσβαλλόμενη γραπτή κοινοποίηση, στην κάθε προσφυγή, πληροφορούσε τον αιτητή για τη συγκεκριμένη ημερομηνία, καθορισθείσα δυνάμει νόμου, η οποία σηματοδοτούσε την κατάργηση της ισχύος της άδειας οδικής χρήσης, την οποία αυτός κατείχε. Αποφασίστηκε ότι η κατάργηση της ισχύος της εν λόγω άδειας επήλθε εκ του νόμου, η δε γραπτή κοινοποίηση προς τον αιτητή ήταν ενημερωτικού χαρακτήρα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, για την πιο πάνω απόφασή του, καθοδηγήθηκε τόσο από πρωτόδικες αποφάσεις του ιδίου Δικαστηρίου, οι οποίες αφορούσαν πανομοιότυπες περιπτώσεις*, όσο και από δύο προγενέστερες αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 772 και Καλαπαλίκκης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 818. Η μεν πρώτη αφορούσε επιβολή τόκου και πρόσθετης επιβάρυνσης σε βεβαιωθέντα φόρο, σύμφωνα με πρόβλεψη σχετικού νόμου, η δε δεύτερη, παρόμοιας φύσεως με την πρώτη, αφορούσε επιβολή τόκου και επιβαρύνσεων, λόγω συγκεκριμένης παράλειψης του φορολογουμένου, και πάλι όπως προβλεπόταν από τον εκεί σχετικό νόμο. Κρίθηκε ότι δεν υπήρχε εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού η επιβολή του τόκου και των επιβαρύνσεων, και στις δύο περιπτώσεις, δεν εξαρτάτο από τη βούληση της διοίκησης.
Η Πλήρης Ολομέλεια, στη Μεταφορική Εταιρεία Λουβαρά «ΜΕΛ» Λτδ κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ανωτέρω, διέκρινε τις υπό εξέταση ενώπιόν της υποθέσεις από την υπόθεση Αλεξάνδρου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 3 Α.Α.Δ. 14. Η τελευταία αφορούσε περίπτωση, στην οποία, διά νόμου, η θέση Πολιτικού Μηχανικού, 1ης και 2ης Τάξης, όπως ήταν τότε, στο Υπουργείο Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, μεταφέρθηκε στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων και, συγχρόνως, μετονομάστηκε σε θέση Εκτελεστικού Μηχανικού, 1ης και 2ης Τάξης. Ο εκεί εφεσείων είχε πληροφορηθεί, με σχετική επιστολή, για την πιο πάνω εξέλιξη και προσέβαλε την εν λόγω πληροφόρηση με προσφυγή, η οποία, τελικώς, έγινε αποδεκτή, κατ' έφεση. Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η σχετική γραπτή πληροφόρηση προς τον εφεσείοντα περιείχε «το στοιχείο της εκτελεστότητας», αφού παρήγαγε «έννομα αποτελέσματα για τον αιτητή υπό την έννοια ότι, με την εφαρμογή του Νόμου στο πρόσωπό του, αφενός αυτός μετακινείται και τοποθετείται στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων και, αφετέρου, χωρίς την αποδοχή του, διορίζεται σε θέση άλλη από εκείνη στην οποία πρωτοδιορίστηκε και προάχθηκε, με το νέο Σχέδιο Υπηρεσίας και διαφορετικά καθήκοντα» και, επομένως, υπόκειτο σε ακυρωτικό έλεγχο.
Η παρούσα υπόθεση, ως προς τα γεγονότα, είναι διαφορετική από τις προαναφερθείσες υποθέσεις. Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι αποτελεί περίπτωση, στην οποία η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του Πανεπιστημίου δεν έλαβε ουσιαστικά η ίδια οποιαδήποτε απόφαση, ασκώντας διακριτική εξουσία, παρά μόνο, υπό το φως των δοσμένων γεγονότων, ενεργώντας στα πλαίσια του νέου Άρθρου 27(1), απλώς, ενημέρωσε τους εφεσείοντες ότι, με βάση τις πρόνοιές του, δεν ήταν πλέον δυνατή η ένταξή τους στο Πανεπιστήμιο. Η εν λόγω πληροφόρηση δεν επέφερε οποιαδήποτε μεταβολή σε υφιστάμενα δικαιώματα των εφεσειόντων, όπως συνέβηκε στην Αλεξάνδρου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1), ανωτέρω. Η υπό εξέλιξη δε διαδικασία ένταξης των εφεσειόντων στο Πανεπιστήμιο διακόπηκε, λόγω, ακριβώς, της αλλαγής, την οποία επέφερε ο ίδιος ο Νόμος, με το νέο Άρθρο 27(1), όπως διαπιστώνεται προηγουμένως.
Η πιο πάνω κατάληξη ταυτίζεται με την κατάληξη στην προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση, καθιστώντας αχρείαστη την εξέταση της επιπρόσθετης εισήγησης εκ μέρους των εφεσειόντων για παραβίαση, από την εφεσίβλητη, των παγιωμένων αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Όπως επισημαίνεται από τη σχετική νομολογία, οι πιο πάνω αρχές δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις όπου η διοίκηση, στα πλαίσια εφαρμογής συγκεκριμένων προνοιών κάποιου νομοθετήματος, δεν έχει οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια, αλλά ενεργεί στη βάση δέσμιας αρμοδιότητας, την οποία της επιβάλλει ο ίδιος ο νόμος, (βλ. Παιονίδου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Τέλος, με έναν ξεχωριστό λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το θέμα της σύνθεσης και λειτουργίας της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής του Πανεπιστημίου, που ήταν ένας από τους λόγους ακύρωσης που είχαν προβληθεί με την προσφυγή. Το πιο πάνω θέμα είχε εγερθεί ως εκ της αναφοράς σε πρακτικό, το οποίο είχε τηρηθεί κατά τη συνεδρία της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής στις 23.11.2007, ότι απουσίαζε από αυτή ένα μέλος της.
Εξετάζοντας τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης και το σχετικό με αυτό λόγο έφεσης, διαπιστώνεται ότι δε γίνεται αναφορά, σχετικά, σε παραβίαση οποιασδήποτε πρόνοιας του Ν. 198(Ι)/2003. Επιπρόσθετα, δεν εντοπίζονται οι μεταβατικές διατάξεις του Άρθρου 40, όπως αυτό είχε αρχικά, στις οποίες προβλεπόταν ότι θα διοριζόταν από το Υπουργικό Συμβούλιο η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του Πανεπιστημίου και ότι αυτή, σε σχέση με τη λειτουργία της, θα είχε «όλες τις αρμοδιότητες» και θα εκτελούσε «όλα τα καθήκοντα του Συμβουλίου ...» του Πανεπιστημίου, που προβλέπονταν στο Νόμο και, δη, στο Άρθρο 8, σε σχέση με την απαρτία* και τη λήψη αποφάσεων. Επομένως, ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Κατά συνέπεια, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Τα έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., όπως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.