ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2014:C760

(2014) 3 ΑΑΔ 417

9 Oκτωβρίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

(Υπόθεση Αρ. 1034/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. ΒΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

4. ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ, ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1102/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28, 25 ΚΑΙ 23 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΤΡΑΤΟΥΡΑΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 2799/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

DEMIKANA LIMITED,

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

   ΩΣ ΑΡΧΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ

   ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 3932/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 28 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

LOIS BUILDERS LTD,

 

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 4717/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 26, 28, 33 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΟΣ ΦΥΛΑΚΤΟΥ,

Αιτητής,

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 4965/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΧΟΡΗΓΗΜΑΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

   ΩΣ ΑΡΧΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5064/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 28 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ,

 

Αιτητής,

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5173/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

2. ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

 

Αιτήτριες,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5318/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ,

 

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5479/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 23, 25, 26, 28, 29, 33 ΚΑΙ 35

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΥΡΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ,

Αιτήτρια,

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5496/2013 )

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΙΔΡΥΜΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ,

Αιτητής,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5523/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5554/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΑΡΔΑΚΗΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5566/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 23, 24, 25, 26, 28, 30, 33, 35

ΚΑΙ 179 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ANDREAS D. SAMUEL (INVESTMENTS) LTD,

 

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΩΣ

   ΑΡΧΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5584/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 6, 23, 24, 25, 26, 28, 33

ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΑΜΑΣΟΥ ΚΑΙ ΟΡΕΙΝΗΣ,

Αιτητές,

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5588/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 26, 28, 30 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

GLAFKOS PSILLAKIS (HOLDINGS) LTD,

 

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5900/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 28 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΕΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5903/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 28 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΕΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5951/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ,

 

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5960/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΙΔΡΥΜΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ΄,

 

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5961/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 5966/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΧΟΡΗΓΗΜΑΤΩΝ

ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΑΤΗΚ,

Αιτητές,

 

v.

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

ΩΣ ΑΡΧΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 


(Υπόθεση Αρ. 5968/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28, 25 ΚΑΙ 23 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΤΡΑΤΟΥΡΑΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

1. ΑΡΧΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

4. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 6117/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 28  ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΤΡΙΓΓΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 6125/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΤΑΜΑΣΟΥ ΚΑΙ ΟΡΕΙΝΗΣ,

 

Αιτήτρια,

v.

 

3. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

4. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

5. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 6134/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 25, 26, 28, 9, 35 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

  1. ΒΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

  2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

  3. ΜΑΡΙΛΙΑ ΣΤ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

  4. ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ,

  5. ΕΦΗ ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ,

  6. ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ,

  7. ΝΙΚΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ,

  8. ΣΙΜΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ,

  9. ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ,

10. AMBROSIA (OILS) LTD,

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 6141/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

2. ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

 

Αιτήτριες,

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 6179/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 6183/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ - ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΛΤΔ,

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 6184/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 28 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ - ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΛΤΔ,

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 6195/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 26, 28, 30, 33, 35, 179

 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ANDREAS D. SAMUEL (INVESTMENTS) LTD,

Αιτητές,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΩΣ ΑΡΧΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 6246/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 23, 25, 26, 28, 29, 33 ΚΑΙ 35

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΥΡΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ,

 

Αιτήτρια,

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 6266/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΝΙΚΟΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Αιτητής,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

   ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 6272/2013)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 28 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ,

Αιτητής,

 

v.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

   ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

(Υποθέσεις Αρ. 1034/2013, 1102/2013, 2799/2013, 3932/2013, 4717/2013, 4965/2013, 5064/2013, 5173/2013, 5318/2013, 5479/2013, 5496/2013, 5523/2013, 5554/2013, 5566/2013, 5584/2013, 5588/2013, 5900/2013, 5903/2013, 5951/2013, 5960/2013, 5961/2013, 5966/2013, 5968/2013, 6117/2013, 6125/2013, 6134/2013, 6141/20\13, 6179/2013, 6183/2013, 6184/2013, 6195/2013, 6246/2013, 6266/2013, 6272/2013)

 

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Κατά πόσο ο επηρεασμός των μετόχων τραπεζών από μέτρα εξυγίανσής τους με ίδια μέσα, εμπίπτει στο πεδίο του δημοσίου δικαίου ― Κατά πόσο η θέση των μετόχων διακρίνεται από αυτήν των καταθετών ― Υιοθέτηση των πορισμάτων της Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427 και αποδοχή των αντίστοιχων προδικαστικών ενστάσεων περί ελλείψεως δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των Αιτητών.

 

Έννομο Συμφέρον ― Μετόχου τράπεζας, να προσβάλει τα Διατάγματα εξυγίανσής της με ίδια μέσα.

 

Οι Αιτητές αμφισβήτησαν αριθμό Διαταγμάτων που εκδόθηκαν δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου αρ. 17(Ι)/2013 και επηρέαζαν την αξία των μετοχών τους στην Λαϊκή Τράπεζα και την Τράπεζα Κύπρου.

 

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πλειοψηφία απορρίπτοντας ως απαράδεκτες τις προσφυγές, με απόφαση που δόθηκε από την Μιχαηλίδου, Δ., συμφωνούντων των Παμπαλλή, Πασχαλίδη, Παναγή, Χριστοδούλου, Λιάτσου, Σταματίου, Γιασεμή, Δ.Δ., καθώς και του Ναθαναήλ, Δ., ως προς το αποτέλεσμα, ο οποίος έδωσε απόφαση με δικό του σκεπτικό, αποφάσισε ότι:

 

1.  Είναι αδιαμφισβήτητο, ότι δεν ομιλούμε εν προκειμένων για μετόχους οποιασδήποτε τράπεζας ή οποιουδήποτε ιδρύματος, αλλά για μετόχους συγκεκριμένων τραπεζών: της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου, που υπόκειντο σε εξυγίανση και οι οποίοι, επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημιές που προκύπτουν από την εφαρμογή των μέτρων. Ακριβώς όπως και στην Χριστοδούλου, τα προσβαλλόμενα Διατάγματα αφορούν τις τράπεζες που ως αυτοτελείς νομικές οντότητες είναι διάφορες από τους μετόχους και διευθυντές τους. Η εταιρεία δεν είναι ούτε αντιπρόσωπος, ούτε εμπιστευματοδόχος ή εκπρόσωπος των μετόχων της. Η σχέση μεταξύ μετόχου και εταιρείας είναι συμβατική. Το ιδρυτικό έγγραφο και καταστατικό της εταιρείας από της εγγραφής, δεσμεύουν την εταιρεία και τα μέλη της, στην ίδια έκταση όπως αν είχαν υπογραφεί και σφραγιστεί από κάθε μέλος αντιστοίχως και διαλαμβάνει την υποχρέωση καθενός μέλους, να τηρεί όλες τις πρόνοιες του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού, Άρθρο 21 του περί Εταιρειών Νόμου, ΚΕΦ. 113. Σε κάθε περίπτωση, η ΚΔΠ 278/2013, αφορά άμεσα την ίδια την τράπεζα της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο μειώνεται. Ο όποιος, ενδεχόμενος επηρεασμός των μετόχων, λόγω της μείωσης της αξίας των μετοχών που κατέχουν, είναι έμμεσος. Ο αμετάβλητος πυρήνας του δικαιώματος επί της μετοχής παραμένει, ενώ ο όποιος περιορισμός του μεταβλητού περιεχομένου των δικαιωμάτων που απορρέουν εκ της μετοχής, όπως επιβλήθηκαν από το νομοθέτη, μπορεί να αποζημιωθεί στα πλαίσια αστικών διαδικασιών, Άρθρο 3 του Νόμου. Το νομοθετικό πλαίσιο και η όλη επιχειρηματολογία Αιτητών και Καθ' ων η αίτηση, στρέφεται κατ' ουσίαν σε ότι με τη Χριστοδούλου κρίθηκε, σε σχέση με το δικαιοδοτικό πλαίσιο που ρυθμίζει στην υπό κρίση περίπτωση, τον επηρεασμό των συμφερόντων των μετόχων της τράπεζας. Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω και ως εκ του γεγονότος ότι μεταξύ τράπεζας και μετόχου υφίσταται συμβατική σχέση, κρίνουμε ότι τα όσα έχουν λεχθεί στην απόφαση Χριστοδούλου, σε σχέση με τους καταθέτες ισχύουν αναλόγως και στην υπό κρίση περίπτωση. Τα προσβαλλόμενα Διατάγματα στρέφονται και αφορούν άμεσα την ίδια την τράπεζα, της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο μειώνεται με έμμεσο επηρεασμό των μετόχων δια της μείωσης της αξίας των μετοχών που κατέχουν. Εφόσον τα Διατάγματα στρέφονται και αφορούν άμεσα τις Τράπεζες, ο οποιοσδήποτε επηρεασμός των μετόχων είναι έμμεσος, η δε όποια πραγματική ζημιά έχει προκύψει μπορεί να αποτιμηθεί και αποδοθεί από τα πολιτικά Δικαστήρια.

 

2.  Με τα υπό κρίση Διατάγματα, την ΚΔΠ 104/2013, δεν θίγεται ευθέως άμεσο έννομο συμφέρον των αιτητών, με αποτέλεσμα να μην τους παρέχεται το δικαίωμα προσφυγής και αμφισβήτησης της νομιμότητας του. Οι συνέπειες από την παρέμβαση της Πολιτείας μέσω του Διατάγματος, για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας και οι θεραπείες από την εν λόγω παρέμβαση, δίδουν έρεισμα σε αξιώσεις, που οι μέτοχοι ενδεχομένως μπορούν να διεκδικήσουν, τόσο εναντίον της τράπεζας, όσο και της Πολιτείας σε αστικές διαδικασίες, στη βάση της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης. Ο μέτοχος έχει τη δυνατότητα να στραφεί σε αστική διαδικασία εναντίον της τράπεζας ή ενδεχομένως και εναντίον του Συμβουλίου της, ως παραβαίνουσας τις συμβατικές υποχρεώσεις της, με ενδεχόμενη περαιτέρω επέκταση της αστικής διαδικασίας και εναντίον της Δημοκρατίας, ως προκαλέσασας τον επηρεασμό της συμβατικής οφειλής δια των Διαταγμάτων.

 

Κατ' ακολουθίαν του λόγου της Χριστοδούλου:

 

«Στα πλαίσια εκείνα τότε είναι που θα κριθεί η νομιμότητα της όποιας παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων της τράπεζας, διερχόμενης μέσα από την παρέμβαση δια των ενεργειών της Πολιτείας αλλά και ενδεχομένως ευρύτερα των εμπλεκομένων Ευρωπαϊκών οργάνων και άλλων, με αναφορά και σε συνταγματικές διαστάσεις αλλά και σε διαστάσεις Ευρωπαϊκού δικαίου.»

 

Αλλά θα κριθεί και η όποια προηγηθείσα ευθύνη για την κατάληξη των τραπεζών στην κατάσταση που ευρέθησαν και την όποια αποτυχία (της τράπεζας) «.κάλυψης των ασφαλισμένων καταθέσεων δυνάμει των σχετικών Σχεδίων Προστασίας Καταθέσεων, που ενδεχομένως να αντανακλούν στην έκταση των μέτρων εξυγίανσης.»  Εν κατακλείδι, κρίνουμε, ότι δεν επηρεάζεται ο ουσιαστικός πυρήνας των δικαιωμάτων των μετόχων της τράπεζας δια της απομείωσης των μετοχών τους, από τη θεώρηση ότι δεν υφίσταται ως προς αυτούς έννομο συμφέρον για σκοπούς αναθεωρητικού ελέγχου και ότι οι όποιες αιτιάσεις εμπίπτουν στο ιδιωτικό δίκαιο.

 

Και για να υιοθετήσουμε και πάλι ό,τι λέχθηκε στη Χριστοδούλου:

 

«Απεναντίας, ενώ ο αναθεωρητικός έλεγχος, ως έλεγχος νομιμότητας, έχει αναλόγως περιορισμένη εμβέλεια, οι αστικές διαδικασίες προσφέρονται ιδιαιτέρως προς διάγνωση κάθε θέματος που μπορεί να είναι σχετικό και απευθύνονται στην ουσία του πράγματος. Και σαφώς δεν πρέπει να συγχέεται ο καθορισμός της ορθής δικαιοδοσίας με την ουσία των δικαιωμάτων.

 

Βεβαίως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το αντικείμενο των αστικών διαδικασιών δεν μπορεί να είναι άλλο παρά η όποια χρηματική ζημία στους καταθέτες κατέστη προκύπτουσα από ενέργειες των τραπεζών, της Πολιτείας ή των εμπλεκομένων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων. Και το ζητούμενο θα είναι, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που το ίδιο το Άρθρο 3(2)(δ) του Νόμου προνοεί, εκφράζοντας, όπως είπαμε, πάγιες νομικές αρχές - το κατά πόσο η ζημία στους καταθέτες είναι μεγαλύτερη από αυτή που θα υφίσταντο αν τα διατάγματα δεν είχαν εκδοθεί και οι τράπεζες είχαν αφεθεί στην πορεία τους. Δεν θα μπορούσαν δηλαδή οι καταθέτες να ευρίσκονται σε δυσμενέστερη εκείνης θέση, όπως όμως δεν θα μπορούσαν να ευρίσκοντο ποτέ και σε ευνοϊκότερη - και τούτο πρέπει να είναι συνεχώς υπόψη, διότι είναι τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση των τραπεζών κατά το χρόνο των Διαταγμάτων που καθορίζουν και την πραγματική αξία των καταθέσεων κατά το χρόνο εκείνο, με κυρίαρχο στοιχείο ότι οι καταθέτες δεν είναι παρά πιστωτές της τράπεζας.»

 

Εν όψει της κατάληξης μας, δεν κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε τις λοιπές προδικαστικές ενστάσεις εφόσον αυτό δεν θα έχει καμιά πρακτική αξία.

 

3.  Οι προδικαστικές ενστάσεις, όπως έχουν προβληθεί αναλόγως από τους Καθ' ων η αίτηση και το ΕΜ, ότι το ζήτημα εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και εξέρχεται της δικαιοδοτικής εμβέλειας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, αλλά και συναφώς ότι ο όποιος επηρεασμός των δικαιωμάτων των μετόχων είναι έμμεσος, επιτυγχάνουν. Οι προσφυγές απορρίπτονται ως απαράδεκτες. Λόγω του καινοφανούς του θέματος δεν θα γίνει διαταγή για έξοδα.

 

Ο Ερωτοκρίτου, Δ. εξέδωσε δική του απόφαση, με διάφορο σκεπτικό και αποτέλεσμα.

 

Διαταγή ως ανωτέρω.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427,

 

Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 175, ECLI:CY:AD:2014:C1005,

 

Thymopoulos a.o. v. Municipal Committee of Nicosia (1967) 3 C.L.R. 588,

 

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36,

 

Bank of Cyprus (Holdings) Ltd ν. R. (1985) 3 C.L.R. 1883,

 

Cambridge Gas Transport Corp. v. The Official Committee of Unsecured Creditors (of Navigator Holdings Plc) [2006] UKPC 26, [2006] BCC 962.

 

Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά. (Υπόθ. αρ. 543/2013)), ημερ. 28/3/2013,

 

Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73.

 

Προσφυγές.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 1034/13 και 6134/13.

 

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 1102/13 και 5968/13.

 

Π. Κακογιάννη (κα) για Χρυσάνθου & Χρυσάνθου ΔΕΠΕ, για την Υπόθεση Αρ. 2799/13.

 

Κ. Χρυσοστομίδης με Α. Ταλιαδώρο και Δ. Κωνσταντίνου (κα), για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 3932/13, 5900/12, 5903/13 και 6117/13.

 

Μ. Ιωαννίδης με Κ. Παύλου για Αγγελίδη, Ιωαννίδη, Λεωνίδου ΔΕΠΕ, για την Υπόθεση Αρ. 4717/13.

 

Κ. Χατζηιωάννου, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 4965/13 και 5966/13.

 

Γ. Σεραφείμ, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 5064/13 και 6272/13.

 

Α. Παπακόκκινου (κα), για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 5173/13 και 6141/13.

 

Ν. Ζερβού (κα) για Λ. Γ. Γεωργίου, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 5318/13 και 5951/13.

 

Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδη, Δημητρίου ΔΕΠΕ, στις Υποθέσεις Αρ. 5479/13 και 6246/13.

 

Α. Μαρκίδης με Π. Παναγιώτου και Χ. Βελάρη, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 5523/13 και 5496/13, 5960/13 και 5961/13.

 

Α. Μαρκίδης για Α. Σωτηρίου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 5554/13.

 

Μ. Ιεροκηπιώτου (κα) με Μ. Τριανταφυλλίδου (κα) για Α. Τριανταφυλλίδη & Υιούς ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 5566/13 και 6195/13.

 

Γ. Βαλιαντής με Κ. Παπαδοπούλου (κα) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 5584/13 και 6125/13.

 

Κ. Κακουλλή (κα) για Χρ. Δημητριάδη & Σία ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές στην Υπόθεση Αρ. 5588/13.

 

Γ. Κωνσταντινίδης για Δράκο & Ευθυμίου ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές στην Υπόθεση Αρ. 6179/13.

 

Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 6183/13 και 6184/13.

 

Ν. Ζερβού (κα) για Χρίστης & Σία ΔΕΠΕ, στην Υπόθεση Αρ. 6266/13.

 

Θ. Ραφτοπούλου (κα) με Μ. Φράγκου (κα) για Α. Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (Καθ' ων η αίτηση 1 και 2).

 

Ρ. Παπαέτη (κα) με Μ. Λοΐζου (κα), Ε. Γαβριήλ (κα), Ε. Νεοφύτου (κα), Ε. Συμεωνίδου (κα) και Μ. Θεοκλήτου (κα), για την Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Υπουργού Οικονομικών (Καθ' ων η αίτηση 3).

 

Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος (Τράπεζα Κύπρου)

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη. Θα δοθούν τρεις ξεχωριστές αποφάσεις. Με την απόφαση που θα δώσει η Μιχαηλίδου, Δ. συμφωνούν οι Παμπαλλής, Πασχαλίδης, Παναγή, Χριστοδούλου, Λιάτσος, Σταματίου, Γιασεμής, Δ/στές και ο Ναθαναήλ, Δ., ο οποίος θα δώσει πρόσθετο σκεπτικό. Εγώ θα δώσω δική μου απόφαση.

 

MIXAΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Στις 25.6.2012, η Κυπριακή Δημοκρατία βρέθηκε αντιμέτωπη με σοβαρότατα προβλήματα λόγω της αδυναμίας της να αντιμετωπίσει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες για ανακεφαλαιοποίηση δύο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων: της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου. Με αποτέλεσμα και προς επίλυση του σοβαρότατου προβλήματος που απαιτούσε άμεση αντιμετώπιση να απευθυνθεί για οικονομική βοήθεια στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης των χωρών της Ευροζώνης Eurogroup (ΕFSM & ESM) και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, όπως λεπτομερώς καταγράφονται τόσο στην απόφαση της πλειοψηφίας όσο και στις αποφάσεις της μειοψηφίας (Παπαδοπούλου, Δ. και Ερωτοκρίτου Δ.) στη Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427, υπεγράφη το προκαταρκτικό μνημόνιο συναντίληψης το Νοέμβριο του 2012, αυτό που σχηματικά και συνοπτικά ονομάζουμε «μνημόνιο», για να ακολουθήσουν τα μέτρα που λήφθηκαν προς εφαρμογή του και που προσδιορίζονται και καθορίζονται από την ανάγκη αντιμετώπισης της τρέχουσας δημοσιονομικής και της ευρύτερης οικονομικής κρίσης.

 

Οι πολιτικές του μνημονίου, όπως αποτυπώνονται σε μια σειρά νομοθετημάτων, Νόμων και Διαταγμάτων, επέφεραν ανατροπές στη λειτουργία του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας και θέτουν κρίσιμα συνταγματικά ζητήματα και κατά πρώτον, ζήτημα ουσιαστικής νομιμοποίησης, εν όψει του ότι το μνημόνιο υιοθετήθηκε en bloc, σε ένα πακέτο που τέθηκε προς υπογραφή, ως όρος για τη λήψη βοήθειας, από τους διεθνείς δανειστές της χώρας.

 

Τα προβλήματα των τραπεζών, Τράπεζας Κύπρου και Λαϊκής, έχουν επίσης συνοψιστεί σε έκταση στην απόφαση Χριστοδούλου (ανωτέρω) και σε ότι αφορά τα γενικότερα προβλήματα της οικονομίας συνοψίστηκαν επίσης πρόσφατα, στην απόφαση της πλειοψηφίας που αφορούσε στην έκτακτη εισφορά Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 175, ECLI:CY:AD:2014:C1005. Τα πράγματα όδευαν προς το χειρότερο, ο τραπεζικός τομέας συνέχιζε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας λόγω των συνεχών εκροών καταθέσεων, το ίδιο και τα δημόσια οικονομικά. Οι δύο τράπεζες αναγκάστηκαν πλέον να διασφαλίσουν τη ρευστότητα τους αντλώντας «έκτακτη ρευστότητα» - Emergency Liquidity Assistance (ΕLA) από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Για να καταλήξουμε έτσι, στη βάση της διαμορφωμένης πλέον πραγματικότητας, στην επίτευξη πολιτικής συμφωνίας στις 16.3.2013 μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ομάδας χωρών του Eurogroup και του ΔΝΤ για την εγκαθίδρυση ενός προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Μεταξύ αυτών, διαλαμβάνονταν και μέτρα για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με ίδια μέσα (bail in). Στις 22.3.2013 η Βουλή των Αντιπροσώπων, σε μια προσπάθεια διάσωσης της οικονομίας, ψήφισε μια σειρά από Νόμους, συμπεριλαμβανομένου του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου, Ν. 17(Ι)/2013 (ο Νόμος) που δημοσιεύθηκε την ίδια ημέρα.

 

Στις 25.3.2013 η Κυπριακή Δημοκρατία υπέγραψε νέα πολιτική συμφωνία για την εγκαθίδρυση ενός προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε όπως η Λαϊκή Τράπεζα τεθεί άμεσα υπό καθεστώς εξυγίανσης με τη γνωστή πλέον μέθοδο bail in. Τα όσα συμφωνήθηκαν καταγράφονται με λεπτομέρεια στην ένσταση της Δημοκρατίας:

 

«Στις 25.3.2013 επιτεύχθηκε στο Eurogroup νέα πολιτική συμφωνία με την κυπριακή κυβέρνηση για την εγκαθίδρυση ενός προγράμματος οικονομικής προσαρμογής προς αποφυγή χρεοκοπίας της Κύπρου και των συνεπειών μιας τέτοιας εξέλιξης για τη χώρα. Μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε όπως η Λαϊκή Τράπεζα θα τεθεί άμεσα υπό εξυγίανση με την πλήρη συμμετοχή των μετόχων και των κατόχων ομολόγων και αξιογράφων καθώς και των ανασφάλιστων καταθετών, θα διαχωριστεί σε καλή και κακή τράπεζα, και η καλή τράπεζα στη συνέχεια θα αφομοιωθεί από την Τράπεζα Κύπρου. Με την καλή τράπεζα θα μεταφερθούν €9 δις ELA. Συμφωνήθηκε επίσης ότι η Τράπεζα Κύπρου θα ανακεφαλαιοποιηθεί με μετατροπή ανασφάλιστων καταθέσεων σε μετοχές και από την πλήρη συνεισφορά των μετόχων και των κατόχων αξιογράφων ("Laiki will be resolved immediately - with full contribution of equity shareholders, bond holders and uninsured depositors (.)"  "Laiki will be split into a good bank and a bad bank."  "The good bank will be folded into Bank of Cyprus (BoC) (.)  It will take 9 bn Euros of ELA with it.  Only uninsured depositors of BoC will remain frozen until recapitalization has been effected (.)" "BoC will be recapitalized through a deposit /equity conversion of uninsured deposits with full contribution of equity shareholders and bond holders"). Επίσης συμφωνήθηκε ότι οι πόροι του προγράμματος οικονομικής βοήθειας προς την Κύπρο (μέχρι €19 δις) δεν θα χρησιμοποιηθούν για ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου. Αντίγραφο σχετικής δήλωσης του Eurogroup επισυνάπτεται ως Παράρτημα 12.

 

23. Στο πλαίσιο του Eurogroup, συμφωνήθηκε όπως, με την καλή Λαϊκή Τράπεζα θα μεταφερόντουσαν στην Τράπεζα Κύπρου, τα €9 δις της έκτακτης ρευστότητας που παραχωρήθηκε στη Λαϊκή Τράπεζα. Σημειώνεται ωστόσο, ότι τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είχε παραχωρήσει η Λαϊκή Τράπεζα, ως εξασφαλίσεις για την παροχή έκτακτης ρευστότητας και τα οποία έχουν μεταβιβαστεί δυνάμει του Διατάγματος Κ.Δ.Π. 104/2013 στην Τράπεζα Κύπρου, καλύπτουν την υποχρέωση, σε σχέση με την έκτακτη ρευστότητα που παραχωρήθηκε στη Λαϊκή Τράπεζα και μεταβιβάστηκε στην Τράπεζα Κύπρου. Εξάλλου, ως αποτέλεσμα της πώλησης των δραστηριοτήτων της Λαϊκής Τράπεζας στην Ελλάδα, η έκτακτη ρευστότητα που τελικά μεταβιβάστηκε στην Τράπεζα Κύπρου ήταν €7.8 δις.

 

24. Δεδομένης της απόφασης του Eurogroup ημερομηνίας 25.3.2013, η ΕΚΤ την ίδια ημερομηνία, εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία χαιρέτησε την απόφαση αυτή και ανακοίνωσε ότι δεν ενίστατο στο αίτημα για παροχή έκτακτης ρευστότητας από την ΚΤΚ.  Αντίγραφο της απόφασης της ΕΚΤ επισυνάπτεται ως Παράρτημα 13.»

 

Με δεδομένη πλέον την απόφαση του Eurogroup, που απέκλειε τη δυνατότητα ανακεφαλαιοποίησης, τόσο της Λαϊκής όσο και της Τράπεζας Κύπρου, από το πρόγραμμα της χρηματοδότησης της Δημοκρατίας και εν όψει των άμεσων κινδύνων που εμφιλοχωρούσαν με καταστροφικές συνέπειες για τον τόπο, η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ασκώντας της εξουσίες που της παρείχε ο Νόμος προχώρησε, δυνάμει των Άρθρων 3 και 6(1) του Νόμου σε λήψη μέτρων εξυγίανσης, εκδίδοντας τα ακόλουθα Διατάγματα:

 

«1 Το περί Πώλησης Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ. Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 93/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 25 Μαρτίου 2013 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 93/2013»).

 

2 Το περί Πώλησης Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd. Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 94/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 25 Μαρτίου 2013 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 94/2013»).

 

3 Το περί Πώλησης Εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 96/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 26 Μαρτίου 2013 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 96/2013»).

 

4 Το περί Πώλησης Εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 97/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 26 Μαρτίου 2013 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 97/2013»).

 

5 Το περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 103/2013, με σκοπό την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας Κύπρου, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 29 Μαρτίου 2013 («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 103/2013»).*

 

6 Το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 104/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 29 Μαρτίου 2013 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 104/2013»).** Σημειώνεται ότι τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είχε παραχωρήσει η Λαϊκή Τράπεζα, κατά καιρούς, ως εξασφαλίσεις για την παροχή έκτακτης ρευστότητας και τα οποία έχουν μεταβιβαστεί δυνάμει του Διατάγματος Κ.Δ.Π. 104/2013 στην Τράπεζα Κύπρου, εξακολουθούν να εξασφαλίζουν την υποχρέωση, σε σχέση με την παροχή έκτακτης ρευστότητας, που μεταβιβάστηκε από τη Λαϊκή Τράπεζα στην Τράπεζα Κύπρου με βάση το ίδιο Διάταγμα.

 

7 Το περί Πώλησης Ορισμένων Εργασιών στο Ηνωμένο Βασίλειο της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd. Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 105/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 1 Απριλίου 2013 («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 105/2013»).

 

8 Το περί Διάσωσης με ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (Τροποποιητικό) Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 132/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 21 Απριλίου 2013 («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 132/2013»).

 

9 Το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (Τροποποιητικό) Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 133/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε την 21 Απριλίου 2013 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 133/2013»).

 

10 Το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών στη Ρουμανία της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 135/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 25 Απριλίου 2013 («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 135/2013»).

 

11 Το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 156/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε την 14 Μαΐου 2013 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 156/2013»).

 

12 Το περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 275/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 30 Ιουλίου 2013 («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 275/2013»).

 

13 Το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (Τροποποιητικό) (Αρ. 3) Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 276/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε την 30 Ιουλίου 2013 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 276/2013»).

 

14 Το περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (Τροποποιητικό) (Αρ. 3) Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 278/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 30 Ιουλίου 2013 («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 278/2013»).

 

15 Το περί της Έκδοσης Μετοχικού Κεφαλαίου της Τράπεζας Κύπρου προς Αποζημίωση της Λαϊκής Τράπεζας Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 279/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 30 Ιουλίου 2013 («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 279/2013»).

 

Κατά τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης, στη βάση του Άρθρου 3(2)(α) του Νόμου, εφαρμόστηκε η γενική αρχή ότι οι μέτοχοι του υπό εξυγίανση τραπεζικού ιδρύματος, θα πρέπει να επωμισθούν πρώτοι τυχόν ζημιές που προκύπτουν από την εφαρμογή των μέτρων:

 

«3(2) Κατά τη λήψη και εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), εφαρμόζονται οι πιο κάτω γενικές αρχές:

 

(α) Οι μέτοχοι ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημιές που προκύπτουν από την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης,

 

(β) οι πιστωτές ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται τις ζημιές μετά τους μετόχους, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων τους δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 4,

 

(γ) εκτός όπου προνοείται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, ή εφόσον συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι πιστωτές της ίδιας τάξεως τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης,

 

(δ) οι πιστωτές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν εάν το εν λόγω ίδρυμα τίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση,

 

(ε)   ..................

 

(στ) ..................

 

(ζ)   .................

 

(η)  ..................

 

Νοείται ότι, οποιεσδήποτε ζημιές, δαπάνες ή άλλα έξοδα, τα οποία προκύπτουν από την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης αναλαμβάνονται πρωτίστως από τους μετόχους και τους πιστωτές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, ενώ μόνον εφόσον εξαντληθούν οι πόροι των μετόχων και των πιστωτών, οι ζημίες, οι δαπάνες και τα άλλα έξοδα που προκύπτουν από την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης αναλαμβάνονται προσωρινά από το Ταμείο Εξυγίανσης.»

 

Στην περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου, τα μέτρα διάσωσης ακολούθησαν τη σειρά απομείωσης που προβλέπεται από το Άρθρο 12(8) του Νόμου. Πρώτα απομειώθηκε το μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας, τα δικαιώματα απόκτησης μετοχών και ακολούθησαν τα αξιόγραφα και άλλοι τίτλοι μετατρέψιμοι σε μετοχές. Με δεδομένο, ότι η συνολική μείωση των πιο πάνω στοιχείων, δεν κάλυπτε τις μέχρι τότε διαπιστωθείσες ζημιές, η Κεντρική Τράπεζα, ως Αρχή Εξυγίανσης, επενέβη και στις άλλες υποχρεώσεις της Τράπεζας και συγκεκριμένα στις ανασφάλιστες καταθέσεις της. Όπως αναφέρεται και στην Ένσταση της Κεντρικής Τράπεζας:-

 

«16.1.1 Κατά την εφαρμογή επί της Τράπεζας Κύπρου του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το Νόμο, ακολουθήθηκε η σειρά απομείωσης όπως προνοεί το Άρθρο 12(8) του Νόμου, δηλαδή απομειώθηκε πρώτα το μετοχικό κεφάλαιο και τα δικαιώματα απόκτησης μετοχών, στη συνέχεια απομειώθηκε η αξία των αξιογράφων μετατρέψιμων σε μετοχές και έπειτα απομειώθηκαν οι χρεωστικοί τίτλοι και τα δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών τίτλων. Δεδομένου ότι η συνολική μείωση των πιο πάνω στοιχείων ήταν μικρότερο από το συνολικό ποσό των ζημιών με βάση την προκαταρκτική αποτίμηση κατ' Άρθρο 22(1) του Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα, ως Αρχή Εξυγίανσης κατά τον ουσιώδη χρόνο, επενέβη στις άλλες υποχρεώσεις της Τράπεζας Κύπρου και συγκεκριμένα στις ανασφάλιστες καταθέσεις της.  Η απομείωση των πιο πάνω στοιχείων έλαβε τη μορφή μιας νέας δομής μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κύπρου χωρισμένου σε τάξεις μετοχών, όπου τα στοιχεία που απομειώθηκαν πρώτα, κατέλαβαν την έσχατη θέση από την άποψη των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις μετοχές ή σε σχέση με αυτές, και ούτως καθεξής. Συγκεκριμένα, με βάση το Διάταγμα Κ.Δ.Π. 103/2013 (29/3/2013):

 

•   Οι μετοχές που αντιπροσώπευαν το μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας Κύπρου αμέσως πριν από την έναρξη ισχύος του Διατάγματος περιγράφηκαν ως "Συνήθεις Μετοχές" και όλα τα δικαιώματα από αυτές ή σε σχέση με αυτές αναστάληκαν μέχρι την ημέρα επαναμετατροπής των Μετοχών Τάξης Δ΄ κατά την έννοια του Μέρους 4 του Παραρτήματος Γ του Διατάγματος

•   Τα χρέη και απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης της Τράπεζας Κύπρου μετατράπηκαν σε νέες μετοχές τάξης Δ΄

•   Τα αξιόγραφα μετατρέψιμα σε μετοχές και τα δικαιώματα απόκτησης αξιογράφων μετατρέψιμων σε μετοχές μετατράπηκαν σε νέες μετοχές τάξης Γ΄

•   Οι χρεωστικοί τίτλοι και τα δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών τίτλων μετατράπηκαν σε νέες μετοχές τάξης Β΄

•   Μέρος των ανασφάλιστων καταθέσεων μετατράπηκαν σε μετοχές τάξης Α΄

16.1.2 Τα δικαιώματα ψήφου και μερίσματος καθεμίας από τις προαναφερθείσες νέες τάξεις μετοχών Β΄, Γ΄ και Δ΄ καθώς και των Συνήθων Μετοχών μπορούσαν με βάση το Διάταγμα Κ.Δ.Π. 103/2013 να ασκηθούν μόνο εφόσον τα συνολικά μερίσματα που θα δίδονταν στους μετόχους της αμέσως προηγούμενης τάξης (Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄, αντίστοιχα) θα έφταναν στο ποσό της Συνεισφοράς κάθε τάξης στη διάσωση της Τράπεζας Κύπρου πλέον απόδοσης ίσης με euribor 3 μηνών συν 10%.  Με αυτούς τους όρους η αγοραία αξία των μετοχών Β΄, Γ΄ και Δ΄ καθώς και των Συνήθων Μετοχών εκμηδενίστηκε.»

 

Οι Καθ' ων η αίτηση παραπέμπουν στην έκθεση της KPMG LLP UK, αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων της Τράπεζας Κύπρου, ημερομηνία αναφοράς 29.3.2013, για να υποστηρίξουν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, η καθαρή περιουσιακή θέση της τράπεζας, ήταν αρνητική.

 

Είναι η θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι σε περίπτωση που η Τράπεζα Κύπρου ετίθετο σε κανονική εκκαθάριση, δεν επαρκούσαν οι εισπράξεις από την εκποίηση των περιουσιακών της στοιχείων, ώστε να αποπληρωθούν οι πιστωτές, με αποτέλεσμα να είναι πλέον φανερός ο κίνδυνος για τους μετόχους, να απωλέσουν εξ ολοκλήρου την επένδυση τους.

 

Ως αποτέλεσμα του ανωτέρω Διατάγματος, οι μετοχές που αντιπροσώπευαν το μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας Κύπρου, πριν από την έναρξη ισχύος του Διατάγματος, ορίστηκαν ως «συνήθεις μετοχές» και όλα τα απορρέονται εξ αυτών δικαιώματα ή σε σχέση με αυτά, αναστάλησαν μέχρι την ημερομηνία επαναμετατροπής των Μετοχών Τάξης Δ, κατά την έννοια του Μέρους 4 του Παραρτήματος Γ, του ανωτέρω Διατάγματος.

 

Η Αρχή Εξυγίανσης, ασκώντας τις εκ του Νόμου εξουσίες της, λαμβάνοντας υπόψη το σημείωμα του Τμήματος Εποπτείας και Ρύθμισης Τραπεζικών Ιδρυμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ημερ. 23.7.2013, και με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, εξέδωσε το Διάταγμα ΚΔΠ 278/2013, Ε.Ε.Δ. Αρ. 4703, 30 Ιουλίου 2013, με το οποίο τροποποιήθηκαν τα περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διατάγματα του 2013 (Αρ.2), περιλαμβανομένου του Διατάγματος ΚΔΠ 103/2013, Ε.Ε.Δ. Αρ. 4645, 29 Μαρτίου 2013.  Με την παράγραφο 5 του Διατάγματος ΚΔΠ 278/2013 (ανωτέρω) η ονομαστική αξία των Μετοχών Τάξεως Β, Τάξεως Γ, Τάξεως Δ, και των Συνήθων Μετοχών, μειώθηκε από €1 σε 1-3 σεντ. Το ποσό της μείωσης χρησιμοποιείται, σύμφωνα με τη θέση των Καθ' ων η αίτηση, για τη διαγραφή συσσωρευμένων ζημιών της Τράπεζας Κύπρου μέχρι και την 29.3.2013.  Κατ΄ ακολουθίαν των παραγράφων 6 και 7, του ιδίου Διατάγματος, επήλθε διαδοχικώς υποδιαίρεση της ονομαστικής αξίας του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κύπρου και μετατροπή όλων των Τάξεων Μετοχών, σε Μετοχές μιας και μοναδικής Τάξης Μετοχών, με τις συνήθεις μετοχές.

 

Σκοπός του Διατάγματος, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του, είναι η αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας Κύπρου δια του μέτρου διάσωσης με τα ίδια μέσα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, από 30.7.2013 έκαστη μετοχή, θα φέρει μεν τα ίδια δικαιώματα ψήφου και μερίσματος, δεδομένου όμως ότι μειώθηκε η ονομαστική αξία των Μετοχών Τάξεως Β, Γ, Δ και των Συνήθων μετοχών, παράγραφος 5 του Διατάγματος, αποτυπώνεται και διαφυλάσσεται στη νέα μετοχική δομή της Τράπεζας Κύπρου μια σειρά από μειώσεις όπως προνοεί το Άρθρο 12(8), του Νόμου. Ως αποτέλεσμα, οι Μετοχές Τάξεως Β, Γ, Δ και οι Συνήθεις Μετοχές, όπως ορίζονται στο Διάταγμα ΚΔΠ 103/2013 να συμποσούνται στο συμβολικό ποσοστό του 0,5%, του νέου μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κύπρου.

 

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξυγίανσης και τον καθορισμό της εύλογης αξίας των καθαρών περιουσιακών στοιχείων Λαϊκής και Τράπεζας Κύπρου, η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, εξέδωσε το Διάταγμα ΚΔΠ 279/2013, με το οποίο η Τράπεζα Κύπρου εξέδωσε και παραχώρησε στη Λαϊκή Τράπεζα τόσες Μετοχές Τάξεως Α, ονομαστικής αξίας ένα (1) ευρώ έκαστης, έτσι ώστε, η Λαϊκή Τράπεζα, να κατέχει το 18,056371% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κύπρου, απαρτιζόμενου από μια και μόνη τάξη Μετοχών.

 

Οι Αιτητές, με τις υπό κρίση προσφυγές, προσβάλλουν τα ακόλουθα Διατάγματα που αφορούν στη διάσωση της Τράπεζας Κύπρου, επιζητώντας την ακύρωση τους: ΚΔΠ 103/2013 όπως έχει τροποποιηθεί από το Διάταγμα ΚΔΠ 278/2013, 30 Ιουλίου 2013, ΚΔΠ 93/2013 και ΚΔΠ 96/2013.

Οι Καθ' ων η αίτηση 1 και 2, όπως και το Ενδιαφερόμενο Μέρος, (Τράπεζα Κύπρου) εγείρουν αριθμό προδικαστικών ενστάσεων, σε όλες τις ανωτέρω προσφυγές, πλην της προσφυγής με αρ. 5968/12 που αφορά στο Διάταγμα ΚΔΠ 277/2013, με αναλόγως διαμορφωμένο λεκτικό, σε σχέση με τις πράξεις που αποτελούν το αντικείμενο εκάστης. Οι πλείστες όσες είναι κοινές και συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

(1) Οι προσφυγές είναι άνευ αντικειμένου: Η ΚΔΠ 103/2013 έχει τροποποιηθεί και αντικατασταθεί από την ΚΔΠ 278/2013, Ε.Ε.Δ 4703, 30 Ιουλίου 2013 (προδικαστική ένσταση Κεντρικής Τράπεζας αρ.1, Δημοκρατίας αρ.5)

(2)  Οι Αιτητές στερούνται έννομου συμφέροντος: δεν νομιμοποιούνται να προσβάλλουν την ΚΔΠ 103/2013, όπως τροποποιήθηκε από την ΚΔΠ 278/2013, (προδικαστική ένσταση Κεντρικής Τράπεζας αρ.2, Δημοκρατίας αρ.4).

(3) Οι Αιτητές δεν έχουν προσωπικό έννομο συμφέρον: η ΚΔΠ 93/2013 δεν επηρεάζει ευθέως τα δικαιώματα τους.  Θέτει απλώς την τράπεζα υπό καθεστώς εξυγίανσης διά της εξαγγελίας της εφαρμογής των μέτρων πώλησης των εργασιών της (προδικαστική ένσταση Κεντρικής Τράπεζας αρ.3).

(4)  Με την ΚΔΠ 96/2013, δεν θίγεται ευθέως άμεσο συμφέρον των Αιτητών ώστε να νομιμοποιούνται να εγείρουν την παρούσα προσφυγή (προδικαστική ένσταση Κεντρικής Τράπεζας αρ.4, Δημοκρατίας αρ.4).

(5)  Με την ίδια αίτηση δεν είναι δυνατόν να προσβάλλονται δύο οι περισσότερες αυτοτελείς και ανεξάρτητες πράξεις, που δεν έχουν οποιαδήποτε συνάφεια μεταξύ τους (προδικαστική ένσταση Κεντρικής Τράπεζας αρ.5, Δημοκρατίας αρ.6).

(6)  Δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη στην έννοια του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος (προδικαστική ένσταση Κεντρικής Τράπεζας αρ.6, Δημοκρατίας αρ.3 και Ενδιαφερόμενου Μέρους αρ.1).

(7) Άνευ βλάβης των ανωτέρω προδικαστικών ενστάσεων, και αν ακόμη τα δικαιώματα των Αιτητών επηρεάζονται, αυτά δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου αλλά του ιδιωτικού και επομένως το ζήτημα εξέρχεται της δικαιοδοτικής εμβέλειας του στην άσκηση αναθεωρητικού ελέγχου (προδικαστική ένσταση Κεντρικής Τράπεζας αρ.7, Δημοκρατίας αρ.2 και Ενδιαφερόμενου Μέρους αρ.2).

(8) Και τέλος, ότι η συνένωση σε αριθμό προσφυγών του Υπουργού Οικονομικών είναι εσφαλμένη: Ο Υπουργός δεν κέκτηται αποφασιστικής αρμοδιότητας.  Διαζευκτικά δε, ότι οποιαδήποτε πράξη ή γνώμη του Υπουργού Οικονομιών είναι προπαρασκευαστική για την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων εξυγίανσης: ΚΔΠ 93/2013, 96/2013 και 103/2013.  Η απόφαση που έλαβε ο Υπουργός Οικονομικών από κοινού με την Αρχή Εξυγίανσης (4965/2013 μεταξύ άλλων), αφορούσε την αρχική απόφαση για λήψη μέτρων εξυγίανσης δυνάμει του Άρθρου 3 του Νόμου, συνιστά προπαρασκευαστική πράξη των προσβαλλομένων Διαταγμάτων και συνεπώς μη εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Με ελάχιστες εξαιρέσεις οι συνήγοροι των Αιτητών επιχειρηματολογώντας στις προδικαστικές ενστάσεις ότι δεν προσβάλλεται με τις προσφυγές εκτελεστή διοικητική πράξη και ότι και αν ακόμη επηρεάζονται τα δικαιώματα των Αιτητών, δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου, εισηγούνται ότι πρόκειται περί παρερμηνείας της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στη Χριστοδούλου, (ανωτέρω) όπου η Ολομέλεια κατά πλειοψηφία αποφάσισε ότι: «οι όποιες διαφορές μεταξύ καταθετών και τραπεζών ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου». Από την απόφαση της πλειοψηφίας στην Χριστοδούλου, ξεκάθαρα εξάγεται διαφοροποίηση της περίπτωσης των μετόχων από την περίπτωση των καταθετών.  Επικεντρώνονται ουσιαστικά για να υποστηρίξουν την εισήγηση τους, στο κατωτέρω απόσπασμα:

 

«Η σχέση καταθέτη και Λαϊκής είναι εκείνη πιστωτή και οφειλέτη. ..Ο μέτοχος της τράπεζας διαφέρει βεβαίως από τον καταθέτη κατά το ότι είναι ιδιοκτήτης ανάλογου μεριδίου της περιουσίας της τράπεζας, ο όποιος δικός του όμως επηρεασμός θα μπορούσε να συναρτάτο μόνο προς επηρεασμό των ίδιων των μετοχών του.»

 

Επομένως, πάντοτε κατά τους Αιτητές, είναι ξεκάθαρο από την Χριστοδούλου, που επικαλούνται και οι Καθ' ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος, ότι η περίπτωση του μετόχου της τράπεζας διακρίνεται των υπό κρίση αιτήσεων. Εισηγούνται περαιτέρω οι Αιτητές ότι η θέση των Καθ' ων η αίτηση, ότι επειδή υφίσταται σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ τράπεζας και μετόχου, στη βάση της μεταξύ τους σύμβασης αγοράς μετοχών, και επειδή τα δικαιώματα των μετόχων προβλέπονται από το καταστατικό της τράπεζας, η παρούσα διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, νομικώς δεν ευσταθεί. Το επίδικο Διάταγμα δεν έχει εκδοθεί από την τράπεζα, αλλά από διοικητικά όργανα κατά την ενάσκηση της εκτελεστικής τους εξουσίας και εκδόθηκε, όχι για να ρυθμίσει τις σχέσεις τράπεζας και μετόχων, αλλά για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, ασχέτως αν το αποτέλεσμα που επέφερε ήταν ζημιογόνο. Στην προκειμένη περίπτωση, πάντα κατά τους Αιτητές, η μετοχή συνιστά κινητή περιουσία που τυγχάνει της προστασίας του Άρθρου 23 του Συντάγματος.  Όπου και οπότε, επηρεάζεται ιδιωτική περιουσία, το ζήτημα εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου (Thymopoulos a.o. v. Municipal Committee of Nicosia (1967) 3 C.L.R. 588). Για τον ίδιο ακριβώς λόγο και ως θέμα πλέον κοινής και απλής λογικής, η επέμβαση επί των μετοχών του Aιτητή και η στέρηση της κινητής του περιουσίας, όπως επήλθε μέσω του επίδικου Διατάγματος, αποτελεί διαφορά δημοσίου δικαίου.

 

Αναμενόμενα διαφορετική είναι η εισήγηση της Δημοκρατίας.  H διαφορά που υποδεικνύεται από την πλειοψηφία στην Χριστοδούλου, μεταξύ μετόχου και καταθέτη, έγκειται στο ότι η σχέση της τράπεζας με τον καταθέτη αντιδιαστέλλεται ως προς τη σχέση της με τον μέτοχο: Ενώ ο καταθέτης είναι πιστωτής της τράπεζας, ο μέτοχος είναι ιδιοκτήτης της, κατά ανάλογο μερίδιο των μετοχών του προς το σύνολο των μετοχών. Η διαφοροποίηση που επισημαίνει η Ολομέλεια, κατ' ουδένα λόγο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι διαφοροποιεί τη θέση Τράπεζας και Μετόχου ή και μετόχων μεταξύ τους, η οποία κατά πάντα χρόνο παραμένει ως σχέση ιδιωτικού δικαίου, απορρέουσα από τη σύμβαση αγοράς μετοχών. Ο όποιος επηρεασμός των μετόχων, κατά τον τρόπο που επιτάσσει το Άρθρο 3(2)(α) του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου, παραμένει στα πλαίσια της σχέσης της τράπεζας με το μέτοχο. Κατά συνέπεια, οι μέτοχοι της τράπεζας που υποβλήθηκαν σε εξυγίανση, επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημιές που προκύπτουν από την εφαρμογή του μέτρου (Άρθρο 3(2)(α) του Νόμου). Τα δικαιώματα των μετόχων ρυθμίζονται πρωτίστως από τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113 και σαφώς εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.  Ταυτοχρόνως όμως, αποτελούν ιδιοκτησιακό στοιχείο το οποίο τυγχάνει προστασίας τόσο από το Σύνταγμα (Άρθρο 23), όσο και από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Άρθρο 17) και από τη Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΕΣΔΑ) (αρ. 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου).

 

Γεννάται ζήτημα λοιπόν προς εξέταση, αν και κατά πόσον, προστατεύονται από το Σύνταγμα τα δικαιώματα εκ της μετοχής κεφαλαιουχικής εταιρείας, έναντι κρατικών επεμβάσεων. Ο μέτοχος, ως εκ της θέσης του, ως ιδιοκτήτης ανάλογου μεριδίου της τράπεζας, περιβέβληται δικαιωμάτων που απορρέουν τόσο από το νομοθετικό πλαίσιο, περί Εταιρειών Νόμος, ΚΕΦ. 113, όσο και από το κοινό δίκαιο, όπως η συμμετοχή του στις γενικές συνελεύσεις της εταιρείας, στη λήψη αποφάσεων κ.α.  Δικαιώματα που απορρέουν αμέσως ως εκ της ιδιοκτησίας του επί του τίτλου αλλά και εμμέσως δια των οργάνων της εταιρείας.

 

Οι Aιτητές, δεν αμφισβητούν ότι το ιδιοκτησιακό δικαίωμα τους επί της μετοχής ή τα δικαιώματα τους έναντι των άλλων μετόχων και έναντι της εταιρείας, εμπίπτουν στην σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, επικαλούνται όμως στην προκειμένη περίπτωση την προστασία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, εφόσον το κράτος, δια των Kαθ' ων η αίτηση, με όχημα τις προσβαλλόμενες ΚΔΠ, παρενέβη αυθαίρετα στα δικαιώματα τους και επηρεάζει αριθμό μετοχών που οι Aιτητές κατέχουν στα ιδρύματα-τράπεζες, προς τις οποίες απευθύνθηκαν τα Διατάγματα, ως νομικά πρόσωπα που τέθηκαν σε εξυγίανση. Ο όποιος επηρεασμός των μετοχών τους από τις πρόνοιες του Διατάγματος και στην παρούσα περίπτωση όπως ακριβώς και στην Χριστοδούλου, ανάγονται στα μέτρα εξυγίανσης, που λήφθηκαν προς όφελος των ιδίων των τραπεζών, προς τις, οποίες και απευθύνεται το Διάταγμα και «..διέρχεται επίσης μέσα από τις ενέργειες της τράπεζας και την αποτυχία της να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις της ως εκ των μέτρων εξυγίανσης της.»

 

Είναι αδιαμφισβήτητο, ότι δεν ομιλούμε για μετόχους οποιασδήποτε τράπεζας ή οποιουδήποτε ιδρύματος, αλλά για μετόχους συγκεκριμένων τραπεζών: της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου, που υπόκειντο σε εξυγίανση και οι οποίοι, επαναλαμβάνουμε, επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημιές που προκύπτουν από την εφαρμογή των μέτρων. Ακριβώς όπως και στην Χριστοδούλου, τα προσβαλλόμενα Διατάγματα αφορούν τις τράπεζες που ως αυτοτελής νομικές οντότητες είναι διάφορη από τους μετόχους και διευθυντές της (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36, 43). Η εταιρεία δεν είναι ούτε αντιπρόσωπος, ούτε εμπιστευματοδόχος ή εκπρόσωπος των μετόχων της. Bank of Cyprus (Holdings) Ltd ν. R. (1985) 3 C.L.R. 1883.

 

Η σχέση μεταξύ μετόχου και εταιρείας είναι συμβατική. Το ιδρυτικό έγγραφο και καταστατικό της εταιρείας από της εγγραφής, δεσμεύουν την εταιρεία και τα μέλη της, στην ίδια έκταση όπως αν είχαν υπογραφεί και σφραγιστεί από κάθε μέλος αντιστοίχως και διαλαμβάνει την υποχρέωση καθενός μέλους, να τηρεί όλες τις πρόνοιες του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού, Άρθρο 21 του περί Εταιρειών Νόμου, ΚΕΦ. 113.  (Cambridge Gas Transport Corp. v. The Official Committee of Unsecured Creditors (of Navigator Holdings Plc) [2006] UKPC 26, [2006] BCC 962, Halsbury's Laws of England, Vol. 71, 4η έκδοση, Reissue 1996, §140 και 142).

 

Σε κάθε περίπτωση, η ΚΔΠ 278/2013, αφορά άμεσα την ίδια την τράπεζα της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο μειώνεται. Ο όποιος, ενδεχόμενος επηρεασμός των μετόχων, λόγω της μείωσης της αξίας των μετοχών που κατέχουν, είναι έμμεσος.  Ο αμετάβλητος πυρήνας του δικαιώματος επί της μετοχής παραμένει, ενώ ο όποιος περιορισμός του μεταβλητού περιεχομένου των δικαιωμάτων που απορρέουν εκ της μετοχής, όπως επιβλήθηκαν από το νομοθέτη, μπορεί να αποζημιωθεί στα πλαίσια αστικών διαδικασιών, Άρθρο 3 του Νόμου:

 

«Νοείται ότι, οποιεσδήποτε ζημιές, δαπάνες ή άλλα έξοδα, τα οποία προκύπτουν από την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης αναλαμβάνονται πρωτίστως από τους μετόχους και τους πιστωτές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, ενώ μόνον εφόσον εξαντληθούν οι πόροι των μετόχων και των πιστωτών, οι ζημίες, οι δαπάνες και τα άλλα έξοδα που προκύπτουν από την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης αναλαμβάνονται προσωρινά από το Ταμείο Εξυγίανσης.»

 

Όπως παρατηρεί και ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σχετικό σύγγραμμα, Γνωμοδοτήσεις, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1999, σελ. 167, 169 και 172:

 

«.η μετοχή δεν έχει τον απόλυτο χαρακτήρα τής ακίνητης ιδιοκτησίας, αλλά είναι ένα δικαίωμα με ριζικώς διάφορο εκάστοτε περιεχόμενο και χωρίς καν το χαρακτηριστικό τής απόλυτης προστασίας έναντι τρίτων ιδιωτών. Η σχετικότης αυτή της μετοχής προκύπτει από τον διαφοροποιημένο νομοθετικό καθορισμό της και συνεπάγεται μια κατ' ανάγκη ελαττωμένη συνταγματική προστασία.

..........................

 

Γύρω όμως απ' αυτόν το πυρήνα υπάρχει και ένα μεταβλητό περιεχόμενο των δικαιωμάτων εκ της μετοχής το όποιο είναι στην διάθεση του νομοθέτη (αν και όχι τής διοικήσεως). Οι διάφοροι (νόμιμοι λεγόμενοι) περιορισμοί του μεταβλητού αυτού περιεχομένου δεν αποτελούν προσβολή, αλλά νομοθετικό προσδιορισμό του, δεν εξαρτώνται λοιπόν από την συνδρομή των προϋποθέσεων τής αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, αλλά απόκεινται στην εξουσία του νομοθέτη. Η εξουσία αυτή είναι ευρεία, αλλά όχι απεριόριστη. Η αυστηρότης των κριτηρίων της συνταγματικότητος των περιορισμών είναι ανάλογη με την ένταση των τελευταίων.

 

..........................

 

Οι νομοθετικές λύσεις που δίνονται δεν αποσκοπούν απλώς την προστασία τού μετόχου, αλλά την λειτουργικότητα τής εταιρίας, και την προστασία του προσωπικού, των μικρών μετόχων, των δανειστών της και του κοινού, καθώς και την εν γένει προστασία και πρόοδο τής εθνικής οικονομίας. Επομένως, όπως τονίστηκε ήδη", δεν μπορεί να υποστηριχθεί ευλόγως ότι οι εκάστοτε λύσεις των νομοθετικών προβλημάτων των ανωνύμων εταιριών δημιουργούν απαραβίαστα «κεκτημένα» δικαιώματα των hic et nunc μετόχων, απομονώνονται δηλαδή και δεν μπορούν να θιγούν παρά μόνο υπό τις προϋποθέσεις και στο πλαίσιο τής αναγκα-στικής απαλλοτριώσεως.»

 

Το νομοθετικό πλαίσιο και η όλη επιχειρηματολογία Αιτητών και Καθ' ων η αίτηση, στρέφεται κατ' ουσίαν σε ότι με τη Χριστοδούλου κρίθηκε, σε σχέση με το δικαιοδοτικό πλαίσιο που ρυθμίζει στην υπό κρίση περίπτωση, τον επηρεασμό των συμφερόντων των μετόχων της τράπεζας. Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω και ως εκ του γεγονότος ότι μεταξύ τράπεζας και μετόχου υφίσταται συμβατική σχέση, κρίνουμε ότι τα όσα έχουν λεχθεί στην απόφαση Χριστοδούλου, σε σχέση με τους καταθέτες ισχύουν αναλόγως και στην υπό κρίση περίπτωση. Τα προσβαλλόμενα Διατάγματα στρέφονται και αφορούν άμεσα την ίδια την τράπεζα, της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο μειώνεται με έμμεσο επηρεασμό των μετόχων δια της μείωσης της αξίας 'των μετοχών που κατέχουν. Εφόσον τα Διατάγματα στρέφονται και αφορούν άμεσα τις Τράπεζες, ο οποιοσδήποτε επηρεασμός των μετόχων είναι έμμεσος, η δε όποια πραγματική ζημιά έχει προκύψει μπορεί να αποτιμηθεί και αποδοθεί από τα πολιτικά Δικαστήρια.

 

Με τα υπό κρίση Διατάγματα, την ΚΔΠ 104/2013, δεν θίγεται ευθέως άμεσο έννομο συμφέρον των αιτητών, με αποτέλεσμα να μην τους παρέχεται το δικαίωμα προσφυγής και αμφισβήτησης της νομιμότητας του. Οι συνέπειες από την παρέμβαση της Πολιτείας μέσω του Διατάγματος, για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας και οι θεραπείες από την εν λόγω παρέμβαση, δίδουν έρεισμα σε αξιώσεις, που οι μέτοχοι ενδεχομένως μπορούν να διεκδικήσουν, τόσο εναντίον της τράπεζας, όσο και της Πολιτείας σε αστικές διαδικασίες, στη βάση της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης. Ο μέτοχος έχει τη δυνατότητα να στραφεί σε αστική διαδικασία εναντίον της τράπεζας ή ενδεχομένως και εναντίον του Συμβουλίου της, ως παραβαίνουσας τις συμβατικές υποχρεώσεις της, με ενδεχόμενη περαιτέρω επέκταση της αστικής διαδικασίας και εναντίον της Δημοκρατίας, ως προκαλέσασας τον επηρεασμό της συμβατικής οφειλής δια των Διαταγμάτων. 

 

Κατ' ακολουθίαν του λόγου της Χριστοδούλου:

 

«Στα πλαίσια εκείνα τότε είναι που θα κριθεί η νομιμότητα της όποιας παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων της τράπεζας, διερχόμενης μέσα από την παρέμβαση δια των ενεργειών της Πολιτείας αλλά και ενδεχομένως ευρύτερα των εμπλεκομένων Ευρωπαϊκών οργάνων και άλλων, με αναφορά και σε συνταγματικές διαστάσεις αλλά και σε διαστάσεις Ευρωπαϊκού δικαίου.»

 

Αλλά θα κριθεί και η όποια προηγηθείσα ευθύνη για την κατάληξη των τραπεζών στην κατάσταση που ευρέθησαν και την όποια αποτυχία (της τράπεζας) «.κάλυψης των ασφαλισμένων καταθέσεων δυνάμει των σχετικών Σχεδίων Προστασίας Καταθέσεων, που ενδεχομένως να αντανακλούν στην έκταση των μέτρων εξυγίανσης.»

 

Εν κατακλείδι, κρίνουμε, ότι δεν επηρεάζεται ο ουσιαστικός πυρήνας των δικαιωμάτων των μετόχων της τράπεζας δια της απομείωσης των μετοχών τους, από τη θεώρηση ότι δεν υφίσταται ως προς αυτούς έννομο συμφέρον για σκοπούς αναθεωρητικού ελέγχου και ότι οι όποιες αιτιάσεις εμπίπτουν στο ιδιωτικό δίκαιο.

 

Και για να υιοθετήσουμε και πάλι ότι λέχθηκε στη Χριστοδούλου:

 

«Απεναντίας, ενώ ο αναθεωρητικός έλεγχος, ως έλεγχος νομιμότητας, έχει αναλόγως περιορισμένη εμβέλεια, οι αστικές διαδικασίες προσφέρονται ιδιαιτέρως προς διάγνωση κάθε θέματος που μπορεί να είναι σχετικό και απευθύνονται στην ουσία του πράγματος.  Και σαφώς δεν πρέπει να συγχίζεται ο καθορισμός της ορθής δικαιοδοσίας με την ουσία των δικαιωμάτων.

 

Βεβαίως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το αντικείμενο των αστικών διαδικασιών δεν μπορεί να είναι άλλο παρά η όποια χρηματική ζημία στους καταθέτες κατέστη προκύπτουσα από ενέργειες των τραπεζών, της Πολιτείας ή των εμπλεκομένων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων. Και το ζητούμενο θα είναι, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που το ίδιο το Άρθρο 3(2)(δ) του Νόμου προνοεί, εκφράζοντας, όπως είπαμε, πάγιες νομικές αρχές - το κατά πόσο η ζημία στους καταθέτες είναι μεγαλύτερη από αυτή που θα υφίσταντο αν τα διατάγματα δεν είχαν εκδοθεί και οι τράπεζες είχαν αφεθεί στην πορεία τους. Δεν θα μπορούσαν δηλαδή οι καταθέτες να ευρίσκονται σε δυσμενέστερη εκείνης θέση, όπως όμως δεν θα μπορούσαν να ευρίσκοντο ποτέ και σε ευνοϊκότερη - και τούτο πρέπει να είναι συνεχώς υπ' όψη, διότι είναι τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση των τραπεζών κατά το χρόνο των Διαταγμάτων που καθορίζουν και την πραγματική αξία των καταθέσεων κατά το χρόνο εκείνο, με κυρίαρχο στοιχείο ότι οι καταθέτες δεν είναι παρά πιστωτές της τράπεζας.»

 

Εν όψει της κατάληξης μας, δεν κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε τις λοιπές προδικαστικές ενστάσεις εφόσον αυτό δεν θα έχει καμιά πρακτική αξία.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις, όπως έχουν προβληθεί αναλόγως από τους Καθ' ων η αίτηση και το ΕΜ ότι το ζήτημα εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και εξέρχεται της δικαιοδοτικής εμβέλειας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος αλλά και συναφώς ότι ο όποιος επηρεασμός των δικαιωμάτων των μετόχων είναι έμμεσος, επιτυγχάνουν.

 

Οι προσφυγές απορρίπτονται ως απαράδεκτες. Λόγω του καινοφανούς του θέματος δεν θα γίνει διαταγή για έξοδα.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μη διαφωνώντας, υπό το βάρος της απόφασης στη Χριστοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 427, με την κατάληξη των υποθέσεων, θεωρώ ορθό να προσθέσω λίγα λόγια έχοντας υπόψη την απόφαση που εξέδωσα στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά., υπόθ. αρ. 543/2013, ημερ. 28.3.2013. Όπως αμέσως εμφαίνεται, η απόφαση αυτή προηγήθηκε χρονικά της υπόθεσης Χριστοδούλου κατά τρεις περίπου μήνες. Πρόκειτο για προσφυγή στην οποία καταχωρήθηκε και προωθήθηκε μονομερής αίτηση ημερ. 28.3.2013, ιδιαιτέρως επείγουσα, εφόσον καταχωρηθείσα στις 12.00 το μεσημέρι ακούστηκε αυθημερόν στις 12.45 μ.μ., με αποτέλεσμα την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο αναστάληκε η ισχύς της Κ.Δ.Π. 93/2013, με τίτλο Πώληση Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ ημερ. 25.3.2013, στο μέτρο που αφορούσε την ακύρωση των 11.598.739 μετοχών που η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κατείχε στην Τράπεζα Κύπρου αξίας €2.319.748.80.

 

Διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο σε εκείνο το αρχικό και επείγον στάδιο να υφίστατο και εκ πρώτης όψεως έκδηλη παρανομία και ανεπανόρθωτη ζημιά. Το εκδοθέν διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο στις 5.4.2013, πλην όμως επείγουσες διαβουλεύσεις που έγιναν μεταξύ όλων των εμπλεκομένων ως αποτέλεσμα της έκδοσης του διατάγματος, οδήγησαν στην έκδοση της Κ.Δ.Π. 103/2013 ημερ. 29.3.2013, με την οποία οι μετοχές στην Τράπεζα Κύπρου δεν θα απομειώνονταν ολοσχερώς με ουσιαστική επίπτωση το μηδενισμό ή ακύρωση τους, αλλά θα μετατρέπονταν σε μετοχές ήσσονος αξίας κατηγορίας Δ.

 

Το Δικαστήριο, όπως ελέχθη, δέχθηκε την προβληθείσα τότε θέση της αιτήτριας ότι από τις πρόνοιες του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου αρ. 17(Ι)/2013, ο οποίος αποτέλεσε το βασικό νομικό υπόβαθρο των όσων ακολούθησαν, εξαγόταν το εκ πρώτης όψεως νομικό παράδοξο, η αρμοδία Εποπτική Αρχή για τις τράπεζες να είναι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, με ταυτοσημία θεσμού ως προς την καθιδρυθείσα Αρχή Εξυγίανσης που ορίστηκε να είναι και πάλι, η Κεντρική Τράπεζα. Δεν φαινόταν επίσης να είχαν τηρηθεί κάποια ελάχιστα προαπαιτούμενα ως προς την απαραίτητη διαβούλευση που θα έπρεπε να προηγηθεί με το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας Κύπρου ως πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο υπόκειτο σε εξυγίανση. Τέθηκε επίσης και ζήτημα δυσαναλογίας του ληφθέντος διά της Κ.Δ.Π. 93/2013 μέτρου ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα υπό το φως των άρθρων 7 και 8 του πιο πάνω Νόμου.

 

Εν τέλει το εκδοθέν διάταγμα ουδέποτε επανεξετάσθηκε εφόσον η αιτήτρια μετά την έκδοση νέας Κ.Δ.Π. 103/2009, θεώρησε ότι η προσφυγή απώλεσε το αντικείμενο της, ενώ και οι μέτοχοι της Τράπεζας Κύπρου παρέμειναν μέτοχοι έστω με διαφοροποιημένη υπόσταση.  Απέσυρε λοιπόν και το διάταγμα και την ίδια την προσφυγή  στις 5.4.2013.

 

Ακολούθησαν μαζικές καταχωρήσεις προσφυγών από τους καταθέτες τόσο της Τράπεζας Κύπρου, όσο και της Λαϊκής Τράπεζας. Αυτές εξετάστηκαν στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. - ανωτέρω - στην οποία η Πλήρης Ολομέλεια κατά ουσιαστική πλειοψηφία αποφάσισε, τεθέντος του ζητήματος από το ίδιο το Δικαστήριο, ότι η διαφορά που επήλθε ανήκε στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου με αποτέλεσμα την απόρριψη όλων των προσφυγών ως απαράδεκτων. Αυτό ουσιαστικά υπό το φως του δεδομένου ότι οι διάφορες Κ.Δ.Π. που εξετάζονταν, απευθύνονταν στις ίδιες τις τράπεζες που επηρεάζονταν ώστε οι καταθέτες μόνο εμμέσως να είχαν λόγο. Υποδείχθηκε ότι ήταν οι εργασίες των δύο τραπεζών που επηρεάζονταν εφόσον στη μεν περίπτωση της Λαϊκής Τράπεζας αυτή ήταν που τίθετο υπό εξυγίανση με πώληση των εργασιών της, στη δε περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου, οι εργασίες της τέθηκαν υπό εξυγίανση με τη μέθοδο της διάσωσης διά ιδίων μέσων. Τονίσθηκε δε η κατ' ουσία, νόμω και πράγμασι, σχέση του καταθέτη με την τράπεζα ως σχέση πιστωτή-τραπεζικού ιδρύματος στο ιδιωτικό δίκαιο στη βάση των συμβατικών δημιουργούμενων εκατέρωθεν υποχρεώσεων.

 

Οι υπό κρίση υποθέσεις αφορούν μετόχους της Τράπεζας Κύπρου. Η δεδομένη νομική αντίληψη ότι οι μέτοχοι είναι «ιδιοκτήτες» της τράπεζας, στο βαθμό βέβαια που ο κάθε μέτοχος κατέχει ανάλογο αριθμό μετοχών εκφραζόμενο ως ποσοστό επί του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου, δεν διαφοροποιεί τη φυσιογνωμία του πράγματος. Και ο μέτοχος έχει συμβατική με την τράπεζα σχέση. Ο μέτοχος, σύμφωνα με τις καθιερωμένες έννοιες στο εταιρικό δίκαιο, δεν είναι ιδιοκτήτης της εταιρικής περιουσίας κατά το κοινοδίκαιο ή το δίκαιο της επιείκειας και μια εταιρεία κατέχει την περιουσία της υπό καταπίστευμα ώστε να τη διαχειρίζεται σύμφωνα με το καταστατικό της. Το δικαίωμα των μετόχων είναι να λαμβάνουν το ανάλογο μερίδιο του κέρδους από αυτή τη διαχείριση. Η μετοχή προσδίδει βασικά στον κάτοχο της το σύνολο των δικαιωμάτων που απορρέουν από τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό της εταιρείας (δέστε Borland' s Trustee v. Steel Brothers & Co Ltd [1901] 1 Ch. 279 και Pennington: Company Law 3η έκδ., σελ. 59-60).

 

Ο μέτοχος λοιπόν έχει συμβατική με την τράπεζα σχέση. Και, περαιτέρω, όπως ειπώθηκε στη Χριστοδούλου κ.ά., οι εργασίες της τράπεζας δεν είναι εργασίες των καταθετών, αλλά ούτε και των μετόχων της. Η σχέση μετόχου-τραπεζικού ιδρύματος παραπέμπει αναμφιβόλως σε έννοιες που απαντώνται στο εταιρικό δίκαιο και συνεπώς στο ιδιωτικό τοιούτο.

Η απόφαση στη Χριστοδούλου έχει επικαλύψει τις αιτιάσεις που προωθήθηκαν με την προσφυγή και τη μονομερή αίτηση  στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, υπό το φως της διχοτόμησης της ουσίας των προσφυγών με την ένταξη τους είτε στο δημόσιο είτε στο ιδιωτικό δίκαιο, με τελική απόκλιση και απόφαση στο τελευταίο ζήτημα που δεν είχε τεθεί ούτε εξεταστεί στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου. Δεν εξετάστηκαν ούτε τα επακριβή ζητήματα που τέθηκαν με τις προσφυγές στη Χριστοδούλου ενόψει του ευρύτερου σκεπτικού με το οποίο οι προσφυγές κρίθηκαν απαράδεκτες στο διοικητικό δίκαιο. Τα θέματα παραμένουν ανοικτά προς συζήτηση και απόφαση στα πλαίσια του ιδιωτικού δικαίου. Αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η απόφαση στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου έτυχε αναφοράς κατά τη συζήτηση των υποθέσεων από τον ευπαίδευτο συνήγορο ομάδας των αιτητών κ. Α. Μαρκίδη υποδεικνύοντας, προς αντίκρουση συναφούς επιχειρήματος, ότι θα ήταν δυνατή η αποκατάσταση πραγμάτων  κατά το δυνατόν και κατά ένα δικαιότερο τρόπο προς όφελος των αιτητών έστω και εκ των υστέρων και μετά την υλοποίηση των προσβαλλόμενων πράξεων.

 

Ας μου επιτραπεί να προσθέσω και τα εξής σχόλια: η οικονομική κρίση που επηρέασε την Κυπριακή Δημοκρατία, τόσο δημοσιονομική όσο και τραπεζική, κατέστησε αδήριτη την ανάγκη για εξωτερικό δανεισμό. Έτυχε όμως πρωτόγνωρης αντιμετώπισης από τους δανειστές της με θεωρίες και όρους νεοφανείς ανά το παγκόσμιο. Παραδοσιακές εταιρικές νομικές έννοιες υπέστησαν στρεβλώσεις με συνακόλουθες οικονομικές επιπτώσεις. Παρατηρείται, όμως, ότι ο Νόμος αρ. 17(Ι)/2013 έθεσε την εξυγίανση τραπεζικού ιδρύματος υπό το βάρος ορισμένων γενικών αρχών, οι οποίες αποτυπώνονται σαφώς στο Άρθρο 3. Ιδιαιτέρως σημειώνονται οι πρόνοιες ότι (i) οι πιστωτές του ιδρύματος δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν αν το εν λόγω ίδρυμα τίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση, (εδώ να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις εκκαθάρισης εταιρείας, οι μέτοχοι είναι οι τελευταίοι σε σειρά προτεραιότητας που μπορούν να ελπίζουν ότι θα λάβουν μέρος της εταιρικής περιουσίας - δέστε Brenda Hannigan: Company Law σελ. 389-393 και 818-820), (ii) τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται ζημιές ανάλογες με την ατομική ευθύνη που φέρουν για τους λόγους που έθεσαν το ίδρυμα σε εκκαθάριση βάσει του αστικού ή ποινικού δικαίου και (iii) η επέμβαση επί των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας δεν υπερβαίνει πρόνοιες του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

Παραμένουν λοιπόν προς τελική απόφαση επί των δικαιωμάτων των μετόχων, καθώς και των καταθετών, τα εγερθέντα στις προσφυγές ζητήματα στο μέτρο που θα εγερθούν ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων στο πλαίσιο αστικών αγωγών.  Ζητήματα αποζημιώσεων θα εγείρονταν ούτως ή άλλως στα Επαρχιακά Δικαστήρια ακόμη και μετά την τυχόν επιτυχία των προσφυγών. Με τη διαφορά ότι οι αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 είναι μια  sui generis, δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, ενώ στο αστικό δίκαιο αποδίδεται η επακριβής ζημιά στο βαθμό που αποδεικνύεται στη βάση των αρχών του αστικού και εταιρικού δικαίου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-

 

Το ιστορικό που οδήγησε στην καταχώρηση των προσφυγών και οι θεραπείες που ζητούνται

 

Τα γεγονότα σε κάθε υπόθεση είναι σημαντικά, ιδιαίτερα στις υποθέσεις αυτής της φύσης που το κράτος αναγκάστηκε να παρέμβει κατά τρόπο πρωτόγνωρο για να περισώσει το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία του τόπου. Ένα από τα θέματα που τίθενται με τις προδικαστικές ενστάσεις είναι κατά πόσον τα δικαιώματα των Αιτητών που επηρεάζονται ανήκουν στη σφαίρα του ιδιωτικού ή του δημοσίου δικαίου. Για να αποφασιστεί το κύριο αυτό ερώτημα θα πρέπει να διακριβωθεί ο δημόσιος σκοπός που επιδίωκε το κράτος με τα μέτρα εξυγίανσης. Γι' αυτό θεωρώ σκόπιμο να συνοψίσω κάποια κύρια στοιχεία, από τα οποία μπορεί να αντληθεί βοήθεια για την εξεύρεση του δημόσιου σκοπού.

 

Οι υπό εκδίκαση υποθέσεις - 34 στο σύνολό τους - καταχωρίστηκαν αμέσως μετά την απόφαση (16.3.2013) της ομάδας των κρατών μελών της Ευρωζώνης για την παραχώρηση οικονομικής βοήθειας για διάσωση της οικονομίας της Κύπρου και τη σύναψη στη συνέχεια Mνημονιακής Σύμβασης. Τα γεγονότα που οδήγησαν στον κλονισμό του τραπεζικού συστήματος και κατ' επέκταση της κυπριακής οικονομίας, είναι πλέον γνωστά. Σε ό,τι αφορά τους λόγους που η Κύπρος οδηγήθηκε στις αρχές του 2011 σε αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της από τους οίκους αξιολόγησης και τον αποκλεισμό της από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, τους έχουμε συνοψίσει στην πρόσφατη απόφασή μας που αφορούσε στην έκτακτη εισφορά (βλ. Χαραλάμπους κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 175, ECLI:CY:AD:2014:C1005). Σε ό,τι αφορά το τραπεζικό σύστημα, οι λόγοι έχουν συνοψιστεί σε έκταση στην απόφαση που αφορούσε τις υποθέσεις των καταθετών (βλ. Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427).

 

Όπως αναφέρεται στα δικόγραφα και ιδιαίτερα στις ενστάσεις, ως αποτέλεσμα του αποκλεισμού της Κύπρου από δανεισμό στις διεθνείς αγορές, η κυπριακή κυβέρνηση προσέφυγε στην εγχώρια αγορά, η οποία ήταν πλέον η μόνη διαθέσιμη πηγή δανεισμού για χρηματοδότηση των αναγκών του κράτους. Στις αρχές του 2012, λόγω της απόφασης της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης για απομείωση των ελληνικών κυβερνητικών ομολόγων, οι κυπριακές τράπεζες οι οποίες είχαν στο επενδυτικό πορτοφόλιο τους μεγάλο αριθμό ελληνικών κυβερνητικών ομολόγων, υπέστησαν ζημιές που αντιστοιχούσαν σε περίπου €4.5 δισεκατομμύρια. Η συγκεκριμένη ζημιά στο επίπεδο της οικονομίας της Κύπρου, αντιστοιχούσε στο τεράστιο ποσοστό του 25% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ)*, το οποίο ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό που αναγκάστηκε να υποστεί οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως ήταν αναμενόμενο, η ζημιά ταρακούνησε τις κυπριακές τράπεζες και κατ' επέκταση την οικονομία. Συγκεκριμένα η Λαϊκή Τράπεζα υπέστη ζημιά της τάξης των €2.4 δισεκατομμυρίων, ενώ η Τράπεζα Κύπρου ζημιά της τάξης των €1.9 δισεκατομμυρίων.

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω ζημιάς, οι δύο μεγαλύτερες Κυπριακές Τράπεζες χρειάζονταν επειγόντως ανακεφαλαιοποίηση.  Προσπάθησαν να αντλήσουν κεφάλαια από ιδιωτικές πηγές, χωρίς επιτυχία. Ταυτόχρονα το κράτος προσπαθούσε να βρει τρόπους να χρηματοδοτήσει τις δικές του ανάγκες και ήταν αδύναμο να βοηθήσει τις δύο Τράπεζες στο βαθμό που χρειαζόταν.

 

Τα χρηματοοικονομικά προβλήματα που συσσωρεύτηκαν, ανάγκασαν τη Δημοκρατία στις 25.6.2012 να προσφύγει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, το Νοέμβριο του 2012 υπογράφηκε το Μνημόνιο Συναντίληψης.

 

Τα πράγματα στο μεταξύ χειροτέρευαν τόσο στον τραπεζικό τομέα, που συνέχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα κεφαλαιϊκής επάρκειας λόγω των συνεχών εκροών καταθέσεων, όσο και στα δημόσια οικονομικά. Τόσο η Λαϊκή, όσο και η Τράπεζα Κύπρου, αναγκάστηκαν να αντλήσουν Έκτακτη Ρευστότητα (ELA) από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ώστε να διασφαλίσουν τη ρευστότητά τους.

 

Στις 16.3.2013 επιτεύχθηκε πολιτική συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ομάδας χωρών του Eurogroup και του ΔΝΤ (Τρόικα) από τη μια και από την άλλη της Κυπριακής Δημοκρατίας για την εγκαθίδρυση ενός Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, που περιλάμβανε και μέτρα για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με ίδια μέσα. Με τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 19.3.2013 να απορρίπτει το αρχικό νομοσχέδιο που προτάθηκε από την κυβέρνηση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα («ΕΚΤ») την 21.3.2013 αποφάσισε να μην παράσχει πρόσθετη Έκτακτη Ρευστότητα (ELA), εκτός και εάν ετίθετο σε εφαρμογή το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής που είχε συμφωνηθεί στις 16.3.2013, μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τρόικα. Χωρίς Έκτακτη Εισφορά οι δύο Τράπεζες δεν θα είχαν την απαιτούμενη ρευστότητα για να λειτουργήσουν. Από την κατάρρευση των μεγάλων Τραπεζών υπήρχε, όπως διατείνονται οι Καθ' ων η αίτηση, κίνδυνος κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος, με αναπόφευκτες επιπτώσεις στην οικονομία της Κύπρου.

 

Στις 22.3.2013 η Βουλή ψήφισε σειρά Νόμων στα πλαίσια διάσωσης της Κυπριακής Οικονομίας. Μεταξύ αυτών ήταν και ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμος του 2013 (Ν. 17(Ι)/2013). Αφού η Βουλή είχε ήδη απορρίψει την αρχική πολιτική συμφωνία με το Eurogroup, η Κυπριακή Δημοκρατία στις 25.3.2013 υπέγραψε νέα πολιτική συμφωνία για την εγκαθίδρυση ενός προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, το οποίο στη συνέχεια έγινε γνωστό ως το «Μνημόνιο». Μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε όπως πρώτα η Λαϊκή Τράπεζα και μετά η Τράπεζα Κύπρου, τεθούν άμεσα υπό καθεστώς εξυγίανσης, με τη γνωστή πλέον μέθοδο «Bail in».

 

Τα όσα ακολούθησαν της υπογραφής του Μνημονίου μέχρι τη θέσπιση της πιο πάνω νομοθεσίας, καταγράφονται στην απόφαση της πλειοψηφίας και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω. Αρκεί να αναφέρω ότι στη βάση των Άρθρων 3 και 6(1) του Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα προχώρησε στη λήψη μέτρων εξυγίανσης, εκδίδοντας μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου του 2013 τις διάφορες ΚΔΠ που αναφέρονται στην απόφαση της πλειοψηφίας*. Τα μέτρα διάσωσης ακολούθησαν τη σειρά που προβλέπεται στο Νόμο. Σε ό,τι αφορά την Τράπεζα Κύπρου, οι πρώτοι που υπέστηκαν τις επιπτώσεις της απομείωσης του μετοχικού κεφαλαίου, ήταν οι κάτοχοι μετοχών και άλλων τίτλων της Τράπεζας.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση δικαιολογούν την παρέμβαση του κράτους, ισχυριζόμενοι ότι αν δεν ενεργούσαν όπως ενήργησαν και η Τράπεζα Κύπρου ετίθετο υπό καθεστώς εκκαθάρισης, οι μέτοχοι κινδύνευαν να χάσουν όλες τις μετοχές ή άλλους τίτλους που κατείχαν.

 

Οι Αιτητές, οι οποίοι ήταν μέτοχοι της Τράπεζας Κύπρου, με τις προσφυγές τους, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, προσβάλλουν ορισμένα από τα πιο πάνω διατάγματα, τα οποία αφορούσαν στη διάσωση της Τράπεζας Κύπρου και ζητούν την ακύρωσή τους.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις

Οι δύο Καθ' ων η αίτηση καθώς και το ΕΜ, εγείρουν αριθμό προδικαστικών ενστάσεων, οι πλείστες των οποίων είναι κοινές.  Οι οκτώ προδικαστικές ενστάσεις συνοψίζονται στην απόφαση της πλειοψηφίας και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθούν.

 

Ανεξαρτήτως του τρόπου που οι Καθ' ων η αίτηση ιεράρχησαν τις προδικαστικές ενστάσεις τους, θεωρώ ότι προέχει η εξέταση της έβδομης προδικαστικής ένστασης, η οποία αφορά στο δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο, καθότι το αποτέλεσμα θα καθορίσει και την περαιτέρω εξέταση όχι μόνο των προδικαστικών ενστάσεων, αλλά και την πορεία των προσφυγών. Σ' αυτήν εμπλέκεται και η προδικαστική ένσταση η οποία αφορά στο έννομο συμφέρον.

 

Δημόσιο δίκαιο και η αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος

Προτού επιληφθώ της συγκεκριμένης προδικαστικής ένστασης, θα πρέπει πρώτα να εξετάσω την έννοια της μετοχής, καθώς και το δικαίωμα των μετόχων έναντι της Τράπεζας.

 

Σύμφωνα με το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, «μετοχή» σημαίνει συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρείας. Ως αποτέλεσμα της συμμετοχής προσώπου με συγκεκριμένο ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας, ο μέτοχος δικαιούται σε αντίστοιχο ποσοστό του κεφαλαίου της εταιρείας, καθώς και αντίστοιχου ποσοστού στα κέρδη, εάν τέτοια εξαγγελθούν. Τα δικαιώματα των μετόχων ρυθμίζονται πρωτίστως από τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113 και σαφώς εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Ως ιδιοκτησιακό στοιχείο προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος.

 

Οι Αιτητές ως μέτοχοι δεν αμφισβητούν ότι τα δικαιώματα τους έναντι των άλλων μετόχων και έναντι της εταιρείας εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, αλλά στην προκειμένη περίπτωση επικαλούνται την προστασία του διοικητικού δικαίου, καθότι το κράτος δια των Καθ' ων η αίτηση με τις προσβαλλόμενες Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις που εξέδωσε, παρενέβη αυθαίρετα στα δικαιώματά τους. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι εάν δεν μεσολαβούσαν οι πράξεις του κράτους δεν θα επηρεάζονταν τα δικαιώματά τους ή δεν θα επηρεάζονταν στο βαθμό που έχουν επηρεαστεί. Το ζητούμενο είναι αν οι πράξεις εναντίον των οποίων στρέφονται οι Αιτητές ανάγονται στο δημόσιο δίκαιο και όχι στο ιδιωτικό δίκαιο, ώστε να εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

 

Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά., ανωτέρω, η οποία αφορούσε την περίπτωση επηρεασμού των δικαιωμάτων καταθετών των δύο υπό εξυγίανση τραπεζικών ιδρυμάτων. Είχα την ευκαιρία σε διιστάμενη απόφασή μου να εξηγήσω ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις αποσκοπούσαν στο να ρυθμίσουν θέματα που είχαν πρωταρχικό σκοπό την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και την αποτροπή άτακτης χρεοκοπίας των τραπεζών. Εξήγησα, όπως και η Παπαδοπούλου, Δ., στη δική της διιστάμενη απόφαση, ότι οι συγκεκριμένες πράξεις των Καθ' ων η αίτηση αποσκοπούσαν στην προώθηση δημόσιου σκοπού (εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος) για τον οποίο το κοινό έχει έντονο συμφέρον, με αποτέλεσμα να εμπίπτουν και ως εκ της φύσης τους, στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

 

Κατά την άποψή μου οι Αιτητές ως μέτοχοι, τα συμφέροντα των οποίων φαίνεται να επηρεάστηκαν από τον τρόπο που ενήργησαν οι Καθ' ων η αίτηση, έχουν δικαίωμα να προσφύγουν δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Συμφωνώ απόλυτα με τον εύστοχο παραλληλισμό που έκανε ο κ. Κ. Χατζηιωάννου και εμμέσως ο κ. Αλ. Μαρκίδης, με την υπόθεση Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73 σε σχέση με το έννομο συμφέρον ατόμου προς το οποίο δεν απευθύνεται η ατομική διοικητική πράξη. Στην πιο πάνω υπόθεση η Αιτήτρια καταχώρησε προσφυγή κατά διοικητικής πράξης, ισχυριζόμενη ότι το κτήμα της σε οικιστική περιοχή γειτνιάζει προς το κτήμα του ενδιαφερόμενου μέρους εντός του οποίου θα ανεγείρετο πτηνοτροφική μονάδα η οποία σύμφωνα με την Αιτήτρια θα της προκαλούσε οχληρία. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή για το λόγο ότι η Αιτήτρια δεν είχε έννομο συμφέρον (Υπόθ. Αρ. 749/89, ημερ. 5.8.1991). Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανατρέποντας την πρωτόδικη κρίση, επέτρεψε την έφεσή της, αποφασίζοντας ότι η Αιτήτρια είχε έννομο συμφέρον να διεκδικεί όπως οι Κανονισμοί οι οποίοι απαγόρευαν την ανέγερση πτηνοτροφικής μονάδας στην περιοχή του κτήματος της Αιτήτριας μην τύχουν οποιασδήποτε χαλάρωσης. Οι συνέπειες από την επίδικη χαλάρωση, όπως πιθανολογείτο, ήταν η δημιουργία στην Αιτήτρια οχληρίας και η μείωση της αξίας της γης της. Κρίθηκε επομένως ότι ανεξάρτητα από τα δικαιώματα της Αιτήτριας να αξιώσει στο μέλλον αποζημίωση με βάση το αστικό δίκαιο για τη δημιουργηθείσα οχληρία, το έννομο συμφέρον της δυνάμει του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος, καθώς και το δικαίωμα της να εγείρει προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, παρέμειναν αναλλοίωτα. Τα ίδιο κατά την άποψή μου συμβαίνει και στην περίπτωση των μετόχων. Ανεξάρτητα αν υπάρχει αστική θεραπεία ή όχι, δικαιούνται με προσφυγή να επιδιώξουν ακύρωση της διοικητικής πράξης.

 

Με κάθε σεβασμό στην απόφαση της πλειοψηφίας, ότι η περίπτωση των μετόχων της Τράπεζας Κύπρου εμπίπτει όπως και εκείνη των καταθετών στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, διατηρώ τις απόψεις που εξέφρασα στη μειοψηφική απόφαση μου στη Χριστοδούλου. Δεν αμφισβητώ ότι η απόφαση της πλειοψηφίας στη Χριστοδούλου είναι δεσμευτική, αλλά όπως τότε στην περίπτωση των καταθετών, έτσι και τώρα στην περίπτωση των μετόχων, οι απόψεις μου διίστανται και αισθάνομαι υπόχρεος να τις καταγράψω.

 

Όπως εξήγησα στη διιστάμενη απόφασή μου στη Χριστοδούλου, ανωτέρω, οι πράξεις ως εκ της φύσης και του χαρακτήρα τους δεν μπορούν παρά να ενταχθούν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Οι πράξεις οι οποίες φέρουν το γνώρισμα ατομικών εκτελεστών διοικητικής πράξεων, σαφώς εμπίπτουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, με δεδομένο το έννομο συμφέρον των αιτητών - ως μετόχων - τα συμφέροντα των οποίων επηρεάζονται, σύμφωνα με τα αποφασισθέντα στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω. Δεν θα προσέθετα κάτι καινούργιο αν επαναλάμβανα με διαφορετικό λεκτικό τις σκέψεις που διατύπωσα στη Χριστοδούλου, ανωτέρω. Γι' αυτό παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα, το οποίο συνεχίζει να με εκφράζει, ένα χρόνο μετά:-

 

«Το πρώτο που θα πρέπει να λεχθεί είναι ότι μια πράξη για να είναι προσβλητή στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, πρέπει να ανάγεται στον τομέα του δημοσίου δικαίου.

 

Η ταξινόμηση μιας πράξης στη σφαίρα του ιδιωτικού ή του δημοσίου δικαίου δεν είναι πάντα εύκολη. Όπως αναφέρθηκε από την Ολομέλεια στην Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 373:-

 

«Σύμφωνα με καλά καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου, πράξεις εξουσίας (imperium) οι οποίες ανάγονται στο δημόσιο δίκαιο, είναι εκείνες που η διοίκηση ασκεί δημόσια εξουσία, δηλαδή εμφανίζεται έναντι των διοικουμένων επί εξουσιαστικής βάσης. Από την άλλη, πράξεις διαχείρισης (fiscus) αφορούν στην προστασία του οικονομικού ή ταμιευτικού συμφέροντος της δημόσιας αρχής. Στην κατηγορία αυτή, η διοίκηση δρα ισότιμα έναντι του διοικουμένου χωρίς να επιβάλλει την εξουσία της σ' αυτόν. Συνήθης περίπτωση είναι η διαχείριση ή εκμετάλλευση της περιουσίας του κράτους ή άλλες πράξεις οι οποίες μπορεί να συνδέονται με τη λειτουργία δημόσιας αρχής, αλλά έγιναν με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.»

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε πρακτικά κριτήρια για την ταξινόμηση των πράξεων. Στην Antoniou a.o. v. The Republic (1984) 3(A) C.L.R. 623 στη σελίδα 627 θεωρήθηκε ότι εάν η πράξη αποσκοπεί στην προώθηση κατά κύριο λόγο δημόσιου σκοπού, τότε εμπίπτει στον τομέα του δημοσίου δικαίου.  Δημόσιος σκοπός καθορίστηκε εκείνος που το κοινό γενικά έχει συμφέρον στην ευόδωσή του. Αντίθετα, πράξεις που εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου είναι εκείνες που ρυθμίζουν ιδιωτικά δικαιώματα των πολιτών στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Η ισοτιμία των συμβαλλομένων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πράξεων διαχείρισης, οπότε και η πράξη παίρνει τη μορφή σύμβασης και ταξινομείται στο ιδιωτικό δίκαιο (βλ. Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 882).

 

Στην προκειμένη περίπτωση οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν πρωταρχικό σκοπό την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και την αποτροπή άτακτης χρεοκοπίας των τραπεζών. Κατά την άποψή μου οι προσβαλλόμενες πράξεις αποσκοπούν στην προώθηση δημόσιου σκοπού για τον οποίον το κοινό έχει έντονο συμφέρον με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.* Μπορεί οι προσβαλλόμενες πράξεις να έχουν και τα στοιχεία της ρύθμισης ιδιωτικών δικαιωμάτων, αλλά, όπως και στην περίπτωση διαχείρισης τουρκοκυπριακών περιουσιών κρίθηκε ότι λόγω του σκοπού, της φύσης της πράξης και έντονου δημόσιου συμφέροντος, αυτή ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Όπως κρίθηκε στην Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, ακόμη και ο τερματισμός άδειας κατοχής τουρκοκυπριακής περιουσίας έχει σαν αντικείμενο την προαγωγή δημόσιου σκοπού, ως εκ της αναληφθείσας υποχρέωσης της πολιτείας έναντι των χιλιάδων προσφύγων σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα (βλ. επίσης Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218, 222, Πλάτων κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 2042 και Σπύρου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 87).

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο κέκτηται αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει επί κάθε προσφυγής κατά αποφάσεως οιουδήποτε οργάνου ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, κατά πόσο αυτή είναι αντίθετη με το Σύνταγμα, το νόμο ή εγένετο καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. Το Άρθρο 146.6 προβλέπει περαιτέρω ότι οποιοδήποτε πρόσωπο ζημιωθεί από απόφαση ή πράξη η οποία κηρύχθηκε άκυρη από το Ανώτατο Δικαστήριο και η αξίωση του δεν ικανοποιηθεί, δικαιούται να επιδιώξει δικαστική αποζημίωση ή άλλη θεραπεία.

 

Σύμφωνα με το διοικητικό δίκαιο Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις είναι αυτές που θέτουν κανόνες δικαίου, οι οποίες λόγω του περιεχομένου τους δημιουργούν γενικές και απρόσωπες καταστάσεις, οι οποίες είναι αντικειμενικές σε αντίθεση με τις Ατομικές Διοικητικές Πράξεις που είναι περισσότερο υποκειμενικές. Παραδείγματα Κανονιστικών Πράξεων είναι ο καθορισμός των πληρωτέων τελών για τη λειτουργία αποθηκών αποταμίευσης παγκυπρίως* και ο καθορισμός γεωργικών προϊόντων, τα οποία υπόκεινται σε υποχρεωτική ασφάλεια.** Τέτοιες πράξεις δεν προσβάλλονται ευθέως στο δικαστήριο με προσφυγή. Όμως η νομιμότητά τους μπορεί να εξεταστεί παρεμπιπτόντως κατά την εξέταση της ουσίας της προσφυγής. Ευθέως μπορούν να προσβληθούν μόνο Aτομικές Διοικητικές Πράξεις.

 

Παρά ταύτα, ορισμένες Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις μπορούν να προσβληθούν ευθέως. Για παράδειγμα πράξεις που αν και Κανονιστικές, απευθύνονται σε μεγάλο αριθμό ατόμων και οι οποίες θεωρούνται ότι στην ουσία είναι Ατομικές, εφόσον δεν πληρούν το κριτήριο της γενικότητας, το οποίο βέβαια είναι περισσότερο εννοιολογικό παρά αριθμητικό.*** Τέτοιες πράξεις γενικού περιεχομένου, έχουν χαρακτηριστεί οι πράξεις καθορισμού πολεοδομικών ζωνών σε συγκεκριμένη περιοχή****, ο καθορισμός ετήσιων τελών ΣΑΛΑ για συγκεκριμένη περιοχή***** και άλλες.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη που αφορά στην ΚΔΠ 103/2013, αν και εκδόθηκε ως Κανονιστική, εντούτοις μπορεί, κατά την κρίση μου, να προσβληθεί ευθέως, εφόσον στην ουσία πρόκειται, λόγω της φύσης και του περιεχομένου της, για σύνολο ατομικών διοικητικών πράξεων. Κατά την άποψή μου η προσβαλλόμενη πράξη δεν πληροί το κριτήριο της γενικότητας που απαιτείται για να χαρακτηριστεί ως Κανονιστική. Αντίθετα, πληροί το κριτήριο της ατομικότητας που απαιτείται στην περίπτωση ατομικών πράξεων. Ούτε η δεύτερη πράξη (ΚΔΠ 104/2013) η οποία .αφορά στην πώληση ορισμένων εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας, ικανοποιεί όλα τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί ως Κανονιστική Πράξη. Μπορεί να προέρχεται από όργανο της διοίκησης που έχει την εξουσία να εκδίδει κανονιστικές πράξεις, αλλά δεν πληροί το κριτήριο της γενικότητας, αφού η πράξη δεν θέτει κανόνες δικαίου και ούτε δημιουργεί γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές καταστάσεις. Πρόκειται στην ουσία για Ατομική Πράξη η οποία δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις που αφορούν ένα συγκεκριμένο οργανισμό και όλα τα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται σ' αυτόν και στα οποία γίνεται αναφορά στα Διατάγματα. Πέραν τούτου η πράξη έχει εξαντληθεί με την πώληση των εργασιών της Λαϊκής, χωρίς να αφήνει οποιαδήποτε κατάλοιπα για εφαρμογή στο μέλλον, όπως συνήθως συμβαίνει με τις Κανονιστικές Πράξεις.* Στην ουσία πρόκειται για Ατομική Διοικητική Πράξη γενικού περιεχομένου. Οι δύο πράξεις κατά την άποψή μου φέρουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα Ατομικών εκτελεστών διοικητικών πράξεων και εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, εκτός αν χαρακτηριστούν «πράξεις κυβερνήσεως» ή το αποτέλεσμα «πολιτικής απόφασης». Αυτή ήταν και η θέση που εξέφρασε και ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας στην Απαντητική του αγόρευση.  Δεν μπορώ να δεχθώ την εισήγηση ότι οι Αιτητές οι οποίοι προσβάλλουν το Διάταγμα που αφορά στη Λαϊκή Τράπεζα δεν έχουν έννομο συμφέρον, όπως εισηγούνται οι συνήγοροι των Καθ' ων η αίτηση. Από την πώληση των εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας και την όλη διαδικασία που προβλέπεται στο σχετικό Διάταγμα, κατά την άποψή μου επηρεάζονται δυσμενώς τα συμφέροντά τους ως καταθετών, εφόσον η πώληση των εργασιών διενεργήθηκε χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να διακόψουν τη συμβατική τους σχέση, αν επιθυμούσαν, ή να εκφράσουν άποψη στην περίπτωση μετόχων.** Εξάλλου το ίδιο το Διάταγμα ΚΔΠ 104/2013, με την παράγραφο 5(3) προβλέπει ότι η μεταβίβαση των εργασιών θα ετίθετο σε ισχύ, θα παρήγαγε «έννομα αποτελέσματα» και θα ίσχυε έναντι τρίτων «από την Ημερομηνία Μεταβίβασης» η οποία καθορίστηκε η 29η Μαρτίου 2013 και ώρα 6.10 πμ. Υπό αυτές τις περιστάσεις, ούτε η μια, ούτε η άλλη πράξη θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν διαφορετικά, εφόσον και ο ίδιος ο Νόμος διά του Άρθρου 26 φαίνεται να αφήνει ανεπηρέαστο το δικαίωμα κάθε προσώπου να προσφύγει στο δικαστήριο για να αμφισβητήσει τις πράξεις στο βαθμό που αυτές επηρεάζουν τα προσδιοριζόμενα ανταλλάγματα για το θιγόμενο δικαίωμα ιδιοκτησίας και το δικαίωμα αναζήτησης οικονομικής επανόρθωσης.

 

Ενόψει του τρόπου που είναι συνταγμένο το Άρθρο 26(1) του Νόμου, υπήρξε εισήγηση ότι το δικαίωμα αυτό αφορά μόνο στο θέμα του «ανταλλάγματος» και επομένως είναι θέμα αποζημιώσεων που εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Αναμφίβολα το δικαίωμα έγερσης αγωγής για σκοπούς αποζημιώσεων αναγνωρίζεται από το Νόμο, όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί το δικαίωμα προσώπου να αμφισβητήσει ως παράνομο το συγκεκριμένο περιορισμό, στο βαθμό που του περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο για ακύρωση αυτής ταύτης της πράξης, καθώς και το δικαίωμα αποτελεσματικής προστασίας, εφόσον η εκτελεστική εξουσία παρενέβη και με πράξεις της διαμόρφωσε τα δικαιώματα των καταθετών και μετόχων. Τα συγκεκριμένα δικαιώματα, κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, το Χάρτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πέραν τούτου, τα Διατάγματα εκδόθηκαν δυνάμει του Άρθρου 6 του Νόμου 17(Ι)/2013, το οποίο περιέχει διάφορες πρόνοιες και θέτει προϋποθέσεις για τη λήψη μέτρων από την Αρχή Εξυγίανσης. Οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις όπως και αυτές του Άρθρου 9(8), στα πλαίσια ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων, θα πρέπει να ελεγχθούν από αρμόδιο δικαστήριο που δεν είναι άλλο από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν στο διοικητικό δίκαιο. Το ίδιο ισχύει και για τον έλεγχο του ευλόγου των μέτρων που λήφθηκαν, με βάση την αρχή της αναλογικότητας.»

 

Στη Χριστοδούλου, εξήγησα επίσης ότι ο μη δικαστικός διοικητικός έλεγχος των αποφάσεων του κράτους, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και εάν αυτές ελήφθηκαν, θέτει σε κίνδυνο την αρχή της νομιμότητας που αποτελεί το θεμέλιο λίθο του κράτους δικαίου. Απόλυτα συναφείς είναι οι σκέψεις που είχα τότε εκφράσει, έστω και αν μερικές από αυτές  συμπλέκονται με την άλλη ένσταση που ήγειραν οι Καθ' ων η αίτηση στην υπόθεση Χριστοδούλου, η οποία αφορούσε στην «πράξη κυβερνήσεως»:-

 

«Τα πρόσφατα γεγονότα στον ευρωπαϊκό χώρο λόγω της οικονομικής κρίσης και τα μέτρα που λήφθηκαν, δίδουν την εντύπωση ότι όχι μόνο το διεθνές δίκαιο, αλλά και το ευρωπαϊκό και εθνικό δίκαιο φαίνεται να ξαναγράφονται. Είναι επομένως αδήριτη ανάγκη για διασφάλιση των δικαιωμάτων των διαδίκων τα οποία απορρέουν από την ΣΕΕ, όπως δοθεί η ευκαιρία στα εθνικά διοικητικά δικαστήρια να ελέγξουν όχι μόνο τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων, αλλά και τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης των διαφόρων εθνικών νομοθετικών διατάξεων, οι οποίες οδήγησαν στις προσβαλλόμενες πράξεις. Όπου διαπιστωθεί σύγκρουση και δεν υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια, εφαρμόζεται το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο υπερισχύει και έχει άμεση εφαρμογή.  Όπου διαπιστωθεί σύγκρουση, αλλά δεν υπάρχει η απαιτούμενη σαφήνεια ως προς το περιεχόμενο και το κύρος των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, τότε το εθνικό δικαστήριο έχει την ευχέρεια, δυνάμει του Άρθρου 267 της ΣΛΕΕ να απευθυνθεί με προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, καλώντας το είτε να ερμηνεύσει συγκεκριμένες πρόνοιες του δικαίου της Ένωσης, π.χ. ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων (Άρθρο 63 ΣΕΕ), είτε να αποφανθεί επί του κύρους συγκεκριμένων νομικών πράξεων οργάνων της Ένωσης. Με τη βοήθεια αυτή το εθνικό δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει πλέον στην εξέταση της συμβατότητας του εθνικού του δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης.

 

Η εθνική κυριαρχία αναμφίβολα έχει υποχωρήσει μπροστά στην υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου και ορθώς θα έλεγα.  Όμως φαίνεται ότι η περαιτέρω διάβρωση της και η παράλληλη διάβρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, πολλές φορές με άτυπες διαδικασίες, θα πρέπει σε κάποιο στάδιο να ελεγχθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, έστω και εμμέσως διά του Άρθρου 267, κατά πόσον είναι συμβατή με το πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο ευρωπαϊκό δικαϊκό σύστημα η υπεροχή του κράτους δικαίου και η έννομη προστασία, τα οποία αποτελούν θεμελιώδη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι άρρηκτα συνυφασμένα με τη Δημοκρατία, δεν είναι δυνατό να εξουδετερωθούν με τη δημιουργία εξαιρέσεων από δικαστικό διοικητικό έλεγχο, κάθε φορά που για διάφορους λόγους εθνικές κυβερνήσεις βρίσκονται σε δύσκολη θέση και λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες παραβιάζουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία απορρέουν από την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γενικά από το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Οι νομικοί περιορισμοί που θέτει το Σύνταγμα στην άσκηση κρατικής εξουσίας θα πρέπει να διατηρηθούν, ώστε ακόμα και σε κρίσιμες και δύσκολες συνθήκες, όπως υπάρχουν σήμερα, να διασφαλίζεται η υπεροχή του κράτους δικαίου και η αρχή της νομιμότητας.

 

..........................

 

Σε περίπτωση που τα διατάγματα εξαιρεθούν του δικαστικού διοικητικού ελέγχου, το κράτος δικαίου και η αρχή της νομιμότητας, τίθενται υπό σοβαρή αμφισβήτηση. Χωρίς τη δυνατότητα δικαστικού διοικητικού ελέγχου, εθνικές κυβερνήσεις υπό την πίεση ή υπό την ανοχή ευρωπαϊκών και άλλων διεθνών οργάνων, ορισμένα από τα οποία μάλιστα φαίνεται να ενεργούν άτυπα και χωρίς πλήρη διαφάνεια, θα μπορούν να λαμβάνουν μέτρα τα οποία θεωρούν, κατά τη δική τους και μόνο κρίση, ότι εξυπηρετούν τους σκοπούς του κράτους, ανεξάρτητα αν μέσα σε μια νύχτα ενδεχομένως να διαμορφώνουν τις οικονομίες και τα οικονομικά μοντέλα των κρατών-μελών, με ενδεχόμενο να παραβιάζεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο .... Σε ποιο βαθμό το συμφέρον των πολλών ή το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων, αυτό θα πρέπει να καθορίζεται στα πλαίσια του Συντάγματος, των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του δικαστικού διοικητικού ελέγχου και όχι εκτός αυτού.»

 

Ενόψει των πιο πάνω και με απόλυτο σεβασμό στην απόφαση της πλειοψηφίας, θα απέρριπτα τη συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση και θα προχωρούσα να εξετάσω τις υπόλοιπες προδικαστικές ενστάσεις. Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό, αφού η απόφαση της πλειοψηφίας στη Χριστοδούλου (ότι οι συγκεκριμένες πράξεις ανήκουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και όχι του δημοσίου), η οποία επιβεβαιώνεται σήμερα και από την απόφαση της πλειοψηφίας στις παρούσες προσφυγές, είναι ως εκ της δεσμευτικότητάς της, απόλυτα σεβαστή.

 

Διαταγή ως ανωτέρω.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο