ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:C643
(2014) 3 ΑΑΔ 308
5 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
S. PAROUTIS ELECTRONICS LTD,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 34/2010)
Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Ελλείποντα από αποθήκη αποταμίευσης εμπορεύματα για τα οποία διαπιστώνεται ότι ουδέποτε εξήχθησαν, αλλά εισήλθαν παράνομα και αδασμολόγητα στην εσωτερική αγορά ― Τα σχετικά νομολογιακά πορίσματα και η εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα ― Η ευθύνη του κυρίου της αποθήκης για καταβολή των σχετικών δασμών και φόρων παραμένει ― Περιστάσεις του ευλόγως επιτρεπτού της φορολογικής απόφασης στην κριθείσα περίπτωση.
Η εφεσίβλητη πέτυχε πρωτοδίκως την ακύρωση της σε βάρος της επιβολής δασμών, αλλά η Δημοκρατία αμφισβήτησε την πρωτόδικη απόφαση με τέσσερεις λόγους έφεσης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι βάσιμος. Το πρωτόδικο δικαστήριο πράγματι αναφέρθηκε στην επιφύλαξη του Άρθρου 76(3) του Νόμου και αποφάνθηκε ότι η εφεσίβλητη, εφόσον είχε πωλήσει τα συγκεκριμένα εμπορεύματα και επομένως εφόσον δεν ήταν ιδιοκτήτρια, υπό την έννοια του κυρίου των εμπορευμάτων, δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπόλογη για την καταβολή των οφειλόμενων δασμών και φόρων. Το πρωτόδικο δικαστήριο, όμως, παραγνώρισε το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο ιδιοκτήτης, καθόσον αφορά σε οποιαδήποτε εμπορεύματα, περιλαμβάνει τον κύριο, τον εισαγωγέα, εξαγωγέα, φορτωτή και άλλο πρόσωπο το οποίο έχει κατοχή ή νόμιμο συμφέρον επί των εμπορευμάτων αυτών. Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη ήταν εξαγωγέας ή φορτωτής ή πρόσωπο που είχε την κατοχή των, προς εξαγωγή, εμπορευμάτων και επομένως ήταν ιδιοκτήτης σύμφωνα με την προαναφερόμενη έννοια και κατά συνέπεια μπορούσε να είναι υπόλογη για την καταβολή των οφειλομένων φόρων και δασμών σύμφωνα με το Άρθρο 76(1) και (3) του Ν 82/67.
2. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι επίσης βάσιμος. Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε σημαντικό το γεγονός ότι ούτε εναντίον του αρμόδιου Τελωνειακού Λειτουργού, αλλά ούτε και εναντίον της εφεσίβλητης, διαπιστώθηκε οποιαδήποτε ποινική ή άλλη ευθύνη για τη μη εξαγωγή των συγκεκριμένων εμπορευμάτων. Αναφέρθηκε και ανέλυσε, μεταξύ άλλων, τα Άρθρα 76, 83, 188 και 191 του Ν 82/67 από τα οποία έκρινε ότι η διαπίστωση ποινικής ευθύνης είναι προϋπόθεση για τη δυνατότητα επίκλησης του Άρθρου 188 και του Άρθρου 191. Είναι ορθό ότι τα Άρθρα 188 και 191 του Νόμου (τα οποία αναγράφονται στο Σημείωμα) δημιουργούν ποινικά αδικήματα, όμως, κατά την εκτίμηση μας, το καίριο ερώτημα ήταν άλλο. Στην παρούσα υπόθεση εξετάζουμε τη νομιμότητα συγκεκριμένης διοικητικής πράξης και συγκεκριμένα της απόφασης των εφεσειόντων, με το προαναφερόμενο Σημείωμα Απαίτησης να καλέσουν την εφεσίβλητη να πληρώσει εισαγωγικό δασμό και φόρο προστιθέμενης αξίας για τους λόγους που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 19.6.2008. Το καίριο ερώτημα, που θα έπρεπε να είχε απασχολήσει το δικαστήριο, ήταν το εύλογα επιτρεπτό του συμπεράσματος των εφεσειόντων και συγκεκριμένα του Τμήματος Τελωνείων, ότι τα εμπορεύματα δεν είχαν εξαχθεί, ότι οι διασαφήσεις ήταν εικονικές, ότι τα εμπορεύματα δεν παραδόθηκαν στο αεροσκάφος προς εξαγωγή και επομένως ότι παρείχετο, στους εφεσείοντες, η εξουσία του Άρθρου 76(1) και (3) του Νόμου. Η εξουσία του αναθεωρητικού δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και στη διακρίβωση του κατά πόσον η Διοίκηση υπερέβηκε τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. Το δικαστήριο δεν επεμβαίνει, όταν η επίδικη απόφαση είναι εύλογα επιτρεπτή, εκτός αν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας.
3. Στην προκείμενη περίπτωση, θεωρούμε ότι το Άρθρο 76 του Ν 82/67 δεν επιβάλλει οποιαδήποτε προϋπόθεση για ποινική καταδίκη του προσώπου στο οποίο το Τμήμα Τελωνείων επιβάλλει φόρο ή δασμό. Το Άρθρο 76(3) σε συνδυασμό με το Άρθρο 76(1) παρέχει εξουσία στο Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων να απαιτήσει από τον ιδιοκτήτη των εμπορευμάτων, υπό την έννοια του Άρθρου 2 του Νόμου, να καταβάλει δασμό ή φόρο για οποιαδήποτε εμπορεύματα ελλείπουν από την αποθήκη του, αν δεν αποδειχθεί ότι η έλλειψη οφείλεται σε φυσική φθορά ή μείωση ή άλλη νόμιμη αιτία. Το ζήτημα των ελλειπόντων εμπορευμάτων καλύπτει και το στάδιο της μεταφοράς τους από την αποθήκη αποταμίευσης. Ήταν εύλογα επιτρεπτό για τους εφεσείοντες να καταλήξουν στο συμπέρασμα, ότι τα εμπορεύματα δεν εξήχθησαν, ότι οι εξαγωγές ήταν εικονικές και ότι η εφεσίβλητη είχε ευθύνη για το ότι τα εμπορεύματα δεν εξήχθησαν με τις πτήσεις που αναφέρονταν στις διασαφήσεις. Δυνάμει του Άρθρου 76 του Νόμου και ανεξάρτητα από τη μη καταδίκη του αρμόδιου Τελωνειακού ή της εφεσίβλητης εταιρείας, η δεύτερη ήταν υπόλογη για την καταβολή των αναλογούντων φόρων και δασμών, όπως έκριναν οι εφεσείοντες, και το συμπέρασμα τους ήταν εύλογα επιτρεπτό.
4. Ενόψει της επιτυχίας των δύο πρώτων λόγων έφεσης η τύχη της πρωτόδικης απόφασης προδιαγράφεται. Όμως θεωρούμε ότι και ο τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης είναι βάσιμοι. Μας φαίνεται ότι τόσο ο προαναφερόμενος όρος στην άδεια λειτουργίας της αποθήκης της εφεσίβλητης, όσο και η εγγύηση την οποία παρείχε, δημιουργούσαν ευθύνη στην εφεσίβλητη να βεβαιωθεί ότι τα εμπορεύματα, τελικά, όντως παραδίδονταν προς εξαγωγή. Δεν είναι αρκετή δηλαδή η παράδοση των εμπορευμάτων προς εξαγωγή αλλά ο ιδιοκτήτης της τελωνειακής αποθήκης θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι τα προς εξαγωγή εμπορεύματα πράγματι εξάγονται. Κάτι τέτοιο, στην προκείμενη περίπτωση, δεν έγινε. Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την εκτίμηση μας, έσφαλε και ως προς το συμπέρασμα του ότι ούτε ο σχετικός όρος λειτουργίας της αποθήκης, αλλά ούτε και η υφιστάμενη εγγύηση δημιουργούσαν την προαναφερόμενη ευθύνη για την εφεσίβλητη, για τους λόγους που επικαλέστηκε.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γιαξής ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 2488,
Georghiades v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ. 659,
Χ"Ιωάννου ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1270,
Anth. Demetriou Bond. Wareh. Co. Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείου κ.ά. (1996) 4(Ε) Α.Α.Δ. 509,
Anth. Demetriou Bond. Wareh. Co. Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 122.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1092/08), ημερ. 10/2/10.
Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Καλλιγέρου (κα), για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Πρόεδρος κ. Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η εφεσίβλητη-αιτήτρια έχει άδεια λειτουργίας ιδιωτικής αποθήκης αποταμίευσης για τα εισαγόμενα εμπορεύματα της (η αποθήκη), τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής καταβολής των εισαγωγικών δασμών και του Φ.Π.Α..
Μετά από έλεγχο του Τμήματος Τελωνείων διαπιστώθηκε ότι η αποθήκη της εφεσίβλητης παρουσίαζε ελλείμματα και απλήρωτες διασαφήσεις με αποτέλεσμα εμπορεύματα να εισέλθουν στην αγορά χωρίς την καταβολή των νενομισμένων δασμών και φόρων. Στη συνέχεια έγινε πλήρης αποθεματικός έλεγχος κατά τον οποίο διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν ελλείμματα εμπορευμάτων για τα οποία προσκομίστηκαν, εκ των υστέρων, εικονικές, όπως έκριναν οι εφεσείοντες, διασαφήσεις εξαγωγών. Η εφεσίβλητη αμφισβήτησε την προαναφερόμενη διαπίστωση και έτσι το τελωνείο-εφεσείοντες προχώρησε και επέδωσε στην εφεσίβλητη Σημείωμα Απαίτησης ως ακολούθως:
«Μετά από διερεύνηση του Τμήματος Τελωνείων, διαπιστώθηκε ότι κατά την περίοδο Δεκεμβρίου 2003 - Απριλίου 2004 προβήκατε σε:
1. Παράνομη μεταφορά διαφόρων αφορολόγητων εμπορευμάτων όπως αναφέρονται στη συνημμένη κατάσταση δασμολογητέας αξίας €17.123 ευρώ (ΛΚ 10.022) από την Αποθήκη Τελωνειακής Αποταμίευσης C511200CY κατά παράβαση των Άρθρων 76 και 83 του Περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος αρ. 82/67.
2. Δόλια αποφυγή καταβολής του πληρωτέου εισαγωγικού δασμού και ΦΠΑ που αναλογεί στα πιο πάνω αναφερόμενα εμπορεύματα που ανέρχεται στο ποσό των €5.040 ευρώ (ΛΚ 2.950) κατά παράβαση του Άρθρου 191 του Περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεων Νόμος αρ. 82/67 και του Άρθρου 46(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 95(Ι)/2000.
3. Αναληθής δήλωση σε τελωνειακά έγγραφα εξαγωγής σε ουσιώδη στοιχεία ως προς την εξαγωγή των πιο πάνω αναφερόμενων εμπορευμάτων κατά παράβαση του Άρθρου 188 του Περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος αρ. 82/67.
Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών και των διαθέσιμων στοιχείων της πιο πάνω υπόθεσης και ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση μου, σας πληροφορώ ότι οφείλετε στην Κυπριακή Δημοκρατία εισαγωγικό δασμό €2.115 ευρώ (ΛΚ 1.238) και φόρο προστιθέμενης αξίας €2.925 ευρώ (ΛΚ 1.712), σύνολο €5.040 ευρώ (ΛΚ 2.950). Επισυνάπτεται σχετική αναλυτική κατάσταση.»
Το ποσό που αναγράφεται στο Σημείωμα Απαίτησης πληρώθηκε, στη συνέχεια, από την τράπεζα που είχε εγγυηθεί τις οφειλές της εφεσίβλητης, οπότε το σημείωμα απαίτησης ανεκλήθη, η προσφυγή όμως την οποία καταχώρησε η εφεσίβλητη-αιτήτρια συνέχισε να εκδικάζεται, καθότι η εφεσίβλητη εχρεώθη αναλόγως, από την πληρώσασα τράπεζα, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον.
Η προσφυγή της εφεσίβλητης αφορούσε σε τέσσερις διασαφήσεις (αρχικώς κάλυπτε έξι περιπτώσεις, στη συνέχεια όμως αποσύρθησαν οι δύο και παρέμειναν οι υπόλοιπες τέσσερις).
Από το γραφείο αναχωρήσεων του τελωνείου στο αεροδρόμιο Λάρνακας όπου τηρούνταν καταστάσεις αναφορικά με τις εξαγωγές αφορολόγητων εμπορευμάτων από αποθήκες αποταμίευσης διαπιστώθηκαν τα εξής, σε σχέση με τις τέσσερις επίδικες διασαφήσεις:
Διασάφηση αρ. 2: Δεν υπήρξε η αναφερόμενη στη διασάφηση πτήση, δεν βρέθηκε αντίγραφο της διασάφησης ούτε και οποιαδήποτε καταχώριση.
Διασάφηση αρ. 29: Δεν βρέθηκε αντίγραφο της διασάφησης ούτε οποιαδήποτε καταχώριση.
Διασάφηση αρ. 30: Δεν υπήρξε η αναφερόμενη στη διασάφηση πτήση, δεν βρέθηκε αντίγραφο της διασάφησης ούτε και οποιαδήποτε καταχώριση.
Διασάφηση αρ. 31: Δεν βρέθηκε αντίγραφο της διασάφησης ούτε και οποιαδήποτε καταχώριση.
Αναφορικά με τις διασαφήσεις 29 και 30 διαπιστώθηκε, ακόμα, ότι ο Λειτουργός, ο οποίος επιστεύετο ότι εσφράγισε και υπέγραψε τις διασαφήσεις, δεν εργαζόταν στις αναχωρήσεις του αεροδρομίου, κατά το σχετικό χρόνο.
Ενόψει των προαναφερομένων οι εφεσείοντες-καθ' ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα, σε συνδυασμό με τα ευρήματα της έρευνας τους, ότι τα εμπορεύματα στα οποία αφορούσαν οι προαναφερόμενες διασαφήσεις δεν εξήχθησαν στην πραγματικότητα και ότι οι σχετικές εξαγωγές ήταν εικονικές, αποδίδοντας στην εφεσίβλητη, ευθύνη, κατά το ότι, έστω και αν δεν εμπλέκετο σ' αυτές, ετοίμαζε και καταχωρούσε διασαφήσεις, χωρίς να βεβαιώνεται επαρκώς ότι τα εμπορεύματα θα εξάγονταν.
Η θέση της εφεσίβλητης, όπως σημείωσε ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής, ήταν διαφορετική. Η εφεσίβλητη είχε τα δικά της αντίγραφα των διασαφήσεων, τα οποία ήταν δεόντως υπογραμμένα ως προς τη μεταφορά των αντίστοιχων εμπορευμάτων από την αποθήκη της, στο αεροδρόμιο για εξαγωγή, αλλά και δεόντως υπογραμμένα και σφραγισμένα, στη συνέχεια, στο αεροδρόμιο για την εξαγωγή. Επομένως, ήταν η θέση της εφεσίβλητης, ότι ουδεμία ευθύνη είχε για το ότι συνέβηκε εφόσον η ευθύνη της, σύμφωνα με το Άρθρο 41(1) (α) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν 82/67) (ο Νόμος), σταματά στο σημείο που αυτή καταθέτει, σύμφωνα με τις πληροφορίες που τις δίδει ο αγοραστής, «παρά τω αρμοδίω λειτουργώ διασάφησιν εξαγωγής».
Ο αδελφός Δικαστής έκαμε αναφορά στα ενώπιον του στοιχεία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη δεν είχε οποιαδήποτε νομική ευθύνη για τα ελλείμματα εμπορευμάτων στην αποθήκη της και ότι οι εφεσείοντες παράνομα προέβησαν στην επίδοση Σημειώματος Απαίτησης εναντίον της. Κατά συνέπεια ακύρωσε την επίδοση Σημειώματος Απαίτησης, δικαιώνοντας την εφεσίβλητη-αιτήτρια.
Οι παράγοντες που, κατά κύριο λόγο, έλαβε υπόψιν του το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν οι εξής:
(α) Ουδεμία διαδικασία, ποινική ή πειθαρχική, κινήθηκε εναντίον του αρμόδιου Τελωνειακού Λειτουργού και ουδεμία διαπίστωση ποινικής ευθύνης εναντίον της εφεσίβλητης υπήρξε. Έκανε αναφορά στα Άρθρα 76, 83, 188 και 191 του Ν 82/67 καθώς και στο Άρθρο 46(1) του Ν 95(Ι)/2002 που αφορά στο φόρο προστιθέμενης αξίας (τα οποία αναφέρονται στο Σημείωμα Απαίτησης).
(β) Τα εμπορεύματα δεν ήσαν ελλείποντα πριν από τη μεταφορά τους, εκ της αποθήκης της εφεσίβλητης, αφού είχε δοθεί εξουσιοδότηση για τη μεταφορά τους, από την αποθήκη, βάσει των διασαφήσεων που ρητώς επέτρεπαν τη μεταφορά τους στο αεροδρόμιο, προς εξαγωγή. Το γεγονός ότι τα εμπορεύματα δεν παραδόθηκαν τελικά προς εξαγωγή δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ευθύνη για την εφεσίβλητη, σύμφωνα με το Άρθρο 76 του Ν 82/67. Ακόμα, σύμφωνα με την επιφύλαξη που υπάρχει στο Άρθρο 76(3) του Νόμου, το ποσό των οφειλομένων δασμών και φόρων (σε περίπτωση που θα συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των εν λόγω προνοιών) «εισπράττεται μόνον εκ του ιδιοκτήτου των εμπορευμάτων». Η εφεσίβλητη, όπως τόνισε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν είναι ιδιοκτήτης των εμπορευμάτων εφόσον τα είχε ήδη πωλήσει σε τρίτους και είχε εισπράξει την αξία τους.
(γ) Εν πάση περιπτώσει η μεταφορά των εμπορευμάτων, και η ευθύνη του ιδιοκτήτη της αποθήκης, φαίνεται να τερματίζεται με την παράδοση τους προς εξαγωγή η οποία, στην προκείμενη περίπτωση, πιστοποιείται με την υπογραφή και σφράγιση των διασαφήσεων. Μάλιστα, στην παρούσα υπόθεση, ο φερόμενος ως υπογράψας, τελωνειακός, ανέφερε στην κατάθεσή του ότι ακολούθησε την καθιερωμένη διαδικασία ελέγχου των σχετικών εγγράφων και ζυγίσματος των εμπορευμάτων.
(δ) Έστω και αν ίσχυε το Άρθρο 76(3) του Νόμου, στην παρούσα υπόθεση, διερωτήθηκε το δικαστήριο αν μπορούσε να πάει πίσω από τις διασαφήσεις και να εξετάσει το εύλογο της αντίληψης του τελωνείου ότι οι υπογραφές και σφραγίσεις των διασαφήσεων ήταν εικονικές, «ενόψει του ότι ουδεμία προς τούτο ποινική ή πειθαρχική καταδίκη του εν λόγω τελωνειακού προηγήθηκε και ασφαλώς ουδεμία διαδικασία που να εξυπακούει εμπλοκή της Αιτήτριας στην όποια τέτοια ευθύνη εκείνου υπήρξε».
(ε) Αναφορικά με σχετικό όρο στην άδεια λειτουργίας της αποθήκης της εφεσίβλητης και αντίστοιχο όρο στην εγγύηση που της επιβλήθηκε, σύμφωνα με τους οποίους: (α) οι αναλογούντες δασμοί και φόροι θα καταβάλλονται, χωρίς καθυστέρηση, στον αρμόδιο Τελώνη, πάνω σε όλα τα εμπορεύματα για τα οποία δεν δίδονται ικανοποιητικές εξηγήσεις για την τύχη τους, στο Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, και (β) η εφεσίβλητη εγγυάται την καταβολή των δασμών και φόρων για μετακίνηση από οποιαδήποτε αποθήκη σε οποιοδήποτε άλλο μέρος ή οποιοδήποτε πλοίο ή αεροσκάφος για εξαγωγή, αντίστοιχα, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο προαναφερόμενος όρος και η προαναφερόμενη εγγύηση επιβλήθηκαν και δόθηκαν στα πλαίσια του Νόμου «πέραν τούτου όμως, το ίδιο το Σημείωμα Απαίτησης δεν εβασίσθη στους όρους αυτούς παρά μόνο στις εν λόγω πρόνοιες του νόμου. Ακόμα, η όποια υποχρέωση βάσει της εγγύησης ως συμφωνίας ενδεχομένως να μην ήταν θέμα δημοσίου αλλά ιδιωτικού δικαίου».
Με την παρούσα έφεση η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με τέσσερις λόγους.
1. Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι το Άρθρο 76(3) του Νόμου δεν τυγχάνει εφαρμογής, επειδή η εφεσίβλητη δεν ήταν ιδιοκτήτης των εμπορευμάτων αφού τα είχε ήδη πωλήσει.
2. Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε το εύλογο της αντίληψης του τελωνείου (α) ότι οι σφραγίσεις των διασαφήσεων ήταν εικονικές και (β) ότι τα εμπορεύματα δεν παραδόθηκαν στο αεροσκάφος προς εξαγωγή, επειδή δεν υπήρχε ποινική ή πειθαρχική καταδίκη του Τελωνειακού Λειτουργού που πιστοποίησε τις διασαφήσεις.
3. Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι ο προαναφερόμενος όρος της άδειας λειτουργίας της αποθήκης της εφεσίβλητης και ο προαναφερόμενος όρος της εγγύησης της εφεσίβλητης, δεν προσθέτουν οτιδήποτε στην υποχρέωση της να παραδώσει τα εμπορεύματα προς εξαγωγή και
4. Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσον οι όροι της άδειας λειτουργίας της αποθήκης και οι όροι της εγγύησης καθιστούσαν την εφεσίβλητη υπεύθυνη να καταβάλει τους φόρους και τους δασμούς που της ζητήθηκαν με το επίδικο Σημείωμα Απαίτησης.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς τον αδελφό Δικαστή, ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη.
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι βάσιμος. Το πρωτόδικο δικαστήριο πράγματι αναφέρθηκε στην επιφύλαξη του Άρθρου 76(3) του Νόμου και αποφάνθηκε ότι η εφεσίβλητη, εφόσον είχε πωλήσει τα συγκεκριμένα εμπορεύματα και επομένως εφόσον δεν ήταν ιδιοκτήτρια, υπό την έννοια του κυρίου, των εμπορευμάτων, δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπόλογη για την καταβολή των οφειλόμενων δασμών και φόρων. Το πρωτόδικο δικαστήριο, όμως, παραγνώρισε το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο ιδιοκτήτης, καθόσον αφορά σε οποιαδήποτε εμπορεύματα, περιλαμβάνει τον κύριο, τον εισαγωγέα, εξαγωγέα, φορτωτή και άλλο πρόσωπο το οποίο έχει κατοχή ή νόμιμο συμφέρον επί των εμπορευμάτων αυτών. Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη ήταν εξαγωγέας ή φορτωτής ή πρόσωπο που είχε την κατοχή των, προς εξαγωγή, εμπορευμάτων και επομένως ήταν ιδιοκτήτης σύμφωνα με την προαναφερόμενη έννοια και κατά συνέπεια μπορούσε να είναι υπόλογη για την καταβολή των οφειλομένων φόρων και δασμών σύμφωνα με το Άρθρο 76(1) και (3) του Ν 82/67.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι επίσης βάσιμος. Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε σημαντικό το γεγονός ότι ούτε εναντίον του αρμόδιου Τελωνειακού Λειτουργού, αλλά ούτε και εναντίον της εφεσίβλητης, διαπιστώθηκε οποιαδήποτε ποινική ή άλλη ευθύνη για τη μη εξαγωγή των συγκεκριμένων εμπορευμάτων. Αναφέρθηκε και ανέλυσε, μεταξύ άλλων, τα Άρθρα 76, 83, 188 και 191 του Ν 82/67 από τα οποία έκρινε ότι η διαπίστωση ποινικής ευθύνης είναι προϋπόθεση για τη δυνατότητα επίκλησης του Άρθρου 188 και του Άρθρου 191. Είναι ορθό ότι τα Άρθρα 188 και 191 του Νόμου (τα οποία αναγράφονται στο Σημείωμα) δημιουργούν ποινικά αδικήματα, όμως, κατά την εκτίμηση μας, το καίριο ερώτημα ήταν άλλο. Στην παρούσα υπόθεση εξετάζουμε τη νομιμότητα συγκεκριμένης διοικητικής πράξης και συγκεκριμένα της απόφασης των εφεσειόντων, με το προαναφερόμενο Σημείωμα Απαίτησης να καλέσουν την εφεσίβλητη να πληρώσει εισαγωγικό δασμό και φόρο προστιθέμενης αξίας για τους λόγους που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 19.6.2008. Το καίριο ερώτημα, που θα έπρεπε να είχε απασχολήσει το δικαστήριο, ήταν το εύλογα επιτρεπτό του συμπεράσματος των εφεσειόντων και συγκεκριμένα του Τμήματος Τελωνείων, ότι τα εμπορεύματα δεν είχαν εξαχθεί, ότι οι διασαφήσεις ήταν εικονικές, ότι τα εμπορεύματα δεν παραδόθηκαν στο αεροσκάφος προς εξαγωγή και επομένως ότι παρείχετο, στους εφεσείοντες, η εξουσία του Άρθρου 76(1) και (3) του Νόμου.
Στην υπόθεση Γιαξής ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 2488 τονίστηκε από τον τότε Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Α.Ν. Λοΐζου, ότι η εξουσία του αναθεωρητικού δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και στη διακρίβωση του κατά πόσον η Διοίκηση υπερέβηκε τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. Το δικαστήριο δεν επεμβαίνει, όταν η επίδικη απόφαση είναι εύλογα επιτρεπτή εκτός αν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας (Δέστε: Georghiades v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ. 659).
Στην υπόθεση Χ" Ιωάννου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 4 Α.Α.Δ. 1270, στην οποία εξετάστηκε η εξουσία του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος δυνάμει του Άρθρου 23(2) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1978 και 1979 και αποφασίστηκε ότι η κρίση του Εφόρου, δυνάμει του προαναφερόμενου άρθρου, δεν προϋποθέτει προηγούμενη δικαστική απόφαση. Είναι αρκετό αν ο Έφορος, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του, κατέληξε σε λογικά επιτρεπτό συμπέρασμα. Ούτε από το Άρθρο 23(2), ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του νόμου εκείνου, συνάγετο πρόθεση του Νομοθέτη να καταστεί η καταδίκη του φορολογούμενου, από Ποινικό Δικαστήριο, προϋπόθεση για την προσφυγή του Εφόρου στις διατάξεις του άρθρου εκείνου.
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι το Άρθρο 76 του Ν 82/67 δεν επιβάλλει οποιαδήποτε προϋπόθεση για ποινική καταδίκη του προσώπου στο οποίο το Τμήμα Τελωνείων επιβάλλει φόρο ή δασμό. Το Άρθρο 76(3) σε συνδυασμό με το Άρθρο 76(1) παρέχει εξουσία στο Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων να απαιτήσει από τον ιδιοκτήτη των εμπορευμάτων, υπό την έννοια του Άρθρου 2 του Νόμου, να καταβάλει δασμό ή φόρο για οποιαδήποτε εμπορεύματα ελλείπουν από την αποθήκη του, αν δεν αποδειχθεί ότι η έλλειψη οφείλεται σε φυσική φθορά ή μείωση ή άλλη νόμιμη αιτία. Το ζήτημα των ελλειπόντων εμπορευμάτων καλύπτει και το στάδιο της μεταφοράς τους από την αποθήκη αποταμίευσης. Στην υπόθεση Anth. Demetriou Bond. Wareh. Co. Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείου κ.ά. (1996) 4(Ε) Α.Α.Δ. 509, η οποία επιβεβαιώθηκε κατ' έφεση (Δέστε: Anth. Demetriou Bond. Wareh. Co. Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 122), τονίστηκε ότι η ευθύνη των ιδιοκτητών αποθήκης, όπως η εφεσίβλητη, εκτείνεται μέχρι την παράδοση των εμπορευμάτων στο πλοίο ή το αεροσκάφος, προς εξαγωγή. Στην υπόθεση εκείνη δεν είχαν παραδοθεί τα εμπορεύματα στο αεροσκάφος και το δικαστήριο βρήκε ότι οι ιδιοκτήτες της αποθήκης ευθύνονταν. Η πιστοποίηση του Τελωνειακού Λειτουργού ότι τα εμπορεύματα εξήχθησαν δεν αναιρούσε την υποχρέωση ούτε απάλλασε τους εφεσείοντες και τους εισαγωγείς των εμπορευμάτων από την ευθύνη, εφόσον τα εμπορεύματα ουδέποτε φορτώθηκαν στο αεροσκάφος προς εξαγωγή.
Θεωρούμε ότι η υπόθεση Demetriou (ανωτέρω) είναι σχετική με την παρούσα. Ενόψει των στοιχείων που αναφέρονται και στην πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τις τέσσερις επίδικες διασαφήσεις, ήταν εύλογα επιτρεπτό για τους εφεσείοντες να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι τα εμπορεύματα δεν εξήχθησαν, ότι οι εξαγωγές ήταν εικονικές και ότι η εφεσίβλητη είχε ευθύνη για το ότι τα εμπορεύματα δεν εξήχθησαν με τις πτήσεις που αναφέρονταν στις διασαφήσεις. Δυνάμει του Άρθρου 76 του Νόμου και ανεξάρτητα από τη μή καταδίκη του αρμόδιου Τελωνειακού ή της εφεσίβλητης εταιρείας, η δεύτερη ήταν υπόλογη για την καταβολή των αναλογούντων φόρων και δασμών, όπως έκριναν οι εφεσείοντες, και το συμπέρασμα τους ήταν εύλογα επιτρεπτό.
Ενόψει της επιτυχίας των δύο πρώτων λόγων έφεσης η τύχη της πρωτόδικης απόφασης προδιαγράφεται. Όμως θεωρούμε ότι και ο τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης είναι βάσιμοι. Μας φαίνεται ότι τόσο ο προαναφερόμενος όρος στην άδεια λειτουργίας της αποθήκης της εφεσίβλητης, όσο και η εγγύηση την οποία παρείχε, δημιουργούσαν ευθύνη στην εφεσίβλητη να βεβαιωθεί ότι τα εμπορεύματα, τελικά, όντως παραδίδονταν προς εξαγωγή. Αυτή η θέση συνάδει και με τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Demetriou (ανωτέρω). Δεν είναι αρκετή δηλαδή η παράδοση των εμπορευμάτων προς εξαγωγή αλλά ο ιδιοκτήτης της τελωνειακής αποθήκης θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι τα προς εξαγωγή εμπορεύματα πράγματι εξάγονται. Κάτι τέτοιο, στην προκείμενη περίπτωση, δεν έγινε. Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την εκτίμηση μας, έσφαλε και ως προς το συμπέρασμα του ότι ούτε ο σχετικός όρος λειτουργίας της αποθήκης, αλλά ούτε και η υφιστάμενη εγγύηση δημιουργούσαν την προαναφερόμενη ευθύνη για την εφεσίβλητη, για τους λόγους που επικαλέστηκε.
Για τους λόγους που αναφέρθηκαν, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Έξοδα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, υπέρ των εφεσειόντων, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.