ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C144
(2014) 3 ΑΑΔ 51
26 Φεβρουαρίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
2. ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή
2. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ
ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΠΑΦΟΥ, ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 46/2010)
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή, σε αντιδιαστολή προς απόφαση βεβαιωτικού χαρακτήρα ― Περιστάσεις του βεβαιωτικού χαρακτήρα της προσβαλλόμενης πράξης στην κριθείσα περίπτωση, ο οποίος διαπιστώθηκε πρωτοδίκως και επιβεβαιώθηκε κατ' έφεση.
Οι εφεσείοντες επεχείρησαν να ανατρέψουν την πρωτόδικη κρίση περί απαραδέκτου της προσφυγής τους, ως στρεφόμενης κατά βεβαιωτικής απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η νομολογία είναι σαφής αναφορικά με το τι συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και τι συνιστά βεβαιωτική πράξη. Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε σε σωρεία αποφάσεων. Η Ολομέλεια συμφωνεί εν προκειμένω με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η δεύτερη απόφαση είναι απλά βεβαιωτική της πρώτης και ότι δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Η δεύτερη επιστολή απλά επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της πρώτης και συνιστά ουσιαστικά εμμονή στην αρχική απόφαση των εφεσιβλήτων, σύμφωνα με την οποία η αίτηση των εφεσειόντων απορρίφθηκε και αν οι εφεσείοντες επιθυμούσαν την διαίρεση του κτήματος τους θα έπρεπε να υποβάλουν νέα αίτηση στον αρμόδιο Διευθυντή Τμήματος Αναδασμού. Οι εφεσείοντες πράγματι κανένα στοιχείο δεν έδωσαν στους εφεσίβλητους, μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης επιστολής των εφεσιβλήτων, ώστε να δικαιολογείται η επανεξέταση της υπόθεσης των εφεσειόντων και η έκδοση νέας απόφασης. Το μόνο επιπρόσθετο στοιχείο που συνοδεύει τη δεύτερη επιστολή ημερ. 21.8.2006 είναι η επιστροφή του υπολοίπου των τελών που είχαν καταβάλει οι εφεσείοντες με την αρχική τους αίτηση. Όμως αυτό το στοιχείο, από μόνο του, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση, ούτε και μεταβάλλει τη φύση και το χαρακτήρα της δεύτερης απόφασης, από βεβαιωτική, σε εκτελεστή διοικητική πράξη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394,
Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364,
Χρίστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 71,
Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507.
Έφεση.
Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1728/06), ημερ. 19/2/10.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Στυλιανού (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση σε προσφυγή, σύμφωνα με την οποία η πράξη των εφεσιβλήτων-καθ' ων η αίτηση ημερ. 21.8.2006, που προσβλήθηκε με την προσφυγή, ήταν απλά επιβεβαιωτική προηγούμενης παρόμοιας απόφασης των εφεσιβλήτων, ημερ. 25.1.2006. Ενόψει αυτού του γεγονότος η προσφυγή απορρίφθηκε ως προσβάλλουσα μη εκτελεστή διοικητική πράξη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης. Οι εφεσείοντες-αιτητές, στις 29.11.1996, υπέβαλαν αίτηση διαχωρισμού κτήματος τους στη Γεροσκήπου, στον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Πάφου. Μετά από κάποιες διαδικασίες, οι οποίες διήρκεσαν χρόνια, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας απευθύνθηκε στο Διευθυντή του Τμήματος Αναδασμού ζητώντας, με επιστολή του ημερ. 18.11.2002, να πληροφορηθεί κατά πόσο το κτήμα των αιτητών ενέπιπτε στην περιοχή αναδασμού Γεροσκήπου. Η απάντηση του Διευθυντή του Τμήματος Αναδασμού δόθηκε στις 6.3.2003 και ήταν ότι το κτήμα περιλαμβάνεται στην περιοχή αναδασμού.
Ως αποτέλεσμα των προαναφερομένων το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας θεώρησε ότι το θέμα της διαίρεσης του κτήματος των εφεσειόντων-αιτητών ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Τμήματος Αναδασμού και αφού προηγουμένως πήρε και γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, στις 25.1.2006 απάντησε στους εφεσείοντες-αιτητές με γραπτή επιστολή, απορρίπτοντας την αίτηση τους για διαχωρισμό. Το περιεχόμενο της επιστολής μιλά από μόνο του και παρατίθεται αυτούσιο, στη συνέχεια:
«Αναφέρομαι στην αίτηση σας με αριθμό Α 1339/96 για διαχωρισμό του κτήματος σας με αριθμό εγγραφής D 16, Φ/Σχ 51/19.Ε.2 τεμάχιο 16 στη Γεροσκήπου και σας πληροφορώ ότι έχει απορριφθεί γιατί ο διαχωρισμός όπως έχει γίνει αντιβαίνει τις πρόνοιες του Άρθρου 27 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224.
Ο διαχωρισμός του κτήματος σας εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Τμήματος Αναδασμού και εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 43(1) και (2) του περί Ενοποίησης και Αναδιανομής Αγροτικών Κτημάτων Νόμου Αρ. 24/69 και του Άρθρου 27(2) του Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, σχετικά με τις ελάχιστες εκτάσεις.
Με βάση τα πιο πάνω εάν επιθυμείτε διαίρεση του υπό αναφορά τεμαχίου σας, μπορείτε να υποβάλετε αίτηση στο Διευθυντή Τμήματος Αναδασμού, μέσω του Επαρχιακού Λειτουργού Αναδασμού Πάφου, στην οποία να αναφέρετε και τον τρόπο που επιθυμείτε τη διαίρεση.»
Μετά από έξι και πλέον μήνες ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων-αιτητών ζήτησε, με επιστολή του ημερ. 31.7.2006, από το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, να επανεξετάσει το ζήτημα, με τον ισχυρισμό ότι το κτήμα δεν υπάγεται στην περιοχή αναδασμού Γεροσκήπου και επομένως ότι το αίτημα για το διαχωρισμό του, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Πάφου με νέα του επιστολή προς τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων-αιτητών, ημερ. 21.8.2006, απάντησε ως εξής:
«Θέμα: Αίτηση Α 1339/96 για διαχωρισμό του κτήματος με αρ. εγγραφής D16 Φ/Σχ 51 19.Ε.2 στη Γεροσκήπου.
Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 31.7.06 που είναι σχετική με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι την επιστολή μου με ημερομηνία 25.1.06 με την οποία πληροφορούσα τους πελάτες σας ότι το κτήμα τους εμπίμπτει στην αρμοδιότητα του Τμήματος Αναδασμού και μπορεί μόνο να διαχωρισθεί μόνο αφού υποβληθεί σχετική αίτηση στο Διευθυντή Τμήματος Αναδασμού την απέστειλα αφού έχει εξασφαλίσει τη διαβεβαίωση του Διευθυντή του Τμήματος αυτού ότι το κτήμα εμπίπτει μέσα στα όρια Αναδασμού.
Δεν μπορώ να προβώ στο διαχωρισμό του κτήματος χωρίς τη σχετική Άδεια Διαίρεσης από το Διευθυντή Τμήματος Αναδασμού.
Έτσι η επιστολή με ημερομηνία 25.1.06 την οποία απέστειλα στους πελάτες σας εξακολουθεί να ισχύει.»
Οι εφεσείοντες-αιτητές προσέβαλαν, με την προσφυγή τους, την απόφαση που περιλαμβάνεται στη δεύτερη επιστολή ημερ. 21.8.2006. Οι εφεσίβλητοι-καθ' ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή αλλά απλά βεβαιωτική της προηγούμενης. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την προδικαστική ένσταση και απέρριψε την προσφυγή, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων-καθ' ων η αίτηση.
Ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων πρόβαλε ιδιαίτερα τα εξής στοιχεία:
(α) Το αρχικό αίτημα διαχωρισμού των εφεσειόντων υποβλήθηκε το 1996 όταν ακόμη δεν ίσχυε ο όποιος αναδασμός (Ν 22(Ι)/97). Η μεγάλη καθυστέρηση, περίπου 10 ετών (από το 1996 - 2006) των εφεσιβλήτων να απαντήσουν στην αίτηση διαχωρισμού συνιστά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και δεν θα πρέπει να επενεργήσει εις βάρος των εφεσειόντων, οι οποίοι δικαιούνται όπως η αίτηση τους κριθεί με βάση το νομικό καθεστώς του 1996.
(β) Αν υπήρχε αμφιβολία ως προς το ποιο ήταν το αρμόδιο διοικητικό όργανο να επιληφθεί της αιτήσεως των εφεσειόντων, ή εάν η αίτηση υποβλήθηκε σε λανθασμένο διοικητικό όργανο, η νομική υποχρέωση των εφεσιβλήτων ήταν να διαβιβάσουν, στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, την αίτηση πληροφορώντας περί τούτου τους ενδιαφερόμενους εφεσείοντες (Δέστε: Άρθρο 17(5) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν 158(Ι)/99).
(γ) Οι εφεσείοντες-αιτητές είχαν καταβάλει τέλη και δικαιώματα όταν υπέβαλαν την αίτηση διαχωρισμού του κτήματος τους, μέρος των οποίων τους επεστράφησαν μόνο με τη δεύτερη προαναφερόμενη επιστολή. Αυτό το στοιχείο δικαιολογούσε τους εφεσείοντες να μην προσβάλουν την πρώτη απόφαση, αλλά μόνο τη δεύτερη, εφόσον μόνο με τη δεύτερη η αίτηση τους είχε απορριφθεί οριστικά (με την επιστροφή και του μέρους των τελών που δεν είχε αφαιρέσει η Διοίκηση ως έξοδα για την εξέταση της αίτησης).
Οι εφεσίβλητοι εισηγήθηκαν ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι απόλυτα ορθή, ότι η δεύτερη απόφαση ήταν απλά επιβεβαιωτική της πρώτης, ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε παρουσίασαν οποιαδήποτε νέα στοιχεία που δικαιολογούσαν επανεξέταση της αίτησης τους και ότι το ζήτημα της επιστροφής των τελών δεν διαφοροποιεί την κατάσταση καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία. Η νομολογία μας είναι σαφής αναφορικά με το τι συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και τι συνιστά βεβαιωτική πράξη. Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε σε σωρεία αποφάσεων, μεταξύ των οποίων την Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364, Χρίστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 71 και Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507.
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η δεύτερη απόφαση είναι απλά βεβαιωτική της πρώτης και ότι δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Η δεύτερη επιστολή απλά επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της πρώτης και συνιστά ουσιαστικά εμμονή στην αρχική απόφαση των εφεσιβλήτων, σύμφωνα με την οποία η αίτηση των εφεσειόντων απορρίφθηκε και αν οι εφεσείοντες επιθυμούσαν την διαίρεση του κτήματος τους θα έπρεπε να υποβάλουν νέα αίτηση στον αρμόδιο Διευθυντή Τμήματος Αναδασμού. Οι εφεσείοντες πράγματι κανένα στοιχείο δεν έδωσαν στους εφεσίβλητους, μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης επιστολής των εφεσιβλήτων ώστε να δικαιολογείται η επανεξέταση της υπόθεσης των εφεσειόντων και η έκδοση νέας απόφασης. Το ζήτημα της καθυστέρησης των 10 ετών και το ζήτημα που εγείρεται από το Άρθρο 17(5) του Ν 158(Ι)/99, ότι δηλαδή οι εφεσίβλητοι θα έπρεπε να διαβιβάσουν την αίτηση στο αρμόδιο διοικητικό όργανο και όχι να την απορρίψουν, ήταν γνωστά στους εφεσείοντες και κατά την αρχική απόφαση των εφεσιβλήτων ημερ. 25.1.2006. Το μόνο επιπρόσθετο στοιχείο που συνοδεύει τη δεύτερη επιστολή ημερ. 21.8.2006 είναι η επιστροφή του υπολοίπου των τελών που είχαν καταβάλει οι εφεσείοντες με την αρχική τους αίτηση. Όμως αυτό το στοιχείο, από μόνο του, δεν θεωρούμε ότι διαφοροποιεί την κατάσταση ούτε και μεταβάλλει τη φύση και το χαρακτήρα της δεύτερης απόφασης, από βεβαιωτική, σε εκτελεστή διοικητική πράξη. Ήταν προφανές, κατά την κρίση μας, από την πρώτη επιστολή, ότι οι εφεσίβλητοι απέρριψαν την αίτηση διαχωρισμού επειδή δεν υποβλήθηκε στο αρμόδιο, κατά τη γνώμη τους, τμήμα και δεν εξετάστηκε από αυτό, σύμφωνα με τον σχετικό νόμο. Δεν θεωρούμε ότι η μή επιστροφή των οφειλόμενων τελών, με την πρώτη επιστολή, παρείχε οποιοδήποτε εύλογο δικαίωμα αναμονής τελικής απόφασης στους εφεσείοντες. Η άρνηση επιστροφής, αχρεωστήτως καταβληθέντων στη Διοίκηση, τελών, παρέχει δικαίωμα σε προσφυγή, αν υπάρχει νόμος με τον οποίο προνοείται η επιστροφή τους (Δέστε: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 236).
Η απορριπτική απόφαση των εφεσιβλήτων και η αιτιολογία της, ήταν ήδη γνωστές στους εφεσείοντες, από την πρώτη επιστολή και, με την έφεση, δεν τίθεται ζήτημα ότι όταν υποβλήθηκε αρχικά η αίτηση, δεν υπήρχε αναδασμός. Το αντικείμενο της έφεσης είναι κατά πόσον υπάρχει ή όχι βεβαιωτική πράξη.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.