ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C132
(2014) 3 ΑΑΔ 40
24 Φεβρουαρίου, 2014
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΣΠΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΙΝΑΚΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ
ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 5663/2013)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου ― Δεν μπορεί να καταχωριστεί μετά την απόρριψη προσφυγής ― Περιστάσεις του ανυπόστατου της «ειδοποίησης» στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση επαναφοράς προσφυγής ― Νομική βάση της αίτησης, νομικό πλαίσιο εντός του οποίου κρίνεται και σχετικά νομολογιακά πορίσματα ― Το βασικό εφαρμοστέο κριτήριο, όπως εξάγεται από την νομολογία ― Ειδικά η περίπτωση απόπειρας επαναφοράς προσφυγής που αποσύρθηκε ― Περιστάσεις απόρριψης της αίτησης επαναφοράς στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Κατά πόσο η εκδίκασή της μπορεί να αναληφθεί από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρόλο που αρχικά η προσφυγή είχε ορισθεί ενώπιον μονομελούς σύνθεσης.
Ο αιτητής είχε καταχωρίσει αιτήσεις τόσο με βάση το Άρθρο 139, όσο και με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος, εναντίον της ανάκλησης του διορισμού του ως Υποδιοικητή της Κεντρικής Τράπεζας. Απέσυρε στην συνέχεια την προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος προκειμένου να δικαστεί η άλλη αίτησή του βάσει του Άρθρου 139 του Συντάγματος. Όταν όμως η τελευταία απερρίφθη, επεχείρησε με αίτησή του, να επαναφέρει την αποσυρθείσα προσφυγή.
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την αίτηση επαναφοράς, αποφάσισε ότι:
1. Η επιστολή, που ουσιαστικά συνίστατο σε «ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου», ουδόλως μπορούσε να έχει τέτοια υπόσταση. Την 6.12.2013 που κατεχωρήθη, η υπόθεση είχε ήδη απορριφθεί από την 10.7.2013 και δεν υφίστατο επομένως υπόθεση στην οποία να μπορούσε να εγίνετο αντικατάσταση δικηγόρου. Η επιστολή λοιπόν αυτή, ουδόλως μπορούσε να αντανακλά στην υπόσταση της υπόθεσης και δεν έπρεπε καν να είχε γίνει δεκτή από το Πρωτοκολλητείο.
2. Περαιτέρω δεν υπάρχει συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο για την αίτηση ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας. Ουδείς των Κανονισμών του 1962 προβλέπει ως προς την επαναφορά απορριφθείσας αίτησης και δη αποσυρθείσας. Εφαρμοζομένων δε, δυνάμει του Κανονισμού 18 και τηρουμένων των αναλογιών, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ούτε αυτοί βοηθούν.
3. Το κριτήριο που προκύπτει ότι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις επαναφοράς Αίτησης απορριφθείσας λόγω μη προώθησής της, είναι κατά πόσον υπήρξε, επί του όλου ιστορικού, πραγματική πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής και με σχετικό παράγοντα το εύλογο του χρόνου αντίδρασης στην απόρριψη. Κοινό κριτήριο στις περιπτώσεις απόσυρσης και στις περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης, φαίνεται να είναι η πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής. Το κριτήριο όμως έχει διαφορετικές παραμέτρους σε κάθε περίπτωση. Οι παράμετροι που αφορούν περιπτώσεις απόρριψης, λόγω μη προώθησης, συναρτώνται πρωτίστως προς τη διαπίστωση της πρόθεσης μη εγκατάλειψης, με αναφορά στις συνθήκες της μη προώθησης και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ώστε να μπορέσει να συναχθεί, αντικειμενικώς, το ζητούμενο, καθ' όσον δεν υπήρξε θετική έκφραση της πρόθεσης εγκατάλειψης, παρά μόνο παράλειψη προώθησης. Η απόσυρση της προσφυγής, όμως, κατ' αναλογία της απόσυρσης αγωγής, δηλώνει αφ' εαυτής οριστικώς την πρόθεση εγκατάλειψης, η οποία και δεν απομένει πλέον να συνάγεται ως θέμα ερμηνείας άλλων ενεργειών, όπως στην περίπτωση απόρριψης λόγω μη προώθησης. Στην περίπτωση λοιπόν αποσυρθείσας προσφυγής, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αμφιβολία ως προς την πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης, εκτός αν υπήρξε γνήσιο λάθος που να αποκαλύπτει σαφώς την έλλειψη πρόθεσης απόσυρσης. Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο πάνω στο οποίο θα μπορούσε ο Αιτητής να στηριχθεί, αφού το ιστορικό της αίτησής του αντιστρατεύεται πλήρως τη θέση του. Ούτε θέμα λάθους, αλλά ούτε θέμα πίεσης μπορεί να τίθεται. Ο Αιτητής, επιλέγοντας να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο με δύο Αιτήσεις, μία δυνάμει του 139 και μία δυνάμει του 146, προώθησε μόνο εκείνη του 139, χωρίς καν να επιδώσει εκείνη του 146. Όταν δε απεσύρθη και απερρίφθη εκείνη του 146 τον Ιούλιο, για πέντε μήνες δεν αντέδρασε καθόλου, όπως αντιδρά τώρα, πάρα μόνο όταν τελικά απερρίφθη εκείνη του 139.
4. Και η άλλη πτυχή των θέσεων του Αιτητή, ότι η Πλήρης Ολομέλεια δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί της 5663/2013, είναι όμως ανεδαφική. Ότι η Πλήρης Ολομέλεια έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί Αίτησης δυνάμει του Άρθρου 146 οποτεδήποτε επιλέξει είναι δεδομένο. Η δικαιοδοσία ανήκει στην Ολομέλεια έστω και αν μπορεί να ασκείται, ως ορίζει ο Νόμος 33/1964, και από ένα Δικαστή. Η Ολομέλεια, η οποία περιλαμβάνει και το Δικαστή ενώπιον του οποίου είχε τεθεί υπόθεση, μπορεί ωσαύτως οποτεδήποτε να αναλάβει την υπόθεση, είτε για να τη χειρισθεί περαιτέρω, είτε για να την απορρίψει. Ιδιαιτέρως στην περίπτωση, όπως η προκειμένη, που ο Δικαστής δεν έχει χειρισθεί καθόλου την υπόθεση, αφού μάλιστα αυτή δεν έχει καν επιδοθεί και η πρώτη ημερομηνία ορισμού της δεν έχει ακόμα επέλθει. Και που ο μόνος λόγος που η Ολομέλεια αναλαμβάνει την υπόθεση, είναι όχι για να την εκδικάσει, αλλά για να την απορρίψει ως αποσυρόμενη ενώπιον της με δήλωση του συνηγόρου, ο οποίος ζητά άδεια από την ίδια την Ολομέλεια για να την αποσύρει και μάλιστα αιτιολογώντας το αίτημά του. Η εισήγηση ότι η Ολομέλεια δεν είχε αρμοδιότητα να απορρίψει την υπόθεση υπό αυτές τις συνθήκες, είναι προδήλως λανθασμένη.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1,
El Aassy v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1252/2010, ημερ. 17.5.2011,
Μαύρου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3020,
The President of the Republic v. Louca (1984) 3(A) C.L.R. 241,
Matanes v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 540/2012, ημερ. 30.11.2012,
Καρακάννα ν. ΕΔΥ (2000) 4 Α.Α.Δ. 627,
Tsingi v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1262,
Rousos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119,
Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 384.
Προσφυγή - Αίτηση για επαναφορά.
Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.
Κ. Βελάρης με Στ. Δαμιανού, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Πρόεδρο Δ. Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την 4.2.2013 ο Αιτητής διορίσθη από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως Υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας. Την 9.4.2013 ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας απεφάσισε την ανάκληση της απόφασης διορισμού ως αντισυνταγματικής και έτσι άκυρης εν τη γενέσει της και τερμάτισε πάραυτα το διορισμό του Αιτητή. Ο Αιτητής κατεχώρησε τότε Αίτηση (998/2013) κατά της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος που αφορά σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας. Ίδια Αίτηση (999/2013) κατεχώρησε και η Κεντρική Τράπεζα. Και οι δύο Αιτήσεις κατεχωρήθησαν την 26.4.2013 και ανελήφθησαν τελικά από την Πλήρη Ολομέλεια εφ' όσον αφορούσαν το Άρθρο 139. Την 10.7.2013 που οι Αιτήσεις ετέθησαν ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας, πληροφορηθήκαμε από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι ο Αιτητής είχε καταχωρήσει και Αίτηση (5663/2013) δυνάμει του Άρθρου 146 που επίσης αφορούσε τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης. Η προσφυγή αυτή κατεχωρήθη την 21.6.2013 και δεν είχε επιδοθεί. Η Πλήρης Ολομέλεια έθεσε τότε το θέμα ως εξής, αναφερόμενη στις δύο διαδικασίες της 998/2013 και της 5663/2013:
«Θεωρούμε ότι αυτό εγείρει το θέμα της κατάχρησης της διαδικασίας και πρέπει να γίνει μια επιλογή μεταξύ των δύο υποθέσεων εκ μέρους του κυρίως προσώπου το οποίο καταχωρεί, ανεξάρτητα της διαφοροποίησης που ο ίδιος κάνει στη μια και στην άλλη προσφυγή.»
Την άμεση όσο και ευθεία τοποθέτηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή την παραθέτουμε:
«Λαδάς: Μπορώ να ζητήσω αυτή τη στιγμή την άδεια του Δικαστηρίου να αποσύρω τη μετέπειτα προσφυγή του 146. Είναι ο αριθμός 5663/13 και ζητώ άδεια να την αποσύρω. Εμάς πάντοτε η θέση μας ήταν, και των συναδέλφων και εμένα, ότι είναι υπόθεση του 139 η πράξη του Προέδρου, δεν είναι διοικητική πράξη, είναι πράξη άσκησης εξουσίας του Προέδρου που ορίζει το Σύνταγμα και δεν λαμβάνεται με βάση το 146. Μας παρέσυρε ο Αργυρός και ζητώ άδεια να την αποσύρω.»
Η Πλήρης Ολομέλεια απέρριψε τότε την 5663/2013 και προχώρησε να επιληφθεί της 998/2013, την οποία, αποδεχόμενη, μετά από ακρόαση, προδικαστική ένσταση ότι ο Υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι «όργανο» ή «Αρχή» της Δημοκρατίας στα πλαίσια του Άρθρου 139, και απέρριψε με απόφαση εκδοθείσα την 29.11.2013.
Την 6.12.2013 κατεχωρήθη επιστολή υπό τύπον «ειδοποίησης αλλαγής δικηγόρου» του Αιτητή με αναφορά στην 5663/2013 με αντικατάσταση των συνηγόρων Ανδρέας Γ. Λαδάς για G. & A. Ladas LLC και Γιώργος Σεραφείμ για Σεραφείμ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. με τους συνηγόρους Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε. Την ίδια μέρα, οι νέοι δικηγόροι κατεχώρησαν αίτηση για επαναφορά της 5663/2013, η οποία και ανελήφθη από την Πλήρη Ολομέλεια. Η αίτηση ετέθη σε δύο βάσεις. Πρώτον, ότι η Πλήρης Ολομέλεια δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί της 5663/2013 η οποία δεν ήταν ενώπιον της και η οποία θα έπρεπε να είχε ανατεθεί σε ένα μόνο Δικαστή, έχοντας ήδη ορισθεί την 5.9.2013. Δεύτερον, ότι η υπόθεση απεσύρθη χωρίς ο Αιτητής να επιθυμούσε τούτο παρά μόνο διότι του ετέθη το δίλημμα να επιλέξει μεταξύ των δύο υποθέσεων, ώστε να παραβιάζεται και το δικαίωμα του να προσφύγει στο δικαστήριο προς διάγνωση της ουσίας του παραπόνου του.
Με τη διατύπωση ένστασης στην αίτηση για επαναφορά, ορίσαμε την αίτηση για ακρόαση και είχαμε το όφελος τόσο γραπτών όσο και προφορικών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων.
Πριν προχωρήσουμε στο σκεπτικό μας, να προβούμε στην παρατήρηση ότι η επιστολή που ουσιαστικά συνίστατο σε «ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου» ουδόλως μπορούσε να έχει τέτοια υπόσταση. Την 6.12.2013 που κατεχωρήθη, η υπόθεση είχε ήδη απορριφθεί από την 10.7.2013 και δεν υφίστατο επομένως υπόθεση στην οποία να μπορούσε να εγίνετο αντικατάσταση δικηγόρου (ίδε και Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1). Η επιστολή λοιπόν αυτή ουδόλως μπορούσε να αντανακλά στην υπόσταση της υπόθεσης και δεν έπρεπε καν να είχε γίνει δεκτή από το Πρωτοκολλητείο.
Έπειτα είναι το θέμα της νομικής βάσης της αίτησης, η οποία αναφέρεται ότι «βασίζεται επί των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου 1962 17, 18 και 19 όπως έχουν τροποποιηθεί, επί των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας Δ.26, θ.24 33 θ.1 και Δ.48 θ.9 και Δ.57 των ΄Αρθρων 30 και 35 του Συντάγματος αλλά και των Γενικών Εξουσιών του Δικαστηρίου και της Νομολογίας». Σε σχέση με τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, ο Κανονισμός 17 αφορά έκδοση απόφασης δυνάμει ΄Αρθρου του Συντάγματος χορηγούντος αρμοδιότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο, ο Κανονισμός 18 αφορά την κατ' αναλογία εφαρμογή των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, και ο Κανονισμός 19 αφορά την έκδοση οδηγιών καθ΄ οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Σε σχέση με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, στους οποίους ο Κανονισμός 18 παραπέμπει, η Δ.24 αφορά «Admissions», η Δ.26 αφορά «Default of Pleading», με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα το θ. 14 ο οποίος αφορά επαναφορά σε περίπτωση απόφασης ερήμην, η Δ.31 θ.1 αφορά παράλειψη εμφάνισης κατά τη δίκη, η Δ.57 αφορά το χρόνο και την επέκτασή του και η Δ.48 θ.9 αφορά το διαδικαστικό αίτησης. Σε σχέση τέλος με το Σύνταγμα, το Άρθρο 30 αφορά γενικά το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο και το Άρθρο 35 αφορά γενικά την υποχρέωση των δικαστηρίων να διασφαλίζουν την εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η περαιτέρω αναφορά είναι στις «Γενικές Εξουσίες» του Δικαστηρίου και στη «Νομολογία».
Το πρώτο το οποίο θα πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο για την αίτηση που έχουμε ενώπιον μας. Ουδείς των Κανονισμών του 1962 προβλέπει ως προς την επαναφορά απορριφθείσας αίτησης και δη αποσυρθείσας. Εφαρμοζομένων δε, δυνάμει του Κανονισμού 18 και τηρουμένων των αναλογιών, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ούτε αυτοί βοηθούν. Τούτο διεπιστώθη και από τον Ναθαναήλ, Δ, στην υπόθεση El Aassy v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1252/2010, 17.5.2011, στην οποία έγινε αναφορά και στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ. (ως ήτο τότε) στην υπόθεση Μαύρου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3020. Όπως παρετηρήθη δε περαιτέρω, ούτε η Δ.26 θ. 14 (στη Δ.26 γενικά βασίζεται και η ενώπιον μας Αίτηση), είναι σχετική αφού αναφέρεται στην περίπτωση απόφασης εκδοθείσας κατόπιν παραλείψεως (ερήμην). Στην υπόθεση Μαύρου ν. Δημοκρατίας, ο Αρτεμίδης, Δ., (ως ήτο τότε), παρέπεμψε στο Δαγτόγλου, «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» (σ. 302) ότι:
«Κάθε διοικητική δίκη ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου καταργείται με την παραίτηση του προσφεύγοντος από το δικόγραφο του ένδικου βοηθήματος, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του άλλου διαδίκου. ...... Η παραίτηση, που είναι ισχυρή μόνο αν δεν περιέχει όρους ή αιρέσεις, δεν μπορεί να ανακληθεί.»
Και ιδιαιτέρως στο Τσάτσο «Αίτηση Ακυρώσεως» (σ. 368), όπως υιοθετήθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση The President of the Republic v. Louca (1984) 3(A) C.L.R. 241:
«Το δικαίωμα της παραιτήσεως από της υποβληθείσης αιτήσεως ακυρώσεως δεν έχει θεσπισθή δια του νόμου. Δοθέντος όμως, ότι απαιτείται η παρουσία συμφέροντος ως προϋπόθεσις της παραδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως, δέον να γίνη δεκτόν ότι, αφ' ης στιγμής ο αιτούμενος την ακύρωσιν δηλώσει, ότι δεν έχει συμφέρον να εκδικασθή η αίτησις αυτού, δεν υφίσταται πλέον η τυπική αύτη προϋπόθεσις, καθ όσον ο μη στερούμενος της ικανότητας της επί δικαστηρίου παραστάσεως είναι ο αρμοδιώτερος de juris e de jure κριτής του ιδίου συμφέροντος. τούτου ένεκεν η παραίτησις από του ασκηθέντος ενδίκου μέσου της αιτήσεως ακυρώσεως είναι δεκτή.»
Κατέληξε ως εκ τούτου (σ. 3023) ότι:
«Είναι επομένως η άποψή μου, σύμφωνα με τα πιο πάνω, πως όταν ο αιτητής παραιτείται του δικαιώματος προώθησης της προσφυγής του, αυτή δεν επαναφέρεται.»
Εν τούτοις, και παρά τη διαπίστωση έλλειψης δικονομικού πλαισίου επαναφοράς αποσυρθείσας προσφυγής, το Δικαστήριο επέτρεψε την επαναφορά στη βάση ότι δεν υπήρξε πραγματική πρόθεση απόσυρσης αφού η πρόθεση απόσυρσης αφορούσε άλλη προσφυγή και η απόσυρση της εν λόγω προσφυγής οφείλετο στο λάθος του δικηγόρου ο οποίος τις εσύγχισε και ο οποίος έτσι δεν είχε καν οδηγίες να την αποσύρει.
Στην υπόθεση El Aassy έγινε παραπομπή στην υπόθεση Matanes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 540/2012, ημερ. 30.11.2012 στην οποία μας παρέπεμψε και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή. Αυτή η υπόθεση αφορούσε όμως Αίτηση για επαναφορά προσφυγής απορριφθείσας λόγω μη προώθησης της. Παρατηρώντας ότι σε τέτοια περίπτωση εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας (Δ.26 θ. 14) δυνάμει του Κανονισμού 18, ετονίσθη από τον Ναθαναήλ, Δ., ότι είναι πάντοτε με αυστηρότητα που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται Αίτηση για επαναφορά απορριφθείσας αίτησης ενόψει ιδιαιτέρως της συνταγματικής προθεσμίας, που δεν μπορεί να επεκταθεί, των 75 ημερών. Όπως ελέγχθη (σ. 10):
«Η απόρριψη της θέτει τέρμα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, μέσω επαναφοράς, ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσμία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο δικοιούμενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης.»
Αίτηση για επαναφορά απορριφθείσας Αίτησης λόγω μη προώθησης της αφορούσε και η απόφαση του Νικολάου, Δ., στην υπόθεση Καρακάννα ν. ΕΔΥ (2000) 4 Α.Α.Δ. 627 στην οποία παραπέμπει και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή. Ο Νικολάου, Δ., παρέπεμψε στην υπόθεση Tsingi v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1262, όπου ο Τριανταφυλλίδης, Π., επέτρεψε την επαναφορά προσφυγής απορριφθείσας λόγω μη προώθησης της λέγοντας (σ. 1267):
«I have no doubt that I have inherent judisdiction to reinstate this case in the present circumstances and, in any event, I possess competence under both rule 19 of the Supreme Constitutional Court Rules of Court and rule 14 of Order 26 of the Civil Procedure Rules, to the extent to which it is applicable to a case of the present nature.»
H Tsingi v. Republic επεδοκιμάσθη από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Rousos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119. Επαναφορά προσφυγής απορριφθείσας λόγω μη προώθησης της αφορούσε και η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω.
Το κριτήριο που προκύπτει ότι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις επαναφοράς Αίτησης απορριφθείσας λόγω μη προώθησης της είναι κατά πόσον υπήρξε, επί του όλου ιστορικού, πραγματική πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής και με σχετικό παράγοντα το εύλογο του χρόνου αντίδρασης στην απόρριψη.
Κοινό κριτήριο στις περιπτώσεις απόσυρσης και στις περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης φαίνεται να είναι η πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής. Το κριτήριο όμως έχει διαφορετικές παραμέτρους σε κάθε περίπτωση.
Οι παράμετροι που αφορούν περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης συναρτώνται πρωτίστως προς τη διαπίστωση της πρόθεσης μη εγκατάλειψης με αναφορά στις συνθήκες της μη προώθησης και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ώστε να μπορέσει να συναχθεί, αντικειμενικώς, το ζητούμενο, καθ' όσον δεν υπήρξε θετική έκφραση της πρόθεσης εγκατάλειψης παρά μόνο παράλειψη προώθησης. Η απόσυρση της προσφυγής, όμως, κατ' αναλογία της απόσυρσης αγωγής, δηλώνει αφ' εαυτής οριστικώς την πρόθεση εγκατάλειψης η οποία και δεν απομένει πλέον να συνάγεται ως θέμα ερμηνείας άλλων ενεργειών, όπως στην περίπτωση απόρριψης λόγω μη προώθησης. Η διάσταση αυτή ετονίσθη από την Ολομέλεια στην υπόθεση The President of the Republic v. Louca, ανωτέρω. Σημειώνουμε δε περαιτέρω, με έμφαση, την επιγραμματική αναφορά του Στυλιανίδη, Δ. (ως ήτο τότε) (σ. 268), αντηχώντας τον Τσάτσο, ότι «The applicant is the best Judge of his case», και εξηγώντας περαιτέρω ότι:
«He is entitled to withdraw his recourse to the Court at any time before judgment. This is in some way further supported by Article 30 of the Constitution and Article 6 of the Convention on Human Rights whereby the right of access to the Court is safeguarded, and "the right of access" implies, in my view, a right to withdraw from the Court.»
Στην περίπτωση λοιπόν αποσυρθείσας προσφυγής, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αμφιβολία ως προς την πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης, εκτός αν, όπως στην Μαύρου, υπήρξε γνήσιο λάθος που να αποκαλύπτει σαφώς την έλλειψη πρόθεσης απόσυρσης. Τούτο είχε υπ' όψη του ο Τριανταφυλλίδης, Π., στην Tsingi v. Republic παρατηρώντας (σ. 1266) ότι «. even if a recourse has been abandoned by mistake it may be reinstated .».
Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο πάνω στο οποίο θα μπορούσε ο Αιτητής να στηριχθεί, αφού το ιστορικό της αίτησης του αντιστρατεύεται πλήρως τη θέση του. Ούτε θέμα λάθους αλλά ούτε θέμα πίεσης μπορεί να τίθεται. Ο Αιτητής, επιλέγοντας να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο με δύο Αιτήσεις, μία δυνάμει του 139 και μία δυνάμει του 146, προώθησε μόνο εκείνη του 139, χωρίς καν να επιδώσει εκείνη του 146. Όταν δε απεσύρθη και απερρίφθη εκείνη του 146 τον Ιούλιο, για πέντε μήνες δεν αντέδρασε καθόλου, όπως αντιδρά τώρα, πάρα μόνο όταν τελικά απερρίφθη εκείνη του 139. Ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν η οριστική αποτυχία της 998/2013, την οποία είχε επιλέξει να προωθήσει, που τον εκίνησε να επιδιώξει να επανέλθει στην 5663/2013 και όχι οποιαδήποτε συνειδητοποίηση έλλειψης πρόθεσης εγκατάλειψης της 5663/2013. Τέτοια συνειδητοποίηση θα αναμένετο να είχε εκδηλωθεί αμέσως μετά την απόσυρση και απόρριψη της 5663/2013 και όχι πέντε ολόκληρους μήνες μετά και μάλιστα αμέσως μετά την απόρριψη της 998/2013. Ουδόλως μπορεί να υποστηριχθεί, υπό αυτές τις συνθήκες, γνήσια και πειστική έλλειψη πρόθεσης εγκατάλειψης. Τούτο ενισχύεται από την ίδια τη δήλωση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Αιτητή, που, όπως εξ άλλου είναι δεκτό, έγινε στην παρουσία και με συγκατάθεση του. Δεν ήταν δε μόνο η αμεσότητα και ευθύτητα με την οποία δηλώθη η απόσυρση, αλλά και η δοθείσα συγχρόνως εξήγηση ότι «Εμάς πάντοτε η θέση μας ήταν, και του συναδέλφου και εμένα, ότι είναι υπόθεση του 139 η πράξη του Προέδρου, είναι πράξη άσκησης εξουσίας του Προέδρου που ορίζει το Σύνταγμα και δεν λαμβάνεται με βάση το 146». Υπήρχε δηλαδή πλήρης συνειδητοποίηση και έκφραση της πεποίθησης ότι το θέμα αφορούσε το 139 και όχι το 146. Δεν μπορεί τώρα να ακούεται ο Αιτητής να λέγει ότι απέσυρε την 146 χωρίς να το επιθυμεί ή ότι επιέσθη τεθείς προ διλήμματος. Αν έτυχε λανθασμένης νομικής εκτίμησης το όλο θέμα, τούτο δεν αποτελεί λόγο επαναφοράς της προσφυγής και καταστρατήγησης της συνταγματικής προθεσμίας. Ο Αιτητής «είναι ο αρμοδιώτερος de juris e de jure κριτής του ιδίου συμφέροντος». Δεν θα ήταν δε άστοχο να παραπέμψουμε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 384, στην οποία απερρίφθη αίτημα για επαναφορά προσφυγής προς το σκοπό διαχωρισμού δικογράφου ώστε δεύτερη θεραπεία η οποία κατά την εκδίκαση της υπόθεσης εκρίθη ως μη συναφής προς την πρώτη να αποτελούσε αντικείμενο νέας προσφυγής. Ο Αιτητής είχε κάνει τις επιλογές του και δεν μπορούσε πλέον να επανήρχετο σε άλλη πορεία όταν η επιλεγείσα πορεία ήταν ανεπιτυχής.
Και η άλλη πτυχή των θέσεων του Αιτητή, ότι η Πλήρης Ολομέλεια δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί της 5663/2013, είναι όμως ανεδαφική. Ότι η Πλήρης Ολομέλεια έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί Αίτησης δυνάμει του Άρθρου 146 οποτεδήποτε επιλέξει είναι δεδομένο από την ίδια την αναφερθείσα απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.ά. ν. Δημοκρατίας ανωτέρω. Η απόφαση βεβαιώνει τη θεμελιακή συνταγματική θέση ότι η δικαιοδοσία ανήκει στην Ολομέλεια έστω και αν μπορεί να ασκείται, ως ορίζει ο Νόμος 33/1964, και από ένα Δικαστή αναλόγως απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας, εξ ου και η αίτηση επαναφοράς μπορούσε να αναληφθεί από την Πλήρη Ολομέλεια και όχι από το Δικαστή ο οποίος είχε χειριστεί και απορρίψει την προσφυγή (η αντίθετη άποψη περιέχεται μόνο στην απόφαση του Νικήτα, Δ, ο οποίος διεφώνησε). Η Rousos v. Republic, ανωτέρω, ουδόλως αντιστρατεύεται τούτο αφού εκεί η Πλήρης Ολομέλεια εκλήθη να εξετάσει το θέμα στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας της, δηλαδή ως θέμα έφεσης κατά της απόφασης με την οποία απερρίφθη η προσφυγή από ένα Δικαστή (που δεν μπορούσε να γίνει αφού εκρίθη ότι το ορθό δικονομικό μέτρο δεν ήταν η έφεση αλλά η αίτηση επαναφοράς) και όχι στα πλαίσια της δικής της πρωτογενούς δικαιοδοσίας για επαναφορά της προσφυγής.
Η Ολομέλεια, η οποία περιλαμβάνει και το Δικαστή ενώπιον του οποίου είχε τεθεί υπόθεση, μπορεί ωσαύτως οποτεδήποτε να αναλάβει την υπόθεση είτε για να τη χειρισθεί περαιτέρω είτε για να την απορρίψει. Ιδιαιτέρως στην περίπτωση, όπως η προκειμένη, που ο Δικαστής δεν έχει χειρισθεί καθόλου την υπόθεση, αφού μάλιστα αυτή δεν έχει καν επιδοθεί και η πρώτη ημερομηνία ορισμού της δεν έχει ακόμα επέλθει. Και που ο μόνος λόγος που η Ολομέλεια αναλαμβάνει την υπόθεση είναι όχι για να την εκδικάσει αλλά για να την απορρίψει ως αποσυρόμενη ενώπιον της με δήλωση του συνηγόρου ο οποίος ζητά άδεια από την ίδια την Ολομέλεια για να την αποσύρει και μάλιστα αιτιολογώντας το αίτημά του. Η εισήγηση ότι η Ολομέλεια δεν είχε αρμοδιότητα να απορρίψει την υπόθεση υπό αυτές τις συνθήκες είναι προδήλως λανθασμένη.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Καθ' ου η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.