ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C740
(2014) 3 ΑΑΔ 351
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 49/2013)
(Υπόθεση Αρ. 533/2011)
3 Οκτωβρίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστές]
ΑΓΛΑΪΑ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗ,
Εφεσείουσα/Ενδιαφερόμενο Μέρος,
ΚΑΙ
ΒΙΚΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
_________
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2.5.2014.
Μ. Κυριακίδης, για την Εφεσείουσα.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη.
Λ. Λάμπρου Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για την
Καθ΄ης η Αίτηση.
_________
_________
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η προσφυγή που καταχώρησε η εφεσίβλητη για ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ, με την οποία προήχθησαν τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη, πέτυχε μερικώς και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε αναφορικά με το ΕΜ 3, εφεσείουσα/αιτήτρια στην παρούσα, ενώ επικυρώθηκε αναφορικά με τα ΕΜ 1 και ΕΜ 2. Στις 3.4.2013, η αιτήτρια καταχώρησε Ειδοποίηση Έφεσης με οκτώ λόγους έφεσης που άπτονται θεμάτων τα οποία απασχόλησαν το Δικαστήριο κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Στις 20.5.2013 η εφεσείουσα προέβη σε αλλαγή δικηγόρου και στις 2.5.2014, πριν ακόμα δοθούν οδηγίες για την καταχώρηση περιγραμμάτων αγόρευσης, υπέβαλε την παρούσα αίτηση, με την οποία αιτείται την τροποποίηση των λόγων έφεσης.
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, αναφέρεται ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην καταχώρηση της αίτησης, είναι, η διαπιστωθείσα από τους νέους δικηγόρους της αιτήτριας ανάγκη να τροποποιηθούν ορισμένοι λόγοι έφεσης, έτσι ώστε αυτοί να είναι «επιπροσθέτως αιτιολογημένοι, συστηματικά ορθοί και, περαιτέρω, να προστεθεί ένας περαιτέρω λόγος έφεσης, ο οποίος ακροθιγώς αναφέρεται στην Ειδοποίηση Αναθεωρητικής Έφεσης, όμως είναι, κατά την κρίση των νυν δικηγόρων της Αιτήτριας - Εφεσείουσας, ορθότερο να πρέπει να εξεταστεί ως αυτοτελής λόγος έφεσης». Αναφέρεται, περαιτέρω, ότι οι προωθούμενες τροποποιήσεις είναι συναφείς με τους ήδη υπάρχοντες λόγους έφεσης και, στο σύνολό τους, αφορούν ζητήματα που είχαν εγερθεί και συζητηθεί πρωτόδικα.
Η εφεσίβλητη ενίσταται στην τροποποίηση και, όπως διευκρινίστηκε κατά την ακρόαση, η ένστασή της περιορίζεται στο αιτητικό 1, 2 και 6 που αφορά την τροποποίηση των λόγων έφεσης 1 και 3 και την προσθήκη νέου λόγου έφεσης. Αποτελεί θέση της καθ΄ης η αίτηση ότι επιχειρείται η εισαγωγή νέων, ανεξάρτητων λόγων έφεσης, με αποτέλεσμα να δοθεί στην εφεσείουσα η δυνατότητα δεύτερης ευκαιρίας να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση και πως, με τους προτεινόμενους λόγους, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ταυτόχρονα δύο διαφορετικά και αντιφατικά πράγματα, ήτοι επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει στην ίδια υπόθεση (approbate and reprobate). Περαιτέρω, οι νέοι λόγοι που εισάγονται στερούνται ουσίας και βάσης. Η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης, γεγονός που συμβάλλει στην καθυστέρηση εκδίκασης της έφεσης, καθώς και οι δυσμενείς συνέπειες που θα επιφέρει τυχόν τροποποίηση, ιδιαίτερα αφού η Δημοκρατία δεν προχώρησε στην καταχώρηση έφεσης, αποτελούν επίσης λόγους ένστασης.
Η καθ΄ης η αίτηση επίσης επικαλείται ότι η καταχώρηση ένορκης δήλωσης δικηγόρου προς υποστήριξη της αίτησης είναι απαράδεκτη.
Ξεκινώντας από το τελευταίο αυτό ζήτημα, παρατηρούμε ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση γίνεται από τη Βασιλεία Κουρουζίδου, δικηγόρο, η οποία εργάζεται ως συνεργάτης στη δικηγορική εταιρεία των δικηγόρων της εφεσείουσας/αιτήτριας και, όπως αναφέρει, έχει προσωπική γνώση των γεγονότων που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση. Οι αρχές της νομολογίας επί του θέματος συνοψίστηκαν, μεταξύ άλλων, και στην υπόθεση Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1AAΔ 82, όπου στις σελίδες 93 και 94 αναφέρονται τα εξής:
«. μια ένορκη δήλωση δεν αποκλείεται απλά επειδή ο ομνύων είναι δικηγόρος. Οι δικηγόροι όμως θα πρέπει να αποστασιοποιούνται από τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα θέματα και τυγχάνει γενικά ανεπιθύμητο να εμφανίζονται ως μάρτυρες ή ενόρκως δηλούντες σε δικαστική διαδικασία στην οποία εκπροσωπούν διάδικο, εκτός εάν αυτό είναι αναγκαίο. Αφ΄ ης όμως στιγμής δικηγόρος έχει με τον ένα ή άλλο τρόπο καταστεί μάρτυρας γεγονότων, τότε κωλύεται, λόγω ασυμβιβάστου, να συνεχίζει να εμφανίζεται χειριζόμενος την υπόθεση του πελάτη του ως δικηγόρος. (Ahapittas v. Roc-Chic Ltd (1968) 1 C.L.R. 1, In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 319, Thanos Hotels Ltd v. Ιωάννου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1036.»
Έχοντας υπόψη τις αρχές τις νομολογίας, καθώς και την προσωπική γνώση των γεγονότων της υπόθεσης, όπως δηλώνεται από την ενόρκως δηλούσα, δεν κρίνουμε ότι η ένορκη δήλωση είναι απαράδεκτη όπως εισηγείται η καθ΄ης η αίτηση. Σημειώνουμε, όμως, ότι ορθότερο θα ήταν η ένορκη δήλωση να γίνεται από άτομο μη δικηγόρο.
Η χορήγηση άδειας για τροποποίηση των λόγων έφεσης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έχει νομολογηθεί ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης «αποτιμούμενο υπό το πρίσμα των σκοπών της έφεσης και των εκατέρωθεν δικαιωμάτων ως προς το τελέσφορο της δικαστικής διαδικασίας αποτελεί τη βασική αρχή η οποία διέπει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου». (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 580, Σκάρου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1996) 1 ΑΑΔ 1333, Flecha Contracting Ltd v. M.C. Michael Development Ltd (2001) 1 AAΔ 495).
Τροποποιήσεις που αποσκοπούν στη διασαφήνιση υφιστάμενων λόγων έφεσης κατά κανόνα εγκρίνονται. Αντίθετα, κατά κανόνα, δεν εγκρίνονται τροποποιήσεις που συνεπάγονται την εισαγωγή νέων λόγων έφεσης, οι οποίοι διευρύνουν σε μεγάλο βαθμό την υπάρχουσα βάση της έφεσης, ιδιαίτερα στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης. Στην απουσία ικανοποιητικής εξήγησης για τη μη συμπερίληψη του νέου λόγου στην ειδοποίηση έφεσης και δικαιολόγησης της καθυστέρησης, δε γίνεται δεκτή η εισαγωγή του με την τροποποίηση της έφεσης. (Καμένος ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 24). Όμως, δεν ισχύει άκαμπτος κανόνας, ο οποίος άλλωστε θα αποστερούσε από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τη δική του κρίση και είτε να επιτρέψει, είτε να απορρίψει, τη συγκεκριμένη τροποποίηση, λαμβάνοντας υπόψη και συνεκτιμώντας όλα τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης. (Kassab Golf Solar France Ltd ν. Yiacoumis Bros (Construction) Co Ltd (1990) 1 ΑΑΔ 510).
Σε σχέση με την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης, έχει νομολογηθεί ότι αυτή δεν μπορεί να αντικριστεί κατά απομόνωση ως ορισμένης σημασίας και, μάλιστα, αποφασιστικής σε κάθε περίπτωση. (Panayiotis Georghiou (Catering) ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 323, Flecha Contracting Ltd. V. M.C. Michael Development Ltd (πιο πάνω)). Ο χρόνος υποβολής της αίτησης εξετάζεται σε συνάρτηση με το στάδιο στο οποίο ευρίσκεται μία έφεση.
Σημαντική παράμετρος στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αποτελεί το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αντίδικο, ως αποτέλεσμα της τροποποίησης. Η καθυστέρηση στην εκδίκαση της έφεσης την οποία επιφέρει η τροποποίηση, είναι άλλος παράγοντας, ο οποίος υπεισέρχεται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, το βάρος του οποίου ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος της καθυστέρησης. Επίδειξη καταφρόνησης προς τα θέσμια αποτελεί αφ΄ εαυτής λόγο για την απόρριψη του αιτήματος. (Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2003) 3 ΑΑΔ 31).
Σημειώνεται ότι οι πιο πάνω αρχές καθοδηγούν, αλλά δεν στερούν από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τη δική του κρίση και, είτε να επιτρέψει, είτε να απορρίψει τη συγκεκριμένη τροποποίηση, λαμβάνοντας υπόψη και συνεκτιμώντας όλα τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης. (Kassab Golf Solar France Ltd ν. Yiacoumis Bros (Construction) Co Ltd (πιο πάνω)).
Η σύγχρονη τάση που παρουσιάζει η νομολογία είναι προς την κατεύθυνση έγκρισης αιτήσεων για τροποποίηση σε κατάλληλες περιπτώσεις, έστω και εαν η αναγκαιότητα τροποποίησης είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, εκτός βέβαια αν σοβαροί λόγοι συνηγορούν προς την αντίθετη προσέγγιση. (Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 ΑΑΔ 934, Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφ. 144/2010, ημερ. 9.9.2013, Investylia Public Co. Ltd. v. Πολ. Έφ. 339/2010, ημερ. 24.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:A131).
Η ανάγκη για τροποποίηση των λόγων έφεσης εντοπίστηκε από τους νέους δικηγόρους της αιτήτριας κατά τη μελέτη της υπόθεσης. Η θέση ότι αλλαγή δικηγόρου δε δικαιολογεί την τροποποίηση των λόγων έφεσης είναι ορθή. Αυτός όμως ο παράγοντας δεν πρέπει να απομονώνεται. Θα πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με όλα τα γεγονότα της υπόθεσης και αφού συνεκτιμηθούν, το Δικαστήριο να ασκήσει την κρίση του.
Εξετάζοντας τις τροποποιήσεις που επιθυμεί να επιφέρει η αιτήτρια, διαπιστώνουμε ότι αυτές που περιλαμβάνονται στις παραγράφους (2), (4) και (5) της αίτησης στοχεύουν στη διασαφήνιση των υφιστάμενων λόγων έφεσης. Ειδικώτερα σε συνάρτηση με το αιτητικό (2) η αιτήτρια επιχειρεί ουσιαστικά να ενσωματώσει στον 3ο λόγον έφεσης τον 6ο λόγο έφεσης δίδοντας πληρέστερη αιτιολογία του 3ου λόγου, γι΄ αυτό άλλωστε και αιτείται την απόσυρση του 6ου λόγου και την αναρίθμηση των υπολοίπων. Με την τροποποίηση της παραγράφου (6) επιδιώκεται η προσθήκη νέου λόγου έφεσης. Πρόκειται για αμφισβήτηση της κρίσης του Δικαστηρίου επί θέματος που εγέρθηκε και συζητήθηκε κατά την ακρόαση της υπόθεσης.
Η αιτούμενη τροποποίηση της παραγράφου (1) της αίτησης αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης, ο οποίος έχει ως ακολούθως:
«1. 1ος λόγος εφέσεως:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η προσφυγή εναντίον της ενδιαφερόμενης 3 - εφεσείουσας θα έπρεπε να γίνει δεκτή όσο αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος 3.
Αιτιολογία:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ήβρε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη 2 και 3 δε συμμετέχουν στη διαδικασία γεγονός που μπορεί να επηρέασε τη σκέψη του. Στην πραγματικότητα τα ενδιαφερόμενα μέρη 2 και 3 συμμετείχαν στη διαδικασία όπως φαίνεται και από τις παρουσίες που αναγράφονται στην απόφαση του Δικαστηρίου.»
Με την αιτούμενη τροποποίηση ζητείται όπως ο πρώτος λόγος έφεσης και η αιτιολογία του διαμορφωθούν ως ακολούθως:
«1ος λόγος έφεσης:
Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μη συμμετοχή των Ενδιαφερόμενων Μερών 2 και 3 στη διαδικασία, έτσι όπως εκτίθεται στη σελίδα 6 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης, είναι εσφαλμένο.
Αιτιολογία:
(1) Τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2 και 3 συμμετείχαν στη διαδικασία όπως φαίνεται από τις παρουσίες που αναγράφονται στην απόφαση του Δικαστηρίου.
(2) Ενόψει της σχετικής εσφαλμένης αναφοράς του Δικαστηρίου περί μη συμμετοχής των Ενδιαφερομένων Μερών 2 και 3 στη διαδικασία αλλά και της αποκλειστικής αναφοράς του στις θέσεις των Καθ΄ων η αίτηση, υπάρχει σοβαρή αμφιβολία κατά πόσο το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις θέσεις των Ενδιαφερομένων Μερών στη διαδικασία ή αν απλώς, ενδεχομένως εκ λάθους, αντιπαρήλθε ολοκληρωτικά τις θέσεις των Ενδιαφερόμενων Μερών τελώντας υπό προφανή πλάνη ότι δεν συμμετείχαν στη δικαστική διαδικασία».
Σημειώνεται πως με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε η προσφυγή κατά της προαγωγής του ΕΜ 2 και το ΕΜ 2 δεν αποτελεί διάδικο μέρος στην έφεση. Με αυτά τα δεδομένα και, αφού εξετάσαμε τον υφιστάμενο λόγο έφεσης και την επιδιωκόμενη τροποποίηση, κρίνουμε ότι, όχι μόνο δεν πρόκειται για τροποποίηση με στόχο τον καλύτερο ή ακριβέστερο προσδιορισμό του υφιστάμενου λόγου έφεσης, αλλά αντίθετα θεωρούμε ότι πρόκειται για έναν διαφοροποιημένο λόγο έφεσης, η συμπερίληψη του οποίου ενδεχόμενα να οδηγήσει σε αχρείαστη περιπλοκή της έφεσης.
Ως προς το χρόνο καταχώρησης της αίτησης, παρατηρείται καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης από την ημερομηνία αλλαγής του δικηγόρου της αιτήτριας, όμως, ενόψει του γεγονότος ότι δεν έχει αχθεί ακόμα η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου για προδικασία και δεν έχουν δοθεί οδηγίες για περιγράμματα αγορεύσεων, η έγκριση της αίτησης δεν θα οδηγούσε σε οποιαδήποτε ουσιαστική καθυστέρηση της εκδίκασης της έφεσης. Δεν διαπιστώνουμε επίσης ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις δυνατό να προκαλέσουν οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό των συμφερόντων της καθ΄ ης η αίτηση. Οι κατ΄ ισχυρισμό της καθ΄ ης η αίτηση δυσμενείς συνέπειες που ενδεχομένως θα επιφέρουν οι τροποποιήσεις, παρέμειναν στη σφαίρα της γενικότητας.
Έχοντας υπόψη αφενός το γεγονός ότι με τις τροποποιήσεις του αιτητικού Α(2) - (5) επιχειρείται η διασαφήνιση των υφιστάμενων λόγων έφεσης και ότι με την προσθήκη του νέου λόγου η εφεσείουσα προτίθεται να εγείρει ένα θέμα το οποίο εξετάστηκε πρωτόδικα και συνεπώς θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να υπάρχει πλήρης εκδίκαση όλων των εγειρομένων με την πρωτόδικη απόφαση θεμάτων και επίσης λαμβανομένου υπόψη ότι η έφεση βρίσκεται ακόμα σε αρχικό στάδιο, χωρίς να έχουν δοθεί οδηγίες για περιγράμματα αγορεύσεων, καθώς και το ότι η εφεσίβλητη δεν θα υποστεί οποιαδήποτε αδικία η οποία δεν μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα, κρίνουμε ότι η αίτηση θα πρέπει να έχει θετική κατάληξη σε συνάρτηση με τις παραγράφους Α (2) μέχρι (6).
Συνεπώς, το αίτημα της παραγράφου Α (1) της αίτησης απορρίπτεται. Άδεια δίδεται όμως για τροποποίηση ως οι παράγραφοι Α (2) μέχρι (6) της αίτησης. Τροποποιημένη ειδοποίηση έφεσης να καταχωριστεί ενός 15 ημερών από σήμερα και αντίγραφο να επιδοθεί στην εφεσίβλητη και στη Δημοκρατία. Τα έξοδα της αίτησης και όσα έξοδα θα προκύψουν από την τροποποίηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον της αιτήτριας/εφεσείουσας, πληρωτέα στο τέλος της έφεσης.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΧΤΘ