ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C722
(2014) 3 ΑΑΔ 333
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 199/2009 & 202/2009
29 Σεπτεμβρίου, 2014
[Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π., ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ
Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Γ. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.Δ]
Α.Ε. 199/2009
ΜΕΤΑΞΥ:
ΜΩΗΣΗ ΤΑΡΤΙΟΥ,
Εφεσείοντα/Αιτητή,
-ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης/Καθ' ης η αίτηση.
-------------------------------
Α.Ε.202/2009
ΜΕΤΑΞΥ:
ΑΣΤΕΡΩΣ ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείουσας/Ε.Μ
- ΚΑΙ -
ΣΤΕΛΙΟΥ ΧΑΤΖΗΜΑΡΚΟΥ,
Εφεσίβλητου/Αιτητή,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων/Καθ' ων η αίτηση
-------------------------------
Χρίστος Γεωργιάδης, για Εφεσείουσα στην Α.Ε. 202/2009.
Άντης Κωνσταντίνου, για Εφεσίβλητο στην Α.Ε. 202/2009.
Δένα Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
ΑΠΟΦΑΣΗ
(Διϊστάμενη)
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Δεν συμφωνώ με το αποτέλεσμα. Παραθέτω το δικό μου σκεπτικό.
Η απόφαση της ΕΔΥ να προαγάγει την εφεσείουσα - ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού (Κλάδος Εγγραφής, Διακατοχής και Διαχείρισης Κρατικών Γαιών) στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας προσβλήθηκε με τρεις ξεχωριστές προσφυγές που καταχώρησαν ο εφεσίβλητος, Στέλιος Χατζημάρκου, και δύο άλλοι αιτητές, Παναγιώτης Παναγιώτου και Μωϋσής Ταρτίου, οι οποίες συνεκδικάστηκαν. Η προσφυγή του Ταρτίου, στην οποία υπήρχε ακόμη ένα ενδιαφερόμενο μέρος, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ οι πρόσφυγές του εφεσίβλητου και του Παναγιώτη Παναγιώτου έγιναν αποδεκτές, για διαφορετικούς λόγους. Στην περίπτωση του εφεσίβλητου κρίθηκε πρωτοδίκως ότι είχε καταδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των άλλων υποψηφίων, ενώ στην περίπτωση του Παναγιώτου διαπιστώθηκε ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα, αναφορικά με το διδακτορικό του τίτλο.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην προσφυγή του Στέλιου Χατζημάρκου (στο εξής «ο εφεσίβλητος»). Έφεση ασκήθηκε και από τον αιτητή Ταρτιου εναντίον της απορριπτικής απόφασης του δικαστηρίου, η οποία όμως αποσύρθηκε στην πορεία. Στο μεταξύ, η ΕΔΥ αποδεχόμενη την πρωτόδικη κρίση, προχώρησε σε επανεξέταση με αποτέλεσμα το διορισμό, αυτή τη φορά, του εφεσίβλητου στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 15.7.2007.
Το γεγονός αυτό, προκάλεσε την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ενώπιον μας ότι η εφεσείουσα δεν διατηρεί πλέον ενεστώς έννομο συμφέρον. Κατόπιν οδηγιών μας, όπως οι διάδικοι αναπτύξουν τις θέσεις τους γραπτώς, ο εφεσίβλητος και η εφεσείουσα, καταχώρησαν συμπληρωματικά περιγράμματα. Οι εφεσίβλητοι-καθ' ων η αίτηση (Κυπριακή Δημοκρατία) δήλωσαν ότι δεν επιθυμούσαν να τοποθετηθούν.
Η εισήγηση του εφεσίβλητου έχει ως κεντρικό άξονα τη θέση ότι η επίδικη προαγωγή της εφεσείουσας ακυρώθηκε δύο φορές, ήτοι στην προσφυγή του εφεσιβλήτου και αμέσως μετά στην προσφυγή του Παναγιώτη Παναγιώτου. Το γεγονός τούτο σε συνάρτηση με την παράλειψη της εφεσείουσας να εφεσιβάλει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην προσφυγή του Παναγιώτου, που επίσης ακύρωσε την προαγωγή της, και να καταχωρήσει προσφυγή κατά της απόφασης της ΕΔΥ κατόπιν επανεξέτασης, με την οποία προήχθη ο εφεσίβλητος στην επίδικη θέση, απολήγει, εισηγείται, σε απώλεια του έννομου συμφέροντος της. Τούτο γιατί σε περίπτωση επιτυχίας της παρούσας έφεσης η επίδικη πράξη θα εξακολουθεί να είναι ακυρωμένη και θα παραμεριστεί μόνο το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά στον εφεσίβλητο. Ως εκ τούτου, η συνέχιση της έφεσης δεν θα ωφελήσει την εφεσείουσα.
Η εν λόγω θέση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Επισημαίνεται, στην υπόθεση Χρυσοστόμου κ.ά ν. Δημητρίου κ.ά (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, στην οποία ο εφεσείων ήταν, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, ενδιαφερόμενο πρόσωπο και όχι ο προσφεύγων ότι :
«.η κατοχή του απαραίτητου έννομου συμφέροντος συναρτάται με τη ζωτικότητα του συμφέροντος του προσφεύγοντος κατά τα τρία κρίσιμα στάδια, (λήψη απόφασης, άσκηση προσφυγής, εκδίκαση) και όχι του ενδιαφερομένου προσώπου που είναι η ιδιότητα του εφεσείοντος. (Βλ.Κλεάνθους και άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2971, Dias United Publishing Co.; Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και στην πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας στην Υπουργικό Συμβούλιο ν. Ραδιοτηλεοπτικές Υπηρεσίες Αντέννα Ρ.Τ. Λίμιτεδ (1998) 3 Α.Α.Δ. 255).
H έφεση αποτελεί το δικαϊικό μέσο για τη θεώρηση της ορθότητας πρωτόδικης δικαστικής απόφασης. Συνιστά ασφαλιστική δικλίδα για την ορθή διαπίστωση και εφαρμογή του νόμου στην υπόθεση η οποία εκδικάζεται. Η αποδοχή, στην προκείμενη υπόθεση, της δεύτερης διοικητικής απόφασης δεν υποδηλώνει αποποίηση του δικαιώματος άσκησης έφεσης, κατά της πρώτης δικαστικής απόφασης, ούτε επάγεται την απόσβεση της έφεσης. Η έφεση έχει ως λόγο τη θεώρηση της ορθότητας της δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η πρώτη διοικητική πράξη. Η αποδοχή της δεύτερης διοικητικής απόφασης αναφέρεται αποκλειστικά στην πράξη εκείνη.»
Στη μεταγενέστερη υπόθεση Χαραλάμπους ν. Πουλικκά (2002) 3 Α.Α.Δ. 685, τα γεγονότα της οποίας ήταν σε μεγάλο βαθμό παρόμοια με τα γεγονότα της παρούσας, ο εφεσείων ήταν πρωτόδικα το ενδιαφερόμενο μέρος, η πρωτόδικη απόφαση ήταν ακυρωτική και, εκκρεμούσης της έφεσης η ΕΔΥ προέβηκε σε επανεξέταση με αποτέλεσμα την προαγωγή του αιτητή- εφεσίβλητου, η οποία όμως δεν προσβλήθηκε από τον εφεσείοντα με την καταχώρηση νέας προσφυγής. Στο ερώτημα κατά πόσο ο εκεί εφεσείων-ενδιαφερόμενο μέρος μπορούσε να συνεχίσει με την προώθηση της έφεσης του ή αν δεσμευόταν από τη νέα απόφαση της ΕΔΥ, αφού δεν την πρόσβαλε, η Ολομέλεια ανέφερε τα ακόλουθα:
«Ήταν η θέση του εφεσείοντα, που προβλήθηκε ενώπιον μας, πως η παρούσα περίπτωση δεν επηρεάζεται από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση ΚΟΑ ν. Γ. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110, αφού αυτή αφορούσε έφεση του διορίζοντος οργάνου ενώ το ίδιο είχε προβεί σε επανεξέταση, συμμορφούμενο με την ακυρωτική απόφαση. Όπως προβλήθηκε, η υπόθεση εδώ διαφοροποιείται γιατί είναι το ΕΜ που εφεσίβαλε την απόφαση, το οποίο και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεσμεύεται από την απόφαση συμμόρφωσης των καθ' ων η αίτηση.
Είναι κατά την άποψη μας ορθή αυτή η θέση. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση, διότι με αυτό τον τρόπο, όπως υποβλήθηκε και εκ μέρους του εφεσείοντα, θα καταλήγαμε στο ανεπίτρεπτο αποτέλεσμα πως η διοίκηση μπορούσε να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να στερήσει το ΕΜ του δικαιώματός του να προσβάλει την περί ης ο λόγος απόφαση.
Η άλλη πλευρά όμως έθεσε το θέμα διαφορετικά, χωρίς να αμφισβητεί στην ουσία τις πιο πάνω θέσεις. Όπως υπέβαλε, αφού είχε γίνει επανεξέταση και προάχθηκε ο αιτητής-εφεσίβλητος αναδρομικά, το ΕΜ θα έπρεπε να προσβάλει αυτή την απόφαση, γιατί η έφεση του κάτω από τις συνθήκες της νέας απόφασης είχε χάσει το αντικείμενο της.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή το εγειρόμενο θέμα, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως η παρούσα έφεση δεν έχει χάσει το αντικείμενό της. Ο εφεσείων έχει επιλέξει να συνεχίσει την έφεση του και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν την εγκατέλειπε αν θα μπορούσε να προβάλει λόγους ακυρότητας για τη δεύτερη απόφαση, λόγους που ίσως έχει να προβάλει στην παρούσα έφεση. Δεν δεχόμαστε ότι η έφεση δεν έχει πλέον αντικείμενο. Αν ο εφεσείων-ΕΜ επιτύχει στην έφεση του και επικυρωθεί η επίδικη διοικητική απόφαση με ανατροπή της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η καθ' ης η αίτηση Αρχή Ηλεκτρισμού θα έχει τότε την υποχρέωση να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση, συμμορφούμενη με το αποτέλεσμα της έφεσης.»
Ένα περίπου χρόνο αργότερα, το πιο πάνω σκεπτικό της Πουλικκά υιοθετήθηκε πλήρως και εφαρμόστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Δήμος Αραδίππου κ.ά ν. Γεωργίου (Αρ. 1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 25.
H εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι η Πουλικκά δεν έχει εφαρμογή στα δεδομένα της παρούσας γιατί σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, δεν θα ανατραπεί ολόκληρη η επίδικη πράξη λόγω μη προσβολής του ακυρωτικού αποτελέσματος στην προσφυγή του Παναγιώτου, δεν με βρίσκει σύμφωνη. Οι προσφυγές του εφεσίβλητου και του Παναγιώτου πέτυχαν για διαφορετικούς λόγους - του πρώτου λόγω έκδηλης υπεροχής και του Παναγιώτου λόγω πλάνης περί τα πράγματα. Το ακυρωτικό αποτέλεσμα όμως ήταν ένα, παρά την διατύπωση και στις δύο υποθέσεις ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται».
Περαιτέρω, παρόλο που η ακυρωτική απόφαση επενεργεί erga omnes ως προς το αποτέλεσμά της, το δεδικασμένο ως προς τα κριθέντα ζητήματα, δηλαδή εκείνα που οδήγησαν ως διαπιστώσεις στο αποτέλεσμα, είναι σχετικό ανεξάρτητα από το αν η διοικητική απόφαση επικυρώθηκε ή ακυρώθηκε (Δέστε Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Παπαδάκη κ.ά (2002) 3 Α.Α.Δ. 140). Ουσιώδης προϋπόθεση του είναι η ταυτότητα των διαδίκων. Η δε υποχρέωση επανεξέτασης και το τι περιλαμβάνει κρίνεται με βάση το ratio decidendi της απόφασης δηλαδή το δεσμευτικό/αποφασιστικό περιεχόμενο της.
Στην προκείμενη περίπτωση λοιπόν, η αναφορά από το πρωτόδικο δικαστήριο στην προσφυγή του Παναγιώτου ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται», εφόσον επρόκειτο για συνεκδικασθείσες προσφυγές, δεν δημιουργούσε νέο ακυρωτικό αποτέλεσμα που να ακυρώνει τη διοικητική πράξη για δεύτερη φορά, αλλά συνιστούσε το συμπέρασμα επιπρόσθετου λόγου ακύρωσης που παρήγαγε μόνο σχετικό δεδικασμένο που θα μπορούσε να αποτελέσει δυνητικά λόγο έφεσης. Ούτε επηρεαζόταν το δικαίωμα της εφεσείουσας να αμφισβητήσει κατ' έφεση την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος κατέδειξε έκδηλη υπεροχή, που στη συγκεκριμένη εκείνη υπόθεση στοιχειοθέτησε το λόγο της ακύρωσης, οδηγώντας κατ' ακολουθία στην επανεξέταση και στο διορισμό του εφεσίβλητου, και να έχει η εφεσείουσα επί του ζητήματος τούτου την απόφαση του Εφετείου. Εξάλλου, το θεσμικό πλαίσιο της έφεσης στον τομέα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας είναι η επανακρόαση της προσφυγής, υπό την αίρεση των περιορισμών που τίθενται με τους λόγους έφεσης (Δέστε Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ.510).
Το γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε με επιπρόσθετο λόγο έφεσης το σχετικό δεδικασμένο της προσφυγής του Παναγιώτου, ουδόλως διαφοροποιεί τα πράγματα. Εξακολουθεί δυνητικά να αντλεί ωφέλεια από τυχόν επιτυχία της παρούσας έφεσης, αφού με την εξαφάνιση αναδρομικά της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή του εφεσίβλητου θα επανέρθει στο προσκήνιο η πράξη προαγωγής της. Η νέα απόφαση που προέκυψε από την επανεξέταση θα υπόκειται σε ανάκληση και η ΕΔΥ θα υποχρεούται πλέον, ανατρέχοντας στα πραγματικά δεδομένα του ουσιώδους χρόνου, να επανεξετάσει και πάλι - βλ. Πουλικκά και Δήμος Αραδίππου (ανωτέρω) - δεσμευόμενη μόνο από το σχετικό δεδικασμένο της προσφυγής του Παναγιώτου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επανεξέταση θα τεθεί επί νέων δεδομένων, πιο ευνοϊκών για την υποψηφιότητα της εφεσείουσας.
Σύμφωνα με τη νομολογία, στο δικό μας δικαιϊκό σύστημα, πρωτόδικη απόφαση θεωρείται τελική και διατηρεί τον τελικό της χαρακτήρα, παρά την καταχώρηση έφεσης, εκτός αν ανατραπεί, οπότε η ανατροπή της ενεργεί αναδρομικά (Δέστε, μεταξύ άλλων, την υπόθεση Kyproxil Designs Ltd v. Panos Englezos & Co. Ltd, (1988) 1 C.L.R. 546).
Στην ουσία, η παρούσα δεν διακρίνεται από την Πουλικκά και βεβαίως ούτε από τις άλλες δύο σχετικές υποθέσεις που αναφέρονται προηγουμένως στις οποίες εφαρμόστηκε η ίδια αρχή, κατά τρόπο μάλιστα που να δικαιολογεί απόκλιση από τα εκεί αποφασισθέντα. Να σημειωθεί ότι δεν μας έχει καλέσει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου να αποκλίνουμε από τα όσα η εν λόγω απόφαση καθιέρωσε ούτε βλέπω οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί τέτοια πορεία.
Συνακόλουθα, «δεν καταφαίνεται ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η έφεση απώλεσε τη ζωτικότητά της ή κάθε σημασία για τα δικαιώματα» της εφεσείουσας (Δέστε Χρυσοστόμου (ανωτέρω)).
Για τους πιο πάνω λόγους, θα απέρριπτα την προδικαστική ένσταση.
Π. Παναγή, Δ.
Γ. Ν . Γιασεμή, Δ.
/ΣΓεωργίου