ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C463
(2014) 3 ΑΑΔ 291
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 41/2010)
(Υπόθεση Αρ. 749/2008)
4 Ιουλίου 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. ΣΑΒΒΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
2. ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΥΜΕΟΥ-ΚΑΓΚΑ,
3. ΚΛΕΙΩ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ-ΠΑΠΑΔΗΜΑ,
4. ΣΑΝΤΡΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΝΕΣΤΟΡΙΔΟΥ,
5. ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΔΑΜΙΑΝΟΥ,
6. ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗΣ,
7. ΜΑΡΙΑ ΠΕΤΡΟΥ-ΠΕΛΕΝΔΡΙΤΟΥ,
8. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
9. ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείοντες
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων
-----------------------------------
Χρ. Χριστάκη, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Εφεσίβλητους.
------------------------------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ.: Εφεσιβάλλεται η πρωτόδικη απορριπτική απόφαση με την οποία κρίθηκαν ανεδαφικές οι θέσεις των εφεσειόντων ως προς την κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να απορρίψει το αίτημα τους για αναδρομική ισχύ του διορισμού τους από 25.1.1991, καθώς και για απαλλαγή τους από την υποχρέωση να επιτύχουν στις προβλεπόμενες, από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Τεχνικού Δημοσίων Έργων, εξετάσεις.
Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση και αποτελεί κοινό έδαφος οι εφεσείοντες υπηρετούσαν ως ωρομίσθιοι για πολλά χρόνια στη θέση Τεχνικού στο Τμήμα Δημοσίων Έργων. Νομοθετικές προσπάθειες για διορισμό τους σε μόνιμη θέση απέτυχαν λόγω του ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε τις πρόνοιες της εκάστοτε σχετικής νομοθεσίας, αντισυνταγματικές. Η νομοθεσία αυτή ήταν ο περί Εκτάκτων Υπαλλήλων (Διορισμός σε Δημόσιες Θέσεις) Νόμος αρ. 4/1991, ο περί της Πληρώσεως Κενωθεισών Θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία (Ειδικές Διατάξεις) Νόμος αρ. 28(Ι)/1998 και ο περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμος αρ. 108(Ι)/1995. Ο πρώτος Νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός στη Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1590 και ο δεύτερος Νόμος στη Δέσποινα Κούρρη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 144/2001, ημερ. 27.2.2003. Προσφυγή εναντίον των διορισμών των εφεσειόντων δυνάμει του τελευταίου Νόμου επίσης πέτυχε την ακύρωση των διορισμών στην Αδάμος Αδάμου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 829/2003, ημερ. 19.2.2008 λόγω της παραβίασης της υποχρέωσης για προκήρυξη και δημοσίευση των θέσεων.
Το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων ζήτησε στις 26.4.2004 την πλήρωση 61 θέσεων Τεχνικού Τμήμα Δημοσίων Έργων και η Ε.Δ.Υ., αφού ακολούθησε τη θεσμοθετημένη διαδικασία πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού, επέλεξε μεταξύ άλλων και τους εφεσείοντες για διορισμό στη μόνιμη θέση Τεχνικού Τμήμα Δημοσίων Έργων με ημερομηνία ισχύος του διορισμού την 16.7.2007. Ταυτόχρονα η Ε.Δ.Υ., ακολουθώντας σχετική σημείωση στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης έκρινε ότι οι αιτητές μεταξύ άλλων δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από την υποχρέωση να επιτύχουν στις σχετικές εξετάσεις και συνεπώς ήσαν υποχρεωμένοι να παρακαθήσουν σ΄ αυτές. Η Ε.Δ.Υ. επί αιτήματος του Διευθυντή Τμήματος Δημοσίων Έργων ημερ. 19.2.2008 όπως ο διορισμός των εφεσειόντων έχει αναδρομική ισχύ, αποφάσισε ότι το αίτημα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό δεδομένου ότι με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου η προηγούμενη υπηρεσιακή κατάσταση των εξ υπαρχής διορισθέντων από 16.7.2007, αιτητών, είχε εξαφανισθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, ως ήδη αναφέρθηκε, τις αιτιάσεις των εφεσειόντων για ακύρωση των αποφάσεων της Ε.Δ.Υ., θεωρώντας ότι η αιτιολογία που δόθηκε ήταν επαρκής κατά τρόπο ώστε το Δικαστήριο να ήταν σε θέση να αναθεωρήσει τις αποφάσεις αυτές. Σημειώθηκε συναφώς το γεγονός ότι οι θέσεις στις οποίες διορίστηκαν οι εφεσείοντες ήταν νέες θέσεις που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει νέου σχεδίου υπηρεσίας στο οποίο περιλαμβανόταν και η ανάγκη για επιτυχία σε σχετικές εξετάσεις με συνακόλουθο να μην ήταν δυνατό η απαίτηση αυτή να παρακαμφθεί για τους εφεσείοντες. Αυτό, υπό το φως και του δεδομένου ότι οι προηγούμενοι διορισμοί των εφεσειόντων είχαν ακυρωθεί δύο φορές με ισάριθμες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η συνέπεια των αποφάσεων αυτών ήταν η εξαφάνιση και κατάργηση των προηγηθέντων διορισμών ώστε να μην είχε εφαρμογή σχετική σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας ότι Τεχνικοί που κατείχαν τη θέση στις 16.2.1996, θα ανελίσσονταν έστω και αν δεν είχαν επιτύχει στις εξετάσεις.
Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας και παραβίασης της αρχής της καλής πίστης διότι η Ε.Δ.Υ., πριν καταλήξει στις αποφάσεις της, εξέτασε με προσοχή όλα τα ενώπιον της τεθέντα δεδομένα και δεν στηρίχθηκε σε πραγματικά γεγονότα που δεν υπήρχαν ή παρέλειψε να λάβει υπόψη γεγονότα που υφίσταντο. Ούτε το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 7 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, ή, το Άρθρο 28 του Συντάγματος, διότι τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης δεν τα κατέτασσαν στις πρόνοιες του άρθρου 7 που ρητά καθορίζει πότε οι διοικητικές πράξεις δύνανται να έχουν αναδρομική ισχύ. Ως προς τη δημιουργηθείσα, κατ΄ ισχυρισμόν, ανισότητα των εφεσειόντων έναντι άλλων, το Δικαστήριο σημείωσε ότι αν γινόταν δεκτή η θέση τους για αναδρομικό διορισμό και μη παρακάθηση σε εξετάσεις, δυνατό να δημιουργούσε παραβίαση του Άρθρου 28 ως προς τους υπόλοιπους διορισθέντες την ίδια ημερομηνία με τους εφεσείοντες.
Τα ίδια ζητήματα επαναφέρουν ουσιαστικά οι εφεσείοντες και ενώπιον της Ολομέλειας. Με αναφορά σε νομολογία θεωρούν ότι η ερμηνεία στην επιφύλαξη της σημείωσης 4 που δόθηκε πρωτόδικα ήταν λανθασμένη έχοντας υπόψη ότι η ακύρωση των διορισμών προηγουμένως δεν εξαφάνιζε την πραγματική υπηρεσία στη θέση Τεχνικού στα Δημόσια Έργα, τουλάχιστον στις 16.2.1996, που ήταν η ημερομηνία που καθόριζε η σημείωση. Επομένως, η ακύρωση του διορισμού δεν εξάλειψε το πραγματικό γεγονός της κατοχής στις 16.2.1996 της θέσης Τεχνικού στα Δημόσια ΄Εργα. Όσον αφορά την αναδρομικότητα του διορισμού, οι εφεσείοντες προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι θέσεις που προκηρύχθησαν δεν ήταν νέες θέσεις, αλλά είχαν προκύψει λόγω ακύρωσης του διορισμού 34 ατόμων με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 27.2.2003. Και εν πάση περιπτώσει η αποκατάσταση της νομιμότητας με την έκδοση αναδρομικής πράξης αποτελεί καθήκον της διοίκησης για να αποκαταστήσει τη σταδιοδρομία των εφεσειόντων όπως αυτή θα εξελισσόταν εάν δεν μεσολαβούσαν οι ακυρωτικές αποφάσεις. Η επαγγελματική ανέλιξη των εφεσειόντων επηρεάστηκε λόγω της παρανομίας του ίδιου του κράτους που ακυρώθηκε με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεν είναι ορθό να τιμωρούνται οι εφεσείοντες εκ νέου για τα σφάλματα της πολιτείας.
Η αντίθετη θέση της Δημοκρατίας είναι ότι ο διορισμός των εφεσειόντων από 16.7.2007, έγινε εξ υπαρχής με πλήρη εξαφάνιση της προηγούμενης υπηρεσιακής τους κατάστασης εφόσον με την ακυρωτική απόφαση εξαφανίζεται η πράξη που ακυρώθηκε, με ισχύ από την ημερομηνία έκδοσης της. Περαιτέρω, η αποκατάσταση των εφεσειόντων έγινε με τον μόνο νόμιμο τρόπο, δηλαδή, με την προκήρυξη εκ νέου των κενών θέσεων για τις οποίες οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση για διορισμό και την επιλογή αυτών για διορισμό στη μόνιμη τώρα θέση από 16.7.2007. Δεν μπορούσε να δοθεί αναδρομική ισχύς υπό το φως του γεγονότος ότι οι εφεσείοντες δεν απαιτήθηκε να υπηρετήσουν επί δοκιμασία και η περίπτωση τους είναι διαφορετική από τις υποθέσεις που αναφέρουν οι εφεσείοντες εφόσον δεν υπήρχε οτιδήποτε προς επαναφορά ή επανεξέταση του καθεστώτος των εφεσειόντων.
Η έφεση στερείται ερείσματος. Όλοι οι λόγοι προς ακύρωση της πρωτόδικης κρίσης συναρτώνται προς την υπηρεσία των εφεσειόντων πριν το μόνιμο διορισμό τους από την Ε.Δ.Υ., μετά την προκήρυξη των θέσεων και την επιλογή τους. Η προϋπηρεσία τους βεβαίως και φέρει μαζί της την αποκτηθείσα από αυτούς πείρα και εννοείται ότι η υπηρεσία τους ήταν πραγματική και όχι πλασματική. Αυτή η πραγματική υπηρεσία δεν αποσβέννυται λόγω της ακύρωσης, μεταγενέστερα, του διορισμού τους. Αλλά δεν αποτελεί και στοιχείο που θα ήταν δυνατό να αποτελεί και δεδομένο που θα μπορούσε να προσμετρήσει υπέρ τους εφόσον εδώ δεν ακολούθησε κάποιου είδους επανεξέταση, αλλά υπήρχε εξ υπαρχής προκήρυξη των θέσεων και επιλογή των εφεσειόντων υπό αυτό το θεμελιώδες και σημαντικό δεδομένο. Σημειώνεται συναφώς ότι η ακύρωση του νομοθετικού διορισμού των αιτητών στην Πανίκος Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - έγινε για δυο λόγους όπως αποκαλύπτει το εκτεταμένο σκεπτικό του τότε Προέδρου Πική. Ότι ο ίδιος ο Νόμος αρ. 4/91 στον οποίο θεμελιώθηκε η απόφαση ήταν αντισυνταγματικός, αλλά και διότι στο μεταξύ είχε προηγηθεί η απόφαση της Ολομέλειας στη Μενελάου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 370, η οποία αφαίρεσε το υπόστρωμα στο οποίο οι διορισμοί είχαν διενεργηθεί. Λέχθηκε εκεί ότι οι διορισμοί στο δημόσιο γίνονται στη βάση των εξής επιταγών του Συντάγματος και τους συνάδοντες προς αυτό Νόμους: ότι μόνο αρμόδιο σώμα για τη διενέργεια προσλήψεων στη δημόσια υπηρεσία σε μόνιμη ή προσωρινή θέση είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας• ότι καμιά θέση στη δημόσια υπηρεσία δεν πληρούται χωρίς να προηγηθεί η δημόσια προκήρυξη της• και ότι η κατοχή των υπό του αρμοδίου σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενων προσόντων θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για διορισμό σε δημόσια θέση.
Οι πιο πάνω αρχές δεν έχουν αλλοιωθεί ποσώς και παραμένουν σταθερές με την πάροδο του χρόνου, επιβεβαιωμένες μάλιστα κατ΄ επανάληψη. Συνεπώς, απορρέει, από τη σταθερή νομολογία, ότι οι εφεσείοντες δεν ήταν δυνατό να αποκτήσουν οποιαδήποτε δικαιώματα χωρίς την πλήρωση των ελαχίστων κανόνων εύρυθμης και δημοκρατικής λειτουργίας της στελέχωσης της δημόσιας υπηρεσίας. Δεν τίθεται ζήτημα για τους εφεσείοντες να απαλλάσσονταν της υποχρέωσης να συμμορφωθούν με το σχέδιο υπηρεσίας των προκηρυχθεισών θέσεων ή να διοριστούν αναδρομικά προς δυσμενή επηρεασμό των υπολοίπων που συναγωνίστηκαν για τις θέσεις και που επίσης διορίστηκαν από 16.7.2007. Τα περί έλλειψης δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας στην πραγματικότητα δεν εγείρονται διότι οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση, όπως και οι υπόλοιποι, για διορισμό στη βάση του σχεδίου υπηρεσίας που παρέπεμπε στα δεδομένα πρόσληψης και την ικανοποίηση των εκεί τεθέντων όρων.
Οι θέσεις των εφεσειόντων με αναφορά στην αδικία που υπέστησαν έχοντας όντως υπηρετήσει το δημόσιο για σειρά ετών με παραπομπή στην αρχή της αποκατάστασης ή αναδρομικότητας με βάση το άρθρο 7 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, δεν ευσταθούν. Οι υποθέσεις Καραγιώργης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669, Ξενοφώντος ν. Δημοκρατίας, προσφυγή αρ. 501/2002, ημερ. 12.2.2004 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, προσφυγή αρ. 1583/2006, ημερ. 17.9.2007 κ.ά., στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος, έχουν, με όλη την εκτίμηση, παρερμηνευθεί. Τόσο το άρθρο 7, όσο και οι ως άνω υποθέσεις αλλά και η αναφερθείσα μεταγενέστερη Μαρία Ελευθεριάδου Σολωμού ν. Κ.Ο.Τ., προσφυγή αρ. 1318/2007, ημερ. 26.1.2009, αφορούσαν διοικητικές πράξεις νόμιμες απαρχής που ακυρώθηκαν από το αναθεωρητικό Δικαστήριο και έτυχαν επανεξέτασης από το οικείο διοικητικό όργανο. Είχαν τεθεί ζητήματα συγκριτικής υπεροχής με δεδομένα προϋπάρχοντα της ακύρωσης. Οι δε Καραγιώργης, Ξενοφώντος και Παναγή εξηγήθηκαν ως προς την εμβέλεια τους στην ομόφωνη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 745. Εξηγήθηκε εκεί ότι η ακύρωση δεν συνεπάγεται εξάλειψη των νομίμως ετοιμασθέντων εκθέσεων αξιολόγησης (Καραγιώργης), ότι η πείρα που αποκτήθηκε δεν μπορούσε να διαγραφεί ως απαιτούμενο προσόν (Ξενοφώντος και Παναγή), και ότι οι αποφάσεις αυτές ήταν άλλης μορφής προβλήματα που επίλυαν, από το ζήτημα της προσμέτρησης υπέρ υποψηφίου πείρας, σε υπηρεσία θέσης στην οποία υπηρετούσε άλλο άτομο, ως αποτέλεσμα ακύρωσης της κατοχής της θέσης από τον πρώτο. Στη δε Σολωμού - πιο πάνω - εξηγήθηκε με αναφορά και στην Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου: Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως, ότι υπολογίζεται ο χρόνος υπηρεσίας έστω και αν ο διορισμός ακυρώθηκε εκ των υστέρων για σκοπούς μισθοδοτικών ή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.
Αποφασίστηκε επίσης στην Χριστοδούλου ότι αν η θέση γινόταν δεκτή ότι παρά την εξαφάνιση προαγωγής προσμετρούσε η πραγματική υπηρεσία, θα παρέμενε πάντοτε κατάλοιπο σοβαρού οφέλους υπέρ του υποψηφίου που κρίθηκε ότι παρανόμως προάχθηκε. Και είναι μ΄ αυτή την έννοια που εξετάζεται και το άρθρο 7(γ) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, το οποίο εν πάση περιπτώσει εφαρμόζεται όπου υπάρχει ακύρωση πράξης και επανεξέταση. Ούτε βέβαια υπάρχει εδώ ανάγκη αποκατάστασης αδικίας ώστε να αποδοθεί αναδρομική ισχύς διότι δεν υπήρξε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας της διοίκησης.
Τα δεδομένα δεν δικαιολογούν ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης. Οι εφεσείοντες στην πραγματικότητα ωφελήθηκαν με την ανάληψη εργασίας με τα ανάλογα οφέλη για την περίοδο που υπηρετούσαν ως ωρομίσθιοι έκτακτοι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ περαιτέρω η αποκτηθείσα πείρα τους λήφθηκε υπόψη για σκοπούς διορισμών όλων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ