ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C145
(2014) 3 ΑΑΔ 64
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 210/2010)
(Υπόθεση Αρ. 1198/2007)
26 Φεβρουαρίου 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,
Εφεσείουσα
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
----------------------------------
Χρ. Χριστάκη, για την Εφεσείουσα.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για την Εφεσίβλητη.
Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενος Μέρος 1 -
Φροσούλα Αθηνοδώρου.
Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2 και 3.
Εφεσείουσα παρούσα.
------------------------------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Πρωτοδίκως συνεκδικάσθησαν τέσσερεις προσφυγές που αφορούσαν τη νομιμότητα της κρίσης της Ε.Δ.Υ., μετά από επανεξέταση, σε σχέση με το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών στη μόνιμη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β (Κτηματολόγιο), στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, με αναδρομική ισχύ από 15.7.1993.
Η προσφυγή υπ΄ αρ. 1198/2007 ασκήθηκε από την εφεσείουσα, η οποία και πέτυχε σε σχέση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη με συνακόλουθο την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης που ιδιαιτέρως την αφορούσε. Κατά την εξέταση των θεμάτων που τέθηκαν ενώπιον του, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Φροσούλλα Αθηνοδώρου δεν κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας που καθοριζόταν στο σχέδιο υπηρεσίας. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου. κατά την επανεξέταση η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε διερευνήσει περαιτέρω το ζήτημα και αφού λήφθηκαν υπόψη κάποια νέα στοιχεία και μελετήθηκε εμπεριστατωμένα ο φάκελος της έκτακτης υπηρεσίας του ενδιαφερομένου μέρους, πίστωσε σε αυτό το πλεονέκτημα.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι δεν ήταν αυθαίρετη η επιλογή της Συμβουλευτικής Επιτροπής να καθορίσει εκ νέου την περίοδο για την οποία θα εξεταζόταν η κατοχή της πείρας από υποψήφιο στα δύο χρόνια, απορρίπτοντας ταυτόχρονα και τον ισχυρισμό ότι η πείρα αυτή έπρεπε να συναρτηθεί προς τα καθήκοντα της αμέσως κατώτερης θέσης. Αυτό, υπό το φως της φρασεολογίας που χρησιμοποιήθηκε στο σχέδιο υπηρεσίας ότι το πλεονέκτημα σχετιζόταν με «.. πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης», φρασεολογία που άφηνε περιθώριο για συσχέτιση της πείρας που αφορούσε γενικώς τα καθήκοντα της θέσης.
Περαιτέρω, κρίθηκε ότι ήταν αδιάφορο για την απόκτηση της πείρας αυτής και συνακόλουθα της πίστωσης του πλεονεκτήματος κατά πόσο ο υποψήφιος υπηρετούσε ως έκτακτος και όχι ως μόνιμος υπάλληλος. Το Δικαστήριο, τέλος, θεώρησε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή και κατ΄ επέκταση η Ε.Δ.Υ. η οποία υιοθέτησε τις θέσεις της, ενήργησε μετά από επαρκή και δέουσα έρευνα και με την απαραίτητη αιτιολογία.
Η έφεση που ασκήθηκε από την εφεσείουσα προσβάλλει την πιο πάνω κατάληξη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, η οποία ήταν υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους παρά το γεγονός ότι η προσφυγή της εφεσείουσας πέτυχε. Το δικαίωμα επιτυχόντος διαδίκου να προσβάλει με έφεση αρνητική γι΄ αυτόν κρίση του Δικαστηρίου δεν αμφισβητείται, εφόσον παραμένει ζήτημα προς ζημία του, (Σωτήρης Χατζηγεωργίου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2008) 3 Α.Α.Δ. 82, Καντούνας ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 344, Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 796, Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2003) 3 Α.Α.Δ. 625 και Δημοκρατία ν. Κούλουμου και Παπασάββα ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293).
Επαναφέρονται στην ουσία τα ίδια επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν και πρωτοδίκως σε σχέση με την κατοχή του πλεονεκτήματος της πείρας, επιχειρήματα που εμπεριέχονται στον ένα και μοναδικό λόγο έφεσης που διατυπώθηκε εναντίον της πρωτόδικης κρίσης. Κύριο άξονα των επιχειρημάτων της εφεσείουσας αποτέλεσε το γεγονός ότι η διοίκηση έλαβε υπόψη εξωγενές στοιχείο και συγκεκριμένα βεβαίωση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος εργάσθηκε από 15.7.1970 έως 31.3.1977 ως Έκτακτη Κτηματολογικός Γραφέας, ενώ στην πραγματικότητα η υπηρεσία του ενδιαφερομένου μέρους ήταν στη θέση Βοηθού Κτηματολογικού Γραφέα, με καθήκοντα εντελώς διαφορετικά από αυτά του Έκτακτου Κτηματολογικού Γραφέα. Περαιτέρω, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή, ούτε η Ε.Δ.Υ. αιτιολόγησαν δεόντως και νομίμως τη διαφοροποίηση τους από προηγούμενη κρίση των ιδίων ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν κάτοχος του πλεονεκτήματος. Η μεταβολή αυτή στις θέσεις των δύο οργάνων της διοίκησης παραβίασε το δεδικασμένο, χωρίς το πρωτόδικο Δικαστήριο να έχει ιδιαιτέρως ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό.
Η υπόθεση αφορά την τρίτη κατά σειρά επανεξέταση για τη συγκεκριμένη θέση από την Ε.Δ.Υ. Προηγήθηκε η ακυρωτική απόφαση στη Θεοδώρα Γερμανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υποθ. υπ΄ αρ. 872/2000 κ.ά. ημερ. 22.4.2002, όπου ο Νικολαΐδης, Δ., ακύρωσε την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το πλεονέκτημα θεωρώντας ότι δεν δόθηκε συγκεκριμένη εξήγηση και αιτιολογία που να δικαιολογούσε την αλλαγή της στάσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής υπό το φως του γεγονότος ότι προηγουμένως ο Διευθυντής και η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είχαν πιστώσει το ενδιαφερόμενο μέρος με το πλεονέκτημα. Το σχετικό σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ζήτημα ήταν σύντομο. Αναφέρθηκε συναφώς ότι κατά την πρώτη εξέταση που έγινε στις 17.12.1996:
«... η Επιτροπή, έχοντας ενώπιον της τα ίδια στοιχεία, και ο τότε Διευθυντής του Τμήματος, ενέκριναν ότι η Αθηνοδώρου δεν κατείχε το πλεονέκτημα. Η διοίκηση δικαιούται κατ΄ αρχήν να μεταβάλλει τις απόψεις της, αλλά οφείλει να αιτιολογήσει την αλλαγή της στάσης της (βλέπε Αδαμίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 73/96, ημερ. 13.11.1997, Soteriou v. The Greek Communal Chamber and Another (1986) 3 C.L.R. 83, 104.»
Το Δικαστήριο συνέχισε ως εξής:
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή αιτιολογεί λεπτομερώς την απόφασή της να θεωρήσει ότι η Αθηνοδώρου κατείχε το πλεονέκτημα. Δεν χρειάζεται να υπεισέλθω στην ουσία της αιτιολογίας, ούτε και να σχολιάσω το γεγονός ότι η Συμβουλευτική κατέληξε στο συμπέρασμά της αυτό στηριζόμενη, ίσως, σε εξωγενή στοιχεία που δεν περιέχονται στον προσωπικό φάκελο του ενδιαφερόμενου μέρους. Αρκεί να λεχθεί ότι η Επιτροπή θα έπρεπε, αφού διαφοροποίησε τη στάση της, να δώσει συγκεκριμένη εξήγηση και αιτιολογία για τη στροφή της αυτή. Αντίθετα, φαίνεται ότι δεν έγινε οποιαδήποτε έρευνα που να δικαιολογεί αυτή την αλλαγή στάσης, ούτε και καταγράφτηκε σχετικά οποιαδήποτε αιτιολογία. Στην ουσία, η μεταβολή δεν επισημάνθηκε καν.»
Ακολούθησε λοιπόν η επανεξέταση. Υπενθυμίζεται αμέσως ότι με βάση πάγια και διαχρονική νομολογία, η ερμηνεία, αλλά και η εφαρμογή σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σ΄ αυτή την κρίση υπό την προϋπόθεση ότι είναι εύλογη και εντός των επιτρεπτών ορίων της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου. Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της 18.9.2006 αποφάσισε ειδικά να αποστείλει πίσω στη Συμβουλευτική Επιτροπή για σκοπούς επανεξέτασης, σε συμμόρφωση με το δεδικασμένο, το ζήτημα της αξιολόγησης της κατοχής του πλεονεκτήματος, μεταξύ άλλων υποψηφίων και του ενδιαφερομένου μέρους, εφόσον η κρίση εκείνη δεν ήταν:
«. αιτιολογημένη με την έννοια ότι δεν καταγράφονται τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό. Η ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την κατοχή ή μη του πλεονεκτήματος από τους Αθηνοδώρου και Πασιαλή είναι ιδιαίτερης σημασίας, καθότι καλύπτεται από το δεδικασμένο.».
Παρατηρείται επομένως πλήρης συμμόρφωση με την ακυρωτική στο εξεταζόμενο ζήτημα απόφαση του Νικολαΐδη, Δ., και σεβασμός στο δημιουργηθέν δεδικασμένο. Το ζητούμενο ήταν ακριβώς να επανεξεταστεί η κατοχή ή μη του πλεονεκτήματος από το ενδιαφερόμενο μέρος με σχετική διερεύνηση του θέματος και την παροχή «ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.».
Η Συμβουλευτική Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 2.1.2007 επανέλαβε στην ουσία τον καθορισμό του εύρους του χρονικού πλαισίου εξέτασης για τη διερεύνηση της εν λόγω κατοχής του πλεονεκτήματος. Το καθόρισε στα δύο έτη, σημειώνοντας συναφώς ότι η προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία είχε εξετάσει τις αιτήσεις το 1992, είχε θέσει ως χρονική διάρκεια εξέτασης για την απόκτηση του πλεονεκτήματος μόνο τους 6 μήνες. Λόγω της πολυμορφίας της εργασίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, η Συμβουλευτική Επιτροπή επέκτεινε τη χρονική διάρκεια στα δύο έτη, όπως είχε ήδη καθορίσει και προηγουμένως στην αρχική της έκθεση ημερ. 20.6.2006, όπου πραγματεύθηκε το πρώτον το ζήτημα και κατέγραψε διεξοδικά τους λόγους που την ώθησαν στην κρίση αυτή.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε τότε καταγράψει τα εξής σε σχέση με τους λόγους που την ώθησαν να καθορίσει το πλεονέκτημα στα δύο χρόνια:
«Επειδή στο Σχέδιο Υπηρεσίας αναφέρεται ότι η "πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα", η Συμβουλευτική Επιτροπή, στην κρίση της για την αξιολόγηση των υποψηφίων, έλαβε υπόψη της και το στοιχείο αυτό, υποβάλλοντας τους υποψηφίους σε τέτοιες ερωτήσεις, ούτως ώστε, λαμβάνοντας υπόψη την απασχόλησή τους μέχρι την ημερομηνία λήξης των αιτήσεων, να διαπιστώσει κατά πόσο κατέχουν το πλεονέκτημα αυτό.
Η εργασία που διεξάγεται στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας είναι πολύμορφη και αρκετά δύσκολη. Εμπειρίες, μπορεί να αποκτήσει κάποιος είτε εργαζόμενος στο ίδιο το Τμήμα, είτε εργαζόμενος σε ιδιωτικά γραφεία που διαχειρίζονται κτηματικά θέματα. Τέτοια γραφεία είναι τα Εκτιμητικά, τα Κτηματομεσιτικά που ασχολούνται όχι μόνο με αγοραπωλησίες, αλλά και με μεταβιβάσεις ακινήτων, υποθηκεύσεις, διαχωρισμούς γης, αναγκαστικές πωλήσεις, επιβαρύνσεις κ.λ.π., καθώς επίσης και ορισμένα Νομικά Γραφεία που ασχολούνται με τέτοια θέματα.
Λόγω της πολυμορφίας της εργασίας αυτής, η Συμβουλευτική Επιτροπή καθόρισε ως χρονική διάρκεια απόκτησης του πλεονεκτήματος τα δύο χρόνια, τα οποία θεωρεί ως επαρκές χρονικό διάστημα για απόκτηση, από κάποιον που ασχολείται με τις πιο πάνω εργασίες, τέτοιων εμπειριών, σχετικών και με τα καθήκοντα της συγκεκριμένης θέσης. Να σημειωθεί ότι τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής έχουν πολυετή πείρα σε κτηματολογικά θέματα και λόγω της εμπειρίας τους αυτής, μπορούν να καθορίσουν και το χρονικό διάστημα που κάποιος χρειάζεται να αποκτήσει εμπειρίες, για τις υπό πλήρωση θέσεις,.»
Η επέκταση του χρόνου στα 2 έτη και λογική ήταν και αιτιολογημένη. Διεύρυνε την εξέταση και την έρευνα σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και αυτή ήταν μια συνετή επιλογή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή που εξ αντικειμένου λειτούργησε προς όφελος όλων των υποψηφίων. Συνεπώς, κακώς παραπονείται στο ζήτημα η εφεσείουσα.
Εκείνο όμως που τότε η Συμβουλευτική Επιτροπή απέτυχε να πράξει κατά την ως άνω συνεδρία της ήταν να εξηγήσει με ακρίβεια τους λόγους που την οδήγησαν να μην πιστώσει το ενδιαφερόμενο μέρος με το πλεονέκτημα. Αυτήν ακριβώς την κρίση αναζήτησε στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ., ώστε το θέμα να επανεξετασθεί με ακρίβεια.
Στη νέα επανεξέταση υπήρχαν όμως δύο νέα δεδομένα όπως προκύπτουν από τη συμπληρωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 2.1.2007. Το πρώτο δεδομένο αφορούσε επιστολή του δικηγόρου Α.Σ. Αγγελίδη, ημερ. 27.7.2006, στην οποία ο δικηγόρος επί του θέματος του πλεονεκτήματος από το ενδιαφερόμενο μέρος, σημείωσε την ύπαρξη περαιτέρω στοιχείων με παραπομπή στο φάκελο της έκτακτης υπηρεσίας του ενδιαφερομένου μέρους και τα οποία στοιχεία δεν εμφαίνονταν στον κανονικό φάκελο που είχε τεθεί ενώπιον της Ε.Δ.Υ., εφόσον οι φάκελοι της έκτακτης υπηρεσίας ανοίγονται μόνο μετά από το μόνιμο διορισμό. Σημειώθηκε συναφώς ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διετέλεσε έκτακτη Κτηματολογικός Γραφέας από 15.7.1970 μέχρι 1.4.1977 στα επαρχιακά Κτηματολογικά Γραφεία Λευκωσίας και Κερύνειας και μάλιστα ως η πρώτη γυναίκα που στελέχωσε το Τμήμα Αιτήσεων του Κτηματολογίου κατά την πιο πάνω περίοδο, εργασθείσα τόσο στον Κλάδο Εγγραφής, όσο και στον Κλάδο Εκτιμήσεων. Τα καθήκοντα αυτά συνεχίσθηκαν και μετά τη μονιμοποίηση της στη θέση Γραφέα 2ης τάξης από 1.4.1977.
Σημειώθηκαν και άλλα στοιχεία στην εν λόγω επιστολή με καταγραμμένη τη θέση του συνηγόρου του ενδιαφερομένου μέρους, ότι η Αθηνοδώρου αναμφισβήτητα κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας και απλά θα έπρεπε να αιτιολογηθεί σαφώς από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως και προηγουμένως της είχε πιστωθεί, χωρίς όμως, καθώς κρίθηκε, επαρκή αιτιολογία. Επισυνάφθηκαν στην επιστολή και αριθμός εγγράφων και βεβαιώσεων ως προς την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος της θέσης του έκτακτου Κτηματολογικού Γραφέα κατά την προαναφερθείσα περίοδο.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή στη συμπληρωματική έκθεση της ημερ. 2.1.2007, αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος, ρητά καταγράφει ότι στη βάση των στοιχείων του προσωπικού της φακέλου ως δημοσίου υπαλλήλου, τον οποίο και μόνο είχε στη διάθεση της είχε κρίνει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το πλεονέκτημα. Συνέχισε δε ως εξής:
«Σύμφωνα όμως με νέα στοιχεία, τα οποία προέκυψαν και τέθηκαν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μελετήθηκε εμπεριστατωμένα και ο φάκελος της έκτακτης υπηρεσίας της και διαπιστώθηκε ότι η κα Αθηνοδώρου εργάστηκε από τις 15.07.1970 μέχρι τις 31.03.1977 ως Έκτακτη Κτηματολογικός Γραφέας στα Επαρχιακά Κτηματολογικά Γραφεία Λευκωσίας και Κερύνειας. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της ως έκτακτη, ασκούσε κτηματολογικά καθήκοντα για περίοδο πέραν των δύο χρόνων και ως εκ τούτου η Συμβουλευτική Επιτροπή αναθεωρεί την αρχική της θέση και άποψη και δίνει το πλεονέκτημα στην κα Αθηνοδώρου. Οι επιστολές, με βάση τις οποίες αποδεικνύεται το πλεονέκτημα, επισυνάπτονται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ.»
Να σημειωθεί ότι δύο σχετικοί υποφάκελοι που συνθέτουν το φάκελο της έκτακτης υπηρεσίας του ενδιαφερομένου μέρους με στοιχεία P.G. 31, κατατέθηκαν ενώπιον της Ολομέλειας από την εφεσίβλητη ως Τεκμήριο Α. Η κατάθεση αυτή επετράπη εφόσον, όπως καθίσταται σαφές από το προηγηθέν λεκτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο φάκελος αυτός είχε τεθεί ενώπιον της και μελετηθεί επισταμένα από αυτήν.
Η κρίση επομένως του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς το ότι εύλογα πλέον η Συμβουλευτική Επιτροπή και κατ΄ επέκταση η Ε.Δ.Υ., αποδέχθηκαν την κατοχή του πλεονεκτήματος για το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ορθή. Ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ., υπήρχαν νέα στοιχεία και δεδομένα τα οποία ερευνήθηκαν δεόντως και οδήγησαν κατά εύλογη διακριτική ευχέρεια στην απόφαση να πιστωθεί το ενδιαφερόμενο μέρος με το πλεονέκτημα. Η Ε.Δ.Υ. στο σχετικό πρακτικό της ημερ. 2.5.2007 και αφού αναφέρεται στα προηγούμενα πρακτικά της σχετικά με την πλήρωση της συγκεκριμένης θέσης, ρητά αναφέρει ότι έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, και, σε σχέση ιδιαιτέρως με το ενδιαφερόμενο μέρος, εκτός από τις αξιολογήσεις με τις οποίες η Αθηνοδώρου χαρακτηρίσθηκε και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και από την ίδια την Ε.Δ.Υ. προηγουμένως ως εξαίρετη, της πιστώθηκε και το προβλεπόμενο από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα, ενώ είχε υπέρ της και τη σύσταση του Διευθυντή.
Η Ε.Δ.Υ. δεν ήταν αναγκαίο να επαναλάβει τα όσα η Συμβουλευτική Επιτροπή καθόρισε σε σχέση με την κατοχή του πλεονεκτήματος από το ενδιαφερόμενο μέρος, ικανοποιηθείσα από τη συμπληρωματική έκθεση της στην οποία επεξηγήθηκε, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο λόγος για τον οποίο η Αθηνοδώρου πιστώθηκε με το πλεονέκτημα. Είναι νομολογιακά δεδομένο ότι ένα διοικητικό όργανο δεν είναι απαραίτητο να διερευνήσει το ίδιο ένα επίμαχο ζήτημα. Δύναται να εναποθέσει το κύριο βάρος της καθαυτό έρευνας σε βοηθητικό όργανο, όπως εδώ στη Συμβουλευτική Επιτροπή, της οποίας ακριβώς ο ρόλος ήταν ανάλογος, αυτός, δηλαδή, της παροχής συμβουλής προς την ίδια την Ε.Δ.Υ. αναφορικά με τα προσόντα, την πείρα, την αρχαιότητα, και γενικά όλα εκείνα που ήταν απαραίτητα προς διευκόλυνση της Ε.Δ.Υ. Υπενθυμίζεται όπως απορρέει από το σκεπτικό της απόφασης του Νικολαΐδη, Δ., Θεοδώρα Γερμανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, ότι η όλη διαδικασία αφορούσε την πλήρωση 15 θέσεων για τις οποίες είχαν υποβάλει αίτηση 177 υποψήφιοι. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε σε πρώτη φάση ποιοι από τους υποψήφιους κατείχαν τα προσόντα της θέσης που έκρινε να ήταν 155, αξιολόγησε 107 από αυτούς, εφόσον 48 δεν προσήλθαν στην προφορική συνέντευξη και εν τέλει επέλεξε 60 τους οποίους και σύστησε για επιλογή.
Καθίσταται επομένως φανερό ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε προβεί σε εκτεταμένη έρευνα και αξιολόγηση ενός εκάστου των υποψηφίων και όταν η Ε.Δ.Υ. ζήτησε απ΄ αυτήν να υποβάλει συμπληρωματική έκθεση και για το ενδιαφερόμενο μέρος, έγινε απ΄ αυτήν νέα εκτίμηση των δεδομένων, τα οποία αποδέχθηκε η Ε.Δ.Υ. Υιοθέτηση των θέσεων του βοηθητικού οργάνου είναι αποδεκτή μέθοδος έρευνας του ιδίου του αρμοδίου οργάνου που έχει την ευθύνη για την παραγωγή της διοικητικής πράξης και ουδόλως σημαίνει ότι απεμπόλησε την αρμοδιότητα του ή ότι έπρεπε το ίδιο να επαναλάβει την έρευνα, (δέστε Yurin Polishchuk v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.12.2005, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 246 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 193). Άλλωστε, όπως λέχθηκε και στη Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, σελ. 366, «Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.», (δέστε και Δημοκρατία ν. Μαρίλιας Παντζαρή - Ελισσαίου (2003 ) 3 Α.Α.Δ. 168 και Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503).
Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι κακώς πιστώθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος το πλεονέκτημα, η κρίση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι δεν απαιτείτο πείρα στα καθήκοντα της αμέσως κατώτερης θέσης αλλά ευρύτερη πείρα «σχετική» με τα καθήκοντα της θέσης ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις διότι πουθενά στο σχέδιο υπηρεσίας δεν περιοριζόταν η απόκτηση της πείρας στην εκτέλεση καθηκόντων σε κατώτερες ή στην αμέσως κατώτερη θέση. Επί του σημείου αυτού η εφεσείουσα αναλύει υπέρμετρα τα καθήκοντα της επίδικης θέσης σε συνάρτηση με τα καθήκοντα που το ενδιαφερόμενο μέλος εκτελούσε κατά τα έτη 1970-1977, θεωρώντας ότι αυτά ήταν αφενός άσχετα με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και αφετέρου υποδεέστερα της θέσης του έκτακτου Κτηματολογικού Γραφέα, θέση που εν πάση περιπτώσει λανθασμένα θεώρησε η Συμβουλευτική Επιτροπή και στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. ότι κατείχε, εφόσον η πραγματική υπηρεσία της ήταν αυτή του Βοηθού Κτηματολογικού Γραφέα. Εισηγείται δε πρόσθετα ότι τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη για να πιστωθεί το ενδιαφερόμενο μέρος με το πλεονέκτημα δεν ήταν καινούργια, εφόσον προϋπήρχαν και αναφέρονταν ήδη στον προσωπικό φάκελο της Αθηνοδώρου που είχε ήδη εξεταστεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Δεν είναι ορθές οι πιο πάνω θέσεις. Στον Πίνακα Προσόντων του Παραρτήματος 4, αρχική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ημερ. 20.6.2006, το ενδιαφερόμενο μέρος περιγράφεται να κατείχε κατά τα έτη 1970-1977, τη θέση Γραφέα Γενικών Καθηκόντων. Στα συνημμένα στην επιστολή του δικηγόρου κ. Α.Σ. Αγγελίδη στη βάση της οποίας διαπιστώθηκε ανάγκη για επαναδιερεύνηση αναφέρεται (και τούτο προφανώς έγινε δεκτό από τη Συμβουλευτική Επιτροπή), ότι μέχρι το 1990 όταν αναδιοργανώθηκε το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δεν υπηρετούσε κανένας γενικός γραφέας στα Επαρχιακά Κτηματολογικά Γραφεία, με μια μοναδική εξαίρεση που κατονομάζεται. Οι βεβαιώσεις που επισυνάφθηκαν στην επιστολή έδειχναν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τη θέση έκτακτου Κτηματολογικού Γραφέα. Εκεί περιγράφεται ως Βοηθός Κτηματολογικός Γραφέας, «επί ημερομισθίω», δηλαδή έκτακτος, όλοι δε οι έκτακτοι διατηρήθηκαν ως τέτοιοι μέχρι την πλήρωση των κενών θέσεων. Η περιγραφή ως «έκτακτη» αντί «βοηθού» δεν διαφοροποιεί τα πράγματα διότι το ζητούμενο ήταν η πραγματική άσκηση κτηματολογικών καθηκόντων και όπως αυτή αναθετόταν από τους εκάστοτε προϊσταμένους τους.
Όσον αφορά τη θέση ότι τα στοιχεία που προσμέτρησαν υπέρ της παροχής του πλεονεκτήματος προϋπήρχαν και στους προσωπικούς φακέλους του ενδιαφερομένου μέρους και συνεπώς το πλεονέκτημα δεν πιστώθηκε ως αποτέλεσμα νέας έρευνας, παρατηρούνται τα ακόλουθα: πρώτον το ζήτημα με το συγκεκριμένο τρόπο που προωθήθηκε κατ΄ έφεση δεν τέθηκε ποτέ πρωτοδίκως με την προσφυγή και τη συνακόλουθη αγόρευση της εφεσείουσας. Στην πρωτόδικη αγόρευση το θέμα συναρτήθηκε μόνο προς το ότι η θέση που τότε κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν αυτή του έκτακτου βοηθού Κτηματολογικού Γραφέα και όχι του έκτακτου Κτηματολογικού Γραφέα. Επομένως δεν μπορεί τώρα να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης κατ΄ έφεση, (Χαραλάμπους ν. ΕΤΕΚ (2012) 3 Α.Α.Δ. 59 και Banik v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2012) 3 Α.Α.Δ. 50).
Δεύτερο, αναδρομή στους υπηρεσιακούς και προσωπικούς φακέλους του ενδιαφερόμενου μέρους που κατατέθηκαν πρωτοδίκως, έξι τον αριθμό, αποκαλύπτει ότι μόνο στον ένα που αφορά μερικώς την περίοδο χρόνου μετά το 1976, απαντώνται πράγματι οι δύο από τις τρεις επιστολές στις οποίες αναφέρθηκε η Συμβουλευτική Επιτροπή (δεν υπάρχει η υπό ημερ. 10.11.1977). Όμως, όπως αναφέρεται και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 183 και 185, «η υπάρχουσα ατελής αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί εξ άλλων εν τω φακέλλω στοιχείων», «.. μόνον, εφ΄ όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου.». Εδώ υπήρχαν τα στοιχεία στα οποία δόθηκε πλέον η δέουσα σημασία, και δεν υπήρξε αιτιολογία υπό το φως μεταγενέστερων στοιχείων που δεν θα θεράπευε το αναιτιολόγητο της πρώτης κρίσης, (σελ. 189-190 ανωτέρω). Άλλωστε, όπως ορθά υπέδειξε η συνήγορος του ενδιαφερομένου μέρους κατά τη συζήτηση της έφεσης με παραπομπή σε συγκεκριμένες σελίδες του, ενώπιον της Ολομέλειας, κατατεθέντος φακέλου έκτακτης υπηρεσίας, υπήρχαν πλείστα όσα στοιχεία που αποδείκνυαν την επί μέρους εργασία που εκτελούσε το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η διαπίστωση όλων των ανωτέρω ήταν αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου. Στην εύλογη κρίση του και με δεδομένο το εύρος της διακριτικής του ευχέρειας, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αντιμετώπισε το όλο ζήτημα, και δεν χωρεί επέμβαση στην κρίση του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.