ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C24
(2014) 3 ΑΑΔ 16
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 153/2009
14 Ιανουαρίου, 2014
[Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
LOGICOM PUBLIC LIMITED,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
ΚΑΙ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------
Μιχάλης Μάρκου, για την Εφεσείουσα.
Μαριλένα Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
----------------------
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, εφεσίβλητοι 2, (στο εξής «η Αναθέτουσα Αρχή») προκήρυξε ανοικτό διαγωνισμό με δημοσιεύσεις στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 5.3.2007 και στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 9.3.2007, ο οποίος αφορούσε την «Προμήθεια Εγκατάσταση και Συντήρηση 5996 εγχρώμων εκτυπωτών laser/led για τις ανάγκες των σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, Μέσης Γενικής και Μέσης Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης». H κατακύρωση, σύμφωνα με τους όρους Εγγράφων του Διαγωνισμού θα γινόταν στον προσφοροδότη με τη «χαμηλότερη τιμή», ο οποίος θα πληρούσε τους όρους των Εγγράφων του Διαγωνισμού. Προσφορές υπέβαλαν, ανάμεσα σε άλλους, οι εταιρείες Logicom Public Limited (οι εφεσείοντες) και A.T. Multitech Corporation Ltd (το ενδιαφερόμενο μέρος).
Θεωρώντας ότι οι προσφορές των εφεσειόντων και του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν ασυνήθιστα χαμηλές, η Αναθέτουσα Αρχή ζήτησε σχετικές διευκρινίσεις, όπως επιβάλλει το άρθρο 61 του περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημόσιων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2006 (Ν12(Ι)/06) (στο εξής «ο Νόμος»), στον οποίο ενσωματώθηκαν οι πρόνοιες της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (στο εξής «η Οδηγία»). Συγκεκριμένα, ζήτησε όπως δικαιολογήσουν:
«.την προσφερόμενη τιμή που αφορά στην Ομάδα Αγαθών 1: Έγχρωμοι Εκτυπωτές Laser/led σελίδας Α4 για το μοντέλο του εκτυπωτή για το οποίο υποβάλλετε την προσφορά σας, αφού μετά από σχετικό έλεγχο τιμών αγοράς, η τιμή για τον εν λόγω εκτυπωτή είναι πολλαπλάσια από την τιμή που αναγράφεται στην προσφορά σας.»
Και οι δύο εταιρείες ανταποκρίθηκαν στις επιστολές της Aναθέτουσας Aρχής και υπέβαλαν διευκρινιστικά στοιχεία. Το ενδιαφερόμενο μέρος έδωσε τις εξής διευκρινίσεις:
«Αναφορικά με την επιστολή σας ημερ. 5.6.07 θα θέλαμε να σας δικαιολογήσουμε την προσφερόμενη τιμή ως εξής:
Η εταιρεία μας ως επίσημος αντιπρόσωπος των προϊόντων της Hewlett-Packard στην Κύπρο έχει πάρει πολύ ειδικές (χαμηλές) τιμές από την Hewlett-Packard η οποία έλαβε υπόψη το μέγεθος της προσφοράς καθώς επίσης και το γεγονός ότι οι εκτυπωτές προορίζονταν για το Υπουργείο Παιδείας & Πολιτισμού Κύπρου. Η προσφορά μας βασίστηκε σε αυτές τις τιμές και είναι καθ΄ όλα επικερδής.
Στην συγκεκριμένη προσφορά έπρεπε να δοθεί μια τιμή η οποία συμπεριλάμβανε εκτυπωτή, αναλώσιμα και υπηρεσίες. Η εταιρεία μας είναι ο μόνος προσφοροδότης προϊόντων Hewlett-Packard που κατέχει επιπλέον Service - (authorized support provider) και Consumables and Accessories Agreement με την κατασκευάστρια εταιρεία Hewlett-Packard. Τα επιπλέον συμβόλαια έχουν ήδη επισυναφθεί με την κατάθεση της προσφοράς μας (επισυνάπτονται ξανά). Πιθανόν οι άλλοι προσφοροδότες να μην μπόρεσαν να ανταποκριθούν και να δώσουν τις τιμές αυτές αφού αγοράζουν αναλώσιμα και υπηρεσίες από 'τρίτους'.
Είμαστε στη διάθεση σας για περισσότερες πληροφορίες.»
Τελικά επιλέγηκε η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους, η οποία ήταν χαμηλότερη από την προσφορά των εφεσειόντων, αφού κρίθηκε πως έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις γιατί η προσφορά του ήταν ασυνήθιστα χαμηλή.
Εναντίον της εν λόγω απόφασης οι εφεσείοντες υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, όπου τόσο οι εφεσείοντες όσο και η Αναθέτουσα Αρχή διά των αντιπροσώπων τους, εξέθεσαν τις απόψεις τους αναφορικά με την εξεταζόμενη ιεραρχική προσφυγή. Αφού η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών εξέτασε όλα τα θέματα που αφορούσαν την Ιεραρχική Προσφυγή και έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον της, καθώς και τις σχετικές ρυθμίσεις της νομοθεσίας και τη σχετική νομολογία, στις 30.11.2007 απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή και επικύρωσε την απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής, θεωρώντας «τις δικαιολογίες» του ενδιαφερόμενου μέρους «σαν σοβαρές και αντικειμενικές». Αντιδρώντας, οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο αιτούμενοι την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Η προσφυγή απορρίφθηκε και με την παρούσα έφεση ζητείται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Υποβλήθηκε πρωτοδίκως πως η απόφαση της διοίκησης ήταν παράνομη γιατί επιλέχθηκε η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους η οποία, ενώ ήταν ασυνήθιστα χαμηλή, δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 61 του Νόμου για παροχή ικανοποιητικών διευκρινίσεων, ότι λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα, ότι ήταν το αποτέλεσμα κακής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας και το αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και ότι ήταν αναιτιολόγητη. Αφού πραγματεύτηκε τους πιο πάνω λόγους ακύρωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο τους απέρριψε για τους λόγους που αναφέρει στην απόφαση του.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα έκρινε το Δικαστήριο ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων ήταν ευλόγως επιτρεπτή αφού, κατά τους εφεσείοντες, δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 61 του Ν. 12(I)/2006. Ο δεύτερος λόγος στρέφεται εναντίον της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν «τεχνικής φύσης αλλά και θέμα ειδικών γνώσεων». Ο τρίτος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι εντόπισαν τα ουσιώδη στοιχεία και προχώρησαν σε πλήρη έρευνα, ενώ με τον τέταρτο λόγο ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως η επίδικη απόφαση «είναι πλήρως και δεόντως αιτιολογημένη». Λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, οι λόγοι έφεσης μπορούν ουσιαστικά να εξεταστούν μαζί.
Προσεγγίζοντας τον πρώτο λόγο έφεσης σημειώνουμε το ερώτημα που έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και συγκεκριμένα, «αν ορθά κρίθηκαν οι διευκρινίσεις που έδωσε το ενδιαφερόμενο μέρος ως ικανοποιητικές». Σύμφωνα με το άρθρο 55 (1) της Οδηγίας, στο οποίο αντιστοιχεί το άρθρο 61(1) του Νόμου, εάν, για δεδομένη σύμβαση, προσφορά φαίνεται ασυνήθιστα χαμηλή σε σχέση με το αντικείμενό της, η Aναθέτουσα Aρχή, πριν απορρίψει την προσφορά αυτή, «ζητά γραπτώς τις διευκρινίσεις εκείνες για τη σύνθεση της προσφοράς τις οποίες τυχόν κρίνει σκόπιμες». Από τις επιτακτικές αυτές διατάξεις προκύπτει σαφώς ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να επιβάλει στην Aναθέτουσα Aρχή να εξακριβώνει τη σύνθεση των προσφορών που είναι ασυνήθιστα χαμηλές υποχρεώνοντάς την προς τούτο να ζητεί από τους υποψηφίους να της προσκομίσουν τις διευκρινίσεις εκείνες για τη σύνθεση της προσφοράς που τυχόν κρίνει σκόπιμες. Συνεπώς, η ύπαρξη πραγματικού κατ' αντιπαράθεση διαλόγου, διεξαγόμενου σε εύθετο χρόνο κατά τη διαδικασία εξετάσεως των προσφορών, μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και του υποψηφίου, προκειμένου να δοθεί στον τελευταίο η δυνατότητα να δικαιολογήσει την ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά του, συνιστά απαίτηση της Οδηγίας, που αποσκοπεί στο να αποτραπούν αυθαίρετες εκτιμήσεις της Aναθέτουσας Aρχής και να διασφαλιστεί ο υγιής ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων (βλ. απόφαση C-285/99 & C-286/99, Lombardini και Mantovani, ημερ. 27.11.2001, σκέψη 57).
Κεντρικός άξονας της ενώπιον μας επιχειρηματολογίας του συνηγόρου των εφεσειόντων είναι ότι οι διευκρινίσεις που δόθηκαν από το ενδιαφερόμενο μέρος ανταποκρινόμενο στο αίτημα της Αναθέτουσας Αρχής, ήταν γενικόλογες και αόριστες, ενώ η τελευταία έπρεπε να διερευνήσει τα δεδομένα της προσφοράς του ενδιαφερόμενου μέρους και να διαγνώσει κατά πόσο η ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά του ήταν επικερδής. Από την άλλη, η συνήγορος των εφεσιβλήτων εισηγείται ότι αν ο προσφοροδότης ικανοποιήσει την Αναθέτουσα Αρχή ότι η προσφορά του είναι αξιόπιστη και σοβαρή, η Αναθέτουσα Αρχή δεν μπορεί και δεν πρέπει να τον αποκλείσει.
Το προοίμιο της Οδηγίας δεν ρίχνει φως στο πώς η αρμόδια αρχή θα πρέπει να προσεγγίσει τις εξηγήσεις που προσφέρονται από τον προσφοροδότη της υπό διερεύνηση προσφοράς. Ωστόσο, υποδεικνύεται στη νομολογία του ΔΕΕ και του Πρωτοδικείου ότι ο προσφοροδότης που κρίνεται ότι υπέβαλε ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά πρέπει με τις διευκρινίσεις που παρέχει να ικανοποιήσει την Αναθέτουσα Αρχή ότι η προσφορά είναι, όπως αναφέρεται στο αγγλικό κείμενο των αποφάσεων, «genuine» (γνήσια) (Βλ. Lombardini (ανωτέρω) και Fratelli Costanzo SpA [1989] ECR 1839), ή «reliable and serious» (αξιόπιστη και σοβαρή) (Βλ. Renco SpA, Case T-4/01 ημερ. 25.2.2003 και TQ3 Travel Solutions Belgium SA, Case Y-148/04 ημερ. 6.7.2005) ή ότι είναι «genuine and viable» (γνήσια και σοβαρή) (Βλ. C-147/06 και C-148/06 SECAP SpA και Santorso Soc. Coop.arl ημερ. 15.5.2008). Τα δε κριτήρια που δύνανται να ληφθούν υπόψη στον προσδιορισμό της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς δεν απαριθμούνται περιοριστικά. Όπως αναφέρεται στη Renco, με παραπομπή σε ανάλογες διατάξεις της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, δεν πρέπει κατ΄ ανάγκη κάθε στοιχείο που λαμβάνει υπόψη η Αναθέτουσα Αρχή για να προσδιορίσει την οικονομικά πιο συμφέρουσα προσφορά να είναι αμιγώς οικονομικής φύσεως, «δοθέντος ότι δεν μπορεί να αποκλείεται ότι άλλοι, μη αμιγώς οικονομικοί, παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την αξία μιας προσφοράς κατά την κρίση της αναθέτουσας αρχής». Άλλωστε, θεωρούμε ότι το όφελος που προκύπτει από μια χαμηλή τιμή δυνατό να αντισταθμίζεται, ανάλογα με την περίπτωση, από τον όποιο κίνδυνο μη εκπλήρωσης της συμφωνίας που συνάπτεται με την κατακύρωση της προσφοράς. Συναφώς επισημαίνουμε ότι τίποτε δεν υπάρχει στην Οδηγία ή στη νομολογία του ΔΕΕ και του Πρωτοδικείου που να υποχρεώνει τις αναθέτουσες αρχές να απορρίψουν μιαν ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά. Αντιθέτως, η απόρριψη, όπως προκύπτει από το Άρθρο 55(3) της Οδηγίας, είναι μια δυνατότητα η οποία εναπόκειται στην κρίση της Αναθέτουσας Αρχής.
Η Αναθέτουσα Αρχή στην προκείμενη περίπτωση, λειτουργώντας μέσα στο νομοθετικό πλαίσιο για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων, ζήτησε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 61 του Ν.12(I)/2006 και έλαβε διευκρινίσεις τόσο από τους εφεσείοντες όσο από το ενδιαφερόμενο μέρος, προβαίνοντας στη συνέχεια σε έλεγχο της σύνθεσης των προσφορών βάσει των παρασχεθέντων δικαιολογητικών. Θεωρώντας δε ότι ικανοποιούνται οι πρόνοιες της υποπαραγράφου 1(β) του εν λόγω άρθρου[1], έκρινε στη βάση των διευκρινίσεων που παρείχε το ενδιαφερόμενο μέρος και ειδικότερα του γεγονότος ότι είχε ειδικές συμφωνίες με την κατασκευάστρια εταιρεία - «Service - (authorized support provider) και Consumables and Accessories Agreement» - πως το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε εκείνες τις ευνοϊκές συνθήκες που του έδιναν υπεροχή για να εξασφαλίσει και καλύτερες τιμές από τους εφεσείοντες, οι οποίοι εκ των πραγμάτων ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν περισσότερα για την συντήρηση των εκτυπωτών. Πέραν τούτου, το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν το μόνο εξουσιοδοτημένο από την κατασκευάστρια εταιρεία πρόσωπο για τη μεταπώληση αναλωσίμων για τα συγκεκριμένα εκτυπωτικά μηχανήματα στην Κύπρο, γεγονός που επέτρεπε σ΄ αυτό να εξασφαλίζει καλύτερες τιμές αναλωσίμων από τους εφεσείοντες. Δηλαδή οι δύο αυτές εξουσιοδοτήσεις παρείχαν στο ενδιαφερόμενο μέρος οικονομική υπεροχή έναντι των εφεσειόντων. Ενόψει των πιο πάνω και υπό το φως της σχετικής νομολογίας την οποία έχουμε παραθέσει, καταλήγουμε ότι ορθά αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ευλόγως επιτρεπτή.
Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και ήταν αναιτιολόγητη, επίσης συνδέθηκε πρωτόδικα με τις διευκρινίσεις που έδωσε το ενδιαφερόμενο μέρος και την επάρκεια τους. Πέραν των όσων έχουμε ήδη αναφέρει για το ζήτημα της επάρκειας των διευκρινίσεων, σημειώνουμε ότι η έκταση και η μορφή της έρευνας την οποία το διοικητικό όργανο υποχρεούται να διεξαγάγει κατά περίπτωση, είναι συνυφασμένη με τις ανάγκες της κάθε περίπτωσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στην συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Αντικείμενο δε του αναθεωρητικού ελέγχου είναι το κατά πόσο η έρευνα που διενεργήθηκε ήταν η δέουσα και η επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις και ότι στη λήψη της απόφασης λήφθηκαν υπόψη όλοι οι σχετικοί με το αντικείμενο της έρευνας παράγοντες (βλ. Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.102/2009, ημερομηνίας 14.3.2013). Έχουμε την άποψη ότι η επί του προκειμένου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προσεγγίζοντας τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, πως οι εφεσίβλητοι εντόπισαν τα ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης και προχώρησαν σε πλήρη έρευνα, ζητώντας και επιπλέον διευκρινίσεις από τους προσφοροδότες τόσο σε τεχνικά, όσο και σε οικονομικής φύσης ζητήματα, ώστε να καταλήξουν στην ορθότερη επιλογή και προς το συμφέρον του δημοσίου, είναι ορθή. Ας σημειωθεί πως η Αναθέτουσα Αρχή διερεύνησε το θέμα σε μεγαλύτερο βάθος προβαίνοντας και σε γραπτή επικοινωνία με την HP Hellas, αντιπρόσωπο της κατασκευάστριας εταιρείας στην Κύπρο, η οποία επιβεβαίωσε την πιο πάνω σχέση του ενδιαφερόμενου μέρους με την κατασκευάστρια εταιρεία και τη μεγάλη οικονομική υπεροχή που αυτή της δίδει στο θέμα της συντήρησης σε σχέση με τους εφεσείοντες. Αγόμαστε λοιπόν σε ομογνωμία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η Αναθέτουσα Αρχή προέβη σε επαρκή, υπό τις περιστάσεις, έρευνα διερευνώντας όλες τις σχετικές με το θέμα παραμέτρους.
Συμφωνούμε επίσης με την πρωτόδικη κρίση πως η επίδικη απόφαση ήταν πλήρως και δεόντως αιτιολογημένη. Οι λόγοι γιατί οι διευκρινίσεις που παρείχε το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκαν από την Αναθέτουσα Αρχή ως ικανοποιητικές, εξηγούνται στην απόφαση της τελευταίας, υπό το φως της οποίας, όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και συμφωνούμε, θα πρέπει να διαβαστεί η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Η άποψη περί μη αιτιολόγησης είναι αδικαιολόγητη. Όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αιτιολογία της επίδικης απόφασης καλυπτόταν τόσο από το πραγματικό και νομικό περιεχόμενο της απόφασης, όσο και από όλα τα άλλα στοιχεία που υπάρχουν στο φάκελο.
Η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα της υπόθεσης «είναι και τεχνικής φύσης, αλλά και θέμα ειδικών γνώσεων», αποτελεί αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης. Τέτοια θέματα εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου. Θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου είναι ότι ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων της σχετικής νομοθεσίας, και ειδικότερα του άρθρου 61 του Ν.12(I)/2006 δεν είναι τεχνικών ή ειδικών γνώσεων ζήτημα, αλλά ζήτημα συλλογιστικής και απλών μαθηματικών υπολογισμών. Είχαν ισχυρισθεί συναφώς πρωτόδικα ότι με βάση τους δικούς τους υπολογισμούς, τους οποίους παράθεσαν, το ενδιαφερόμενο μέρος θα είχε ζημιά από την κατακυρωθείσα σ΄ αυτό σύμβαση και ότι οι διευκρινίσεις που αυτό παρείχε ήταν ανεπαρκείς. Από την άλλη, οι εφεσίβλητοι απέρριψαν τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ως αυθαίρετους και αναπόδεικτους, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι οι ληφθείσες από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διευκρινίσεις ήταν ικανοποιητικές. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς και τους μαθηματικούς υπολογισμούς των εφεσειόντων ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, η Αναθέτουσα Αρχή ετοίμασε Πίνακα, στη βάση στοιχείων που είχε υπόψη της κατά το στάδιο του ελέγχου που διενήργησε σε σχέση με τις προσφορές, στον οποίο φαίνεται το κέρδος που εκτίμησε ότι θα είχε το ενδιαφερόμενο μέρος από την κατακύρωση της προσφοράς του. Τα στοιχεία του Πίνακα και τον τρόπο με τον οποίο κατέληξαν σε αυτόν, επεξήγησαν προφορικά και με λεπτομέρεια στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών τεχνοκράτες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (βλ. σελίδες 6-12, του Παραρτήματος 17(δ) της Ένστασης).
Με βάση το ενώπιον του υλικό, ορθή θεωρούμε την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως τα θέματα ήταν τεχνικά και ειδικών γνώσεων και επομένως το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στα σχετικά ευρήματα της διοίκησης (βλ. Podium Engineering Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ 430). Σε συμφωνία δε με τη συνήγορο των εφεσιβλήτων, θεωρούμε πως η αναφορά του πρωτοδικου Δικαστηρίου με παραπομπή στην προαναφερθείσα υπόθεση ότι «η εξουσία της Α.Α.Π. είναι να ελέγχει μόνο την νομιμότητα της απόφασης της Αναθέτουσας Αρχής και δεν επεμβαίνει στα ευρήματα επί των γεγονότων, ιδιαίτερα σε κρίση της επί τεχνικών θεμάτων ...», για την οποία επίσης παραπονούνται οι εφεσείοντες, συνιστά εν παρόδω παρατήρηση του Δικαστηρίου (obiter dictum) και δεν αποτελεί μέρος του λόγου της πρωτόδικης απόφασης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ. Χατζηχαμπής, Π.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
/ΣΓ
[1] 61.-(1) Εάν, για δεδομένη σύμβαση, προσφορά φαίνεται ασυνήθιστα χαμηλή σε σχέση με το αντικείμενό της, η αναθέτουσα αρχή, πριν να απορρίψει την προσφορά αυτή, ζητά γραπτώς τις διευκρινίσεις εκείνες για τη σύνθεση της προσφοράς που τυχόν κρίνει ακόπιμες. Οι διευκρινίσεις δύναται να αφορούν ιδιαίτερα∙
..............................................
(β) τις επιλεγείσες τεχνικές λύσεις ή/και τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που διαθέτει ο προσφέρων για την εκτέλεση του έργου, την προμήθεια των προϊόντων ή την παροχή των υπηρεσιών∙