ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
DEMETRIOS PHILIPPOU AND OTHERS ν. REPUBLIC (COUNCIL OF MINISTERS AND ANOTHER) (1970) 3 CLR 123
Καλαπαλίκκης Γεώργιος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 818
Ελευθερίου Παρασκευάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 880
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2013) 3 ΑΑΔ 726
29 Νοεμβρίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στες]
ROOMBASE NETWORKS LTD,
Εφεσείoυσα - Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 5/2010)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Ο περί Στατιστικών των Συναλλαγών Αγαθών μεταξύ Κρατών Μελών Νόμος του 2004 (Ν.38(Ι)/2004) ― Ερμηνεία των εφαρμοσθέντων προνοιών του Νόμου στην κριθείσα περίπτωση ― Η χρηματική επιβάρυνση, που καταπίπτει δυνάμει του Άρθρου 14(1)(α) και (2) του Νόμου, δεν συνιστά εκτελεστή απόφαση, αλλά πράξη δέσμιας αρμοδιότητας, μη υποκείμενη σε προσφυγή.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης με την οποία επικυρώθηκε η διοικητική απόφαση για επιβολή σε βάρος τους χρηματικής επιβάρυνσης, ύψους Λ.Κ.2.800, δυνάμει του Ν.38(Ι)/2004.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η υπόθεση Philippou δεν βοηθά το προβληθέν επιχείρημα, καθότι με την εν λόγω απόφαση δεν τίθεται γενικός κανόνας ότι κάθε απόφαση διοικητικού οργάνου που εκπηγάζει από νομοθετική πρόνοια υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο. Αναφορικά με το δεύτερο επιχείρημα που προβλήθηκε, ότι η υπόθεση Καλαπαλίκκη δεν έχει συνάφεια με το εξεταζόμενο θέμα, δεν βρίσκει σύμφωνη την Ολομέλεια. Η διαφοροποίηση που επιχειρήθηκε αναφορικά με την ύπαρξη ή όχι φορολογικού νόμου, δεν έχει έρεισμα. Υπάρχοντος του δεδομένου της μη υποβολής δηλώσεως, που είναι αποδεκτό από όλες τις πλευρές, ενεργοποιείται το Άρθρο 14(1)(α) και 2 του Νόμου Ν.38(Ι)/2004. Από τη στιγμή που διαπιστώνεται παράλειψη ή καθυστέρηση υποβολής, το ποσό της επιβάρυνσης επιβάλλεται, χωρίς την άσκηση οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου Φ.Π.Α. και ενεργοποιείται ως δεσμία αρμοδιότητα του συγκεκριμένου οργάνου. Συνακόλουθα, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή ότι η εν λόγω πράξη στερείται εκτελεστότητας, συναφώς μη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο, είναι ορθή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Καλαπαλίκκης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 818,
Philippou a.o. v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 123,
Ελευθερίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 880.
Έφεση.
Έφεση από την Εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 115/2008), ημερ. 11/12/2009.
Χρ. Ρασπόπουλος, για την Εφεσείουσα.
Ελ. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ.Παμπαλλής.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με δοσμένη την υποχρέωση υποβολής δηλώσεων Intrastat, που πηγάζει από το Άρθρο 7(1)(β) του περί Στατιστικών των Συναλλαγών Αγαθών μεταξύ Κρατών Μελών Νόμου, του 2004, (Ν.38(Ι)/2004) («Ο Νόμος»), οι εφεσείοντες που, όπως είναι κοινό έδαφος δεν υπέβαλαν εγκαίρως δηλώσεις για τους μήνες Απρίλιο μέχρι Δεκέμβρη του 2006 και Ιανουάριο μέχρι Οκτώβριο του 2007, αναφορικά με πραγματοποιηθείσες ενδοκοινοτικές αποκτήσεις, που ήταν πέραν, του τότε, υφισταμένου ορίου απαλλαγής.
Ως αποτέλεσμα τούτου ο Έφορος Φ.Π.Α., που σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου είναι η Αρμοδία Αρχή αποφάσισε, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 14 (1)(α) και (2) του Νόμου, να επιβάλει στους εφεσείοντες χρηματική επιβάρυνση ύψους £2.800.
Οι εφεσείοντες προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο αμφισβητώντας την εν λόγω χρηματική επιβάρυνση.
Ο αδελφός μας Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής έκαμε αποδεκτή την εισήγηση των εφεσιβλήτων, ότι, υπαρχούσης νομοθετικής πρόβλεψης για επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης, στηριζομένης σε δεσμία αρμοδιότητα της εν λόγω διοικητικής αρχής, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείτο εκτελεστότητας. Το Δικαστήριο στηρίχτηκε στην υπόθεση Καλαπαλίκκης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 818.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αμφισβήτησε την ορθότητα της εν λόγω κατάληξης εισηγούμενος αφενός μεν ότι, τα γεγονότα της υπόθεσης Καλαπαλίκκη δεν έχουν ομοιότητα με την παρούσα υπόθεση, για να υποστηρίξει ότι η ενέργεια του Εφόρου Φ.Π.Α., ήταν πράξη με την οποία εκδηλώθηκε η βούληση του διοικητικού οργάνου αποσκοπούσα στην παραγωγή εννόμου αποτελέσματος έναντι των εφεσιβλήτων, που δεν υφίσταντο προηγουμένως, γεγονός που την καθιστά εκτελεστή υποκείμενη σε διοικητική προσφυγή. Η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης για παράλειψη υποβολής δήλωσης Intrastat για αφίξεις αγαθών δεν υφίστατο πριν την πράξη των εφεσιβλήτων και πρόκειται, όπως υποστήριξε ο συνήγορος, για επιβολή διοικητικής κύρωσης η οποία βεβαιώνεται για πρώτη φορά με την πράξη των καθ' ων η αίτηση ημερ. 28 Δεκεμβρίου, 2007.
Το επιχείρημα που προβλήθηκε στη συνέχεια σκοπούσε να καταδείξει ότι υπάρχουν και πράξεις οι οποίες εκτελούνται χωρίς την άσκηση διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και είναι εκτελεστές, υποκείμενες σε αναθεώρηση με βάση το Άρθρο 146(1) του Συντάγματος. Ο κ.Ρασπόπουλος έκαμε αναφορά στην υπόθεση Philippou a.ο. v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 123 με σκοπό να υποστηρίξει το επιχείρημα του. Στην υπόθεση αυτή οι αιτητές είχαν αμφισβητήσει τη νομιμότητα της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου και του Υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με το οποίο υπήρξε διαφοροποίηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων συγκριτικά με άλλους υπαλλήλους, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανισότητας. Η υπόθεση είχε τροχοδρομηθεί όχι ευθέως εναντίον της εν λόγω νομοθετικής πρόνοιας αλλά εναντίον της παράλειψης του Υπουργικού Συμβουλίου να παραχωρήσει προς τους αιτητές τις μισθολογικές κλίμακες τις οποίες οι ίδιοι πίστευαν ότι θα εδικαιούντο. Στην υπόθεση αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν προπαρασκευαστική, μη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο. Θεωρήθηκε, όμως, ότι η εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής πρόνοιας από τον Υπουργό Οικονομικών, για κάθε ένα από τους αιτητές ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη, συνεπώς υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο.
Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο η υπόθεση Philippou δεν βοηθά το προβληθέν επιχείρημα, καθότι με την εν λόγω απόφαση δεν τίθεται γενικός κανόνας ότι κάθε απόφαση διοικητικού οργάνου που εκπηγάζει από νομοθετική πρόνοια υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο. Από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης το αντικείμενο ελέγχου ήταν η πράξη του Υπουργού Οικονομικών να μη συμπεριλάβει τους τότε αιτητές στη μισθολογική κλίμακα άλλων δημοσίων υπαλλήλων. Στην εξεταζόμενη υπόθεση ενώπιον μας δεν αμφισβητήθηκε η υποχρέωση εγγραφής αλλά μόνο η συνακόλουθη επιβάρυνση της μη εγγραφής. Στην υπόθεση Philippou ανωτέρω αμφισβητήθηκε η έλλειψη ενέργειας του Υπουργού Οικονομικών.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων κάνοντας ανάλυση των γεγονότων της υπόθεσης, όπως παρουσιάζονται από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, υποστήριξε το τελικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εν λόγω απόφαση δεν υπόκειτο σε αναθεωρητικό έλεγχο, τονίζοντας ότι η επιβληθείσα χρηματική επιβάρυνση ήταν εκ του νόμου.
Αναφορικά με το δεύτερο επιχείρημα που προβλήθηκε ότι η υπόθεση Καλαπαλίκκη δεν έχει συνάφεια με το εξεταζόμενο θέμα δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η διαφοροποίηση που επιχειρήθηκε αναφορικά με την ύπαρξη ή όχι φορολογικού νόμου δεν έχει έρεισμα.
Υπάρχοντος του δεδομένου της μη υποβολής δηλώσεως, που είναι αποδεκτό όπως έχουμε σημειώσει από όλες τις πλευρές, ενεργοποιείται το Άρθρο 14(1)(α) και 2 του Νόμου το οποίο προβλέπει:
«14.-(1) Πρόσωπο που παραλείπει, αρνείται ή καθυστερεί να υποβάλει στον τύπο και χρόνο που καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 8 και της Γνωστοποίησης που εκδίδεται δυνάμει του Άρθρου 8(3).-
(α) Τη δήλωση για Intrastat αφίξεις αγαθών, υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση πέντε (5) λιρών για κάθε εργάσιμη μέρα για την οποία διαρκεί η άρνηση ή η παράλειψη ή η καθυστέρηση.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ο υπολογισμός της χρηματικής επιβάρυνσης αρχίζει την ενδέκατη (11) ημέρα μετά την τελευταία ημέρα της περιόδου αναφοράς και γίνεται μέχρι το μέγιστο των τριάντα (30) εργάσιμων ημερών».
Παρατηρούμε συναφώς ότι, από τη στιγμή που διαπιστώνεται παράλειψη ή καθυστέρηση υποβολής το ποσό της επιβάρυνσης επιβάλλεται χωρίς την άσκηση οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου Φ.Π.Α. και ενεργοποιείται ως δεσμία αρμοδιότης του συγκεκριμένου οργάνου.
Συνακόλουθα, θεωρούμε ότι η κατάληξη του αδελφού Δικαστή ότι η εν λόγω πράξη στερείται εκτελεστότητας, συναφώς μη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο είναι ορθή. Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Ελευθερίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 880.
Ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, που υπολογίζονται σε €2.500.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.