ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
GEORGHIOS NICOLAOU ν. THE MINISTER OF INTERIOR AND ANOTHER (1974) 3 CLR 189
Eπιτροπή Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας ν. Aντώνη Zάμπογλου (1997) 3 ΑΑΔ 270
Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 447
Χριστοδούλου Γεώργιος και Άλλοι ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 ΑΑΔ 810
Ράφτης Αντώνης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 345
Γεωργίου Αλίκη ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακαςκαι Άλλου (2002) 3 ΑΑΔ 475
Kυπριακή Δημοκρατία και Άλλη ν. Mαρίλια Παντζαρή Eλισσαίουκαι Άλλων (2003) 3 ΑΑΔ 168
Λάμπρου Λάμπρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2009) 3 ΑΑΔ 79
Ιωάννου Θέκλα Μάρκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 325
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 90/1972 - Ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2013) 3 ΑΑΔ 151
29 Μαρτίου, 2013
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΕΥΑ ΤΤΟΥΣΟΥΝΑ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 129/2009)
Πολεοδομία και Χωροταξία ― Ιεραρχική προσφυγή κατά πολεοδομικής απόφασης ― Η διακριτική εξουσία της αρμόδιας Υπουργικής Επιτροπής, να ακούσει εκ νέου τον προσφεύγοντα και η απουσία σχετικής υποχρέωσης.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση, απόρριψης ιεραρχικής προσφυγής κατά πολεοδομικής απόφασης.
Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχή της καλής πίστης και της ίσης μεταχείρισης ― Δεν παραβιάστηκαν στην κριθείσα περίπτωση απόρριψης αίτησης για πολεοδομική άδεια.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Το ανέλεγκτο της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης, η αντιμετώπιση τεχνικών θεμάτων και η αποφυγή αναθεώρησης της διαπίστωσης πρωτογενών γεγονότων ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα.
Η εφεσείουσα επεδίωξε με την έφεσή της, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε επικυρωθεί η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής της.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η ακρόαση του ενδιαφερομένου, επαφίεται στη διακριτική εξουσία του εξετάζοντος οργάνου, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να αναζητήσει να ακουστεί το πρόσωπο που υποβάλλει την ιεραρχική προσφυγή και όχι υποχρέωση. Ο κανονισμός 7(4), εναποθέτει στο Υπουργικό Συμβούλιο διακριτική ευχέρεια να ζητήσει να ακούσει το πρόσωπο που υποβάλλει την ιεραρχική προσφυγή σχετικά με τους λόγους που προβάλλει και όχι υποχρέωση.
2. Ο βαθμός και η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή εξετάστηκαν ο καθένας ξεχωριστά και με ιδιαίτερη προσοχή από τα αρμόδια όργανα τα οποία υπέβαλαν τα Σημειώματα και τις εισηγήσεις τους. Ορθώς παρατηρεί το Δικαστήριο, ότι στο σχετικό Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, παρέχεται με ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, η θεμελίωση των λόγων απόρριψης με παράλληλη αναφορά στην επιχειρηματολογία της ιεραρχικής προσφυγής και αντίκρουση των ισχυρισμών της.
3. Η λήψη παράνομων διοικητικών αποφάσεων δεν είναι επιτρεπτή, έστω και κατ' επίκληση της καλής πίστης. Είναι σαφώς νομολογημένο, ότι μια αίτηση εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο του ισχύοντος νομικού καθεστώτος, κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση, εκτός εκεί όπου η διοίκηση καθυστέρησε να εξετάσει την αίτηση ή μέσα σε εύλογο χρόνο, οπότε ο χρόνος αρχίζει να προσμετρά από την ημέρα που θεωρείται, αναλόγως της περίπτωσης, ότι εξέπνευσε ο απαιτούμενος λογικός χρόνος (Άρθρο 9 του Ν. 158(Ι)/1999). Η αιτιολογία είναι ενσωματωμένη στην απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής. Το γεγονός ότι η τελευταία δέχθηκε τις απόψεις των αρμοδίων οργάνων, δεν σημαίνει, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, μη αυτόνομη λήψη απόφασης επί της ουσίας της ιεραρχικής προσφυγής, από το αρμόδιο όργανο. Δεν επιβάλλεται από τη νομολογία υποχρέωση στη διοίκηση να αναπαράγει τους τεχνικούς και νομικούς λόγους που υφίσταντο, ώστε η απόφασή της να θεωρηθεί αιτιολογημένη. Στο τέλος της ημέρας, σημασία έχει, όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η επάρκεια αυτή καθεαυτή της έρευνας. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της πράξης αποφεύγοντας να ελέγξει την ουσιαστική κρίση της διοίκησης, δεν υπεισέρχεται σε τεχνικά θέματα ούτε σκοπός του είναι να διαπιστώσει, αξιολογήσει, ή επιλύσει τέτοια ζητήματα τα οποία αφορούν κατ' εξοχήν τη διοίκηση. Στην εδώ περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να κριθεί κατά πόσο ο δρόμος θα μπορούσε ή όχι να διαπλατυνθεί για να διασφαλιστεί το απαιτούμενο εύρος, ώστε να κριθεί ικανοποιητική η προσπέλαση. Το καθήκον του Δικαστηρίου εξαντλείται στη διαπίστωση του κατά πόσο διενεργήθηκε ή όχι η δέουσα έρευνα και αν εξετάστηκε το κάθε τι που ενδεχομένως θα επιδρούσε στη λήψη της απόφασης και ήταν δυνατόν να είναι σχετικό. Αντικείμενο της αίτησης ακυρώσεως δεν είναι η αναθεώρηση των εκτιμήσεων ή της διαπίστωσης των πρωτογενών γεγονότων αλλά η επάρκεια της έρευνας.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810,
Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 325,
Δημοκρατία κ.ά. ν. Ελισσαίου κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 168,
Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191,
Δημοκρατία ν. C. Kassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835,
Λάμπρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 79,
Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113,
Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345,
Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (2002) 3 Α.Α.Δ. 475.
Έφεση.
Έφεση από την Εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ηλιάδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1546/07), ημερ. 6/7/2009 .
Χρ. Χριστάκη, για την Εφεσείουσα.
Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η ορθότητα απόφασης που εκδόθηκε στις 6.7.2009 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της αιτήτριας κατά της απόφασης των εφεσιβλήτων να της αρνηθούν τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας για την ανέγερση κατοικίας στο Παραλίμνι. Στις 17.3.2005 είχε υποβληθεί από την προηγούμενη ιδιοκτήτρια αίτηση στην αρμόδια Πολεοδομική Αρχή (επαρχιακός λειτουργός Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου), για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση μίας κατοικίας. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι το τεμάχιο περιλαμβάνεται στη Ζώνη Ζ (Δασική γη) όπως καθορίστηκε με την Κ.Δ.Π. 77/81, βρίσκεται εκτός του ορίου ανάπτυξης του Δήμου Παραλιμνίου και σε περιοχή που χαρακτηρίζεται από τους καθ' ων η αίτηση ειδικού φυσικού ενδιαφέροντος και αξίας λόγω της εξαιρετικής ποιότητας και ελκυστικότητας του τοπίου.
Η αίτηση απορρίφθηκε στις 12.12.2005 για δύο λόγους: (α) το τεμάχιο στο οποίο προτεινόταν η ανάπτυξη δεν διέθετε ικανοποιητική προσπέλαση, όπως απαιτείται από τις πρόνοιες της υποπαραγράφου 2(1) της Εντολής 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών και της παραγράφου 1(Γ) της Πολιτικής 3(Α) της Δήλωσης Πολιτικής, (β) η προτεινόμενη ανάπτυξη αναμενόταν ότι θα επηρέαζε δυσμενώς το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία του τοπίου.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης της πολεοδομικής αρχής υποβλήθηκε στις 12.1.2006 ιεραρχική προσφυγή. Η αιτήτρια επικαλείται, ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν έλαβαν υπ' όψιν ουσιώδη παράγοντα και συγκεκριμένα το γεγονός ότι υπάρχει δρόμος, πάνω στον οποίο εφάπτεται το τεμάχιό της, ο οποίος και χρησιμοποιείται για εξυπηρέτηση τεμαχίων που ήδη αναπτύχθησαν στην περιοχή τα τελευταία δέκα χρόνια, με άδειες που έχουν χορηγηθεί από την αρμόδια αρχή. Καταλογίζει στην πολεοδομική αρχή έλλειψη δέουσας έρευνας και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Η Υπουργική Επιτροπή στην οποία έχει εκχωρηθεί η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου για λήψη απόφασης σε ιεραρχική προσφυγή που υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, Ν. 90/1972, όπως τροποποιήθηκε, αφού εξέτασε τα πραγματικά γεγονότα και τα νομικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την υποβληθείσα πολεοδομική αίτηση και αφού έλαβε υπ' όψιν την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής, καθώς και τους λόγους που επικαλέστηκε η αιτήτρια, αποφάσισε να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή κρίνοντας ότι, η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είναι ορθή και σύμφωνη με την πολεοδομική νομοθεσία.
Eναντίον της πιο πάνω απόφασης η εφεσείουσα καταχώρησε την προσφυγή αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Το Δικαστήριο με την απόφασή του απέρριψε τις αιτιάσεις και τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, επικυρώνοντας την απορριπτική απόφαση.
Με την παρούσα έφεση, που αρχικά στηριζόταν σε εφτά λόγους, ο 1ος και ο 2ος αποσύρθηκαν με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, η εφεσείουσα προβάλλει τα ακόλουθα: Eσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης με το να μην ακουστεί η εφεσείουσα κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπονείται η εφεσείουσα, κατά την εξέταση του πιο πάνω ισχυρισμού, δεν έλαβε υπ' όψιν του και εσφαλμένα παραγνώρισε, στοιχεία και λεπτομέρειες που έθεσε ενώπιόν του η εφεσείουσα, σε αναφορά με τον επίδικο δρόμο, και το χαρακτήρα της γύρω περιοχής. Όπως και παραγνώρισε τη θετική σύσταση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη βάση του ότι ο δημόσιος δρόμος είναι σε καλή και συντηρήσιμη κατάσταση. Ακόμη ότι η Υπουργική Επιτροπή, σε δύο άλλες περιπτώσεις, οι οποίες καταγράφονται, χορήγησε άδεια, θέτοντας όρους ως προς την απόκλιση από τις σχετικές πρόνοιες της Εντολής 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών, μεταχείριση που δεν εφαρμόστηκε ή λύση που δεν εξετάστηκε σε σχέση με την περίπτωση της αιτήτριας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα έκρινε ότι η επίδικη απόφαση ήταν αιτιολογημένη. Το όργανο τελικής και αποφασιστικής αρμοδιότητας, η Υπουργική Επιτροπή, απλώς υιοθέτησε τις εισηγήσεις των άλλων οργάνων χωρίς δέουσα έρευνα και με ελλιπή αιτιολογία.
Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας, Άρθρο 28 του Συντάγματος, και είναι αντίθετη με τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Σε δύο άλλες παρόμοιες περιπτώσεις η Υπουργική Επιτροπή εξουσιοδότησε την Πολεοδομική Αρχή να χορηγήσει πολεοδομικές άδειες με κατάλληλους όρους και υπό την προϋπόθεση ότι θα εξασφαλιζόταν απόκλιση από τις σχετικές πρόνοιες της Εντολής 1/94 του Υπουργού, ενώ δεν δικαιολογήθηκε η διαφορετική και ευνοϊκότερη αντιμετώπιση που έτυχαν οι περιπτώσεις αυτές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε νόμιμη την προσβαλλόμενη απόφαση, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν εξέτασαν το θέμα της ικανοποιητικής προσπέλασης, σε αντιπαραβολή με την επιτόπου υφιστάμενη πραγματική κατάσταση, ώστε να αποφασίσουν ορθώς το ζήτημα.
Το παράπονο της εφεσείουσας ότι δεν της δόθηκε το δικαίωμα να ακουστεί επί της ιεραρχικής προσφυγής και παραβιάστηκαν έτσι οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης δεν ευσταθεί. Ορθώς υιοθετείται και επαναλαμβάνεται στην απόφαση η πάγια νομολογημένη θέση, ότι η ακρόαση του ενδιαφερομένου, επαφίεται στη διακριτική εξουσία του εξετάζοντος οργάνου, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να αναζητήσει να ακουστεί το πρόσωπο που υποβάλλει την ιεραρχική προσφυγή και όχι υποχρέωση (Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810). Ο κανονισμός 7(4), εναποθέτει στο Υπουργικό Συμβούλιο διακριτική ευχέρεια να ζητήσει να ακούσει το πρόσωπο που υποβάλλει την ιεραρχική προσφυγή σχετικά με τους λόγους που προβάλλει και όχι υποχρέωση (Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 325).
Η εφεσείουσα έθεσε τις απόψεις της, όπως η ίδια έκρινε αναγκαίο, μέσω δικηγόρου κατά την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής με επιστολή της ημερ. 12.1.2006, οι οποίες εξετάστηκαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, ότι η Υπουργική Επιτροπή κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, βασίστηκε στο Σημείωμα που ετοιμάστηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών ημερ. 7.5.2007, με το οποίο τέθηκαν ενώπιόν της όλα τα απαραίτητα στοιχεία: η γνώμη και οι εισηγήσεις της Πολεοδομικής Αρχής, του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, του Δήμου Παραλιμνίου (ευνοϊκή σύσταση) και του Υπουργείου Εσωτερικών, όπως επίσης και τα επιχειρήματα της αιτήτριας όπως τέθηκαν με την ιεραρχική προσφυγή. Έκρινε, ότι επειδή η απόφαση συμπίπτει με τις εισηγήσεις των πολεοδομικών αρχών και του Υπουργείου Εσωτερικών δεν σημαίνει ότι η Υπουργική Επιτροπή είχε απεμπολήσει την αποφασιστική της εξουσία.
Σύμφωνα με τη νομολογία, ο βαθμός και η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Ελισσαίου κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 168 αναφέρθησαν και τα ακόλουθα:
«Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Nicolaou v. Minister of Interior a.ο. (1974) 3 C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Σχολιάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η αιτιολογία που αφορά τους δύο λόγους άρνησης που αναφέρονταν στη γνωστοποίηση της Πολεοδομικής Αρχής. (α) Την απουσία ικανοποιητικής προσπέλασης και (β) το δυσμενή επηρεασμό του χαρακτήρα και της φυσιογνωμίας της περιοχής.
Όντως, από το σχετικό Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, Επαρχιακό Γραφείο Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου, φαίνεται ότι εξετάστηκε το ζήτημα της ύπαρξης κατάλληλης, ικανοποιητικής και ασφαλούς δημόσιας προσπέλασης, παράγοντας που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για ανάπτυξη του τεμαχίου, Πολιτική 3(Α) 1(γ) της Δήλωσης Πολιτικής. Το γεγονός ότι ο δρόμος ο οποίος γίνεται αποδεκτό γεγονός ότι είναι δημόσιος, είχε διαπλατυνθεί με τοποθέτηση θραυστών σκύρων "crusher run", και κατέστη με τον τρόπο αυτό προσπελάσιμος, όπως εισηγείται η αιτήτρια, εξετάστηκε και απαντήθηκε στο Σημείωμα προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 19.6.2006, παραγρ. 5(α). Επισημαίνετο στο Σημείωμα, ότι για σκοπούς σύγκρισης, το ελάχιστο καθοριζόμενο από τους περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμούς, πλάτος διαιώματος διόδου, ώστε να επιτραπεί η ανέγερση κατοικίας σε τεμάχιο, ανέρχεται στα 3,66 μέτρα. Η ερμηνεία του όρου «ικανοποιητική προσπέλαση» στα πλαίσια των προνοιών της υποπαραγράφου 1(γ) της Πολιτικής 3(Α) της Δήλωσης Πολιτικής, γίνεται με την Εντολή 1/1994 του Υπουργού Εσωτερικών και σε αναφορά με την υπό κρίση περίπτωση, στην 2(1), όπου προνοείται ότι ικανοποιητική προσπέλαση θα μπορούσε να θεωρηθεί «δημόσιος δρόμος εγγεγραμμένος στα βιβλία του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ο οποίος χρησιμοποιείται απρόσκοπτα και άνετα από οχήματα». Ο δρόμος, σύμφωνα με το Σημείωμα και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί απρόσκοπτα, το εγγεγραμμένο πλάτος του είναι μικρότερο από δύο μέτρα και τμήμα του αποτελεί δασική γη. Παρατηρούσε ακόμα το Σημείωμα ότι έστω και αν επιτόπου είναι δυνατή η προσπέλαση στο τεμάχιο, η προσπέλαση δεν έχει νομική υπόσταση.
Παρατηρεί ο κ. Χριστάκη, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παραγνώρισε το γεγονός ότι η Πολεοδομική Αρχή παραδέχθηκε στην έκθεσή της, ότι επιτόπου είναι δυνατή η προσπέλαση στο τεμάχιο της εφεσείουσας. Ότι η τοπική αυτοδιοίκηση σύστησε την έκδοση της αιτηθείσας άδειας, τονίζοντας ότι ο δημόσιος δρόμος είναι σε καλή και συντηρήσιμη κατάσταση και τέλος ότι η Υπουργική Επιτροπή, σε δύο άλλες περιπτώσεις, έθεσε ως προϋπόθεση για την έκδοση των αδειών την εξασφάλιση απόκλισης από τις σχετικές πρόνοιες της Εντολής 1/1994, κάτι το οποίο μπορούσε να συζητηθεί για την αιτήτρια και να τεθεί και στην ίδια ανάλογη προϋπόθεση και όρος.
Γίνεται φανερό από όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, και από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή εξετάστηκαν ο καθένας ξεχωριστά και με ιδιαίτερη προσοχή από τα αρμόδια όργανα τα οποία υπέβαλαν τα Σημειώματα και τις εισηγήσεις τους. Ορθώς παρατηρεί το Δικαστήριο, ότι στο σχετικό Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, παρέχεται με ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, η θεμελίωση των λόγων απόρριψης με παράλληλη αναφορά στην επιχειρηματολογία της ιεραρχικής προσφυγής και αντίκρουση των ισχυρισμών της. Το μόνο ζήτημα που έθεσε η εφεσείουσα είναι ότι το πλάτος του δρόμου, ήταν κατάλληλης και ικανοποιητικής προσπέλασης, επειδή ξεπερνά τα 2 μέτρα μετά την τοποθέτηση των θραυστών σκύρων και ότι ο δρόμος χρησιμοποιείται στην πράξη από δημόσια οχήματα απρόσκοπτα και άνετα. Δεν υπήρξε όμως ισχυρισμός ότι ανέρχεται στα 3,66 μέτρα, ως το ελάχιστο πλάτος δικαιώματος διόδου, όπως αναφέρεται ανωτέρω ενώπιον του αρμοδίου οργάνου. Όλα τα πιο πάνω είχε την ευκαιρία να τα θέσει η εφεσείουσα μέσω του συνηγόρου της κατά την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής, τα οποία εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν, εν όψει του εγγεγραμμένου πλάτους του δρόμου, μικρότερου των 2 μέτρων αλλά και λόγω του ότι τμήμα του αποτελεί δασική γη, διέρχεται μέσα από δάσος. Από το σχετικό διοικητικό φάκελο, όπως κατατέθηκε πρωτοδίκως, διαπιστώνεται ότι η Υπουργική Επιτροπή εξέτασε ουσιαστικά και στη βάση όλων των δεδομένων, τα επιχειρήματα της εφεσείουσας. Άλλωστε και η ίδια η θέση του κ. Χριστάκη ότι η Πολεοδομική Αρχή «έπρεπε να είχε προβεί σε διαπλάτυνση του υπό αναφορά δρόμου και να διατηρήσει ή και αλλάξει την όδευσή του σε σχέση με τα χωρομετρικά σχέδια ώστε να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον», εξασθενεί απολύτως την όλη επιχειρηματολογία και καθιστά πλέον ξεκάθαρο, ότι υπό τις συνθήκες δεν ήταν δυνατόν να τηρηθούν οι πρόνοιες του σχετικού κανονισμού πιο πάνω ή να πληρούται ο όρος «ικανοποιητική προσπέλαση», 1(γ) της Πολιτικής 3(Α) της Δήλωσης Πολιτικής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας, σε αναφορά με τις δύο άλλες παρόμοιες αιτήσεις για τις οποίες η Υπουργική Επιτροπή εξουσιοδότησε την Πολεοδομική Αρχή να χορηγήσει πολεοδομικές άδειες, με κατάλληλους όρους και με την προϋπόθεση να εξασφαλιζόταν απόκλιση από τις σχετικές πρόνοιες της Εντολής 1/1994 του Υπουργείου Εξωτερικών, τον απέρριψε ως ανεδαφικό. Έκρινε, ότι στην έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής επεξηγείται ότι δεν είχε δοθεί οποιαδήποτε έγκριση για ανάπτυξη στην περιοχή, η οποία να μην ήταν απολύτως σύμφωνη με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής, σημειώνοντας ακόμη, ότι οι υφιστάμενες διάσπαρτες κατοικίες, είτε είχαν εξασφαλίσει άδεια οικοδομής πριν την πλήρη εφαρμογή του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, είτε σε ορισμένες περιπτώσεις υφίσταντο χωρίς τις σχετικές άδειες. Παρέθεσε την απόφαση Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191 και την εκεί υιοθετούμενη νομολογιακή αρχή, ότι η λήψη παράνομων διοικητικών αποφάσεων δεν είναι επιτρεπτή, έστω και κατ' επίκληση της καλής πίστης, για να καταλήξει, ότι στην υπό κρίση αίτηση, η σχετική νομοθεσία δεν επέτρεπε τη ζητούμενη ανάπτυξη και συνεπώς, η Πολεοδομική Αρχή δεν είχε άλλη επιλογή, από την απόρριψη της αίτησης.
Είναι σαφώς νομολογημένο, ότι μια αίτηση εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο του ισχύοντος νομικού καθεστώτος, κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση, εκτός εκεί όπου η διοίκηση καθυστέρησε να εξετάσει την αίτηση ή μέσα σε εύλογο χρόνο, οπότε ο χρόνος αρχίζει να προσμετρά από την ημέρα που θεωρείται, αναλόγως της περίπτωσης, ότι εξέπνευσε ο απαιτούμενος λογικός χρόνος (Άρθρο 9 του Ν. 158(Ι)/1999). Ορθώς παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεχόμενο τη θέση της Πολεοδομικής Αρχής, ότι δεν είχε δοθεί οποιαδήποτε έγκριση για ανάπτυξη στην περιοχή η οποία να μην ήταν απόλυτα σύμφωνη με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής η οποία τέθηκε σε εφαρμογή το Μάιο του 2003, και ότι εφ' όσον η σχετική νομοθεσία δεν επέτρεπε τη ζητούμενη ανάπτυξη, η Πολεοδομική Αρχή δεν είχε άλλη επιλογή από την απόρριψη της αίτησης.
Όσον αφορά τις άλλες δύο περιπτώσεις που επικαλέστηκε η εφεσείουσα, παρατηρούμε ότι το ζήτημα εξετάστηκε και μάλιστα είχε γίνει συγκεκριμένη αναφορά: άδεια ΑΜΧ/0639/2004 Ελένη Λάντου και ΑΜΧ/0151/2005 Ανδρέας Αντωνίου, παρατίθενται δε συγκεκριμένοι λόγοι διαφοροποίησης από την περίπτωση της εφεσείουσας: Εκεί, μετά την αποδοχή σχετικών ιεραρχικών προσφυγών από την Υπουργική Επιτροπή, χορηγήθηκαν άδειες με κατάλληλους όρους και με την προϋπόθεση ότι θα εξασφαλιζόταν απόκλιση από τις πρόνοιες της Εντολής 1/94 του Υπουργείου Εσωτερικών, κατά τρόπο που δεν δημιουργούσε δεδομένα ισοτιμίας με την περίπτωση της εφεσείουσας. Τέλος, οι δύο εκείνες περιπτώσεις αφορούσαν άλλο δρόμο στην περιοχή του Δήμου Παραλιμνίου, κατά μήκος του οποίου είχε ανεγερθεί νομίμως αριθμός κατοικιών. Άλλωστε, ενδεικτικός αριθμός έξι αιτήσεων, απορρίφθηκαν από την Πολεοδομική Αρχή, για το λόγο ότι δεν διέθεταν ικανοποιητική προσπέλαση.
Η αιτιολογία επομένως είναι ενσωματωμένη στην απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής. Το γεγονός ότι η τελευταία δέχθηκε τις απόψεις των αρμοδίων οργάνων, δεν σημαίνει, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, μη αυτόνομη λήψη απόφασης επί της ουσίας της ιεραρχικής προσφυγής, από το αρμόδιο όργανο. Δεν επιβάλλεται από τη νομολογία υποχρέωση στη διοίκηση να αναπαράγει τους τεχνικούς και νομικούς λόγους που υφίσταντο, ώστε η απόφασή της να θεωρηθεί αιτιολογημένη. Στο τέλος της ημέρας, σημασία έχει, όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η επάρκεια αυτή καθεαυτή της έρευνας (Δημοκρατία ν. C. Kassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835 και Λάμπρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 79) και όχι ο έλεγχος από το Δικαστήριο της ορθότητας των θέσεων της διοίκησης, ή η ενασχόληση με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων.
Προσεκτική μελέτη του διοικητικού φακέλου, φανερώνει ξεκάθαρα, ότι στην περίπτωση της εφεσείουσας και δέουσα έρευνα έγινε και σαφής αιτιολογία δόθηκε. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της πράξης αποφεύγοντας να ελέγξει την ουσιαστική κρίση της διοίκησης, δεν υπεισέρχεται σε τεχνικά θέματα ούτε σκοπός του είναι να διαπιστώσει, αξιολογήσει, ή επιλύσει τέτοια ζητήματα τα οποία αφορούν κατ' εξοχήν τη διοίκηση. Στην εδώ περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να κριθεί κατά πόσο ο δρόμος θα μπορούσε ή όχι να διαπλατυνθεί για να διασφαλιστεί το απαιτούμενο εύρος, ώστε να κριθεί ικανοποιητική η προσπέλαση. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 227 και Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113). Πολύ περισσότερο δεν είναι νοητό να αναζητηθεί και να κριθεί αν υφίστατο υποχρέωση της διοίκησης για θετική ενέργεια, διαπλάτυνση του υφιστάμενου δρόμου προς εξυπηρέτηση του «δημοσίου συμφέροντος», όπως η εισήγηση του κ. Χριστάκη. Το καθήκον του Δικαστηρίου εξαντλείται στη διαπίστωση του κατά πόσο διενεργήθηκε ή όχι η δέουσα έρευνα και αν εξετάστηκε το κάθε τι που ενδεχομένως θα επιδρούσε στη λήψη της απόφασης και ήταν δυνατόν να είναι σχετικό. Αντικείμενο της αίτησης ακυρώσεως δεν είναι η αναθεώρηση των εκτιμήσεων ή της διαπίστωσης των πρωτογενών γεγονότων αλλά η επάρκεια της έρευνας (Δημοκρατία ν. C. Kassinos Constructions Ltd, ανωτέρω, Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (2002) 3 Α.Α.Δ. 475 και Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Ορθώς λοιπόν αποφασίστηκε πρωτοδίκως ότι οι εφεσίβλητοι ενήργησαν νομίμως και ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα της ακρόασης της αιτήτριας ή απουσίαζε η αιτιολογία ή η δέουσα έρευνα κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.