ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Aφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 281
Στράκκα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 643
Χατζησωτηρίου Κυριάκος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 524
Μιχαηλίδης Γιώργος Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 33
Χατζηγεωργίου Σωτήρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 108
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 608/2013)
17 Δεκεμβρίου 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Πρόεδρος, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
FBME BANK LTD,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-------------------------------------
Γ.Ζ. Γεωργίου με Κ. Οικονόμου (κα) και Ν. Απληκιώτου (κα),
για την Αιτήτρια.
Ρ. Παπαέτη (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με
Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Συμφωνούμε με το αποτέλεσμα στο οποίο οδηγείται η πλειοψηφία, όχι όμως, με όλη την εκτίμηση, και με το σκεπτικό που ακολουθείται ως προς την κατάληξη.
Αποτελεί πάγια αρχή της νομολογίας ότι η δίκη καταργείται όταν, μεταξύ άλλων, εκλείπει το αντικείμενο της. Ένας από τους λόγους για τους οποίους θεωρείται ότι δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο προς εξέταση είναι και η λήξη της χρονικής διάρκειας και ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης. Η διαχρονική νομολογία επί της κατάργησης του αντικειμένου της δίκης έχει διατρανωθεί, μεταξύ άλλων, με την απόφαση στην Αφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281, την απόφαση της Ολομέλειας στην Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643 και πιο πρόσφατα την απόφαση και πάλι της Ολομέλειας στη Γιώργος Μ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 33. Συναφής παραπομπή μπορεί να γίνει και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 242-243, και στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η Έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 85, παρ. 457, όπου με σαφήνεια εξηγείται ότι διαφοροποιήσεις που επέρχονται στην εξέλιξη των γεγονότων δυνατόν να έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση του εννόμου συμφέροντος είτε για υποκειμενικούς, είτε για αντικειμενικούς λόγους. Σημειώνεται δε στη σελ. 86, παρ. 459, ότι η λήξη της χρονικής ισχύος μιας πράξης συγκαταλέγεται στους αντικειμενικούς λόγους για τους οποίους δυνατό να εκλείψει σε μεταγενέστερο στάδιο το έννομο συμφέρον. Όπου η μεταβολή στα αντικειμενικά δεδομένα επέρχεται μεταγενέστερα της καταθέσεως της προσφυγής τότε «... η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου.». Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -σημειώθηκε ότι η δίκη καταργείται όταν είτε λήγει ο χρόνος ισχύος της πράξεως, είτε όταν εξαφανίζεται το αντικείμενο με ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης.
Τα ανωτέρω λεχθέντα συναρτώνται προς την πρώτη προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου. Υπάρχει όμως και έτερη προδικαστική ένσταση που αφορά στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος. Έχει κατά κόρον λεχθεί ότι το έννομο συμφέρον ενός αιτητή που ασκεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εναντίον διοικητικής απόφασης, θα πρέπει να υπάρχει σε όλα τα στάδια της αίτησης ακυρώσεως, περιλαμβανομένης βεβαίως και της έφεσης, (δέστε την απόφαση της Ολομέλειας στη Μαρία Λαμπρατσιώτη ν. Ηλιάνας Ανδρέου, Α.Ε. αρ. 137/2009, ημερ. 8.4.2013). Σύμφωνα και με το σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» - πιο πάνω - σελ. 85-87, το έννομο συμφέρον πρέπει να καταδεικνύεται ως υπάρχον τόσο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, όσο και κατά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, αλλά και κατά την επί Δικαστηρίω συζήτηση.
Περαιτέρω, όχι μόνο η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος πρέπει να αφορά στην ίδια την προσφυγή, αλλά και οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να προβάλλονται με έννομο συμφέρον, (δέστε Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 389). Όπως λέχθηκε και πρόσφατα στη Σωτήρης Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 132/2009, ημερ. 26.2.2013, με αναφορά και στη Χατζησωτηρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524, «το έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος.».
Διατηρείται όμως έννομο συμφέρον προώθησης της προσφυγής όταν προκύπτουν ενδεχόμενες ζημιογόνες συνέπειες από τη διοικητική πράξη, ενώ αυτή ακόμη βρισκόταν σε ισχύ. Η νομολογία, όμως, επιβάλλει ταυτόχρονα υποχρέωση στον αιτητή που εξακολουθεί να εμμένει στην προώθηση της προσφυγής του, παρά την κατάργηση της πράξης, να δείξει ότι έχει όντως υποστεί ζημιογόνες συνέπειες. Όπως αναφέρθηκε και στη Στράκκα Λτδ, πιο πάνω:
«Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι ήδη έχουν προκύψει σε αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για την συνέχιση της δίκης.» (η έμφαση προστέθηκε).
Η απόδειξη αυτών των ενδεχομένων ζημιογόνων συνεπειών δεν θα πρέπει απλώς να αφήνεται να εξετάζεται κατά το στάδιο θεμελίωσης αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, όπου είναι βεβαίως αναγκαία η προσκόμιση σχετικής και ικανής μαρτυρίας ως προς αυτές, (Γεωργία Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 884/09, ημερ. 30.11.2010). Για να δυνηθεί εν πρώτοις ο αιτητής να καταφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, θα πρέπει προηγουμένως να πετύχει την ακύρωση της διοικητικής πράξης. Αλλά για το επιτύχει αυτό στις περιπτώσεις όπου το αντικείμενο έχει στο μεταξύ εξαφανιστεί ή αλλοιωθεί λόγω κατάργησης ή ανάκλησης της διοικητικής πράξης, θα πρέπει να πείσει το αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι η εκδίκαση της προσφυγής δεν συνεχίζεται επί ματαίω, αλλά λόγω του ότι έχουν όντως προκύψει τέτοιες ζημιογόνες συνέπειες, οι οποίες έστω και εκ πρώτης όψεως, παρουσιάζονται υπαρκτές και δεδομένες. Και αυτό εναπόκειται στον αιτητή να το δείξει με κατάλληλη και ανάλογη αναφορά σε δεδομένα και στοιχεία υποστηρικτικά της θέσης του. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι θεωρητική, αλλά πραγματική. Το κατάλοιπο της συνέπειας της έκδοσης της διοικητικής πράξης είναι αναγκαίο να διαφανεί ως παράγωγο δυσμενών αποτελεσμάτων στο διοικούμενο, έστω και εκ πρώτης όψεως, (Αφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 - πιο πάνω -). Εφόσον εκ πρώτης όψεως διαφανεί αυτή η συνέπεια, τότε η έκταση της ζημιάς αποφασίζεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Ακριβώς η πιο πάνω νομολογία εφαρμόζεται απόλυτα στην υπό κρίση περίπτωση με δεδομένο ότι το επίδικο διάταγμα που εμπεριέχεται στην Κ.Δ.Π. 107/2013 και που δημοσιεύθηκε στις 3.4.2013 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, είχε περιορισμένη χρονική διάρκεια μέχρι τις 5.4.2013. Επομένως, η πρώτη προδικαστική ένσταση που ήγειρε η Δημοκρατία ως προς το ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου είναι απόλυτα ορθή, καθώς και η συναφής άλλη προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές δεν κέκτηνται πλέον εννόμου συμφέροντος προώθησης της. Ζημιογόνο δε αποτέλεσμα για προώθηση της προσφυγής δεν μπορεί να λεχθεί ότι παραμένει εφόσον το μόνο που οι αιτητές καταγράφουν στην παράγραφο 13 των γεγονότων αναφορικά με το ενδεχόμενο κατάλοιπου ζημίας είναι ότι οι τραπεζικές τους επιχειρήσεις στηρίζονται στην εμπιστοσύνη και επομένως η απαγόρευση σε αυτούς να λειτουργούν, προκαλεί «... ανησυχία στους πελάτες τους και ανεπανόρθωτη ζημιά στους αιτητές.».
Καμία απολύτως ένδειξη δεν υπάρχει ως προς την πιθανολόγηση της ζημιάς που έχουν υποστεί οι αιτητές λόγω της ύπαρξης του περιοριστικού διατάγματος, όπως θα αναμενόταν, με αναφορά ενδεχομένως στον κύκλο εργασιών τους και τις ημερήσιες συναλλαγές που διεκπεραιώνουν ως τράπεζα και στον εν γένει επηρεασμό τους από το Διάταγμα ώστε να διαφανεί με ποιο τρόπο το διάταγμα έχει προκαλέσει ζημία σε αυτούς και μάλιστα, κατ΄ ισχυρισμόν, ανεπανόρθωτη.
Με την επιτυχία των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί οποιοδήποτε άλλο ζήτημα όπως η εφαρμογή του σκεπτικού της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στις υποθέσεις Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας κ.ά., υπ΄ αρ. 551/2013 κ.ά., ημερ. 7.6.2013, όπου εκρίθη ότι τα δικαιώματα των καταθετών της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας συνεπεία άλλων Κανονιστικών Διοικητικών Πράξεων που περιόριζαν και επηρέαζαν τα δικαιώματα των καταθετών, ενέπιπταν στα πλαίσια του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου. Τέτοιο θέμα δεν ετέθη εδώ από τη Δημοκρατία, η οποία μάλιστα κατά τη συζήτηση της υπόθεσης είχε τη θέση ότι η περίπτωση αφορά δημόσιο και όχι ιδιωτικό δίκαιο. Εκείνο το οποίο ετέθη ως τρίτη προδικαστική ένσταση είναι ότι το Διάταγμα αφορά κανονιστική ρύθμιση και όχι ατομική εκτελεστή διοικητική πράξη, ζήτημα που δεν χρειάζεται να αποφασιστεί.
Επομένως, χωρίς ουσιαστική συζήτηση μεταξύ των διαδίκων και το ευεργέτημα της πλήρους εξέτασης των όλων δεδομένων και της επίπτωσης της Κ.Δ.Π. 107/2013 στους ίδιους τους αιτητές ως τράπεζα, δεν υπάρχει λόγος, κατά την άποψη μας, να αποφασιστεί κατά πόσο το ζήτημα εμπίπτει ή όχι στο ιδιωτικό δίκαιο, εφόσον κατά πάγια και διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν εξετάζονται θέματα τα οποία έχουν ευρύτερη εμβέλεια όταν η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου μπορεί να αποφασιστεί επί συγκεκριμένου και απλούστερου ζητήματος. Τέτοια είναι, κατά την κρίση μας, και η παρούσα περίπτωση. Δεν μπορούμε, κατά συνέπεια, να προσυπογράψουμε το σκεπτικό της πλειοψηφίας ως προς την εφαρμογή και στην εδώ περίπτωση των αρχών του ιδιωτικού δικαίου.
Συνακόλουθα η προσφυγή απορρίπτεται αλλά μόνο λόγω έλλειψης αντικειμένου και εννόμου συμφέροντος των αιτητών να την προωθούν, με έξοδα εναντίον τους.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
Α.Ρ. Λιάτσος,
Δ.
/ΕΘ