ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ 608/2013 )
17 Δεκεμβρίου 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Πρόεδρος, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
FBME BANK LTD
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Καθ΄Ων η Αίτηση.
_________
Γ.Ζ. Γεωργίου με Κ. Οικονόμου (κα) και Ν. Απληκιώτου (κα), για την Αιτήτρια.
Ρ. Παπαέτη (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
_________________
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Η απόφασή μας δεν είναι ομόφωνη εφ΄όσον ο Δικαστής Ερωτοκρίτου δεν συμφωνεί με την απόφαση της πλειοψηφίας ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί και έτσι θα εκδώσει δική του χωριστή απόφαση. Χωριστή απόφαση θα εκδώσει και ο Δικαστής Ναθαναήλ επί του μέρους της απόφασης με το οποίο συμφωνεί με την απόφαση των άλλων Δικαστών, με την απόφαση του οποίου συμφωνεί και ο Δικαστής Λιάτσος. Η απόφαση αυτή θα δοθεί από εμένα και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Πασχαλίδης, Παναγή, Μιχαηλίδου, Χριστοδούλου και Σταματίου.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η προσφυγή της Αιτήτριας Τράπεζας στρέφεται κατά της νομιμότητας του περί της Επιβολής Προσωρινών Περιοριστικών Μέτρων στις Συναλλαγές σε Περίπτωση Έκτακτης Ανάγκης Τέταρτου Διατάγματος του 2013 (ΚΔΠ 107/2013) ημερομηνίας 3.4.2013. (Είχαν προηγηθεί άλλα τρία ανάλογα Διατάγματα). Το Διάταγμα επιβάλλει περιοριστικά μέτρα αφορώντα την ανάληψη μετρητών, την εξαργύρωση επιταγών, την άνευ μετρητών πληρωμή ή μεταφορά χρημάτων εκτός της Δημοκρατίας (πλην καθοριζομένων εξαιρέσεων), τον τερματισμό καταθέσεων προθεσμίας προ της ημερομηνίας λήξεως τους (πλην καθοριζομένων εξαιρέσεων), το χειρισμό καταθέσεων προθεσμίας κατά τη λήξη τους και τη μεταφορά χαρτονομισμάτων στο εξωτερικό ή στις περιοχές της Δημοκρατίας όπου η Κυβέρνηση δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Η ισχύς του διατάγματος καθορίζεται σε τρεις μέρες.
Η προσφυγή ηγέρθη τόσο εναντίον της Δημοκρατίας όσο και εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας, με ενδιάμεση απόφαση μας όμως ημερομηνίας 7.10.2013 εκρίθη ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν θα έπρεπε να είναι διάδικος και η προσφυγή περιορίζεται πλέον στη Δημοκρατία μέσω του εκδώσαντος το Διάταγμα Υπουργού των Οικονομικών.
Στην Έντασή της η Δημοκρατία εγείρει τρεις προδικαστικές ενστάσεις:
1. Ότι η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, δοθέντος ότι το Διάταγμα έπαυσε να ισχύει μετά από την 5.4.2013.
2. Συναφώς προς την πρώτη προδικαστική ένσταση, ότι η Αιτήτρια δεν διατηρεί, μετά από τη λήξη της ισχύος του Διατάγματος και ως εκ τούτης, έννομο συμφέρον.
3. Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αφού πρόκειται για κανονιστική διοικητική πράξη.
Θεωρήσαμε βεβαίως πρέπον να επιληφθούμε προδικαστικώς των εν λόγω ενστάσεων, έχοντας το όφελος τόσο γραπτών όσο και περαιτέρω προφορικών αγορεύσεων επί τούτων.
Κατά την ακρόαση ετέθη στους ευπαιδεύτους συνηγόρους και το ερώτημα κατά πόσο η προσφυγή επηρεάζεται από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στις υποθέσεις 551/2013 κ.α., Χριστοδούλου ν. Κεντρικής Τράπεζας κ.α., 7.6.2013, όπου εκρίθη ότι ο όποιος επηρεασμός των δικαιωμάτων των καταθετών της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας συνεπεία των ΚΔΠ 97/2013, ΚΔΠ 103/2013, ΚΔΠ104/2013 και ΚΔΠ105/2013, εμπίπτει στα πλαίσια του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου, ώστε το Ανώτατο Δικαστήριο να στερείται δυνατότητας να επιληφθεί των προσφυγών δυνάμει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας που του παρέχεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Υπό το φως των όσων έχουν λεχθεί, αδυνατούμε να δούμε πώς η προκειμένη μπορεί να διαφοροποιείται από το σκεπτικό των υποθέσεων εκείνων. Η απόφαση εδράζεται ευθέως στη φύση των διαταγμάτων ως αφορώντων παρέμβαση της πολιτείας στη συμβατική σχέση μεταξύ καταθέτη και τράπεζας ως πιστωτή και οφειλέτη αντιστοίχως, ώστε ο όποιος επηρεασμός των δικαιωμάτων των καταθετών να μπορεί να ελεγχθεί μόνο στα πλαίσια αιτιάσεων σε αστικές διαδικασίες. Το ίδιο ισχύει και ως προς το Διάταγμα 107, με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση. Το Διάταγμα επηρεάζει πρωτίστως τη δυνατότητα των καταθετών της τράπεζας να χειρισθούν τις καταθέσεις τους κατά το δοκούν στα πλαίσια της συμβατικής τους σχέσης με την Τράπεζα. Μάλιστα τα περιοριστικά μέτρα ουδόλως επηρεάζουν το ουσιαστικό δικαίωμα των καταθετών στα χρήματα που κατέθεσαν στην τράπεζα, όπως αυτό επηρεάζετο από τα Διατάγματα 97, 103, 104 και 105, παρά μόνο τη δυνατότητα άμεσης και απεριόριστης πρόσβασης σε αυτό.
Μας ελέχθη από τον ευπαίδευτο συνήγορο για την Αιτήτρια ότι η υπόθεση διαφέρει από το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης κατά το ότι εκεί τα Διατάγματα αφορούσαν τις Τράπεζες και όχι τους Αιτητές καταθέτες, ενώ εδώ αφορούν την ίδια την Αιτήτρια Τράπεζα. Αυτό βεβαίως δεν είναι ακριβές, καθ΄όσον απλή ανάγνωση των προνοιών του Διατάγματος (παράγραφος 3 (α), (β), (γ), (δ), (ε), (στ)), καταδεικνύει ότι είναι τους καταθέτες και όχι την Τράπεζα που πρωτίστως αφορά, ενώ άλλες πρόνοιες (παράγραφος 3(ζ)(ια)) δεν αφορούν τραπεζικές συναλλαγές αλλά μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό και στις περιοχές της Δημοκρατίας όπου η Κυβέρνηση δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Η μόνη αναφορά στην Τράπεζα είναι στην παράγραφο 3(δ) ότι:
«Απαγορεύεται σε πιστωτικό ίδρυμα να εκτελεί πληρωμές χωρίς μετρητά ή μεταφορές χρημάτων που στοχεύουν στην παράκαμψη των περιοριστικών μέτρων.»
Τα ίδια τα περιοριστικά μέτρα λοιπόν δεν αφορούν την Τράπεζα αλλά τους καταθέτες, με την Τράπεζα να εμπλέκεται μόνο κατά το ότι οι περιορισμοί που αφορούν τους καταθέτες διέρχονται μέσω αυτής ως συμβατικώς συμβαλλόμενης με αυτούς.
Εν πάση περιπτώσει όμως, αυτή δεν είναι η ουσία της εν λόγω απόφασης. Η απόφαση, όπως τονίζεται, βασίζεται στο ότι ο όποιος επηρεασμός δικαιωμάτων διά της παρέμβασης της πολιτείας σε συμβατική σχέση εξετάζεται σε αστικές διαδικασίες ως θέμα ιδιωτικού δικαίου και όχι σε διαδικασίες αναθεωρητικού ελέγχου ως θέμα δημοσίου δικαίου.
Αν λοιπόν η Αιτήτρια, ως Τράπεζα στην οποία απαγορεύεται με το Διάταγμα να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις της έναντι των καταθετών της σε σχέση με τη συμβατική δυνατότητα τους για άμεση και απεριόριστη πρόσβαση στις καταθέσεις τους, αισθάνεται ότι επηρεάζεται και η ίδια (και όχι μόνο οι πελάτες της), ως συνέπεια της απαγόρευσης του Διατάγματος, ώστε να ζημιώνει ένεκα αυτής, έχει κάθε δικαίωμα να απευθυνθεί στις προσφερόμενες αστικές διαδικασίες προς διεκδίκηση οποιασδήποτε τέτοιας ζημιάς της, εγείροντας εκεί και όποια θέματα παρανομίας του διατάγματος, εξειδικεύοντας και αποδεικνύοντας, αν ήθελε επιτύχει, τη ζημιά της. Ομοίως, αν εναχθεί από τους πελάτες της για παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της προς αυτούς, μπορεί να εμπλέξει την Πολιτεία σε εκείνες τις διαδικασίες κατ΄αναλογία των υποδείξεων μας στην εν λόγω απόφαση.
Αυτό μας οδηγεί, αν και δεν είναι αναγκαίο, και σε μία άλλη παρατήρηση που συναρτάται προς τις δύο προδικαστικές ενστάσεις που αφορούν το έννομο του συμφέροντος. Η μόνη αναφορά που γίνεται στην προσφυγή όσον αφορά ενδεχόμενο κατάλοιπου ζημίας της Αιτήτριας είναι στην παράγραφο 13 των γεγονότων ότι:
«Οι τραπεζικές επιχειρήσεις στηρίζονται στην εμπιστοσύνη και κάθε μέρα που απαγορεύεται στους Αιτητές να λειτουργήσουν προκαλεί ανησυχία στους πελάτες τους και ανεπανόρθωτη ζημιά στους αιτητές.»
Τούτο βεβαίως, με αναφορά στη νομολογία, είναι εντελώς ανεπαρκές για σκοπούς του δέοντος προσδιορισμού καταλοίπου ζημίας στην Τράπεζα που να παρέχει στην Αιτήτρια δικαίωμα συνέχισης της προσφυγής μετά από τη λήξη της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, και η προσφυγή θα ήταν για τούτο εν πάση περιπτώσει απορριπτέα στο στάδιο αυτό. Δοθέντος μάλιστα ότι η ισχύς του διατάγματος ήταν μόνο 3 ημέρες, όπως πολύ σύντομη φαίνεται να ήταν η ισχύς και των άλλων διαταγμάτων που προηγήθησαν και ακολούθησαν, θα ήταν τρομερά δύσκολο να προσδορισθεί ανάλογο κατάλοιπο ζημίας ειδικώς αποδιδόμενο στο χρόνο εκείνο, για σκοπούς προσφυγής ως προς κάθε ένα Διάταγμα. Αντιθέτως, οι αστικές διαδικασίες προσφέρονται ιδιαιτέρως για σκοπούς προσδιορισμού και απόδειξης ζημίας της Τράπεζας για όλη την περίοδο των Διαταγμάτων.
Η προσφυγή λοιπόν απορρίπτεται.
Δ. Χατζηχαμπής, Π.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
/ΚΧ»Π