ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 690

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 36/2009)

 

 

11 Νοεμβρίου, 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΧΑΤΖΗΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

 

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης/Καθ'ης η αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

 

Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(EX-TEMPORE)

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η ενώπιον μας έφεση έχει υπόβαθρο το οποίο ανάγεται σε απομακρυσμένο χρόνο, αφού από το 1997 η εφεσείουσα είχε ζητήσει από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας να εγγραφεί στους Πίνακες Διοριστέων Καθηγητών Χημείας και Βιολογίας, με βάση τον τίτλο Bachelor of Science, Major Biochemistry, που είχε στην κατοχή της, υποβάλλοντας μαζί αναλυτική κατάσταση των μαθημάτων που είχε παρακολουθήσει.  Απευθύνθηκε τότε η Επιτροπή στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, το οποίο είχε την άποψη ότι, με βάση τον τίτλο της, η εφεσείουσα δεν μπορούσε να εγγραφεί στους Πίνακες, επειδή «κατά τη διάρκεια των σπουδών της δεν παρακολούθησε βασικά θέματα χημείας, όπως ανόργανη χημεία και ανόργανη και οργανική ποιοτική και ποσοτική ανάλυση και επίσης, το πρόγραμμα των σπουδών της δεν περιλάμβανε τουλάχιστον 60%, σε πιστωτικές μονάδες, θέματα βιολογίας». Ήταν σε αυτή τη βάση που η Επιτροπή απέρριψε τις αιτήσεις της εφεσείουσας.

 

Καταχωρήθηκε τότε προσφυγή από την εφεσείουσα, η οποία είχε θετικό αποτέλεσμα γι' αυτήν. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επιτρέποντας την προσφυγή, απεφάνθη ότι, ως προς το θέμα της δέουσας έρευνας, εφόσον δεν είχε παραπεμφθεί το θέμα αξιολόγησης των προσόντων για εξέταση από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., ούτε δέουσα έρευνα υπήρχε ούτε αιτιολογημένη ήταν η απόφαση η οποία εδόθη.

 

Σε έφεση, η οποία κατεχωρήθη από την Επιτροπή, απεφασίσθη ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή και η έφεση απερρίφθη, αναφέροντας μάλιστα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει καταλήξει ότι, «η επίδικη απόφαση έπασχε από έλλειψη της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας αφού το θέμα αξιολόγησης των προσόντων της αιτήτριας δεν παραπέμφθηκε για εξέταση από το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.)».

 

Η Επιτροπή όφειλε, βάσει της απόφασης αυτής, να επανεξετάσει τις αιτήσεις και, συμμορφούμενη προς τις υποδείξεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να απευθυνθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και να ζητήσει τις δικές τους απόψεις σε σχέση με το συγκεκριμένο τίτλο της εφεσείουσας, όπως και έπραξε. Το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. όμως πληροφόρησε την Επιτροπή ότι, σύμφωνα με το Νόμο, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση για αναγνώριση τίτλων σπουδών, που να συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα, και επομένως δεν μπορούσε το ίδιο να εκφέρει άποψη και να αξιολογήσει την περίπτωση, αφού θα έπρεπε να υποβληθεί αίτηση από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο. Κάλεσε λοιπόν η Επιτροπή την εφεσείουσα να απευθυνθεί η ίδια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και να ζητήσει αναγνώριση του                  υπό αναφορά τίτλου της, πληροφορώντας την ότι, αν το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. αναγνώριζε τον απαιτούμενο τίτλο, θα έπρεπε η εφεσείουσα να υποβάλει τα σχετικά πιστοποιητικά που θα της χορηγούντο για περαιτέρω εξέταση των αιτήσεων της για εγγραφή στους Πίνακες.

 

Η εφεσείουσα πρόσβαλε την απόφαση αυτή με νέα προσφυγή, η οποία απερρίφθη, εφόσον ο αδελφός μας Δικαστής που επελήφθη αυτής θεώρησε ότι η Επιτροπή είχε ακριβώς ενεργήσει με βάση τις υποδείξεις του Δικαστηρίου στην προηγούμενη διαδικασία, ότι δηλαδή, θα έπρεπε να απευθυνθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Εκρίθη επομένως ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν νόμιμη υπό τις περιστάσεις και σύμφωνη με το δικαστικό δεδικασμένο. Η δε διαδικασία η οποία εζητήθη να ακολουθηθεί ήταν και αυτή νόμιμη.

 

Εφεσιβάλλοντας την πρωτόδικη απόφαση, η εφεσείουσα παραπονείται ότι η απόφαση της Επιτροπής να ζητήσει από την εφεσείουσα να αποταθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. είναι εσφαλμένη και ότι δεν είναι νόμιμη, αιτιολογημένη ή σύμφωνη με το δικαστικό δεδικασμένο. Η βάση των εισηγήσεων της εφεσείουσας είναι ότι το σχέδιο υπηρεσίας και ο Νόμος που αφορά τους διορισμούς δεν επιβάλλει προϋπόθεση πιστοποίησης από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και επομένως η Επιτροπή δεν μπορούσε να ζητά από την εφεσείουσα να απευθυνθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., παρά μόνο όφειλε η ίδια η Επιτροπή να εξετάσει επί της ουσίας, διεξάγοντας δέουσα έρευνα, με όποιο τρόπο θα ήταν ενδεδειγμένος, κατά πόσο πληρούντο οι προϋποθέσεις για εγγραφή της εφεσείουσας στο σχετικό Πίνακα. Κατά την εισήγηση αυτή, ήταν αυτόνομη η υποχρέωση της Επιτροπής να προβεί σε εκείνη τη δέουσα έρευνα που απαιτείτο, υπό τις περιστάσεις, και δεν θα έπρεπε να στραφεί προς την κατεύθυνση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. καθ' οιονδήποτε τρόπο.

 

Συμπλέκοντας τα θέματα τα οποία εγείρονται, η Δημοκρατία υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αλλά και λέγει ότι δεν πρόκειται για εκτελεστή πράξη, εφόσον δεν απερρίφθη η αίτηση αλλά εζητήθη απλώς να γίνει μια διαδικασία η οποία θα οδηγούσε στην εξέτασή της. Να σημειώσουμε όμως ότι δεν υπάρχει ενώπιον μας οτιδήποτε που να τίθεται με κατάλληλο δικονομικό τρόπο από τη Δημοκρατία όσον αφορά                 την πρωτόδικη απόφαση και δεν θα εξετάσουμε πτυχές οι οποίες επεκτείνονται πέραν του εγειρόμενου με την έφεση θέματος.

 

Κατά τη διάρκεια της ακρόασης θέσαμε στην ευπαίδευτο συνήγορο για τη Δημοκρατία το ερώτημα κατά πόσο υπάρχει νομολογία η οποία να αφορά το θέμα αυτό και μας παρέπεμψε σε νομολογία και δη τη Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, όπως και σε άλλη νομολογία, τη Νεοπτολέμου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 203/2008, 6/2/2009.

 

Ότι το επίδικο ενώπιον μας θέμα είναι η νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής να παραπέμψει την ίδια την εφεσείουσα στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., αποκαλύπτεται από τον ίδιο το λόγο έφεσης αλλά και από την εμβέλεια του δικαστικού δεδικασμένου, όπως έχει καθοριστεί στη διάρκεια της εξέλιξης των πραγμάτων. Ήταν εξ άλλου πρωτοδίκως στην πρώτη διαδικασία η εισήγηση της ίδιας της εφεσείουσας που οδήγησε στην απόφαση ότι υπήρχε έλλειψη δέουσας έρευνας διότι η Επιτροπή δεν είχε απευθυνθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Μάλιστα, κατά την πρώτη διαδικασία υπήρξε κρίσης επί της ουσίας των δεδομένων της εφεσείουσας όσον αφορά το περιεχόμενο των σπουδών της, βασιζόμενη στα διαβιβασθέντα στην Επιτροπή από το Υπουργείο, η οποία δεν αρκούσε κατά τη διαπίστωση του Δικαστηρίου, εφόσον θα έπρεπε να είχε γίνει και η διαδικασία του να απευθυνθεί η Επιτροπή στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Η κρίση εκείνη απεμακρύνθη από την εικόνα με ρητή τώρα διευκρίνιση του θέματος το οποίο παρέμεινε προς περαιτέρω εξέταση και το οποίο ήταν, βεβαίως, το να ζητηθούν οι απόψεις του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Στο στάδιο εκείνο επομένως της επανεξέτασης η Επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν η ίδια που θα έπρεπε να εξετάσει το θέμα αυτό, αλλά η εφεσείουσα, η οποία έπρεπε να απευθυνθεί η ίδια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. διότι είχε ήδη απευθυνθεί η Επιτροπή στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. την πληροφόρησε ότι αυτή ήταν η σωστή διαδικασία. Η κρίση αυτή, λοιπόν, είναι που αποτελεί και το ουσιαστικό επίδικο θέμα ενώπιον μας. Σύμφωνα με την απόφαση Χατζηγεωργίου, στην οποία έχουμε αναφερθεί, το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. είναι το αρμόδιο όργανο για να αποφασίζει θέματα διπλωμάτων και άλλων συναφών θεμάτων και η Ολομέλεια έκρινε ότι η παράλειψη του εφεσιβλήτου να το πράξει, ενώ του είχε ζητηθεί να απευθυνθεί ο ίδιος στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., δεν δημιούργησε οποιαδήποτε υποχρέωση στην εφεσείουσα να αποταθεί η ίδια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. «Οι εφεσείοντες», ελέχθη (σ. 105) «στην έκταση που τα ενώπιόν τους στοιχεία τους επέτρεπαν, διαπίστωσαν ότι ο εφεσίβλητος δεν κατείχε τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα ......» και «... άφησαν το ζήτημα ανοικτό για επανεξέταση, εάν ο εφεσίβλητος παρουσίαζε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. πιστοποιητικό αναγνώρισης ...»

 

Το θέμα του ποιος έχει την υποχρέωση να απευθυνθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ήταν στο επίκεντρο και της άλλης απόφασης που ετέθη ενώπιον μας, της Νεοπτολέμου, όπου η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε, «.. για να μπορέσει να ολοκληρώσει την εξέταση της αίτησης του αιτητή, θα πρέπει να απευθυνθεί ο ίδιος στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.» Εκρίθη ότι αυτό ήταν ορθό και μάλιστα ότι, «η Ε.Ε.Υ. μπορούσε νόμιμα να ζητήσει από τον αιτητή να απευθυνθεί ο ίδιος στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και δεν είχε η ίδια υποχρέωση να παραπέμψει αυτή το θέμα μέσα στα πλαίσια δέουσας έρευνας», με αναφορά και στην απόφαση Χατζηγεωργίου, αλλά και σε μια άλλη απόφαση.

 

Θεωρούμε λοιπόν ότι ήταν νόμιμη η ενέργεια της Επιτροπής να ζητήσει από την εφεσείουσα να απευθυνθεί η ίδια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και ότι η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να ερευνήσει με το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. το θέμα επί της ουσίας του.

 

 

 

 

Η νομολογία δεν μας επιτρέπει να αποκλίνουμε από αυτή τη θέση η οποία έχει καθιερωθεί και επομένως θεωρούμε ότι η έφεση δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται, με €1.500 έξοδα.

 

 

 

 

 

                                    ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.

 

 

                                    ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

                                    ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                    ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                    ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο