ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 608/2013)
7 Οκτωβρίου 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Πρόεδρος, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
FBME BANK LTD,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση
--------------------------------------
Γ.Ζ. Γεωργίου με Κ. Οικονόμου (κα) και Ν. Απληκιώτου (κα),
για την Αιτήτρια.
Ρ. Παπαέτη (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας με
Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση 1.
Α. Ευαγγέλου με Μ. Φράγκου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση 2.
------------------------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ (Ex-Tempore)
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Η αιτήτρια τράπεζα καταχώρησε προσφυγή εναντίον τόσο της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού των Οικονομικών όσο και εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, επιδιώκοντας την ακύρωση της Κ.Δ.Π. 107/2013 με την οποία επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα στις συναλλαγές.
Στην ένσταση την οποία καταχώρησε η Κεντρική Τράπεζα υπάρχει προδικαστική ένσταση, η οποία επεκτείνεται πέραν των προδικαστικών ενστάσεων που είναι κοινές με εκείνες που εγείρονται από τη Δημοκρατία και την Κεντρική Τράπεζα, συνισταμένη στο ότι κακώς η Κεντρική Τράπεζα είναι διάδικος εφόσον η απόφαση που προσβάλλεται δεν προέρχεται από την ίδια αλλά από τον Υπουργό των Οικονομικών και ο ρόλος της ίδιας είναι απλώς ρόλος στη διαδικασία έκδοσης της απόφασης, με την τελική απόφαση έτσι να συνιστά μια σύνθετη διοικητική πράξη που εμπεριέχει και απορροφά όλα τα προηγούμενα στάδια, περιλαμβανομένης της εισήγησης και της σύμφωνης γνώμης της Κεντρικής Τράπεζας της ίδιας.
Ακούσαμε σήμερα τόσο την Κεντρική Τράπεζα όσο και τη Δημοκρατία επί των προδικαστικών ενστάσεων και ζητήσαμε από τον ευπαίδευτο συνήγορο για την αιτήτρια τράπεζα να περιοριστεί, σε αυτό το στάδιο, αναλόγως στο θέμα που αφορά αυτή η προδικαστική ένσταση αφού έτσι θα κριθεί κατά πόσο η συνέχιση της διαδικασίας θα περιλαμβάνει την Κεντρική Τράπεζα ή όχι και αν θα περιοριστεί ή όχι στη Δημοκρατία. Τούτο κρίναμε ορθό διότι είναι καλό πριν η υπόθεση προχωρήσει περαιτέρω να διασαφηνιστεί ποιοι είναι οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου που θα έπρεπε να είναι σύμφωνα με τα θέσμια.
Στην αγόρευση της Κεντρικής Τράπεζας γίνεται αναφορά στο θέμα και συγκεκριμένα ποιες πράξεις είναι προπαρασκευαστικές και ποια είναι η συνέπεια της εκδόσεως της τελικής πράξης, με επίκεντρο το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το διάταγμα εξεδόθη από τον Υπουργό των Οικονομικών και ουδόλως από την ίδια την Κεντρική Τράπεζα.
Στη δική του αγόρευση επί του θέματος ο ευπαίδευτος συνήγορος για την αιτήτρια τράπεζα κάνει αναφορά στο θέμα σε συνάρτηση με τις γενικές αρχές που διέπουν τον χαρακτήρα προπαρασκευαστικών πράξεων και παραπέμπει σε παραδείγματα για να καταδείξει ότι η παρούσα υπόθεση δεν εμπίπτει εντός των παραδειγμάτων εκείνων. Περαιτέρω, θέτει έμφαση στο γεγονός ότι, βάσει του άρθρου 4 του Νόμου αρ. 12(Ι)/2013, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Διοικητή, ούτως ώστε να αναδεικνύεται έτσι η σχετικότητα και ο ρόλος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας στη διαδικασία για την επιβολή των εν λόγω περιοριστικών μέτρων και να αναιρείται οποιαδήποτε εισήγηση περί προπαρασκευαστικής πράξης. Ζητήσαμε από τον ευπαίδευτο συνήγορο να μας παραπέμψει σε οποιαδήποτε νομολογία έχει υπόψη για να στηρίξει τη θέση του λαμβάνοντας, υπόψη το γεγονός ότι το ίδιο το διάταγμα δεν εκδίδεται και δεν υπογράφεται βεβαίως από οποιονδήποτε άλλο παρά μόνο από τον Υπουργό των Οικονομικών.
Παρατηρούμε ότι στο προοίμιο του Νόμου αναφέρεται ότι:
«Ο Υπουργός, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται μετά από εισήγηση του Διοικητή, εκδίδει το ακόλουθο διάταγμα.»
Και το διάταγμα υπογράφεται βεβαίως από τον Υπουργό των Οικονομικών και μόνο. Περαιτέρω, παρατηρούμε ότι στο Νόμο, και συγκεκριμένα στο άρθρο 3, αναφέρεται ότι σκοπός του Νόμου είναι η ανάθεση εξουσίας στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 4 για τη λήψη προσωρινών περιοριστικών μέτρων, στο δε άρθρο 4 προνοείται ότι:
«Προς διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, ο Υπουργός, μετά από εισήγηση του Διοικητή, και διαβούλευση του Υπουργού με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των χωρών υποδοχής στις οποίες λειτουργούν πιστωτικά ιδρύματα, δύναται να επιβάλλει σε πιστωτικό ίδρυμα ή και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσωρινά περιοριστικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων.»
Και το άρθρο συνεχίζει:
«Νοείται ότι, προκειμένου περί της επιβολής περιοριστικών μέτρων σε πιστωτικά ιδρύματα, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Διοικητή.»
Ότι υπάρχει λοιπόν εμπλοκή του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας τόσο ως προς την εισήγηση, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 4, όσο και ως προς τη σύμφωνη του γνώμη προκειμένου περί περιοριστικών μέτρων σε πιστωτικά ιδρύματα, στην οποία αναφέρεται η επιφύλαξη, είναι δεδομένο. Τούτο όμως αφ΄ εαυτού δεν καθιστά τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ή την Κεντρική Τράπεζα (και παρατηρούμε επ΄ αυτού ότι είναι προς την Κεντρική Τράπεζα που στρέφεται η προσφυγή) εξ ανάγκης διάδικο σε διαδικασία η οποία αφορά την κρίση επί της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης την οποία δεν έχει εκδώσει ο ίδιος. Όσο σημαντικός και αν είναι λοιπόν ο ρόλος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας στη διαμόρφωση των διαδικασιών που αφορούν την έκδοση της απόφασης, η τελική απόφαση είναι απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών και όχι απόφαση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας. Αρμόδιος για την έκδοση της εν λόγω απόφασης είναι μόνο ο Υπουργός Οικονομικών και η ανάγκη για τη σύμφωνη γνώμη του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας δεν διαφοροποιεί τα πράγματα όσον αφορά την ενδιαφέρουσα στην περίπτωση αυτή πτυχή.
Έτσι λοιπόν αποφαινόμεθα ότι η προδικαστική αυτή ένσταση επιτυγχάνει με αποτέλεσμα να απορρίπτεται η προσφυγή όσον αφορά την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και να διευκρινίζεται έτσι σε αυτό το στάδιο ότι η προσφυγή θα συνεχίσει εναντίον της Δημοκρατίας και μόνο.
Τα έξοδα να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ. Χατζηχαμπής, Π.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Α. Λιάτσος, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
/ΕΘ