ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 579
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 930/2008)
17 Ιουνίου, 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Πρόεδρος]
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 139, 146, 155, 188 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Αιτητές,
ν.
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Αντώνης Παστός, για Μάμα Χατζηχριστοφή, για τους Αιτητές.
Διονύσης Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, με Θεοδώρα Πιπερή (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας και Παναγιώτη Σφαέλο, Ασκούμενο Δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Παναγιώτης Σιακαλλής, για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για Ενδιαφερόμενο Μέρος «Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ.»
_________________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι το κατά πόσο οι καθ' ων η αίτηση είχαν αρμοδιότητα να εκδώσουν την Απόφαση Αρ. 67.156, ημερομηνίας 2/5/2008, (η «Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου»), η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 26/5/2008 και με την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε:-
«α) Την έκδοση διατάγματος, με το οποίο να καλείται το Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας, ως αρμόδια Οικοδομική Αρχή, να λάβει εναντίον της 'Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ' ή άλλων υπαίτιων, τα προνοούμενα από το Νόμο μέτρα για τις παράνομες οικοδομικές εργασίες στην 'Υπεραγορά Ορφανίδης' πρώην υπεραγορά 'Κλείτος', εντός χρονικού ορίου 30 ημερών.
β) Να καλέσει το Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας, ως αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, να αποφασίσει το ταχύτερο αναφορικά με την αίτηση που έχει υποβάλει η αναφερόμενη Εταιρεία στην Πολεοδομική Αρχή για την εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας.
γ) ΄Οπως, μετά τη λήψη της ανωτέρω απόφασης, καταλήξει σε νέα απόφαση αναφορικά με τη συνέχιση της καταγγελίας της αναφερόμενης Εταιρείας ενώπιον της δικαιοσύνης ή όχι, ανάλογα με το περιεχόμενο της πολεοδομικής απόφασης.»
Σύμφωνα με τα γεγονότα, ιδιοκτήτριες σπιτιών, τα οικόπεδα των οποίων εφάπτονται στα οικόπεδα όπου είναι κτισμένη η Υπεραγορά, με επιστολή τους, ημερομηνίας 25/9/2007, προς τη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, υπέβαλαν παράπονο εναντίον των αιτητών, στη βάση των ΄Αρθρων 21 και 22 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), γιατί, όπως ισχυρίζονταν, ενώ είχαν προβεί σε γραπτά διαβήματα προς τους αιτητές για τη λήψη κατάλληλων μέτρων εναντίον του ιδιοκτήτη της «Υπεραγοράς Ορφανίδης», (η «Υπεραγορά»), για οικοδομικές εργασίες που άρχισαν χωρίς τις απαιτούμενες άδειες, αυτοί παρέλειψαν και/ή αμέλησαν να εφαρμόσουν το Νόμο.
Οι αιτητές, από τους οποίους ζητήθηκε σχετική έκθεση, διαβεβαίωσαν, με επιστολή τους προς το Υπουργείο Εσωτερικών, ότι είχαν προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για άρση της παρανομίας, περιλαμβανομένων και δικαστικών μέτρων. Ανέφεραν ότι η ανάπτυξη βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο κατασκευής και θα συνέχιζαν με τα αναγκαία μέτρα προς επαναφορά της νομιμότητας. Στη συνέχεια, με άλλη επιστολή τους, ανέφεραν ότι, επί τόπου, είχαν ολοκληρωθεί οι προτεινόμενες εργασίες της Πολεοδομικής Αίτησης Α113/07, (η «Πολεοδομική Αίτηση»), χωρίς την έκδοση οποιασδήποτε άδειας και ότι δεν είχε επιδοθεί Ειδοποίηση Επιβολής διοικητικού προστίμου, είχε, όμως, οριστεί η εκδίκαση της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 17106/07 που είχε, ήδη, καταχωρηθεί. Ακολούθως, το Υπουργείο Εσωτερικών, όταν, μετά από αίτημά του, πληροφορήθηκε ότι η πιο πάνω ποινική υπόθεση αποσύρθηκε, λόγω λανθασμένης διατύπωσης του κατηγορητηρίου, και ότι θα λαμβάνονταν εναντίον της Υπεραγοράς δικαστικά μέτρα μόνο σε περίπτωση που η Τεχνική Επιτροπή των αιτητών, η οποία επρόκειτο να ολοκληρώσει σύντομα την εξέταση της Πολεοδομικής Αίτησης, έκρινε ότι δεν ήταν δυνατή η χορήγηση της άδειας, θεώρησε ότι οι αιτητές, ως αρμόδια αρχή, παρέλειψαν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να διώξουν δικαστικά την Υπεραγορά για τις παράνομες οικοδομικές εργασίες και υπέβαλε προς το Υπουργικό Συμβούλιο Πρόταση, ζητώντας αυτά που αναφέρονται στην Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 2/5/2008, υιοθέτησε την Πρόταση του Υπουργείου Εσωτερικών και, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το ΄Αρθρο 22(1) του Νόμου, προέβη στην έκδοση της Απόφασης που έχει, ήδη, παρατεθεί. Το Υπουργείο Εσωτερικών, κοινοποιώντας την εν λόγω απόφαση στους αιτητές, ζήτησε από αυτούς, εντός καθορισμένης προθεσμίας, πληροφόρηση αναφορικά με τις ενέργειές τους για συμμόρφωση. Οι αιτητές, με επιστολή του Δημοτικού Μηχανικού τους, ημερομηνίας 25/6/2008, πληροφόρησαν ότι είχαν επιδώσει «Ειδοποίηση Επιβολής», με βάση τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο του 1972, (Ν. 90/72), (όπως τροποποιήθηκε), (ο Ν. 90/72), και ότι είχαν δοθεί οδηγίες στην Τεχνική Υπηρεσία τους για επίσπευση της εξέτασης της Πολεοδομικής Αίτησης.
Στις 26/8/2008, οι αιτητές πληροφόρησαν το Υπουργείο Εσωτερικών ότι η Πολεοδομική Αίτηση είχε αποσυρθεί και ότι είχε σταλεί στους ιδιοκτήτες και κατόχους της Υπεραγοράς Ειδοποίηση Επιβολής, με βάση το Ν. 90/72.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, σε επιστολή του ημερομηνίας 10/9/2008 προς τους αιτητές, ανέφερε ότι, για το θέμα της επίδοσης Ειδοποίησης Επιβολής, το Υπουργείο του είχε, ήδη, λάβει γνώση και υπενθύμισε ότι τους είχε ζητηθεί η λήψη όλων των μέτρων που αυτοί είχαν αρμοδιότητα, δυνάμει του Νόμου, να λάβουν και ότι υπήρχε σε ισχύ η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Οι καθ' ων η αίτηση, με την ένστασή τους, εγείρουν προδικαστικά ζήτημα μη παραδεκτού της προσφυγής και ενδοστρεφούς δίκης. Ισχυρίζονται ότι η έμπρακτη αποδοχή από τους αιτητές της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, με την άμεση συμμόρφωση με τις οδηγίες του, την επίδοση προς την εταιρεία σχετικής Ειδοποίησης Επιβολής και τις εντολές που δόθηκαν στην Τεχνική Υπηρεσία τους, καθιστά την προσφυγή τους αντιφατική και συνιστά ανεπίτρεπτη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία μιας κατάστασης, γεγονός που τους αποστερεί το απαιτούμενο έννομο συμφέρον. Περαιτέρω, προβάλλουν ότι η επίλυση της διαφωνίας των αιτητών με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν είναι αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αποφασίζοντας, το Ανώτατο Δικαστήριο, για τη νομιμότητα της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ουσιαστικά, επιλύει διαφορά μεταξύ δύο αρχών της διοίκησης, πράγμα το οποίο, με βάση το γράμμα και το πνεύμα του νόμου, δεν είναι δυνατό, αφού η μία αρχή είναι ιεραρχικά ανώτερη της άλλης. Επικαλούμενοι τα νομολογηθέντα στη Δήμος ΄Εγκωμης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 346, υποστηρίζουν ότι οι αιτητές δε νομιμοποιούνται στην καταχώριση της προσφυγής δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, αφού, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δε θίγονται οποιαδήποτε δικαιώματά τους. Απλά, αυτοί καλούνται να επισπεύσουν τις ενέργειές τους για την άρση των παρανομιών και την προάσπιση των δικαιωμάτων ιδιοκτητών γειτονικών τεμαχίων.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση των αιτητών. Ισχυρίζονται ότι, στην παρούσα περίπτωση, δεν εφαρμόζεται το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, γιατί η Ειδοποίηση Επιβολής αποστέλλεται με βάση το Ν. 90/72 και όχι με βάση το Νόμο, σύμφωνα με τον οποίο εξεδόθη η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η δε απόσυρση της Πολεοδομικής Αίτησης δεν αποτελεί πράξη, στην οποία αυτοί συμμετέχουν. Επικαλούμενοι τη Δημ. Συμβ. Γεροσκήπου κ.ά. ν. Υπουργ. Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 389, ισχυρίζονται ότι έχουν έννομο συμφέρον να αμφισβητήσουν την «αντισυνταγματική διαταγή του Υπουργικού Συμβουλίου», η οποία στοχεύει απευθείας τους ίδιους, με σκοπό να προασπίσουν τα συμφέροντά τους και τη θεσμική τους ανεξαρτησία.
Οι προδικαστικές ενστάσεις δεν ευσταθούν. Βάση της προσφυγής αποτελεί το ΄Αρθρο 139 του Συντάγματος, το οποίο, μεταξύ άλλων, προβλέπει ότι:-
«1. Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αρμοδιότητα να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής αφορώσης σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας ή αρμοδιότητος εγειρομένης μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και των Κοινοτικών Συνελεύσεων ή εκατέρας αυτών, ως και μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας. Η παρούσα όμως διάταξις δεν έχει εφαρμογήν επί των μεταξύ των δικαστηρίων ή δικαστικών αρχών της Δημοκρατίας συγκρούσεων ή αμφισβητήσεων, αίτινες επιλύονται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο όρος 'δικαστήρια ή δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας' εν τη παρούση παραγράφω δεν περιλαμβάνει το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον.
2. Οσάκις αναφύεται ζήτημα αρμοδιότητος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, τούτο, επί οιουδήποτε θέματος, επιλύει παν ζήτημα της αρμοδιότητός του.
3. Η κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προσφυγή ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου :
(α) υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ή
(β) υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, ή
(γ) υπό εκατέρας ή αμφοτέρων των Κοινοτικών Συνελεύσεων, ή
(δ) υπό παντός άλλου οργάνου της Δημοκρατίας ή αρχής εν τη Δημοκρατία, εφ' όσον άπαντες οι ανωτέρω είναι ενδιαφερόμενα εν τη συγκρούσει ή τη αμφισβητήσει μέρη.
4. Η προσφυγή ασκείται εντός τριάκοντα ημερών, αφ' ης η εν λόγω εξουσία ή αρμοδιότης αμφισβητείται.
5. Επί τοιαύτης προσφυγής το Δικαστήριον δύναται να αποφανθή ότι το αντικείμενον της προσφυγής, νόμος ή απόφασις ή πράξις, είναι άκυρον και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος, είτε αφ' ου χρονικού σημείου η σύγκρουσις εγένετο ή η αμφισβήτησις ηγέρθη, είτε εξ υπαρχής, είτε εν όλω είτε εν μέρει, επί τω λόγω ότι ο τοιούτος νόμος ή πράξις εγένετο ή η απόφασις ελήφθη άνευ εξουσίας ή αρμοδιότητος και εν εκατέρα περιπτώσει το Δικαστήριον δύναται να αποφασίση όσον αφορά την ισχύν οιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως γενομένης δυνάμει του τοιούτου νόμου ή αποφάσεως ή πράξεως.»
Στην ΑΤΗΚ ν. Επιτρ. Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 20, αναφέρεται ότι. για σκοπούς εξέτασης μιας προσφυγής δυνάμει του ΄Αρθρου 139 του Συντάγματος, οι αιτητές και οι καθ' ων η αίτηση θα πρέπει να είναι όργανα της Δημοκρατίας μέσα στην έννοια του ΄Αρθρου 139 του Συντάγματος και να έχει πράγματι δημιουργηθεί σύγκρουση ή αμφισβήτηση της εξουσίας ή αρμοδιότητάς τους. Στη Δημ. Συμβ. Γεροσκήπου κ.ά. ν. Υπουργ. Συμβουλίου κ.ά., (πιο πάνω), όπου εξετάστηκε παρόμοια διαφορά, κρίθηκε ότι τόσο ο Δήμος όσο και το Υπουργικό Συμβούλιο συνιστούν αρχές ή όργανα της Δημοκρατίας, για σκοπούς του ΄Αρθρου 139 του Συντάγματος, τα οποία νομιμοποιούνται να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο οποτεδήποτε άλλη αρχή ή όργανο της Δημοκρατίας αντινομεί προς, ή αμφισβητεί τις εξουσίες και αρμοδιότητές τους - (΄Αρθρο 139 του Συντάγματος. Βλ., επίσης, Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής (Αρ. 4) (1990) 3 Α.Α.Δ. 338).
Οι αιτητές, με την προσφυγή τους, αμφισβητούν την εξουσία των καθ' ων η αίτηση να προβούν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι οι πρόνοιες των ΄Αρθρων 21 και 22 του Νόμου έπαυσαν να ισχύουν και/ή καταργήθηκαν, ως αντίθετες με συνταγματικές διατάξεις και παραβιάζουσες την αρχή της διάκρισης των Εξουσιών.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, θεωρούμε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για σκοπούς εξέτασης της προσφυγής υπό το πρίσμα του ΄Αρθρου 139 του Συντάγματος. Η εξεταζόμενη σύγκρουση ή αμφισβήτηση προέκυψε όταν κοινοποιήθηκε στους αιτητές από το Υπουργείο Εσωτερικών η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, οι οποίοι και καταχώρισαν εμπρόθεσμα, εντός των 30 ημερών που προβλέπει το ΄Αρθρο 139 του Συντάγματος, την προσφυγή τους. Συνεπώς, εδώ, δεν τίθεται ζήτημα επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Ως προς την ουσία της προσφυγής, οι αιτητές, επικαλούμενοι τα νομολογηθέντα στη Δημ. Συμβ. Γεροσκήπου κ.ά. ν. Υπουργ. Συμβουλίου κ.ά., εισηγούνται ότι τα ΄Αρθρα 21 και 22 του Νόμου είναι αντισυνταγματικά. Τα διατάγματα, υπέβαλαν, στη βάση των ΄Αρθρων 21 και 22 του Νόμου, είναι του τύπου οιονεί προνομιακών ενταλμάτων mandamus και, συνεπώς, η έκδοσή τους από το Υπουργικό Συμβούλιο παραβιάζει το Σύνταγμα, αφού διατάγματα αυτού του τύπου εκδίδονται μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχτηκε σε ανύπαρκτη νομική βάση, αφού τα ΄Αρθρα 21 και 22 του Νόμου, τα οποία προϋπήρχαν του Συντάγματος, έπαυσαν, κατά το χρόνο ανακήρυξης της Δημοκρατίας, εφόσον ευρίσκονταν σε αντίθεση με αυτό, να ισχύουν και δεν είναι δυνατή η προσαρμογή τους, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 188 του Συντάγματος. Οι εν λόγω διατάξεις είναι αντίθετες, ισχυρίζονται, και με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, το οποίο θέτει τη διοικητική απόφαση ή παράλειψη κάτω από δικαστικό και μόνο έλεγχο.
Αντίθετη είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε σύγκρουση των εξουσιών του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λάρνακας με αυτές του Υπουργικού Συμβουλίου. Επικαλούμενοι τη Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ. ν. Δήμου Λ/σού (1993) 3 Α.Α.Δ. 25, υποστηρίζουν ότι, στα πλαίσια των προνοιών του Νόμου, οι πράξεις του Δήμου Λάρνακας, ως αρμόδιας αρχής, υπόκεινται σε έγκριση ή ακύρωση από την ιεραρχικά προϊστάμενη αρχή, δηλαδή το Υπουργικό Συμβούλιο, και ότι τα ΄Αρθρα 21 και 22 του Νόμου είναι το φυσικό επακόλουθο του ελέγχου που ασκεί το Υπουργικό Συμβούλιο στις «αρμόδιες αρχές που διορίζει».
Η Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ. ν. Δήμου Λ/σού, (πιο πάνω), που επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση, δεν τυγχάνει εδώ εφαρμογής. Αφορούσε πρόνοια - (΄Αρθρο 5) - του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1988, (Ν. 84/88), για κατάργηση προηγούμενων Διαταγμάτων Απαλλοτρίωσης, η οποία κρίθηκε ότι παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των Εξουσιών και, συνεπώς, ήταν αντισυνταγματική.
Στη Δημ. Συμβ. Γεροσκήπου κ.ά. ν. Υπουργ. Συμβουλίου κ.ά., όπου τέθηκε ζήτημα συνταγματικότητας του ΄Αρθρου 21 του Νόμου, η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι δεν απαιτείτο εξέταση της συνταγματικότητας του εν λόγω ΄Αρθρου, γιατί το Δημοτικό Συμβούλιο εκεί δεν παρέλειψε να πράξει οτιδήποτε για να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του Νόμου. Ο Πικής, Π., όμως, συμφωνούντων ακόμη τεσσάρων Δικαστών, εξετάζοντας κατά πόσο ήταν, υπό τις περιστάσεις, νομικά επιτρεπτή η παροχή, με βάση το ΄Αρθρο 21 του Νόμου, εξουσίας στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδώσει Διάταγμα, με το οποίο καλείτο δημοτική αρχή να προβεί στην έκδοση άδειας οικοδομής ξενοδοχειακής μονάδας εντός καθορισμένης προθεσμίας, ανέφερε τα εξής:- (σελ. 402 - 403)
«Το ερώτημα, στην προκείμενη περίπτωση, είναι κατά πόσο η εξουσία, η οποία παρέχεται στον Κυβερνήτη (το Υπουργικό Συμβούλιο), να εκδώσει, μετά από παράπονο, διαταγή προς την αρμόδια αρχή να χωρήσει στην έκδοση άδειας οικοδομής και, παρεπόμενα, σε περίπτωση παράλειψης, να ορίσει τον τρόπο εκτέλεσής της, συνέχισε να ισχύει και μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας. Η διαταγή η οποία προβλέπεται έχει το χαρακτήρα εντάλματος του τύπου 'mandamus'. Πρόκειται για διαταγή προς αρμόδια αρχή, για την εκτέλεση καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο νόμος. (Ως προς τον προσδιορισμό διαταγής τύπου mandamus, βλ. Halsbury's Laws of England, Vol. 11, Fourth Edition, para. 1521.)
Αποκλειστική δικαιοδοσία για την έκδοση εντάλματος τύπου mandamus εναποτίθεται από το Σύνταγμα στο Ανώτατο Δικαστήριο - (΄Αρθρο 155.4). Διαταγή τύπου mandamus στο Αγγλικό Δίκαιο μπορεί να απευθυνθεί τόσο προς δικαστικές όσο και αρχές δημοσίου δικαίου - (public corporations). Εφόσον το αντικείμενο της διαταγής είναι η εκπλήρωση διοικητικής ενέργειας, το μόνο αρμόδιο σώμα, το οποίο μπορεί να επιληφθεί του θέματος, είναι το Ανώτατο Δικαστήριο, στην ενάσκηση της δικαιοδοσίας του βάσει του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος. Το θέμα διευκρινίζεται στη Hussein Ramadan v. Electricity Authority of Cyprus and Another, 1 R.S.C.C. 49, στην οποία αποφασίστηκε ότι το ΚΕΦ. 17 (Mandamus Law) ατόνησε και έπαυσε να ισχύει από την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, λόγω της αντίθεσής του προς το Σύνταγμα. Εξηγείται ότι η παράλειψη εκτέλεσης διοικητικού καθήκοντος και η έκδοση διαταγής για τη θεραπεία παραλείψεων υπόκεινται στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του ΄Αρθρου 146.1. Το ΄Αρθρο 146.4(γ) παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο 'να κηρύξη την παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και ό,τι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή'.
Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας θεμελιώνεται στον αυστηρό διαχωρισμό των Εξουσιών, αποκλειομένης της ανάληψης και άσκησης από μια πολιτειακή εξουσία αρμοδιοτήτων και εξουσιών που ανήκουν σε άλλη.
Στη Holy See of Kitium v. Municipal Council of Limassol, 1 R.S.C.C. 15, αποφασίστηκε ότι το ΄Αρθρο 18(1) του ΚΕΦ. 96 έπαυσε να υφίσταται από την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, επειδή η εξουσία την οποία παρείχε στον Κυβερνήτη (το Υπουργικό Συμβούλιο) να επιλαμβάνεται εφέσεων κατά αποφάσεων αρμόδιας αρχής, για την έκδοση άδειας οικοδομής, ήταν δικαστικής ή οιονεί δικαστικής φύσεως και, επομένως, εκτός του πεδίου λειτουργίας οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας. Το Δικαστήριο υπέδειξε ότι το μόνο αρμόδιο όργανο για την αναθεώρηση εκτελεστών πράξεων διοικητικών αρχών είναι το Ανώτατο Δικαστήριο, βάσει του ΄Αρθρου 146.1. Ο λόγος της απόφασης έγκειται στη διαπίστωση ότι αποκλείεται η ανάληψη δικαστικής λειτουργίας από μη δικαστική αρχή ή δικαστική αρχή άλλη από εκείνη που προβλέπεται στο Σύνταγμα.
Ανάλογη υπήρξε η απόφαση του Δικαστηρίου σε άλλη υπόθεση, σε σχέση με τη θεώρηση της δυνατότητας προσαρμογής του ΄Αρθρου 18(2) του ΚΕΦ. 96 προς το Σύνταγμα - (βλ. Pelides[1], (ανωτέρω)).
Η διαπίστωση στην οποία αγόμεθα είναι ότι η εξουσία, η οποία παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο βάσει του ΄Αρθρου 21, προς έκδοση διαταγής σε διοικητικό όργανο για την εκπλήρωση καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο νόμος, είναι αντιφατική προς το Σύνταγμα, συγκρούεται άμεσα με τις διατάξεις των ΄Αρθρων 146.1 και 155.4 του Συντάγματος και παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των Εξουσιών, η οποία ενυπάρχει στο Σύνταγμα και στοιχειοθετεί τις αρμοδιότητες και το πεδίο λειτουργίας του κάθε φορέα της πολιτειακής εξουσίας.
Το διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής, κηρύσσεται εξ υπαρχής άκυρο και ακυρώνεται στην ολότητά του, βάσει του ΄Αρθρου 139.5 του Συντάγματος.»
Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν από τον Πική, Π., ο οποίος εξέδωσε χωριστή απόφαση στη Δήμος Αγ. Αθανασίου ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 98, με διαφορετικό σκεπτικό αλλά με κατάληξη ίδια με εκείνη της πλειοψηφίας - (αφορούσε προσφυγή του Δήμου εναντίον διατάγματος που εκδόθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του ΄Αρθρου 21 του Νόμου, με το οποίο ο Δήμος διατασσόταν, εντός επτά ημερών, να εκδώσει στα ενδιαφερόμενα μέρη την αιτηθείσα άδεια οικοδομής). ΄Ομως, όπως στη Δημ. Συμβ. Γεροσκήπου κ.ά. ν. Υπουργ. Συμβουλίου κ.ά., έτσι και στη Δήμος Αγ. Αθανασίου ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά., (πιο πάνω), η πλειοψηφία των Δικαστών έκρινε ότι δεν παρίστατο ανάγκη εξέτασης της συνταγματικότητας του ΄Αρθρου 21 του Νόμου, για το λόγο ότι ο Δήμος δεν είχε παραλείψει να πράξει οτιδήποτε, για να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του Νόμου ή των Κανονισμών.
Τα ΄Αρθρα 21 και 22 του Νόμου, για ό,τι εδώ ενδιαφέρει, προβλέπουν τα εξής:-
«21. - (1) ΄Οταν υποβάλλεται παράπονο στο Υπουργικό Συμβούλιο, ότι η αρμόδια αρχή παράλειψε να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε από τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή με οποιουσδήποτε από τους Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή ότι παράλειψε να λάβει κατάλληλα μέτρα για να εφαρμόσει οποιαδήποτε από τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή οποιωνδήποτε από τους Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή ότι παράλειψε να διώξει ή να λάβει κατάλληλα μέτρα για να διώξει οποιοδήποτε υπαίτιο για οποιαδήποτε παράβαση του Νόμου αυτού ή οποιωνδήποτε από τους Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, το Υπουργικό Συμβούλιο, αν ικανοποιηθεί ότι η αρχή είναι ένοχη της ισχυριζόμενης παράλειψης και ότι θα ήταν προς το δημόσιο συμφέρον να ενεργήσει με αυτό τον τρόπο, εκδίδει διάταγμα που θέτει χρονικά όρια για την εκτέλεση του θέματος του παραπόνου αυτού και, αν η παράλειψη δεν θεραπευτεί από την αρμόδια αρχή εντός των χρονικών ορίων που τίθενται στο Διάταγμα, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να διορίσει πρόσωπο ή συμβούλιο από όχι περισσότερα από τρία πρόσωπα για να θεραπεύσει την παράλειψη ...»
«22. - (1) ΄Οταν υποβάλλεται παράπονο στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι, λόγω των παραλείψεων αρμόδιας αρχής να συμμορφωθεί προς ή να εφαρμόσει τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή οποιωνδήποτε Κανονισμών που είναι εκάστοτε σε ισχύ, αναγέρθηκαν σε οποιοδήποτε τμήμα οποιασδήποτε επαρχίας εντός της οποίας η αρχή αυτή λειτουργεί οποιεσδήποτε οικοδομές οι οποίες δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών, το Υπουργικό Συμβούλιο, αν ικανοποιηθεί ότι θα ήταν προς το δημόσιο συμφέρον να ενεργήσει με αυτό τον τρόπο, εκδίδει Διάταγμα που θέτει χρονικά όρια για την εκτέλεση του θέματος του παραπόνου αυτού και, αν η παράλειψη δεν θεραπευτεί από την αρμόδια αρχή εντός των χρονικών ορίων που τίθενται στο Διάταγμα, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να διορίσει συμβούλιο από όχι περισσότερα από τρία πρόσωπα για να διερευνήσει το θέμα και υποβάλει σε αυτό έκθεση αναφορικά με αυτό.»
Οι ομοιότητες των πιο πάνω ΄Αρθρων είναι προφανείς.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 188 του Συντάγματος:-
«..., πας κατά την ημερομηνίαν της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ισχύων νόμος θέλει εξακολουθήσει να ισχύη κατά την ρηθείσαν ημερομηνίαν και μετ' αυτήν, μέχρις ου τροποποιηθή, διά μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως δι' οιουδήποτε νόμου ή κοινοτικού τοιούτου ψηφιζομένου κατά το Σύνταγμα, από δε της ημερομηνίας ταύτης θα ερμηνεύηται και θα εφαρμόζηται προσαρμοζόμενος, καθ' ο μέτρον είναι αναγκαίον, προς το Σύνταγμα.»
Στη Δήμος Αγ. Αθανασίου ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά., γίνεται, από τον Πική, Π., εκτενής αναφορά στη νομολογία σε σχέση με την αρμοδιότητα των δικαστηρίων για προσαρμογή νομοθεσίας, που δυνατό να διασωθεί, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 188 του Συντάγματος, και τη διάσταση απόψεων μεταξύ Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) και Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Δεν προτιθέμεθα να τα επαναλάβουμε. Περιοριζόμαστε μόνο να πούμε ότι σήμερα αποτελεί καθήκον του κάθε δικάζοντος δικαστηρίου να προσαρμόζει κάθε προϋπάρχοντα του Συντάγματος νόμο προς το Σύνταγμα και τις αρχές του.
Συμφωνούμε πλήρως με τα αποφασισθέντα στη Δημ. Συμβ. Γεροσκήπου κ.ά. ν. Υπουργ. Συμβουλίου κ.ά. από τον Πική, Π., τα οποία υιοθετούμε για τους σκοπούς της παρούσας σε σχέση με το ΄Αρθρο 21 του Νόμου. Εξετάζοντας το ΄Αρθρο 22(1) του Νόμου, το οποίο, όπως έχουμε, ήδη, αναφέρει, στον πυρήνα του, δε διαφέρει από το ΄Αρθρο 21 του Νόμου, κρίνουμε ότι και αυτό, για τους ίδιους λόγους, είναι αντισυνταγματικό. Δεδομένης της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της διάκρισης των Εξουσιών, η οποία είναι διάχυτη στο Σύνταγμα και έχει, κατ' επανάληψη, τονιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν είναι δυνατό το Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει διαταγή οιονεί δικαστική σε διοικητικό όργανο, του οποίου, μάλιστα, το Συμβούλιο εκλέγεται για εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλει ο Νόμος. Εάν το όργανο παραλείπει να εκπληρώσει το καθήκον του, ή το εκπληρώνει πλημμελώς, υπάρχουν, για κάθε επηρεαζόμενο, θεραπείες.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ των αιτητών, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, Αρ. 67.156, ημερομηνίας 2/5/2008, είναι άκυρη εξ υπαρχής και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 139.5 του Συντάγματος.
Π. Αρτέμης, Π.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Μ. Νικολάτος, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
/ΜΠ
[1] Nicos Pelides and The Republic (Council of Ministers) and Another 3 R.S.C.C. 13