ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 334

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 25/2009)

(Υπόθεση Αρ. 1679/2005)

 

6 Ιουνίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δικαστές]

 

 

C & M VARNAVAS ENTERPRISES LIMITED,

 

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

1.     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

2.     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,

 

Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η Αίτηση.

_________

 

 

Χρ. Χατζηστερκώτης με Α. Προδρόμου, για την Εφεσείουσα.

 

Μ. Χατζηγεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

_________

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

_________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή της με αρ. 1679/2005 - η εφεσείουσα προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης των εφεσιβλήτων με την οποία το αρμόδιο Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος αρνείτο να εκδώσει πιστοποιητικά φυτοϋγειονομικού ελέγχου για την εξαγωγή πατατών σε συσκευασία με διαφορετική σήμανση απ' ότι καθορίζεται στη σχετική νομοθεσία και συγκεκριμένα με τη σήμανση πιστοποίησης HACCP και ISO 9001-2000. Η άρνηση αυτή είχε γνωστοποιηθεί στην εφεσείουσα με επιστολή του εφεσίβλητου 1 Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ημερομηνίας 10.10.2005 στην οποία διαβιβαζόταν και το αρνητικό αποτέλεσμα επανεξέτασης σχετικού αιτήματος της εφεσείουσας, που έγινε από το εφεσίβλητο 2 Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε στην απόφασή του προδικαστικής ένστασης των εφεσιβλήτων, σύμφωνα με την οποία η προσβαλλόμενη πράξη δε συνιστούσε εκτελεστή διοικητική απόφαση, αφού ήταν απλά επιβεβαιωτικού ή πληροφοριακού χαρακτήρα. Για τους λόγους τους οποίους εξήγησε στην απόφαση, ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την προδικαστική ένσταση, και προχώρησε να εξετάσει, όπως ανέφερε, "τον μοναδικό λόγο ακύρωσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αδικαιολόγητη". Διαφώνησε δε με τον ισχυρισμό της αιτήτριας αφού, όπως έκρινε, μέσα από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, αιτιολογούνταν με σαφήνεια και πληρότητα οι πραγματικοί λόγοι και η νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε η διοίκηση για να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση. Απέρριψε επομένως τον προβληθέντα λόγο ακύρωσης και, συνακόλουθα, απέρριψε και την προσφυγή.

 

Η έφεση την οποία καταχώρησε η εφεσείουσα-αιτήτρια εξετάστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με άλλη σύνθεση, η οποία και αποφάνθηκε με απόφασή της ημερομηνίας 9.4.2012 ότι, όπως διαπίστωσε, υπήρχε και άλλος ισχυρισμός της εφεσείουσας, ο οποίος όμως δεν εξετάστηκε πρωτόδικα, σε σχέση με τη νομιμότητα ή το παράνομο της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ή ότι η αιτιολογία ήταν πεπλανημένη.

 

Ενόψει της διαπίστωσης εκείνης, η έφεση πέτυχε και η ακρόασή της επί των εναπομεινάντων σημείων έφεσης διεξήχθη ενώπιον της Ολομέλειας με την παρούσα νέα σύνθεσή της.

 

Θα πρέπει κατ΄ αρχάς να διευκρινίσουμε ότι, στο πλαίσιο της προσφυγής της, η εφεσείουσα πράγματι μόνο ένα λόγο ακύρωσης πρόβαλε και προώθησε, τόσο με την αρχική, όσο και με τη συμπληρωματική γραπτή αγόρευσή της, με την οποία αναιρέθηκε η αρχική. Με τη συμπληρωματική δε αγόρευσή της η αιτήτρια (όπως και στην αρχική αγόρευσή της), ήγειρε και ανέπτυξε ένα μόνο λόγο ακύρωσης, τον οποίο περίγραψε ως ακολούθως:

 

"Α) Η αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν ελλιπής και/ή ανεπαρκής και/ή η απόφαση/αποφάσεων των καθ΄ων η αίτηση είναι αναιτιολόγητη και/ή δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και/ή η απόφαση/εις πάσχει από αοριστία."

 

Είναι φανερό από το πιο πάνω κείμενο ότι με αυτό, το μοναδικό λόγο ακύρωσης, δεν προβάλλεται ισχυρισμός, ούτε για τη νομιμότητα, ούτε για το πεπλανημένο της δοθείσας αιτιολογίας, παρά μόνο οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί περιορίζονται στο θέμα της επάρκειας, της πληρότητας και της μη συγκεκριμενοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης. Από την άλλη όμως, παρατηρούμε ότι, παρά τον τίτλο του λόγου ακύρωσης "A", κάτω από αυτόν εγείρονταν κατά την ανάπτυξή του και κάποια ζητήματα τα οποία αφορούν και στην κατά τον ισχυρισμό πεπλανημένη αντίληψη των εφεσιβλήτων ως προς τις νομοθετικές πρόνοιες τις οποίες επικαλέστηκαν και ως προς νομιμότητα της δοθείσας αιτιολογίας, από τη σκοπιά της θέσης ότι η δοθείσα αιτιολογία δε συνάδει με τις απαιτήσεις που τίθενται από τη νομολογία. Περαιτέρω, κατά την ανάπτυξη αυτού του λόγου ακύρωσης που περιγράφεται υπό στοιχείο "Α", αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα στην αγόρευση της εφεσείουσας (σελίδα 47 των Πρακτικών):

 

"5. Περαιτέρω, θέλω να επισημάνω και τα κάτωθι τα οποία θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικά και ουσιαστικά και αφορούν τους λόγους Β μέχρι ΣΤ αλλά συνδέονται και/ή αφορούν και τον Α Λόγο την Αιτιολογία οι οποίοι περιλαμβάνονται στην προσφυγή του αιτητή. Κατά συνέπεια τα γεγονότα πιο κάτω αναφέρονται σε όλα τα νομικά σημεία και δεν θα εξεταστεί κανένα νομικό σημείο ξεχωριστά. Περαιτέρω νομολογία θα δοθεί κατά την ακρόαση της υπόθεσης."

 

Διαπιστώνεται επομένως ότι πράγματι η εφεσείουσα δεν εγκατέλειψε τους άλλους λόγους ακύρωσης τους οποίους ήγειρε στο κυρίως σώμα της Αίτησής της υπό στοιχεία Β-ΣΤ αλλά, όπως διευκρίνισε, η επιχειρηματολογία της κάτω από το λόγο Α θα αναφερόταν και στα υπόλοιπα νομικά σημεία που ήγειρε. Αυτά τα νομικά σημεία, είχαν ως ακολούθως:

 

"β) Οι Καθ΄ων η αίτηση κατά τη λήψη των επίδικων αποφάσεων δεν προέβησαν στην δέουσα και/ή οιαδήποτε έρευνα και/ή ενήργησαν με πλάνη περί τα πράγματα και/ή πλάνη περί τον Νόμο, και/ή δεν άσκησαν στο θέμα την αποφασιστική αρμοδιότητα που τους απένειμε ο Νόμος.

 

γ) Οι Επίδικες πράξεις και/ή αποφάσεις των Καθ΄ων η αίτηση παραβιάζουν το Σύνταγμα και/ή το Νόμο και/ή την υπάρχουσα Νομολογία και/ή τις αρχές Διοικητικού Δικαίου και/ή οι επίδικες αποφάσεις λήφθηκαν κατόπιν διαδικασίας που παραβιάζει το Σύνταγμα και/ή τον νόμο και/ή τους σχετικούς κανονισμούς, τη χρηστή διοίκηση και/ή το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο.

 

δ) Οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι καταφανώς παράνομες κατ΄ ότι οι Καθ΄ων η ενήργησαν καθ΄υπέρβαση και/ή κατάχρηση και/ή νόσφηση εξουσίας και/ή κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, της ισότητας και/ή της χρηστής διοίκησης και/ή λήφθηκαν με διαδικασία που πάσχει νομικά.

 

ε) Οι προσβαλλόμενες πράξεις ή αποφάσεις ελήφθησαν για εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών και/ή ως μέσον αποφυγής των συνεπειών που προβλέπει το άρθρο 146.5 και 6 του Συντάγματος.

 

στ) Υπάρχει κακή σύνθεση της αρχής που έλαβε τις επίδικες αποφάσεις, και/ή οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις έχουν ληφθεί από αναρμόδιο πρόσωπο."

 

Προτού προχωρήσουμε, θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε στο σημείο τούτο, το πλήρες κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης που περιλήφθηκε στην επιστολή του εφεσιβλήτου αρ. 1 και είχε ως ακολούθως:

 

          "Έχω οδηγίες ν΄αναφερθώ στην επιστολή σας, ημερ. 22/6/05, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορήσω ότι το αίτημα σας έχει επανεξεταστεί από το Τμήμα Γεωργίας και έχει απορριφθεί, δεδομένου ότι ο Περί Επιβολής Ποιοτικού Ελέγχου στα Γεωργικά Προϊόντα Νόμος του 2002 και οι σχετικοί Κανονισμοί που είναι εναρμονισμένοι με το Κοινοτικό Κεκτημένο, καθορίζουν σαφώς τις παραμέτρους που δύναται να δηλωθούν στην συσκευασία/ετικέτα των εξαγόμενων προϊόντων, στις οποίες παραμέτρους δεν περιλαμβάνεται η σήμανση HACCP ή ISO.

 

          Οι παράμετροι σήμανσης των γεωργικών προϊόντων, όπως αυτοί ορίζονται από τον πιο πάνω Νόμο, είναι ενιαίες για όλα τα κράτη μέλη και είναι απλές και μετρήσιμες/πιστοποιήσιμες, ώστε να μπορούν εύκολα να ελεγχθούν από τον καταναλωτή με στόχο η ποιοτική σύγκριση να γίνεται κατά το δυνατό επί ίσοις όροις προς αποφυγή παραπλάνησης του καταναλωτή, καθώς και άνισου ανταγωνισμού των συσκευαστών σε περίπτωση που ο καθένας αφήνεται να δηλώσει ότι επιθυμεί. Αναφέρεται σχετικά ότι αν και δεν επιτρέπεται η συμπερίληψη τους στην σήμανση, τα HACCP και ISO θεωρούνται πλεονέκτημα για τον εξαγωγέα και η εξασφάλιση τέτοιων πιστοποιητικών λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τους εισαγωγείς/υπεραγορές στις Ευρωπαϊκές αγορές."

 

Είναι το κύριο επιχείρημα της εφεσείουσας το οποίο αναπτύχθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και στο περίγραμμα αγόρευσής της ενώπιον του Εφετείου, ότι η σήμανση HACCP και ISO δεν είναι προαιρετική, όπως ισχυρίζονται οι καθ΄ων η αίτηση, αλλά είναι υποχρεωτική, τόσο με βάση την Κοινοτική Νομοθεσία, αλλά και με βάση την Κυπριακή Νομοθεσία. Όμως, όπως ορθά επισήμαναν και οι εφεσίβλητοι στη δική τους αγόρευση, σε κανένα νομοθέτημα παραπέμπει η εφεσείουσα, από το οποίο να καταδεικνύεται ή υποστηρίζεται κάτι τέτοιο. Αντίθετα, όπως επισημάνθηκε σε επιστολή ημερομηνίας 2.12.2005 του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος προς την εφεσείουσα, επεξηγείται αναλυτικά ότι, με βάση τον περί Επιβολής Ποιοτικού Ελέγχου στα Γεωργικά Προϊόντα Νόμο του 2002 και σχετικά Διατάγματα στα οποία γίνεται αναφορά, οι Υποχρεωτικές Ενδείξεις σήμανσης είναι εκείνες που ρητά παρατίθενται στην επιστολή, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται το HACCP  ή το ISO. Αυτές οι ενδείξεις δεν περιλαμβάνονται ούτε και στις Προαιρετικές Ενδείξεις οι οποίες επίσης παρατίθενται στην επιστολή. Παρά την πιο πάνω προβληθείσα και μη τεκμηριωθείσα θέση της εφεσείουσας περί υποχρεωτικής αναγραφής της ένδειξης HACCP και ISO, παραδόξως αργότερα στην αγόρευσή της, υποβάλλει ότι είναι η θέση της ότι σε καμιά περίπτωση "το πιο πάνω σύστημα HACCP και ISO συγκρούεται με τους νόμους περί Επιβολής Ποιοτικού Ελέγχου στα Γεωργικά Προϊόντα". Αυτή η θέση είναι εκ διαμέτρου διαφορετική από τη θέση περί υποχρεωτικής αναγραφής των επίμαχων ενδείξεων. Και αν ακόμα ένα στοιχείο απλά δεν συγκρούεται με ειδικές απαιτήσεις και προδιαγραφές ενός νομοθετήματος, κάτι τέτοιο δεν καθιστά υποχρεωτική την αποδοχή του, ούτε και δίδει δικαίωμα στη διοίκηση να το αποδεχθεί, δεδομένου ότι αυτό δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία τα οποία ειδικά παρατίθενται στο νόμο. Η εφεσείουσα στο περίγραμμα αγόρευσής της αναφέρεται και στο περιεχόμενο επιστολής ημερομηνίας 22.7.2005, η οποία στάληκε από τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας Δρα Αντωνίου προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, και διαφωνεί (η εφεσείουσα) με το περιεχόμενό της. Όπως υποβάλλει, με αναφορά στο περιεχόμενο της επιστολής εκείνης, η εφεσείουσα δε ζήτησε από το Υπουργείο να διενεργεί το ίδιο έλεγχο HACCP ή ISO και είναι εντελώς αδιάφορο το επιχείρημα ότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν εκπαιδευμένο προσωπικό για διενέργεια τέτοιων ελέγχων. Σε σχέση με τούτο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν ήταν ούτε το γράμμα ούτε το πνεύμα της επιστολής εκείνης σύμφωνα με τη θέση αυτή της εφεσείουσας. Το τι ανέφερε ο συντάκτης της επιστολής ήταν ότι σε καμιά περίπτωση το Κοινοτικό Κεκτημένο προνοεί για οποιαδήποτε από τα γεωργικά προϊόντα την αναγραφή δήλωσης στη συσκευασία ή ετικέτα, της εφαρμογής HACCP ή ISO, ούτε και μπορεί να ελεγχθεί αν ένα προϊόν υπέστη ή όχι τέτοιο έλεγχο. Όπως δε πρόσθετε, τόσο η Κυπριακή νομοθεσία, όσο και το Κοινοτικό Κεκτημένο, δεν επιτρέπουν τη σήμανση HACCP ή ISO, ούτε και απαιτούν ή προνοούν για την εφαρμογή τέτοιου συστήματος πιστοποίησης, ούτε και απαιτούν ότι οι επιθεωρητές πρέπει να είναι εκπαιδευμένοι και να ελέγχουν την τυχόν ύπαρξη και ορθή εφαρμογή τέτοιων συστημάτων. Συνεπώς, καταλήγει, τα συσκευαστήρια μπορούν να εφαρμόζουν το HACCP και ISO, αν επιθυμούν, αλλά δεν μπορούν να το δηλώνουν στη σήμανση. Όπως δε επεξηγούσε στην αρχή της επιστολής του ο συντάκτης της επιστολής, ο περί Επιβολής Ποιοτικού Ελέγχου στα Γεωργικά Προϊόντα Νόμος του 2002 και οι σχετικοί Κανονισμοί, οι οποίοι είναι εναρμονισμένοι με το Κοινοτικό Κεκτημένο, αποβλέπουν αποκλειστικά και μόνο στον ποιοτικό έλεγχο και όχι στον έλεγχο διαδικασιών με τη βοήθεια του HACCP ή ISO, των γεωργικών προϊόντων τα οποία τα κράτη-μέλη θέτουν σε κυκλοφορία τόσο εντός της Κοινότητας όσο και για εξαγωγή.

 

Τα πιο πάνω απαντούν και σε άλλο ισχυρισμό τον οποίο προβάλλει η εφεσείουσα στην αγόρευσή της, σύμφωνα με τον οποίο ο Κυπριακός Νόμος πρέπει να ακολουθεί και/ή να συμβαδίζει με τους κανονισμούς και νομοθεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για άλλο, γενικό και ατεκμηρίωτο ισχυρισμό, με τον οποίο δεν επεξηγείται ποιος κανονισμός ή νομοθεσία της ΕΕ δεν ακολουθείται στην Κύπρο σχετικά με το θέμα τούτο, ενάντια στην επιμονή των καθ΄ων η αίτηση ότι υπάρχει πλήρης εναρμόνιση.

 

Η έφεση απορρίπτεται και, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον της εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                              Π. Αρτέμης, Π.

 

 

                                              Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                              Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

 

                                              Κ. Κληρίδης, Δ.

 

 

                                              Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο