ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 407

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 227/2009

 

 

6 Ιουνίου, 2013

 

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

ORHTA G.B.W. LTD

Εφεσείουσα/αιτήτρια

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσιβλήτων/Καθ' ων η αίτηση

 

.....................................

Α. Γιωρκάτζιης,  για την εφεσείουσα

Γ. Λαζάρου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους

 

.......................................

 

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Λ. Παρπαρίνος

 

.....................................

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:   Το Τμήμα Τελωνείων στις 25/9/07 κοινοποίησε στην εφεσείουσα απαίτηση του για εισαγωγικούς δασμούς, φόρους και ΦΠΑ ύψους £7.223 με τόκο προς 8% για κλαπείσες ποσότητες τσιγάρων, που δεν έχουν ανακτηθεί, από την Γενική Αποθήκη Αποταμίευσης 5.129 που διατηρούσε η εφεσείουσα.  Οι διαρρήξεις ήταν δυο και έγιναν, η μεν πρώτη την 21/8/02 και η δεύτερη την 10/10/02.  Κατά την πρώτη οι διαρρήκτες διέρρηξαν και το εμπορευματοκιβώτιο της εφεσείουσας με στοιχεία ΜΑΕU639220/4 που βρισκόταν σε ανοικτό αλλά περιφραγμένο χώρο, στο ίδιο χώρο που βρισκόταν και η αποθήκη.  Σ' όλες τις περιπτώσεις κλάπηκαν κούτες από αδασμολόγητα τσιγάρα.

 

Στην πρώτη διάρρηξη της αποθήκης ημερ. 21/8/02 οι διαρρήκτες πέτυχαν είσοδο στην αποθήκη αφού έσπασαν υπερυψωμένο γυάλινο παράθυρο.  Στην δεύτερη περίπτωση ημερ. 10/10/02 η είσοδος επετεύχθη αφού παραβιάσθηκε με αιχμηρό αντικείμενο αλουμινένιο παράθυρο της αποθήκης.  Σε σχέση με τη διάρρηξη και κλοπή της 21/8/02 συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν συγκεκριμένα πρόσωπα ενώ μέρος των κλαπέντων ανευρέθη και επεστράφη στους ιδιοκτήτες, την εφεσείουσα.

 

Η εφεσείουσα με την προσφυγή της προσέβαλε την επιβολή των άνω δασμών, φόρων και ΦΠΑ.  Αδελφός Δικαστής που την εξέτασε, την απέρριψε με τ' ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Στην παρούσα περίπτωση απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι η αιτήτρια, κάτοχος της αποθήκης και του εμπορευματοκιβωτίου, υπήρξε συνεργός στη διάπραξη των αδικημάτων της κλοπής.  Όμως, σε αντίθεση με την υπόθεση Χατζημάμας, στην περίπτωση μας από το διοικητικό φάκελο προκύπτει η εξής μαρτυρία:

 

(α)  Μέρος των εμπορευμάτων που κλάπηκε, επειδή η αιτήτρια το προόριζε για εξαγωγή, είχε μετακινηθεί την προηγούμενη της πρώτης διάρρηξης μέρα από την αποθήκη, και στην παρουσία των Τελωνειακών Αρχών είχε τοποθετηθεί σε εμπορευματοκιβώτιο το οποίο και σφραγίστηκε από τις Τελωνειακές Αρχές για να μεταφερθεί από την αιτήτρια στο αεροδρόμιο Λάρνακας με σκοπό την εξαγωγή του.  Η αιτήτρια, αντί να μεριμνήσει ώστε το εν λόγω εμπορευματοκιβώτιο να μεταφερθεί για σκοπούς ασφαλούς φύλαξης σε χώρο στο αεροδρόμιο, εγκεκριμένο από τις Τελωνειακές Αρχές, επέλεξε να αναβάλει τη μεταφορά του, αφήνοντας το, σύμφωνα με τη μαρτυρία (βλ. έκθεση του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού Π. Θεοδότου, ημερομηνίας 27/1/2003, που αποτελεί μέρος του φακέλου), σε περιφραγμένο μεν, πλην όμως μη εγκεκριμένο, ανοικτό χώρο έξω από την κυρίως αποθήκη, εντός του οποίου η πρόσβαση, όπως έχει διαφανεί, ήταν πολύ ευχερής και χωρίς να λάβει μέτρα για την ασφαλή φύλαξή του.  Από μόνη της η τοποθέτηση του εμπορευματοκιβωτίου στον ανοικτό χώρο εντός του οποίου η πρόσβαση ήταν απόλυτα ευχερής, πολύ απέχει από τη λήψη λογικών μέτρων για αποτροπή της διάρρηξης του εμπορευματοκιβωτίου και κλοπής του περιεχομένου του.  Κοντολογίς, η αιτήτρια αντί να μεριμνήσει για την ασφαλή φύλαξη του εμπορευματοκιβωτίου για όσο χρονικό διάστημα αυτό θα παρέμενε στο συγκεκριμένο χώρο, ως είχε καθήκον και ευθύνη να πράξει, το άφησε ουσιαστικά εκτεθειμένο καθιστώντας το έτσι έρμαιο στις ορέξεις επίδοξων διαρρηκτών.

 

(β)  Οι διαρρήκτες στις 21/8/2002, δηλαδή την πρώτη φορά, πέτυχαν είσοδο στο εσωτερικό της αποθήκης μέσω παραθύρου αφού έσπασαν το γυαλί του, ενώ τον Οκτώβριο πέτυχαν είσοδο και πάλι μέσω παραθύρου αυτή τη φορά παραβιάζοντας απλά με τη χρήση αιχμηρού οργάνου, την από αλουμίνιο κατασκευή του.  Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία (βλ. έκθεση Π. Θεοδότου, Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού, ημερομηνίας 27/1/2003), η αποθήκη της αιτήτριας βρίσκεται σε απομονωμένη τοποθεσία.  Στο πίσω μέρος της υπάρχουν παραπήγματα τα οποία, καθιστούν εύκολη την πρόσβαση στα από αλουμίνιο υπερυψωμένα παράθυρα της αποθήκης τα οποία «Καλύπτουν ένα κενό πλάτους περίπου ενός μέτρου από το οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόσβαση εντός της αποθήκης».  Η αιτήτρια αντί να λάβει, ως υπείχε καθήκον και ευθύνη να πράξει, αποτελεσματικά μέτρα για θεραπεία της εν λόγω κατάστασης έτσι ώστε η εύκολη πρόσβαση στο εσωτερικό της αποθήκης, μέσω των παραθύρων, να καταστεί ανέφικτη, παρέλειψε να το πράξει.  Ειδικότερα η αιτήτρια αντί να αντικαταστήσει τις από αλουμίνιο κατασκευές των παραθύρων της αποθήκης, των οποίων η παραβίαση δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες, με σιδερένιες κατασκευές ή κατασκευές από άλλο πιο στερεό και ασφαλές από το αλουμίνιο υλικό, ή τουλάχιστον να ενισχύσει τις υπάρχουσες κατασκευές με σιδερένιες σχάρες, παρέλειψε να το πράξει, (βλ. φάκελο και ιδιαίτερα την έκθεση Π. Θεοδότου), καθιστώντας έτσι την αποθήκη και το περιεχόμενο της εύκολη ουσιαστικά λεία για επίδοξους διαρρήκτες.  Η τοποθέτηση συστήματος συναγερμού στην αποθήκη μετά την πρώτη, πριν όμως τη δεύτερη διάρρηξη, βελτίωσε την τότε υπάρχουσα κατάσταση, ουδόλως όμως την θεράπευσε.

 

Η παρουσία στην περίπτωση μας της υπό στοιχεία (α) και (β) πιο πάνω μαρτυρίας, η απουσία της οποίας στην υπόθεση Χατζημάμας διαδραμάτισε καθοριστικό υπέρ του αιτητή παράγοντα, δικαιολογεί τη διαφοροποίηση της παρούσας περίπτωσης από εκείνη την υπόθεση.  Η εν λόγω μαρτυρία καταδεικνύει ότι η αιτήτρια στην παρούσα περίπτωση παρέλειψε να λάβει εκείνα τα λογικά μέτρα που θα απέτρεπαν τη διάρρηξη της αποθήκης και τους εμπορευματοκιβωτίου.»

 

Η εφεσείουσα με τέσσερεις λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης.  Προβάλλει ότι δεν παρέλειψε να λάβει εκείνα τα λογικά μέτρα που θα απέτρεπαν την διάρρηξη της αποθήκης και εμπορευματοκιβωτίου, ότι η επιβληθείσα φορολόγηση δεν δικαιολογείται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 163(1) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου (Ν. 82/67), το λανθασμένο της ερμηνείας και μη εφαρμογής της υπόθεσης Χατζήμαμας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 512  στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τέλος ότι το δικαστήριο παρέλειψε ν' ασχοληθεί με το κατά πόσο υπήρξε έρευνα πριν την έκδοση της διοικητικής πράξης αλλά και ούτε κατά πόσο υπήρξε δέουσα και/ή επαρκής δικαιολογία και/ή ειδική αιτιολογία.

 

Ενώπιον μας η όλη επιχειρηματολογία παριστράφηκε γύρω από την εφαρμογή ή μη, των όσων αποφασίστηκαν από την Ολομέλεια στην Χατζημάμας ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, ανάλογα με ποίου διαδίκου προωθούσε τις θέσεις του.   Η εφεσείουσα πρόβαλε ότι θα έπρεπε ν' ακολουθηθεί και στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ενώ αντίθετη ήταν η εισήγηση της άλλης πλευράς.

 

Στην υπόθεση Χατζημάμας (ανωτέρω), ο εφεσείων ήταν κάτοχος Γενικής Αποθήκης Αποταμίευσης στη Λεμεσό μέσα στην οποία υπήρχαν αποθηκευμένα, μεταξύ άλλων, τσιγάρα και οινοπνευματώδη ποτά.  Έγιναν στην αποθήκη εντός εννέα μηνών τρεις διαρρήξεις και κλάπηκαν τσιγάρα και οινοπνευματώδη ποτά.  Οι δράστες εντοπίστηκαν και καταδικάστηκαν ενώ ορισμένα από τα κλαπέντα ανευρέθηκαν.  Επιβλήθηκε στον εφεσείοντα η πληρωμή δασμών για τα κλαπέντα και μη ανευρεθέντα.  Η πρωτόδικη απόφαση στηριζόμενη στις πρόνοιες του άρθρου 163(1) του Ν. 82/67, όπως έχει τροποποιηθεί, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τρεις διαρρήξεις μέσα σε ένα χρόνο δεν μπορούσαν να ενταχθούν μέσα στα ερμηνευτικά πλαίσια της «άφευκτης αιτίας» που συναντάται στο πιο πάνω άρθρο.  Το σχετικό σκεπτικό ανέφερε ότι:

 

«Ενόψει των πολλών διαρρήξεων και κλοπών από την εν λόγω αποθήκη μέσα στον ίδιο χρόνο, τα γεγονότα ήταν τέτοια που δείχνουν ότι ο αιτητής δεν έλαβε τα λογικά μέτρα που όφειλε για αποτροπή των διαρρήξεων με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθούν οι κλοπές ως «άφευκτος αιτία» ήταν λογικά επιτρεπτός.»

 

 

Το Εφετείο διαφωνώντας έκρινε ότι:

 

 

«Το γεγονός ότι μέσα σε εννέα μήνες είχαν σημειωθεί τρεις διαρρήξεις στην αποθήκη αποταμίευσης δεν εξυπακούει ότι ο εφεσείων δεν έλαβε εκείνα τα λογικά μέτρα που θα απέτρεπαν την επανάληψη των διαρρήξεων.  Δεν υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία στα διάφορα έγγραφα που έχουν κατατεθεί και δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία ότι ο εφεσείων υπήρξε ένοχος αμέλειας λήψης εκείνων των λογικών μέτρων που θα απέτρεπαν τη διάρρηξη της αποθήκης, ούτε και άλλη οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία υποστηρίζει ότι ο κάτοχος της αποθήκης υπήρξε συνεργός στη διάπραξη των αδικημάτων της κλοπής.»

 

Το άρθρο 163(1) του Ν.82/67 προβλέπει:

 

«(1)  Εφ' όσον αποδειχθή τω Διευθυντή ότι εμπορεύματα υποκείμενα εις τίνα δασμόν ή φόρον απωλέσθησαν ή κατεστράφησαν εξ αφεύκτου τινος αιτίας:

 

(α)  ...........................

 

(β)  ..........................

 

(γ)  εν όσω είναι αποταμιευμένα εν τίνι δημόσια ή ιδιωτική αποθήκη ή

 

(δ) .............................

 

(ε) .............................

   ο Διευθυντής απαλλάττει τα εμπορεύματα του φόρου ή δασμού ή επιστρέφει τον καταβληθέντα δασμόν ή φόρον ή παραιτείται πάσης αξιώσεως προς επαναπληρωμήν οιουδήποτε δασμού ή φόρου επιστραφέντος επί τη αποταμιεύσει τούτων.»

 

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι και οι τέσσερεις λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι στην παρούσα υπόθεση, σε αντίθεση με την Χατζήμαμα, υπήρξε μαρτυρία την οποία το δικαστήριο μπορούσε να λάβει υπόψη και ορθά την έλαβε, η οποία δικαιολογούσε την διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης.  Η μαρτυρία αυτή, την οποία έχουμε εκθέσει πιο πάνω δια μέσω της πρωτόδικης απόφασης, καταδείκνυε κατ' άμεσο τρόπο ότι η εφεσείουσα υπήρξε αμελής καθ' ότι δεν έλαβε εκείνα τα λογικά μέτρα που θ' απέτρεπαν τη διάρρηξη της αποθήκης και εμπορευματοκιβωτίων της.  Η μαρτυρία προς αυτήν την κατεύθυνση δεν άφηνε περιθώριο για εξαγωγή άλλου συμπεράσματος απ' αυτό που κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο. 

 

Ειδικά για τον τέταρτο λόγο έφεσης παρατηρούμε ότι αυτός δεν προωθήθηκε κατά την ακρόαση της προσφυγής.  Πέραν όμως τούτου παρατηρούμε ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης προκύπτει τόσο από την ίδια την απόφαση (βλ. επιστολή καθ' ων η αίτηση ημερ. 25/9/07) όσο και από το διοικητικό φάκελο, τα στοιχεία του οποίου μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για συμπλήρωση της αιτιολογίας της απόφασης.  Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται στη διοικητική απόφαση και είναι άρρηκτα συνυφασμένα με αυτή.

 

Η έφεση απορρίπτεται.  Τα έξοδα να είναι σε βάρος της εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                                      Π. Αρτέμης, Π.

 

                                                                                      Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

                                                                                      Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

                                                                                      Κ. Κληρίδης, Δ.

 

                                                                                      Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

/ΚΑΣ

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο