ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 524
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 183/2009
13 Ioυνίου, 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
AIMIΛΙΟΣ ΧΟΥΛΙΩΤΗΣ
Εφεσείων/Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Εφεσίβλητης/Καθ' ης η αίτηση
.....................................
Άγις Γεωργιάδης, για τον εφεσείοντα
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη
.......................................
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Λ. Παρπαρίνος
.....................................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Ο εφεσείων, από τις 13/5/90, εξασφάλιζε άδεια λειτουργίας του γραφείου του. Το γραφείο του ασχολείται με την εξεύρεση εργασίας υπό την επωνυμία «Emilios Employment Agency". Στις 30/3/07 υπέβαλε εκ νέου αίτηση γι' ανανέωση της άδειας λειτουργίας του γραφείου. Στις 31/12/08, ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Υπουργείου και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με επιστολή του πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι δεν προτίθετο να εγκρίνει την αίτηση ανανέωσης της άδειας λειτουργίας του γραφείου, με πρόσθετη αναφορά ότι δεν κρίθηκαν ικανοποιητικές κάποιες εξηγήσεις που δόθηκαν από το γραφείο του αιτητή. Ακολούθησε στις 15/1/08 προσφυγή του εφεσείοντα, μέσω των δικηγόρων του, στoν Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ο τελευταίος, στις 22/2/07 απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα. Με προσφυγή του ο εφεσείων προσέβαλε την ως άνω απόφαση του Υπουργού ως αντισυνταγματική, παράνομη, άκυρη και χωρίς αποτέλεσμα.
Ο αδελφός Δικαστής που εξέτασε την προσφυγή του εφεσείοντα έκρινε ότι ο καθ' ου η αίτηση ενήργησε ορθά με πλήρη έρευνα, επαρκή αιτιολογία και εντός της διακριτικής του ευχέρειας την οποία άσκησε εύλογα και ορθά.
Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση με την οποία για δεκαέξι (16) λόγους προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση.
Πρώτος Λόγος έφεσης
Σύμφωνα με αυτόν «συνιστά σφάλμα του δικαστηρίου ότι η ισχυριζόμενη παραβίαση των τεκμηρίων της αθωότητας δεν ευσταθεί.»
Σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου για τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο με την απόφαση του απέρριψε την προβληθείσα εισήγηση ότι «μια καταδικαστική απόφαση δεν συνιστά αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ενοχής τρίτων ούτε κατά κανόνα τους επηρεάζει».
Για να γίνει κατανοητή η άνω εισήγηση θα πρέπει ν' αναφερθεί ότι σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου καταχωρήθηκαν δυο ποινικές υποθέσεις για παράνομη εργοδότηση του Ρουμάνου Barticel Christinel. Στην πρώτη, κάποιος Χριστάκης Ιωάννου κατηγορήθηκε και παραδέχθηκε ότι μεταξύ 22/9/05 και 20/3/06 εργοδότησε παράνομα τον άνω αλλοδαπό, ο οποίος ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος, χωρίς άδεια του Διευθυντή του Τμήματος Μετανάστευσης. Στον Christinel απαγγέλθησαν οι κατηγορίες ότι ενώ για την ίδια περίοδο του παρασχέθηκε άδεια εισόδου στη Δημοκρατία ως επισκέπτη, αυτός εργάστηκε παράνομα στα υποστατικά του πρώτου κατηγορουμένου και ότι παρέμεινε παράνομα στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του στις 25/10/05.
Η δεύτερη υπόθεση αφορούσε και πάλιν παράνομη εργοδότηση του Christinel στο αρτοποιείο των δυο πρώτων κατηγορουμένων, Μιχάλη και Μαρίας Αθηαινίτη. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 26/6/09 χωρίς περαιτέρω πληροφόρηση για την πορεία της.
Να σημειωθεί ότι και στις δυο περιπτώσεις το γραφείο του εφεσείοντα ήταν ο «μεσάζων» για την εργοδότηση του πιο πάνω αλλοδαπού.
Ο εφεσείων προβάλλει, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα «περιόρισε το τεκμήριο και την αρχή ότι μια καταδικαστική απόφαση δεν συνιστά αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ενοχής τρίτων και ούτε κατά κανόνα τους επηρεάζει, καθ' ότι ως αποφάσισε, εδώ δεν λήφθηκε υπόψη εκκρεμούσα ποινική υπόθεση εναντίον του αιτητή, σε διοικητική διαδικασία». Αυτό κατά το συνήγορο ευρίσκεται σε αντίθεση με τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του Ανδρέα Λοϊζου «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας» σελ. 93 ότι δηλαδή:
«Δεν είναι επιτρεπτό να λαμβάνεται υπόψη σε διοικητική διαδικασία σαν στοιχείο εναντίον ενός αιτητή, το γεγονός ότι εκκρεμεί εναντίον του ποινική υπόθεση, γιατί αυτό είναι αντίθετο με το τεκμήριο της αθωότητας».
Το πρωτόδικο δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:
«Όσον αφορά την ισχυριζόμενη παραβίαση των τεκμηρίων της αθωότητας, αυτή δεν ευσταθεί διότι η άρνηση της ανανέωσης βασίστηκε στα ενώπιον του Υπουργού πολλαπλά στοιχεία και όχι μόνο στην καταδίκη του Χριστάκη Ιωάννου. Είναι γνωστό ότι όπου η διοικητική πράξη μπορεί να δικαιολογηθεί σε μια ορθή και νόμιμη αιτία, τότε δεν πάσχει επειδή στηρίχθηκε και σε λόγο που δεν ήταν νόμιμος. (Δήμος Αγίας Νάπας ν. Μαυρουδή (2003) 3 Α.Α.Δ. 542 και άρθρα 31 και 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99). Αυτή δεν είναι εν πάση περιπτώσει η περίπτωση εδώ, διότι η καταδίκη του Χρ. Ιωάννου, έμμεσα έφερε στην επιφάνεια την παράβαση της νομοθεσίας από τον ίδιο τον αιτητή, το γραφείο του οποίου είχε μεσολαβήσει για την κάθοδο του B. Christinel στην Κύπρο. Η καταδίκη του εκεί κατηγορούμενου για παράνομη εργοδότηση του Christinel, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, έθεσε τέρμα στην αναζήτηση της στοιχειοθέτησης του αδικήματος. Ο συνδυασμός της παραδοχής του Χρ. Ιωάννου με τις συνθήκες πρόσληψης του Christinel, όπως τις περιγράφει ο ίδιος στην κατάθεση του, στον Χρ. Ιωάννου, στοιχειοθετούν παράβαση της περί μετανάστευσης νομοθεσίας και κατ΄ επέκταση των διατάξεων του άρθρου 8(2) του Νόμου, επί τω ότι ο αιτητής δεν προώθησε προς εργοδότηση τον Christinel σε Κύπριο εργοδότη που είχε προηγουμένως εξασφαλισμένη άδεια για εργοδότηση αλλοδαπών.
Η παραβίαση του άρθρου 8(2) δεν είναι ανάγκη να στοιχειοθετείται με απευθείας πρόσαψη κατηγορίας και παραδοχής ή καταδίκης σ΄ αυτή, αλλά για τους σκοπούς πάντοτε της ανανέωσης της άδειας γραφείου με βάση το Νόμο, εξάγεται και συμπερασματικά. Δεν έχουν εφαρμογή τα παρατεθέντα στην αγόρευση του αιτητή από το σύγγραμμα του Α.Ν. Λοΐζου: Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας σε. 93, διότι εδώ δεν λήφθηκε υπόψη εκκρεμούσα ποινική υπόθεση εναντίον του αιτητή, σε διοικητική διαδικασία. Αντίθετα, η παραδοχή του Ιωάννου, είχε επίπτωση στην εξέταση της ανανέωσης της άδειας. Σε κάθε στάδιο της διερεύνησης του αιτήματος για ανανέωση της άδειας, δινόταν όμως η ευκαιρία στον αιτητή να προσφέρει στοιχεία, πληροφορίες και έγγραφα που να έριχναν ένα διαφορετικό φως στην υπόθεση. Δεν το έπραξε όμως, παραμένοντας μόνο στην «προθυμία» του να δώσει στοιχεία όταν και «... όπως ο Υπουργός ζητήσει δυνάμει του άρθρου 11» (παρ. (β) της επιστολής των δικηγόρων του αιτητή - Παράρτημα 15), αφήνοντας ουσιαστικά στον Υπουργό την πρωτοβουλία χωρίς, όπως αποφασίστηκε πριν, να υπάρχει τέτοια υποχρέωση. Άλλωστε, ο Υπουργός σε τέτοιες ή παρόμοιες περιπτώσεις, αναθεωρεί ουσιαστικά την απόφαση του λειτουργού ή του τμήματος και δεν την εξετάζει ως να λαμβανόταν για πρώτη φορά απόφαση, με αντίστοιχη υποχρέωση να συλλέξει όλα τα δεδομένα τα οποία, ας σημειωθεί, προϋπήρχαν και όφειλε ο αιτητής να φέρει στη γνώση της διοίκησης. Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Polyancon Estates Co Ltd ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Α.Ε. αρ. 52/07, ημερ. 2.7.09, δεν θεωρήθηκε ότι ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων άσκησε λανθασμένα τη διακριτική ευχέρεια που του έδιδε το άρθρου 78 του Νόμου αρ. 41/80, ως τροποποιήθηκε, με το να μην δώσει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να παρουσιάσει ενώπιον του περαιτέρω μαρτυρία, την οποία όμως είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει ενώπιον του Διευθυντή και δεν το έπραξε.
Από τα γεγονότα προκύπτει ωσαύτως ότι η εργοδότηση του Christinel στο αρτοποιείο Αθηαινίτης (Πατής), δεν ήταν σύμφωνη με τους όρους που ο αιτητής έδινε προς τους αλλοδαπούς παραβιάζοντας έτσι και πάλι τη νομοθεσία. Τα αναφερόμενα, και μάλιστα χωρίς αντίλογο από τον αιτητή, στο Παράρτημα 16, με τα υποστηρικτικά έγγραφα, δείχνουν ότι παρά τους όρους της συλλογικής σύμβασης, ο αιτητής πρόσφερε στον Christinel διαφοροποιημένους και δυσμενέστερους όρους εργοδότησης, όπως ακριβώς αναφέρεται λεπτομερώς στην απόφαση του Υπουργού. Αυτά κατά παράβαση του άρθρου 14(β) του Νόμου, το οποίο απαγορεύει σε γραφείο όπως του αιτητή, να δίνει σε γνώση του λανθασμένες πληροφορίες σε σχέση με τους όρους και τις συνθήκες εργοδότησης.»
Συμφωνούμε πλήρως με την πρωτόδικη απόφαση. Κατ' αρχή ξεκάθαρα αναφέρει ότι η άρνηση της ανανέωσης βασίστηκε στα ενώπιον του Υπουργού πολλαπλά στοιχεία και όχι μόνο στην καταδίκη του Χριστάκη Ιωάννου. Έπειτα όπως εξηγείται στην απόφαση, ήταν ο συνδυασμός της παραδοχής του Χρ. Ιωάννου με τις συνθήκες πρόσληψης του Christinel ο οποίος σε κατάθεση του ανέφερε γεγονότα που στοιχειοθέτησαν παράβαση του άρθρου 8(2) του περί Ιδιωτικών Γραφείων Εξευρέσεως Εργασίας Νόμου, Ν. 8(1)/97, όπως τροποποιήθηκε («ο νόμος»). Συγκεκριμένα επί τω ότι ο εφεσείων προώθησε προς εργοδότηση τον Christinel σε Κύπριο εργοδότη που δεν είχε προηγουμένως εξασφαλίσει άδεια για εργοδότηση αλλοδαπού. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα ότι κατά την εξέταση της ανανέωσης της άδειας λήφθηκε υπόψη, σαν στοιχείο εναντίον του εφεσείοντα, εκκρεμούσα ποινική υπόθεση εναντίον του.
Ως αποτέλεσμα ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης
Με τους λόγους αυτούς ο εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μη ανανέωση της άδειας του εφεσείοντα μπορούσε να στηριχθεί στην «συμπερασματικά» εξαγόμενη παράβαση του άρθρου 8(2) του Νόμου και ισχυριζόμενη παράβαση του άρθρου 14(β) του Νόμου.
Σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου, ο εφεσείων ουδέποτε κατηγορήθηκε για οποιαδήποτε παράβαση. Το άρθρο 5(δ), του Νόμου, και η αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας προϋποθέτει καταδίκη. Επίσης ο νόμος επιφορτίζει τον εργοδότη και εργοδοτούμενο με την ευθύνη εξασφάλισης των αναγκαίων αδειών και όχι το γραφείο.
Στις ίδιες παραμέτρους κινήθηκε και η εισήγηση αναφορικά με την παράβαση του άρθρου 14(β) του Νόμου. Συγκεκριμένα ήταν η θέση του ότι δεν επιβάλλεται σ' ένα γραφείο εξεύρεσης εργασίας να διεξαγάγει έρευνα κάτω από ποιες συμβάσεις συλλογικές ή ατομικές εργοδοτούνται άλλοι. Επίσης ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο εφεσείων γνώριζε και απέκρυψε ή παραποίησε τους όρους της συλλογικής σύμβασης.
Η διερεύνηση του αιτήματος του εφεσείοντα για ανανέωση της άδειας του έγινε με όλα τα διαθέσιμα στην εφεσίβλητη στοιχεία, τα οποία οδήγησαν σε κατάληξη περί παράβασης υπό του εφεσείοντα των άρθρων 8(2) και 14(β) του Νόμου. Σε κάθε στάδιο της διερεύνησης δινόταν η ευκαιρία στον εφεσείοντα να προσφέρει τη δική του εκδοχή ώστε να υπάρχουν όλα τα γεγονότα ενώπιον του διερευνώντος λειτουργού πλην όμως αυτός δεν το έπραξε. Περιορίστηκε σε «προθυμία» να δώσει στοιχεία όταν και «.... όπως ο Υπουργός ζητήσει δυνάμει του άρθρου 11». Τέτοια υποχρέωση του Υπουργού δεν υπήρχε και το άρθρο 11 δεν τύγχανε εφαρμογής στην περίπτωση του εφεσείοντα σύμφωνα με τα ευρήματα και κρίση του δικαστηρίου τα οποία να σημειωθεί δεν προσβάλλονται με την έφεση.
Τα στοιχεία ενώπιον της εφεσίβλητης ήταν ικανοποιητικά για τα όσα αποδίδοντο στον εφεσείοντα, καταγράφονται με λεπτομέρειες στην πρωτόδικη απόφαση και η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστή είναι απόλυτα ορθή. Τα σχετικά μέρη της απόφασης είναι:
«Ο συνδυασμός της παραδοχής του Χρ. Ιωάννου με τις συνθήκες πρόσληψης του Christinel, όπως τις περιγράφει ο ίδιος στην κατάθεση του, στον Χρ. Ιωάννου, στοιχειοθετούν παράβαση της περί μετανάστευσης νομοθεσίας και κατ' επέκταση των διατάξεων του άρθρου 8(2) του Νόμου, επί τω ότι ο αιτητής δεν προώθησε προς εργοδότηση τον Christinel σε Κύπριο εργοδότη που είχε προηγουμένως εξασφαλισμένη άδεια για εργοδότηση αλλοδαπών.
...............................
Από τα γεγονότα προκύπτει ωσαύτως ότι η εργοδότηση του Christinel στο αρτοποιείο Αθηαινίτης (Πατής), δεν ήταν σύμφωνη με τους όρους που ο αιτητής έδινε προς τους αλλοδαπούς παραβιάζοντας έτσι και πάλι τη νομοθεσία. Τα αναφερόμενα, και μάλιστα χωρίς αντίλογο από τον αιτητή, στο Παράρτημα 16, με τα υποστηρικτικά έγγραφα, δείχνουν ότι παρά τους όρους της συλλογικής σύμβασης, ο αιτητής πρόσφερε στον Christinel διαφοροποιημένους και δυσμενέστερους όρους εργοδότησης, όπως ακριβώς αναφέρεται λεπτομερώς στην απόφαση του Υπουργού. Αυτά κατά παράβαση του άρθρου 14(β) του Νόμου, το οποίο απαγορεύει σε γραφείο όπως του αιτητή, να δίνει σε γνώση του λανθασμένες πληροφορίες σε σχέση με τους όρους και τις συνθήκες εργοδότησης.»
Περαιτέρω θα προσθέταμε ότι εάν ο εφεσείων δεν γνώριζε τους όρους των συλλογικών συμβάσεων τότε πώς συμπλήρωνε τις προσφορές εργασίας ως μεσάζων με τους όρους εργασίας; Σχετικό είναι το Παράρτημα 16 της ένστασης στο οποίο έκανε σχετική αναφορά και το πρωτόδικο δικαστήριο.
Ως αποτέλεσμα συμφωνούμε με την κατάληξη του δικαστηρίου ότι η παραβίαση των σχετικών άρθρων μπορούσε να εξαχθεί συμπερασματικά. Όσον αφορά το άρθρο 5(δ) του Νόμου, το οποίο σύμφωνα με την εισήγηση προϋποθέτει καταδίκη, παρατηρούμε ότι τέτοιο θέμα δεν προωθήθηκε κατά την εξέταση της προσφυγής και κατά συνέπεια ούτε εξετάστηκε. Επομένως δεν μπορεί να προβληθεί στο παρόν στάδιο.
Τέταρτος λόγος έφεσης
Σύμφωνα με αυτό παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα για ακρόαση κατά το χρόνο λήψης της διοικητικής απόφασης και το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε σε αντίθετη κρίση.
Ο εφεσείων προβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε το άρθρο 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/99), κρίνοντας ότι «πουθενά στο Νόμο δεν προνοείται ρητά υποχρέωση του Υπουργού να παράσχει προηγούμενη ακρόαση» στον εφεσείοντα και ότι αγνόησε τις εισηγήσεις του για παροχή του δικαιώματος ακρόασης πριν τη λήψη δυσμενούς διοικητικού μέτρου εναντίον του. Επίσης είναι η εισήγηση του ότι η μαρτυρία δεν καταδεικνύει ότι του δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσει τα δικά του στοιχεία και το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου είναι λανθασμένο. Να σημειωθεί ότι υπέβαλε και άλλες εισηγήσεις προς την ίδια κατεύθυνση.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα στοιχεία ενώπιον μας και κρίνουμε ότι ο λόγος είναι αβάσιμος. Στην πρωτόδικη απόφαση παρατίθενται με λεπτομέρεια όλες οι ευκαιρίες - και δεν ήταν λίγες - που δόθηκαν στον εφεσείοντα να παρουσιάσει τα στοιχεία του χωρίς ανταπόκριση εκ μέρους του.
Συγκεκριμένα κατά τη διερεύνηση του παραπόνου του Christinel, ο αρμόδιος επιθεωρητής εργασίας είχε χωριστές συναντήσεις με τον εφεσείοντα και παρόλες τις προσπάθειες του, ο τελευταίος αρνήθηκε να δώσει λεπτομέρειες. Αργότερα πληροφορούμενος την απόφαση του Τμήματος Εργασίας να μην εγκρίνει την ανανέωση της άδειας λειτουργίας του γραφείου του διότι, μεταξύ άλλων, δεν συνεργαζόταν με τους αρμόδιους λειτουργούς αρνούμενος πεισματικά να προσκομίσει τα ζητηθέντα απ' αυτόν στοιχεία και πάλιν δεν προσκόμισε τα στοιχεία που του ζητούντο. Ούτε ακόμη με την προσφυγή του στον Υπουργό δεν έδωσε τέτοια στοιχεία περιοριζόμενος μόνο να πει ότι θα τα δώσει εάν του τα ζητήσει ο Υπουργός.
Περαιτέρω κρίνουμε ως ορθή και την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι βάσει του άρθρου 11(1) του «Νόμου» (Ν.8(Ι)/97) ο Υπουργός Εργασίας δεν έχει υποχρέωση να παράσχει προηγούμενη ακρόαση σε αιτητή κατά την εξέταση αίτησης του. Σύμφωνα με το άρθρο 11(1) ο Υπουργός «δύναται» να ζητήσει έκθεση ή άλλες πληροφορίες. Το ρήμα «δύναμαι» σημαίνει «έχω τη δυνατότητα» (βλ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, β΄έκδοση σελ. 530). Η δυνατότητα ασφαλώς δεν σημαίνει υποχρέωση. Δεδομένης της ύπαρξης ρητής πρόνοιας νόμου που ρυθμίζει το θέμα, το άρθρο 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) δεν τυγχάνει εφαρμογής. Εν πάσει περιπτώσει στην περίπτωση του εφεσείοντα δεν βρίσκουμε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του σε ακρόαση, το οποίο δεν άσκησε καίτοι του δόθηκε η ευκαιρία πριν την προσφυγή του στον Υπουργό.
Πέμπτος λόγος έφεσης
Με το λόγο αυτό ο εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η εφεσίβλητη προέβη στη δέουσα έρευνα κατά την παραγωγή της προσβαλλόμενης πράξης.
Η πρωτόδικη απόφαση αναφέρει σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα:
«Οι καθ' ων πρόσθετα, διενήργησαν κάθε δυνατή έρευνα κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της παραγωγής της προσβαλλόμενης πράξης και ζήτησαν και έλαβαν υπόψη όλα τα στοιχεία που ήταν δυνατόν να έχουν στη διάθεση τους, αναζητώντας προς τούτο και τη θέση του ιδίου του αιτητή. Το Δικαστήριο βεβαίως δεν εξετάζει ούτε αποφασίζει πρωτογενώς γεγονότα, ούτε και είναι ο ρόλος του να υποκαταστήσει την κρίση της διοίκησης. Από τη στιγμή που κρίνει ότι η διοίκηση βασίστηκε σε ορθά δεδομένα χωρίς πλάνη, ή υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, το ζήτημα λήγει. (Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄ σελ. 101). Από την άλλη, η επάρκεια της έρευνας συναρτάται από τα ιδιαίτερα στοιχεία της υπόθεσης και η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της δύναται να ποικίλουν (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 339). Εδώ οι λειτουργοί διερεύνησαν την υπόθεση και έλαβαν καταθέσεις από όλους τους εμπλεκόμενους, προσπαθώντας να λάβουν κατάθεση και στοιχεία και από τον ίδιο τον αιτητή. Λήφθηκε συναφώς υπόψη και ερευνήθηκε η κατάθεση του Christinel (Παράρτημα 2 στην ένσταση), του Λοϊζου Πατή, εργοδότη του Christinel για κάποια χρονική περίοδο, (Παράρτημα 6), (απ' όπου προκύπτει σαφέστατα η ανάμειξη του γραφείου του αιτητή και οι όροι εργασίας στη βάση της παγκύπριας συλλογικής σύμβασης), η κατηγορία και καταδίκη του εργοδότη αυτού, η μαρτυρία του Γ. Ζαμπυρίνη, Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (Παράρτημα 11), για την άρνηση του αιτητή να προμηθεύσει στοιχεία και η επιστολή ημερ. 31.12.07 του Αναπληρωτή Διευθυντή (Παράρτημα 15), ημερ 15.1.08, στην οποία ουδέν διευκρινιστικό ή άλλο πρωτογενές στοιχείο ή πληροφορία διδόταν, πέραν της καταγραφής της νομικής θέσης.»
Η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας, τεκμαίρεται ότι η διοίκηση, η οποία είχε ενώπιον της τους διοικητικούς φακέλους, έκανε την αναγκαία έρευνα. Όμως το τεκμήριο της κανονικότητας παραμερίζεται αν τα γεγονότα της υπόθεσης δεικνύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση (βλ. Μουρούζης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 543, 548).
Η έρευνα του διοικητικού οργάνου κρίνεται επαρκής εφόσον επεκτείνεται στην διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Μotorways Ltd. v. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 47, 52). Η υποχρέωση αυτή είναι, sine qua non προϋπόθεση για την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης (βλ. άρθρο 45(Ι) του Ν. 158(Ι)/99, Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 ΑΑΔ 47,52). Τα κριτήρια για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. (Βλ. Ευαγόρας Νικολαϊδης και Άλλοι ν. Δρα Μιχαλάκη Μηνά κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 321, ΕΕΥ ν. Ζάμπογλου (1997) 3 ΑΑΔ 270, 276). Παρόλο που θεωρητικά είναι σχεδόν πάντα πιθανή η αναζήτηση περαιτέρω στοιχείων για ένα συμβάν, αυτό δεν είναι το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας που διεξάγεται αλλά η δυνατότητα εξαγωγής ασφαλών ευρημάτων απ' αυτά, εφόσον γίνονται δεκτά (βλ. Νικολαϊδης κ.α. ν. Μηνά (ανωτέρω) και ΕΕΥ ν. Ζάμπογλου (ανωτέρω).
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι η έρευνα, όπως περιγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση (ανωτέρω) ήταν επαρκής και κάλυψε όλους τους τομείς απ' όπου θα μπορούσε να αντλήσει πληροφόρηση και στοιχεία σχετικά με το αίτημα του εφεσείοντα.
Λόγοι έφεσης 6-14
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης στηρίζονται όλοι στην αιτιολογία των λόγων έφεσης 1-5.
Εξετάσαμε τους λόγους έφεσης 1-5 πιο πάνω και τους απορρίψαμε για τους λόγους που έχουμε αναφέρει. Η αιτιολογία των λόγων 1-5 κρίθηκε αβάσιμη και κατ' ακολουθία αυτή δεν μπορεί να υποστηρίξει ούτε τους λόγους έφεσης 6-14. Περαιτέρω αποτέλεσμα αυτού είναι και η απόρριψη των λόγων έφεσης 6-14.
Λόγος έφεσης αρ. 15
Σύμφωνα με αυτόν η αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης είναι ανεπαρκής, ασαφής και λανθασμένη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι το θεμελιακό εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Υπουργός είχε ενώπιον του «πολλαπλά στοιχεία» δεν υποστηρίζεται από τα «γενικότερα συμπεράσματα του δικαστηρίου», παρα μόνο στην αναφορά της περίπτωσης Christinel. Επίσης ισχυρίζεται ότι παρεισέφρησαν στο σκεπτικό στοιχεία που δεν είχαν θέση. Αυτά σύμφωνα με το συνήγορο είναι η αναφορά στην Δήμος Αγίας Νάπας ν. Μαυρουδή (2003) 3 ΑΑΔ 542 και στα άρθρα 31 και 32 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Τέλος κατά το συνήγορο ήταν αρνητικό το σχόλιο του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων «.. αρκέστηκε να καταγράψει στην πρσφυγή του ενώπιον του Υπουργού την προθυμία του να υποβάλει αυτά τα στοιχεία αν ο Υπουργός τα ζητούσε κατά τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 11.»
Η απλή ανάγνωση της προσβαλλόμενης απόφασης του Υπουργού ημερ. 22/2/08 από μόνη της αποκαλύπτει τα «πολλαπλά στοιχεία» που αναφέρονται στην απόφαση του αδελφού Δικαστή. Εκεί αναφέρονται δυο ποινικές υποθέσεις για παράνομη εργοδότηση (Χριστάκη Ιωάννου, Μιχάλη και Μαρίας Αθηαινίτη) όπου μεσάζων ήταν ο εφεσείων, παράβαση του άρθρου 8(2) του Νόμου καθ' ότι ο εφεσείων «εν γνώσει του προσπαθούσε να φέρει στην Κύπρο πρόσωπα για να εργαστούν σε εργοδότες που δεν είχαν εξασφαλίσει άδεια για εργοδότηση αλλοδαπών» και παράβαση του άρθρου 14(β) για εν γνώσει λανθασμένη πληροφόρηση σε σχέση με τους όρους στις συνθήκες εργασίας. Περαιτέρω στην επιστολή ημερ. 31/12/07 του Αναπληρωτή Διευθυντή, Παράρτημα 14 αναφέρονται άλλες περιπτώσεις για σωρεία καταγγελιών για παράβαση του άρθρου 15(1) του Νόμου και μη συνεργασίας του εφεσείοντα με τους λειτουργούς του Τμήματος Εργασίας όπως και άρνηση του να προσκομίσει διάφορα στοιχεία για διαπίστωση τήρησης των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας. Πρόσθετα σ' αυτά ήταν και οι καταγγελίες εναντίον του εφεσείοντα από το Ρουμάνο Barticel Christinel, τον οποίο ο εφεσείων έφερε στην Κύπρο για εργασία.
Όλα τα πιο πάνω ασφαλώς ευρίσκοντο στο φάκελο της αίτησης του εφεσείοντα και αποτελούσαν «πολλαπλά στοιχεία» ενώπιον του Υπουργού.
Όσον αφορά το δεύτερο παράπονο του εφεσείοντα είμαστε της γνώμης ότι η παράθεση πρωτοδίκως της υπόθεσης Δήμος Αγίας Νάπας ν. Μαυρουδή (άνω), και σχετικής νομοθεσίας ουδόλως επηρέασαν τον εφεσείοντα. Ξεκάθαρα αναφέρει το Δικαστήριο ότι η περίπτωση του δεν εντάσσεται στις περιπτώσεις που καλύπτουν η ρηθείσα νομολογία και άρθρα του Νόμου που έχουν αναφερθεί.
Σε σχέση με το τρίτο παράπονο δεν κρίνουμε ότι είναι αρνητικό σχόλιο, πρόκειται περί μιας διαπίστωσης του Δικαστηρίου από την ενώπιον του μαρτυρία και τίποτε περισσότερο.
16ος Λόγος έφεσης
Με αυτή προσβάλλεται η διαταγή για τα έξοδα της προσφυγής. Σύμφωνα με την εισήγηση η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα και επηρεάστηκε από τα σφάλματα του που αναφέρθηκαν στους λόγους 1-15.
Δεν διαπιστώνουμε λάθος στη διαταγή του Δικαστηρίου για τα έξοδα. Αυτά κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης. Κατά τεκμήριο η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση είναι νόμιμη. Ο προσφεύγων διάδικος έχει το βάρος ν' αποδείξει το αντίθετο. Εδώ ο εφεσείων απέτυχε. Δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να δικαιολογεί την παρέκκλιση από τον κανόνα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Αρτέμης, Π.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΚΑΣ