ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 276
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 130/2009)
(Υπόθεση Αρ. 1726/2007)
16 Μαΐου, 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δικαστές]
ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΟΥ,
Εφεσείων/Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η Αίτηση.
_________
Αντ. Νικολάου για Γ. Χαραλαμπίδη, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, με
Στ. Ιακωβίδη, για τους Εφεσίβλητους
_________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Κατόπιν εξέτασης από ιατρικό συμβούλιο το οποίο διέγνωσε ανικανότητα λόγω νέκρωσης κεφαλής αριστερού βραχιόνιου, η αίτηση του εφεσείοντα για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας εγκρίθηκε για ποσοστό 75% από 28.5.1999. Λόγω αναμενόμενης εξελικτικής πορείας της πάθησης, ο αιτητής κλήθηκε για επανεξέταση κατά το 2003, οπότε και το ιατροσυμβούλιο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για ελαφρά εργασία. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι εργαζόταν εποχιακά ως πλασιέ ενώ, σε μεταγενέστερη κατάθεσή του κατά το 2007, δήλωσε ότι αγόραζε εμπορεύματα από εμπόρους, τα οποία και μεταπωλούσε σε καταστήματα της Λεμεσού και της Πάφου, χωρίς να μπορούσε να υπολογίσει ακριβώς τα εισοδήματά του. Ο αρμόδιος Επιθεωρητής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων συνέλεξε στοιχεία από τιμολόγια και φορολογικές δηλώσεις σύμφωνα με τα οποία το σύνολο των αγορών για την περίοδο 1.11.2005 - 31.10.2006 ανερχόταν σε £53.029 και των αντίστοιχων πωλήσεων σε £57.920, ενώ οι πωλήσεις του κατά την περίοδο 11.1.2007 - 18.4.2007 ήσαν £17.772 περίπου. Με βάση αυτά τα στοιχεία, κρίθηκε ότι τα εισοδήματα του εφεσείοντα δεν δικαιολογούσαν τη συνέχιση καταβολής σύνταξης ανικανότητας. Συνακόλουθα, με επιστολή τους ημερομηνίας 20.9.2007, οι εφεσίβλητοι του κοινοποίησαν την απόφασή τους για τερματισμό της σύνταξης από 31.12.2005, επειδή, όπως του λέχθηκε, "μετά από διερεύνηση διαπιστώθηκε ότι συμβάλλετε ουσιαστικά στη διεξαγωγή της εργασίας σας". Με άλλη επιστολή ίδιας ημερομηνίας, ο εφεσείων ενημερώθηκε επίσης περί αντικανονικής πληρωμής προς αυτόν ποσού £8.001,32 για την περίοδο 1.1.2006 - 31.8.2007 και ότι θα έπρεπε να επιστρέψει το εν λόγω ποσό στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων του εφεσείοντα και των εφεσίβλητων, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Με προσφυγή την οποία καταχώρησε, ο εφεσείων προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης των εφεσιβλήτων ημερομηνίας 20.9.2007, με την οποία του γνωστοποιήθηκε ο τερματισμός καταβολής της σύνταξης ανικανότητας.
Με την πρωτόδικη απόφαση στην προσφυγή του εφεσείοντα, απορρίφθηκε προδικαστική ένσταση των καθ΄ων η αίτηση περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω κατ΄ ισχυρισμό επανεξέτασης και νέας απόφασης που ακολούθησε. Επί της ουσίας όμως της προσφυγής, ο πρωτόδικος Δικαστής επίσης απέρριψε τους εγερθέντες και εξετασθέντες λόγους ακύρωσης, που εστιάζονταν γύρω από την ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα, μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας και περί έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας. Συνακόλουθα δε, απέρριψε την προσφυγή.
Με την παρούσα έφεσή του, ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, εγείροντας τέσσερις συνολικά λόγους έφεσης.
1ος λόγος έφεσης - Η κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη σχετική νομοθεσία και νομολογία.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 38(5) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων, βασικός παράγοντας είναι η ικανότητα ή όχι ενός αιτητή να κερδίζει πέραν του 1/3 του ποσού, το οποίο υγιές άτομο της ίδιας μορφώσεως κερδίζει στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία.
Όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, αυτός ο παράγοντας δε διερευνήθηκε επαρκώς. Στην περίπτωσή του δεν έγινε οποιαδήποτε περαιτέρω ιατρική εξέτασή του, η οποία να καταδεικνύει αλλαγή της κατάστασης της υγείας του, και η διενεργηθείσα εξέτασή του άφηνε μόνο τη δυνατότητα διενέργειας ελαφράς εργασίας από τον εφεσείοντα. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η παραγνώριση της ιατρικής εκείνης γνωμάτευσης, η παράλειψη έρευνας για διαπίστωση των πραγματικών κερδών του και του εάν αυτά ξεπερνούσαν το 1/3 που θα κέρδιζε ένα υγιές άτομο και η μη ιατρική επανεξέτασή του, αποδεικνύουν την έλλειψη της δέουσας έρευνας, γεγονός που κατέληξε σε απόφαση πεπλανημένη, τόσο επί του Νόμου, όσο και επί των γεγονότων. Εσφαλμένα δε, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε περί του αντιθέτου. Ασχολούμενο με τον αντίστοιχο λόγο ακύρωσης, στην πρωτόδικη διαδικασία, το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε από τα ενώπιόν του τεθέντα στοιχεία ότι η κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα παρέμενε σταθερή, οπότε ήταν ικανός για ελαφρά εργασία, αναφέρθηκε στα παρατεθέντα στοιχεία ως προς τα εισοδήματά του και συγκεκριμένα στις πωλήσεις στις οποίες προέβηκε βάσει τιμολογίων για την περίοδο 11.1.2007 - 19.4.2007 (£17.772 περίπου) και κάποια στοιχεία ως προς τα κέρδη του από το Νοέμβριο 2003 έως 31.1.2007. Πρόκειται για χειρόγραφες σημειώσεις στις οποίες διακρίνεται για την περίοδο 1.11.2003 - 31.1.2004 κέρδος "118" για την περίοδο 1.2.2004 - 31.1.2005 κέρδος "3.083" για την περίοδο 1.2.2005 - 31.1.2006 κέρδος "6.758" και για την περίοδο 1.2.2006 - 31.1.2007 κέρδος "5.137" (σημ. δε διευκρινίζεται αν πρόκειται για ευρώ ή για λίρες). Τα πιο πάνω δε στοιχεία, σε συνδυασμό με την παραδοχή ότι ο εφεσείων εργαζόταν καθημερινά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και δύο ή τρεις φορές εβδομαδιαία κατά τους χειμερινούς μήνες, κρίθηκαν πρωτόδικα ότι δικαιολογούσαν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι η λακωνική πράγματι απορριπτική απάντηση που είχε δοθεί στον αιτητή μπορούσε να συμπληρωθεί, από απόψεως αιτιολογίας, από τα προαναφερθέντα στοιχεία του φακέλου.
Σε σχέση με το θέμα τούτο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
Όπως ορθά επισημάνθηκε και πρωτόδικα, η σύνταξη ανικανότητας προβλέπεται στο άρθρο 38 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80 όπως έχει τροποποιηθεί, ιδιαίτερα με τον Ν. 98(Ι)/92). Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα, τίθενται με το εδάφιο 1 ενώ, βάσει του άρθρου 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980, Ν.41/80, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 96/89, ανίκανος προς εργασία θεωρείται ασφαλισμένος ο οποίος λόγω ειδικής νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που εύλογα αναμένεται να εκτελεί, λαμβανομένων υπόψη των δυνάμεων, δεξιοτήτων, μόρφωσης και της συνήθους επαγγελματικής απασχόλησής του, πέραν του ενός τρίτου του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιές άτομο της ίδιας μόρφωσης.
Με την επιστολή των εφεσιβλήτων ημερομηνίας 20.9.2007 στην οποία περιείχετο η προσβαλλόμενη απόφαση, ο εφεσείων επληροφορείτο ότι η σύνταξή του τερματιζόταν επειδή:
". μετά από διερεύνηση διαπιστώθηκε ότι συμβάλλετε ουσιαστικά στη διεξαγωγή των εργασιών σας."
Κατά την άποψή μας, η δοθείσα εκείνη αιτιολογία δεν πάσχει απλά επειδή είναι ανεπαρκής ή λακωνική, αλλ΄ επειδή είναι ακατανόητη και μη συμβατή με το Νόμο.
Το κείμενο του σχετικού άρθρου 38(5) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980-1999, με το οποίο περιγράφεται ποιο πρόσωπο θεωρείται ανίκανο προς εργασία λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, έχει ως εξής:
"(5) Διά τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2), ανίκανος προς εργασίαν θεωρείται ο ησφαλισμένος όταν λόγω ειδικής νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας μεταγενεστέρας της ασφαλίσεώς του, ή προγενεστέρας η οποία επεδεινώθη ουσιωδώς μετά την ασφάλισίν του, δεν δύναται να κερδίζη δι΄ εργασίας την οποίαν ευλόγως αναμένεται να εκτελή λαμβανομένων υπ΄ όψιν των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μορφώσεως και της συνήθους επαγγελματικής απασχολήσεώς του, πέραν του ενός τρίτου, ή αν πρόκειται για ασφαλισμένο ηλικίας μεταξύ εξήντα και εξήντα τριών ετών πέραν του ενός δευτέρου, του ποσού το οποίον συνήθως κερδίζει εις την αυτήν περιφέρειαν και επαγγελματικήν κατηγορίαν σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως.
Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει η σχετική ημερομηνία δύναται να είναι προγενεστέρα της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος εδαφίου."
Για να ληφθεί επομένως η διοικητική απόφαση με την οποία είχε εγκριθεί η χορήγηση προς τον εφεσείοντα σύνταξης ανικανότητας, αυτός θα είχε κριθεί ως μερικώς ανίκανος προς εργασίαν, όπως προβλέπεται στο άρθρο 38(5) αναφορικά με τη δυνατότητά του να κερδίζει από την εργασία του. Εκείνη η απόφαση για να αναθεωρηθεί και να ακυρωθεί, θα πρέπει να ισχύσουν οι περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 75(1) των Νόμων και έχουν ως ακολούθως:
"75.-(1) Ο εξεταστής απαιτήσεων δύναται να αναθεωρήση πάσαν απόφασιν εκδοθείσαν υπ΄ αυτού, επί οιασδήποτε απαιτήσεως εάν ικανοποιηθή ότι-
(α) αύτη εξεδόθη υπ΄αυτού αγνοούντος ουσιώδες τι γεγονός ή τελούντος υπό πλάνην ως προς το τοιούτον ουσιώδες γεγονός· ή
(β) από της ημερομηνίας της εκδόσεως της αποφάσεως επήλθε μεταβολή σχετική προς τα περιστάσεις της περιπτώσεως, και αναλόγως να εγκρίνη ή να απορρίψη την απαίτησιν ή πριν ή προβή εις τοιαύτην έγκρισιν ή απόρριψιν, να παραπέμψη την απαίτησιν εις ειδικόν ιατρόν ή Ιατρικόν Συμβούλιον.
(2) Προκειμένου περί απαιτήσεως διά καταβαλλομένην παροχήν εγκριθείσαν κατά αναθεώρισιν, η καταβολή της τοιαύτης παροχής περιορίζεται εις την αναφερομένην εις χρονικόν διάστημα αρχόμενον ουχί ενωρίτερον των δύο ετών προ της ημερομηνίας της αναθεωρήσεως.
(3) Οσάκις εξεταστής απαιτήσεων απορρίπτη ή εγκρίνη εν μέρει απαίτησιν τινα, εντός δέκα ημερών από της οικείας αποφάσεως αποστέλλει εις τον αιτούντα έγγραφον γνωστοποίησιν του γεγονότος τούτου, περιλαμβάνουσαν και το αιτιολογικόν της αποφάσεως."
Για την αναθεώρηση και τερματισμό ισχύος της προηγούμενης απόφασης, θα έπρεπε να συνέτρεχε μια από τις πιο πάνω περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 75(1) του Νόμου και/ή να εξέλειπαν εκείνες οι περιστάσεις οι οποίες απαιτούνται να υπάρχουν με βάση τις πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου 38(5), λόγω της δυνατότητας του εφεσείοντα να κερδίζει πλέον πέραν του 1/3 του ποσού το οποίο συνήθως κερδίζει ένας σωματικώς υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία.
Μόνο οι πιο πάνω προβλεπόμενες από τα σχετικά άρθρα των Νόμων περιστάσεις, θα ήσαν νόμιμοι λόγοι για τη διακοπή παροχής σύνταξης προς τον εφεσείοντα. Παρά ταύτα, η εξήγηση και δικαιολογία για τη διακοπή, η οποία δόθηκε προς τον εφεσείοντα, ήταν ότι διαπιστώθηκε ότι "συμβάλλετε ουσιαστικά στη διεξαγωγή των εργασιών σας". Αυτή η φράση, ως αιτιολογία, είναι ακατανόητη αφενός και μη προνοούμενη από το Νόμο αφετέρου. Το ότι κάποιος με πιστοποιηθείσα αναπηρία και ανικανότητα 75% συμβάλλει ουσιαστικά στη διεξαγωγή των εργασιών του δε σημαίνει τίποτε. Ασφαλώς και αναμένεται ότι θα συμβάλλει ουσιαστικά ή ακόμα και ολοκληρωτικά στη διεξαγωγή της όποιας εργασίας διεξάγεται, στο μέτρο πάντα των σωματικών δυνατοτήτων του.
Και δεν τίθεται θέμα να λεχθεί ότι η δοθείσα αιτιολογία συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, όπως εσφαλμένα, κατά την κρίση μας, λέχθηκε πρωτόδικα. Εδώ, το θέμα που εγείρεται δεν είναι ότι η δοθείσα αιτιολογία ήταν λακωνική ή ανεπαρκής. Η δοθείσα αιτιολογία είναι ανύπαρκτη διότι δεν προβλέπεται από το Νόμο. Επειδή όμως, όπως διαφαίνεται από τα τεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, οι λόγοι της διακοπής της παροχής σύνταξης προς τον εφεσείοντα φαίνεται να ήταν το αποτέλεσμα συλλογής κάποιων στοιχείων ως προς πωλήσεις και ενδεχόμενα κέρδη του εφεσείοντα κατά τη διεξαγωγή της εργασίας του, θα πρέπει να πούμε ότι εν πάση περιπτώσει, δε διαφαίνεται με ποιο τρόπο τα στοιχεία εκείνα αξιοποιήθηκαν έτσι ώστε να οδηγούν σε κάποιο εύρημα ότι με αυτά ως δεδομένα, θα έπρεπε να διακοπεί η σύνταξη, ούτε και παρασχέθηκε οποιοδήποτε στοιχείο ως προς το πόσο συνήθως κερδίζει ένας υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης και επαγγελματικής κατηγορίας.
Λόγω των ανωτέρω διαπιστώσεών μας, αυτός ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει, και δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης άλλων λόγων έφεσης, μερικοί των οποίων συμπλέκονται με τα ήδη εξετασθέντα θέματα.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ακυρούται.
Τα έξοδα της έφεσης καθώς επίσης και της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.
Π. Αρτέμης, Π.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΧΤΘ