ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 15
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 126/2009 και 131/2009)
1 Φεβρουαρίου, 2013
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 126/2009)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα/Καθ΄ ης η αίτηση
ΚΑΙ
ΔΟΝΑ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ,
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια
___________________________
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 131/2009)
ΦΡΟΣΩ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,
Εφεσείουσα/Ενδιαφερόμενο Μέρος
ΚΑΙ
ΔΟΝΑ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ,
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
___________________________
Λ. Ουστά (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. 126/2009.
Μ. Καλλιγέρου (κα.), για την Εφεσίβλητη στην Α.Ε. 126/2009.
Σ. Ανδρέου, για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. 131/2009.
Μ. Καλλιγέρου (κα.), για την Εφεσίβλητη στην Α.Ε. 131/2009.
Λ. Ουστά (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Καθ΄ ης η Αίτηση στην Α.Ε. 131/209.
________________________
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Στην πρωτόδικη διαδικασία η εφεσίβλητη ήταν η αιτήτρια. Η εφεσείουσα στην Α.Ε. 126/09 ήταν καθ΄ ης η αίτηση και η εφεσείουσα στην Α.Ε. 131/09 ήταν τοΕ/Μ 1. Το Ε/Μ 2, Θεοδόσης Τσιόλας, δεν εκπροσωπήθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, ούτε και εμφανίζεται στην παρούσα διαδικασία.
Η εφεσίβλητη-αιτήτρια προσέβαλε, με την προσφυγή της, την προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λογιστή, Γενικό Λογιστήριο, από 1.10.2007, των ενδιαφερομένων μερών, αντί της ιδίας. Οι ισχυρισμοί της ήταν ότι σε σχέση με το Ε/Μ 1, Φρόσω Ευσταθίου, είχε αποδοθεί, καταχρηστικά, υπέρμετρη βαρύτητα στην αξία, η οποία βασίστηκε στη βαθμολογία των τελευταίων 10 ετών, ενώ σε σχέση με το Ε/Μ 2, Θεοδόση Τσιόλα, ότι αποδόθηκε, παράνομα, υπέρμετρη βαρύτητα στο πτυχίο του κ. Τσιόλα, κατά παραγνώριση της τριετούς πείρας της εφεσίβλητης-αιτήτριας. Περαιτέρω η εφεσίβλητη-αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι παραγνωρίστηκε η αρχαιότητα της έναντι του Ε/Μ 1 και η υπεροχή της, σε αξία, έναντι του Ε/Μ 2. Ακόμα, υπήρξε, κατ΄ ισχυρισμό, ελλιπής έρευνα και η αιτιολογία που δόθηκε ήταν αντιφατική, πεπλανημένη και καταχρηστική.
Το πρωτόδικο δικαστήριο συμφώνησε με τις θέσεις της αιτήτριας σε ότι αφορά τους πρώτους δύο ισχυρισμούς της, τόσο αναφορικά με το Ε/Μ 1, όσο και αναφορικά με το Ε/Μ 2. Σε σχέση με το Ε/Μ 1 παρατήρησε ότι κατά τα τελευταία 5 έτη, πριν την προσβαλλόμενη πράξη, δηλαδή τα έτη 2002-2006, τόσο η αιτήτρια όσο και το Ε/Μ 1 είχαν ακριβώς την ίδια βαθμολογία, δηλαδή 40 «εξαίρετα» η κάθε μια. Αυτό, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο Δικαστή που επιλήφθηκε της προσφυγής, θα έπρεπε να οδηγήσει τη διοίκηση στο συμπέρασμα ότι αιτήτρια και Ε/Μ 1 ήταν περίπου ισοδύναμες σε αξία. Δεν δικαιολογείτο δηλαδή, υπό τις περιστάσεις, η διοίκηση να προχωρήσει στην εξέταση της βαθμολογίας της αιτήτριας και του Ε/Μ 1 για περίοδο, περαιτέρω 5 ετών, δηλαδή από το 1997-2001και 10 χρόνια πριν την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά τα έτη 1997-2001 το Ε/Μ 1 υπερείχε της αιτήτριας κατά 3 «εξαίρετα» έναντι 3 «πολύ ικανοποιητικά». Αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο σε σχετική νομολογία, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Μουσιούτας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 339/03, ημερ. 24.3.2004 και σε άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες τονίστηκε ότι μια μικρή διαφοροποίηση στη βαθμολογία των υποψηφίων δεν έχει τέτοια σημασία ώστε εκείνος που υπερέχει σε μικρό μόνο ποσοστό «εξαίρετα» να θεωρείται ότι είναι καλύτερος σε αξία, από τον συγκρινόμενο.
Αναφορικά με το Ε/Μ 2 Θεοδόση Τσιόλα, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι η αξιολόγηση του σε σχέση με την αιτήτρια κάλυψε περίοδο 6 ετών πριν την προσβαλλόμενη πράξη. Σ΄ αυτά τα χρόνια η αιτήτρια είχε 41 «εξαίρετα» και 1 «πολύ ικανοποιητικά» ενώ το Ε/Μ 2 είχε 24 «εξαίρετα» και 18 «πολύ ικανοποιητικά», επομένως υπερείχε σε αξία η αιτήτρια. Όμως η διοίκηση είχε δώσει υπέρμετρη βαρύτητα στο προσόν του Ε/Μ 2 το οποίο κατείχε πτυχίο Bachelor of Arts in Accounting and Finance with Computing, που δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας για την επίδικη θέση αλλά απαιτείτο για τη θέση Λογιστή Α΄ Τάξης, για πρώτο διορισμό, ενώ παραγνώρισε την τριετή υπηρεσία στη θέση Λογιστή Β΄ Τάξης την οποίαν είχε η αιτήτρια και η οποία απαιτείτο για προαγωγή στη θέση Λογιστή Α΄ Τάξης. Αναφέρθηκε σχετικά στην απόφαση Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 374 και επανέλαβε τη θέση της νομολογίας ότι κατοχή πρόσθετων προσόντων, μη απαιτούμενων από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης, μπορεί και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όμως σ΄ αυτή δεν μπορεί να δίδεται υπέρμετρη βαρύτητα αλλά οριακή ή περιορισμένη.
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση αναφορικά και με τα δύο Ε/Μ.
Με τις δύο αναθεωρητικές εφέσεις προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με τους εξής λόγους:
1. Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι τόσο ο Γενικός Λογιστής όσο και η ΕΔΥ έδωσαν υπέρμετρη βαρύτητα στα 5 «εξαίρετα» του Ε/Μ 1 με αποτέλεσμα να χαρακτηρίσουν το Ε/Μ 1 ως υπέρτερο σε αξία έναντι της αιτήτριας.
2. Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο πρόσθετο προσόν του Ε/Μ 2 αφού είχε προβεί σε εύρημα ότι η αιτήτρια υπερτερούσε σαφώς σε αξία του Ε/Μ 2, κατά την περίοδο των τελευταίων 6 ετών. Σημειώνεται ότι στην Α.Ε. 131/09 ο δεύτερος λόγος έφεσης διατυπώνεται κάπως διαφορετικά, ότι δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τη νομολογία στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ότι κανένας από τους λόγους έφεσης δεν ευσταθεί.
Όσον αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι λανθασμένα ο Γενικός Λογιστής, στη σύσταση του, την οποίαν υιοθέτησε στη συνέχεια η ΕΔΥ, απομόνωσε κάποια σημεία διαφοράς μεταξύ της αιτήτριας και του Ε/Μ 1, στο απώτερο παρελθόν. Δεδομένου ότι κατά τα τελευταία 5 χρόνια πριν την προσβαλλόμενη απόφαση, που έχουν ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα, οι δύο υποψήφιες ήταν ίσες, ακριβώς, σε αξία, δεν ήταν επιτρεπτό για τη διοίκηση να απομονώσει μια οριακή διαφορά, η οποία υπήρχε μεταξύ των δύο υποψηφίων κατά έτη 1998, 2000 και 2001 - Δέστε: Πατσαλίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 738, όπου τονίστηκε ότι είναι η γενική εικόνα ενός υποψηφίου που εξετάζεται και όχι το ποιος έχει τα περισσότερα «εξαίρετος». Τονίστηκε επίσης ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, αν στα 5 τελευταία χρόνια οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι, η αναφορά στα 10 τελευταία χρόνια για εντοπισμό κάποιων στοιχείων αξιολόγησης, όπου υπερείχαν τα Ε/Μ, είναι λόγος ακυρότητας (σελ. 743). Δέστε, επίσης, Νεφύτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 332/07, ημερ. 8.8.2008 και Κουρτελλάρης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 1039/10, ημερ. 17.7.2012.
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι δύο υποψήφιες θα έπρεπε να είχαν κριθεί ως ισοδύναμες σε αξία και, εφόσον τα προσόντα τους ήταν επίσης ισοδύναμα, θα έπρεπε να είχε επηρεάσει τη διοίκηση υπέρ της αιτήτριας, η αρχαιότητα της έναντι του Ε/Μ 1.
Όσον αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης και το Ε/Μ 2, ή την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και της νομολογίας στα γεγονότα της υπόθεσης, παρατηρούμε ότι πράγματι η ΕΔΥ φαίνεται να παραγνώρισε την προαναφερόμενη διαφορά σε αξία υπέρ της αιτήτριας και φαίνεται να έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο προαναφερόμενο ακαδημαϊκό προσόν του Ε/Μ 2, ενώ αγνόησε πλήρως το γεγονός της (υπέρτερης) τριετούς πείρας της αιτήτριας, στην αμέσως προηγούμενη θέση, η οποία, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, ήταν ουσιαστικά ισοδύναμη με πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο. Στην υπόθεση Δημοκρατία κ.α. ν. Κόκκινου κ.α. (2005) 3 ΑΑΔ 199 η Ολομέλεια επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε ακυρωθεί προαγωγή του Ε/Μ στη θέση Εφόρου Εταιρειών και Επισήμου Παραλήπτη, επειδή δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στον τίτλο του Barrister, που κατείχε το Ε/Μ, ενώ αγνοήθηκε το γεγονός της, κατά πολύ, μεγαλύτερης πείρας του αιτητή στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, κάτι που θεωρήθηκε ότι επαύξανε τις γνώσεις του στα νομικά. Σχετική είναι και η απόφαση στην υπόθεση Μεσαρίτης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 768/04, ημερ. 16.11.2005.
Για τους προαναφερόμενους λόγους και οι δύο αναθεωρητικές εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, εις βάρος των εφεσειουσών και υπέρ της εφεσίβλητης, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο. Καμιά άλλη διαταγή για έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.