ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 1

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 4/2009)

(Υπόθεση Αρ. 1227/2007)

 

22 Ιανουαρίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δικαστές]

 

 

ΧΑΡΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

 

ΚΑΙ

 

1.     ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΦΠΑ,

2.     ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

 

Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η Αίτηση.

 

_________

 

Π. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

 

Μ. Θεοκλήτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Η. Κωνσταντίνου, για τους Εφεσίβλητους.

_________

 

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

_________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το Τμήμα Τελωνείων με "εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής και άλλης τελωνειακής οφειλής" απαίτησε την καταβολή από την εφεσείουσα εταιρεία του συνολικού ποσού των £50.202,00 με τόκο, ποσό το οποίο αντιπροσώπευε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τσιγάρων (καπνού) (£39.685,00) και ΦΠΑ (£5.953,00), καθώς και επιβάρυνση (£4.564,00).

 

Όπως διαπιστώνεται από αδιαμφισβήτητα γεγονότα, η  πιο πάνω διαφορά προέκυψε από το ότι η εφεσείουσα είχε δηλώσει προς το Τμήμα Τελωνείων ως ανώτερη τιμή πώλησης των εισαγόμενων από την Ελλάδα τσιγάρων "BF" και "GR" το ποσό των £1.65 ανά πακέτο των 20 και £2.05 ανά πακέτο "GR" των 25 τσιγάρων, και το Τμήμα Τελωνείων, ύστερα από ενδεικτικές εξετάσεις διασαφήσεων εισαγωγής, διαπίστωσε ότι η αιτήτρια διενεργούσε από το 2004 τελωνισμούς ποσοτήτων τσιγάρων για εσωτερική κατανάλωση στην τιμή των £1.65 ανά πακέτο των 20. Όμως, στις 27.6.2006, κατόπιν έρευνας που διενεργήθηκε σε σημεία λιανικής πώλησης, διαπιστώθηκε ότι, παρά τις πιο πάνω δεδηλωμένες ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης των τσιγάρων "BF" ανά πακέτο των 20 (£1.65) και των τσιγάρων "GR" ανά πακέτο των 25 (£2.05), αυτά πωλούνταν στους καταναλωτές σε ψηλότερες τιμές. Επίσης, η χονδρική τιμή πώλησης των τσιγάρων "BF" των 20, ανά πακέτο, υπερέβαινε την τιμή της £1.65. Εναντίον της εκ των υστέρων βεβαίωσης οφειλής, η αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή με αρ. 1227/2007 η οποία, κατόπιν εκδίκασης, απορρίφθηκε.

 

Με την παρούσα έφεσή της, η αιτήτρια προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης εγείροντας τρεις λόγους έφεσης, τους ακόλουθους:

 

1ος λόγος έφεσης - Το κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε δοθεί από τους καθ΄ων η αίτηση ορθή αιτιολογία.

 

2ος λόγος έφεσης - Ότι η δήλωση λιανικής πώλησης ήταν υποκειμενικά ειλικρινής, όπως απαιτείται από το Νόμο, και λανθασμένα οι καθ΄ων η αίτηση χρησιμοποίησαν τον μέσο όρο λιανικής πώλησης που επικρατούσε στο εμπόριο κατά τη στιγμή της έρευνας.

 

3ος λόγος έφεσης - Ότι τα άρθρα 85(2) και 82(1)(4) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου (Νόμος αρ. 91(Ι)/2004) δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση.

 

Παραθέσαμε εξ αρχής και τους τρεις λόγους έφεσης μαζί αντί μόνο τον πρώτο του οποίου θα επιλαμβανόμαστε, επειδή ηγέρθηκε θέμα από πλευράς της συνηγόρου των εφεσίβλητων σύμφωνα με το οποίο οι πιο πάνω λόγοι έφεσης αρ. 2 και 3 δε θα πρέπει να εξεταστούν, επειδή δεν ηγέρθηκαν και δεν απασχόλησαν πρωτόδικα.

 

Θα πρέπει να συμφωνήσουμε με τη θέση των εφεσίβλητων ότι μεταξύ των λόγων ακύρωσης που ηγέρθηκαν και απασχόλησαν πρωτόδικα δεν περιλαμβάνονται λόγοι οι οποίοι να μπορούν να ενταχθούν στους λόγους έφεσης αρ. 2 και 3. Όπως διαπιστώνεται και στο περίγραμμα αγόρευσης της αιτήτριας-εφεσείουσας προς υποστήριξη των λόγων έφεσης, υιοθετείται απλά η γραπτή αγόρευση της αιτήτριας, η οποία υποβλήθηκε πρωτόδικα. Εκεί, η εφεσείουσα είχε εγείρει πράγματι θέμα αμέλειας ή αποτυχίας των εφεσιβλήτων να προσδιορίσουν πρώτα αυτοί την ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης των επίδικων καπνικών προϊόντων και μετά να ζητήσουν την τιμή από τον εισαγωγέα. Όμως, αναπτύσσοντας και υποστηρίζοντας αυτή της τη θέση, η εφεσείουσα ήγειρε και ασχολήθηκε μόνο και αποκλειστικά με θέμα αντισυνταγματικότητας, όπως υποστήριξε, των άρθρων 82(1)(4) και 85(1)(2) του Νόμου αρ. 90(Ι)/2004, λόγω του ότι τα άρθρα τούτα εναποθέτουν υποχρέωση στον εισαγωγέα-αντιπρόσωπο για πληροφόρηση των εφεσίβλητων ως προς την τιμή της λιανικής πώλησης, στοιχείο το οποίο παραβιάζει αρχές του ελευθέρου εμπορίου και ανταγωνισμού. Το πρωτόδικο δε Δικαστήριο ασχολήθηκε, δικαιολογημένα, μόνο με το θέμα της συνταγματικότητας για να απορρίψει το επιχείρημα της αιτήτριας περί αντισυνταγματικότητας των άρθρων εκείνων, επειδή μόνο ακροθιγώς προβλήθηκε χωρίς εξειδίκευση, αλλά και για λόγους ουσίας έκρινε υπέρ της συνταγματικότητας των άρθρων.

 

Τα ίδια ασφαλώς ισχύουν και για το λόγο έφεσης αρ. 3 με τον οποίο εγείρεται θέμα ότι τα άρθρα 85(2) και 82(1)(4) δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση. Το μόνο θέμα που είχε αναπτυχθεί στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας-εφεσείουσας πρωτόδικα, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, ήταν θέμα αντισυνταγματικότητας αυτών των άρθρων και όχι κακής εφαρμογής ή μη εφαρμόσιμου τους.

 

Επομένως, οι δύο τελευταίοι αυτοί λόγοι έφεσης δεν μπορούν να εξετασθούν πρωτογενώς κατ΄ έφεση, εφόσον δεν ηγέρθηκαν πρωτόδικα. Η νομολογία επί τούτου είναι ξεκάθαρη και δεν μπορούμε να δεχτούμε τη θέση του συνηγόρου της αιτήτριας ότι το Αναθεωρητικό Εφετείο μπορεί να ασχοληθεί και με θέματα που δεν απασχόλησαν πρωτόδικα λόγω της διερευνητικού χαρακτήρα διαδικασίας η οποία ακολουθείται στο Διοικητικό Δίκαιο.

Όπως επεξηγήθηκε, μεταξύ άλλων και στην απόφαση στην υπόθεση Τσαγγαρίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 31, στις σελίδες 35-36:

 

"Η φύση της αναθεωρητικής έφεσης είναι διαφορετική από τη φύση της έφεσης σε αστικές υποθέσεις, λόγω της διαφοράς μεταξύ των δύο δικαιοδοσιών - (βλ. Republic (Council of Ministers) v. Christakis Vassiliades (1967) 3 C.L.R. 82).

 

To αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης συνεχίζει να είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης. Η επανεξέταση, όμως, της νομιμότητας της πράξης ή απόφασης γίνεται πάνω στα θέματα που ηγέρθησαν πρωτόδικα στην προσφυγή και σε όση έκταση οι διάδικοι έχουν περιορίσει τους λόγους στην έφεση ή στην αντέφεση και σε θέματα δημόσιας τάξης που το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα (βλ., μεταξύ άλλων, Republic, (Public Service Commission) v. Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594· Stavros Othonos and Another v. The Republic of Cyprus, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 720, (Απόφαση δόθηκε στις 19 Απριλίου, 1989, δε δημοσιεύτηκε ακόμα)· Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παντελή Χατζηπαντελή, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 827, (Απόφαση δόθηκε στις 25 Απριλίου, 1989, δε δημοσιεύτηκε ακόμα)· Κυριάκος Τριανταφυλλίδης και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 429.

 

Με την έφεση δεν μπορεί να τεθούν λόγοι για ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης άλλοι από εκείνους οι οποίοι προβλήθηκαν στην προσφυγή ή έστω αποτέλεσαν τα επίδικα θέματα κατά την ακρόαση της προσφυγής - (βλ. Ευτυχία Κύπρου Κυπριανού ν. Της Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 3 Α.ΑΔ. 510."

 

Θα εξετάσουμε, επομένως, στη συνέχεια μόνο τον πρώτο λόγο έφεσης.

 

Όπως έχουμε προαναφέρει, με αυτό το λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφανσης σύμφωνα με την οποία η δοθείσα από τους καθ΄ων η αίτηση αιτιολογία για την προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν ορθή. Αιτιολογώντας αυτό το λόγο έφεσης, η εφεσείουσα υποβάλλει ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι ο λανθασμένος υπολογισμός της λιανικής πώλησης ξεκίνησε μετά από την παράλειψή τους να προσδιορίσουν οι ίδιοι πρώτα την ανώτερη τιμή πώλησης. Υποβάλλει επίσης ότι "το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε επαρκώς και/ή καθόλου, με τη λανθασμένη καθοδήγηση που είχαν οι εφεσείοντες από το Τμήμα τελωνείων και κατέληξαν σε φορολογία την οποία οι ίδιοι ανεκάλεσαν".

 

 Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του ασχολήθηκε και με την εισήγηση της εφεσείουσας ως προς αμέλεια ή παράλειψη των εφεσίβλητων να καθορίσουν ή προσδιορίσουν οι ίδιοι την ανώτερη τιμή πώλησης την οποία εισήγηση απέρριψε βασιζόμενο στις πρόνοιες του άρθρου 85(1) του Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες δεν είναι οι εφεσίβλητοι που είχαν τέτοια εξουσία. Πράγματι, η ανάγνωση του κειμένου του άρθρου 85(1) του Νόμου ρητά προνοεί ότι οι ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης των καταναλισκόμενων καπνών καθορίζονται ελεύθερα από τους καπνοβιομηχάνους ή τους αντιπροσώπους, ή εισαγωγείς τους, ενώ το εδάφιο (2) του ίδιου άρθρου προνοεί ότι οι πιο πάνω και όχι οι εφεσίβλητοι υποχρεούνται να δηλώνουν τιμές και μεταβολές στην τιμή τέτοιων προϊόντων. Εξάλλου, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η εφεσείουσα πρωτόδικα ήγειρε μόνο θέμα αντισυνταγματικότητας των νομοθετικών τούτων προνοιών, και δεν υπέδειξε ούτε πρωτόδικα ούτε ενώπιον του Εφετείου, βάσει ποιας πρόνοιας οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση καθορισμού, υπολογισμού ή προσδιορισμού της τιμής, προτού ζητήσουν μετέπειτα δήλωση ανώτερης λιανικής πώλησης από τον εισαγωγέα.

 

Η έφεση απορρίπτεται και, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                              Π. Αρτέμης, Π.

 

                                              Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

                                              Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

                                              Κ. Κληρίδης, Δ.

 

/ΧΤΘ                                           Λ. Παρπαρίνος, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο