ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 92/2009)
30 Νοεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείουσα/Καθ΄ ης η αίτηση
ΚΑΙ
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια
___________________________
Γ. Σεραφείμ, για την Εφεσείουσα.
Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου, για την Εφεσίβλητη.
___________________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (ΑΡΚ), προέβη σε αυτεπάγγελτη εξέταση πιθανών παραβάσεων, από τον Τηλεοπτικό Σταθμό ΑΝΤΕΝΝΑ, της εφεσίβλητης, του Ν 7(Ι)/1998 και της ΚΔΠ 10/2000.
Η εξέταση αφορούσε στην εκπομπή «Αποκάλυψη Τώρα» στην οποία παρουσιαζόταν ανδρικό στριπτίζ. Αφού ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο και αφού ζητήθηκαν και δόθηκαν εξηγήσεις και έγιναν παραστάσεις από την εφεσίβλητη, η εφεσείουσα εξέδωσε την απόφαση της διαπιστώνοντας ότι η εφεσίβλητη ήταν ένοχη παραβάσεων του άρθρου 26(1) (β) του προαναφερόμενου νόμου και των κανονισμών 21(1), 22(1), 21(5), 21(6) και 33(2). Στη συνέχεια κάλεσε την εφεσίβλητη να υποβάλει τις θέσεις της πριν επιβληθούν κυρώσεις. Η εφεσίβλητη υπέβαλε τις θέσεις της και η εφεσείουσα επέβαλε συνολικό πρόστιμο £4.000.-, δηλαδή £2.000.- για την παράβαση του άρθρου 26(1) (β) και £2.000.- για την παράβαση του Κανονισμού 21(6).
Η εφεσίβλητη με προσφυγή της προσέβαλε την προαναφερόμενη απόφαση της εφεσείουσας ισχυριζόμενη, μεταξύ άλλων, ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά, ότι έπασχε η σύνθεση και λειτουργία της ΑΡΚ και ότι η ΑΡΚ δεν ήταν νομίμως συγκροτημένη. Πέραν των προαναφερομένων η εφεσίβλητη προέβαλε και ουσιαστικούς λόγους για την ακύρωση της απόφασης της εφεσείουσας.
Ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής εξέτασε τους προκαταρκτικούς λόγους ακύρωσης και τους απέρριψε. Στη συνέχεια προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής. Εξέτασε συγκεκριμένα την εισήγηση της εφεσίβλητης-αιτήτριας ότι, δεδομένης της αοριστίας των εννοιών των νομοθετικών προνοιών και ειδικά του άρθρου 26(1) (β), στις οποίες περιλαμβάνεται ο όρος «αρχές της ψηλής ποιότητας», του Κανονισμού 21(1) στον οποίον περιλαμβάνεται ο όρος «ποιοτικό επίπεδο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας» και του Κανονισμού 21(6) στον οποίον περιλαμβάνεται ο όρος «προγράμματα κατάλληλα για όλο το κοινό», η καταδίκη της εφεσίβλητης-αιτήτριας διέπεται από έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Ήταν η θέση της εφεσίβλητης-αιτήτριας ότι καμιά έρευνα δεν διεξήχθη, ως προς τις προαναφερόμενες έννοιες, σε συνάρτηση με την κυπριακή κοινωνία, και κανένας συγκεκριμένος συσχετισμός δεν έγινε για να αιτιολογηθεί η καταληκτική κρίση της εφεσείουσας-καθ΄ ης η αίτηση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προαναφερόμενες εισηγήσεις έγιναν μόνον ως προς τις καταδίκες που αφορούσαν το άρθρο 26(1) (β) και τους Κανονισμούς 21(1) και 21(6). Ενόψει αυτής της διαπίστωσης το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και επικύρωσε τις καταδίκες που αφορούσαν τους Κανονισμούς 22(1), 21(5) και 33(2). Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και το παράπονο αναφορικά με την καταδίκη που αφορούσε τον Κανονισμό 21(6), επειδή η καταδίκη εκείνη δεν σχετιζόταν με την ποιότητα και το επίπεδο της εκπομπής αλλά με την ακαταλληλότητα της ώρας της προβολής, για ανηλίκους κάτω των 15 ετών. Δεδομένου ότι η προαναφερόμενη εκπομπή μεταδόθηκε στα όρια της οικογενειακής ζώνης το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της εφεσείουσας για την ακαταλληλότητα της εκπομπής για ανηλίκους δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως μή εύλογη.
Αναφορικά όμως με τις καταδίκες δυνάμει του άρθρου 26(1) (β) και του Κανονισμού 21(1) το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε τα εξής:
Το άρθρο 26(1) (β) απαιτεί όπως η τηλεοπτικές εκπομπές διέπονται «από τις αρχές της ψηλής ποιότητας». Δεν παρέχει όμως ορισμό του προαναφερόμενου όρου. Επομένως, έκρινε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι το περιεχόμενο του όρου είναι τόσο αόριστο και αδιευκρίνιστο που είναι εκ των προτέρων αδύνατο να προσδιοριστεί και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να αποδοθεί οιωνεί ποινική ευθύνη για παράβαση τέτοιων αορίστων όρων. Θεώρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο προαναφερόμενος όρος εισήγαγε απεριόριστη υποκειμενικότητα καθορισμού νομικής ευθύνης που δεν συνάδει με τη σύγχρονη αντίληψη της ευρωπαϊκής νομολογίας.
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο, υπέβαλε κάποια ερωτήματα αναφορικά με το πώς κρίνεται το ποιοτικό και το μή ποιοτικό θέαμα και με ποιού ανθρώπου το κριτήριο θα καθοριστεί η ψηλή ποιότητα. Κατά την πρωτόδικη κρίση, η εκ των υστέρων καταδίκη του θεάματος δεν διέφερε ουσιαστικά από την εκ των προτέρων, προληπτική λογοκρισία που υπήρχε σε περιόδους σκοταδισμού, πριν από την εφαρμογή του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης.
Τα προαναφερόμενα ίσχυαν και αναφορικά με την καταδίκη δυνάμει του Κανονισμού 21(1) αφού το «ποιοτικό επίπεδο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας» έχουν πλήρη αναλογία προς την «ψηλή ποιότητα» του άρθρου 26(1) (β), εξού και η εφεσείουσα εξέτασε ενιαία τις δύο παραβάσεις και δεν επέβαλε ποινή ως προς την καταδίκη δυνάμει του Κανονισμού 21(1).
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και την αιτιολογία των προσβαλλομένων αποφάσεων και είπε ότι η απλή αναφορά της εφεσείουσας στην κρίση της ότι «μια ποιοτικά υποβαθμισμένη εκπομπή δεν μπορεί να ευρίσκεται στο επίπεδο εκείνο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας», πέραν της επανάληψης των προνοιών του Κανονισμού 21(1), δεν συνιστά αιτιολογία προς καταδίκη.
Αφού είπε τα προαναφερόμενα, το πρωτόδικο δικαστήριο, απέρριψε την προσφυγή και επικύρωσε τις καταδίκες δυνάμει των Κανονισμών22(1), 21(5), 21(6) και 33(2) στις οποίες είχε επιβληθεί πρόστιμο £2.000.- επί της καταδίκης δυνάμει του Κανονισμού 21(6), αλλά έκαμε δεκτή την προσφυγή και ακύρωσε τις καταδίκες δυνάμει του άρθρου 26(1) (β) και του Κανονισμού 21(1) καθώς και το πρόστιμο των £2.000.- που επιβλήθηκε επί της καταδίκης δυνάμει του άρθρου 26(1) (β). Αναφορικά με τα έξοδα το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι «ενόψει του συνολικού αποτελέσματος, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα».
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με οχτώ λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ακύρωση του μέρους της επίδικης απόφασης της εφεσείουσας με την οποίαν επιβλήθηκε στην εφεσίβλητη διοικητικό πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 26(1) (β) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου, Ν 7(Ι)/98, όπως τροποποιήθηκε, και του Κανονισμού 21(1) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών, ΚΔΠ 10/2000. Η αιτιολογία που προβάλλεται προς υποστήριξη του πρώτου λόγου έφεσης είναι ότι δεν χρειαζόταν να οριστεί από το νόμο η φράση «αρχές της υψηλής ποιότητας» εφόσον το δικαστήριο θα μπορούσε να την ερμηνεύσει δίνοντας σ΄ αυτή τη γραμματική της έννοια.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλονται τα «γενικόλογα ερωτήματα» τα οποία έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελ. 19 της απόφασης του σε σχέση με τον τρόπο καθορισμού της «ψηλής ποιότητας».
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η προσβληθείσα, με την προσφυγή, απόφαση της εφεσείουσας ήταν αναιτιολόγητη. Κατά την εφεσείουσα η αιτιολογία ότι «η επίδικη εκπομπή είναι υποβαθμισμένη ποιοτικά όσον αφορά το περιεχόμενο της, τη θεματολογία της και το περιεχόμενο των διαλόγων της» ήταν επαρκής.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη θέση ότι η εκ των υστέρων καταδίκη του θεάματος δεν διαφέρει από την εκ των προτέρων προληπτική λογοκρισία.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το περιεχόμενο της σελ. 21 της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα της ελεύθερης μετάδοσης ιδεών και πληροφοριών επιτρέπει την κάθε μορφή έκφρασης ανεξαρτήτως «ποιότητας», εφόσον δεν παραβιάζονται άλλα θεμελιακά δικαιώματα.
Με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση, και πάλιν αναφορικά με τα όσα αναγράφονται στη σελ. 21, ως προς τη θέση ότι εναπόκειται στον κάθε άνθρωπο να κρίνει το τί συνιστά ποιοτική εκπομπή και να την παρακολουθήσει ή όχι και δεν εναπόκειται στην εφεσείουσα να προσδιορίζει πατερναλιστικά τι είναι ή δεν είναι ψηλά, από απόψεως ποιότητας.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στη ρήση του Oscar Wilde ότι δεν υπάρχουν ηθικά ή ανήθικα βιβλία αλλά καλόγουστα ή κακόγουστα βιβλία.
Με το όγδοο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην επιδικάσει έξοδα εις βάρος της εφεσίβλητης-αιτήτριας και υπέρ της εφεσείουσας-καθ΄ ης η αίτηση.
Αντέφεση που αρχικά καταχωρήθηκε, αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ως προς το ότι ήταν απαραίτητο να δοθεί, στο νόμο, ορισμός του όρου «αρχές της ψηλής ποιότητας». Κατά την εκτίμηση μας αυτό το ζήτημα μπορούσε να αφεθεί από το νομοθέτη στο αρμόδιο διοικητικό όργανο και κατ΄ επέκταση στα δικαστήρια τα οποία είναι αρμόδια να ελέγχουν τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων. Δεν θεωρούμε ότι «οι αρχές της ψηλής ποιότητας», που αναγράφονται στο άρθρο 26(1) (β) και τον Κανονισμό 21(1), και το «ποιοτικό επίπεδο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας», που αναγράφεται στον Κανονισμό 21(6), ήταν όροι που δεν μπορούσαν ευχερώς να ερμηνευθούν από το αρμόδιο διοικητικό όργανο του οποίου οι αποφάσεις υπόκεινται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ούτε και συμφωνούμε με την πρωτόδικη θέση ότι οι όροι αυτοί περιέχουν απεριόριστη υποκειμενικότητα που δεν συνάδει με τον καθορισμό νομικής ευθύνης και μάλιστα οιωνεί ποινικής. Εφόσον ένας Νόμος δεν κρίνεται αντισυνταγματικός ή άκυρος, θα πρέπει να εφαρμόζεται έστω και αν η εφαρμογή του είναι δύσκολη.
Ακόμα, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό δεν συμφωνούμε και με τις πρωτόδικες διαπιστώσεις ότι η εκ των υστέρων καταδίκη του θεάματος δεν διαφέρει ουσιαστικά από την εκ των προτέρων προληπτική λογοκρισία. Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης και της μετάδοσης ιδεών και πληροφοριών είναι σεβαστά, όμως δεν βρίσκουμε οτιδήποτε στις προαναφερόμενες υπό εξέταση πρόνοιες που παραβιάζουν τα δικαιώματα αυτά. Ούτε και τέθηκε οτιδήποτε τέτοιο στην παρούσα έφεση.
Οι αναφορές του πρωτόδικου δικαστηρίου στην ελευθερία των ατόμων να παρακολουθούν τις εκπομπές που επιθυμούν χωρίς πατερναλισμό από την ΑΡΚ, δεν θεωρούμε ότι επηρεάζουν την έκβαση της έφεσης. Ούτε και η πρωτόδικη αναφορά στην προαναφερόμενη ρήση του Oscar Wilde θεωρούμε ότι επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την έκβαση της έφεσης.
Εκείνο που παραμένει προς εξέταση είναι η κατ΄ ισχυρισμόν έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας της απόφασης της εφεσείουσας, που συνιστά το περιεχόμενο του τρίτου λόγου έφεσης. Δεν συμφωνούμε ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή, απόφαση της εφεσείουσας-καθ΄ ης η αίτηση, δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Στην απόφαση της εφεσείουσας αναγράφεται ως αιτιολογία ότι: «Η επίδικη εκπομπή είναι υποβαθμισμένη ποιοτικά όσον αφορά το περιεχόμενο της, τη θεματολογία της και το περιεχόμενο των διαλόγων της. Κατ΄ επέκταση μια ποιοτικά υποβαθμισμένη εκπομπή δεν μπορεί να ευρίσκεται στο επίπεδο εκείνο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας». Στην απόφαση της εφεσείουσας αναγράφεται ότι: «Η ψηλή ποιότητα, η κοινωνική αποστολή και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας δεν εξυπηρετούνται από την επίδικη εκπομπή που είχε ως θέμα το αντρικό στριπτίζ».
Γίνεται ειδική αναφορά, στην απόφαση, σε συγκεκριμένα σημεία της εκπομπής, όπου ρωτήθηκε ο «στριπτιζέρ» αν οι επιχειρηματίες απαιτούν από τους «στριπτιζέρ» να βγάζουν κάτι παραπάνω από το «μποξεράκι» για να βλέπει ο κόσμος, «αν εκδίδονται οι στριπτιζέρς», αν «χρησιμοποιούν 20 λεπτά προηγούμενως ένα μηχάνημα σαν τρόμπα για να φαίνονται τα γεννητικά όργανα υπερμεγέθη», «αν έχουν πάει μέσα για πορνεία» και αν εκτελούν και χρέη «συνοδού».
Όλα τα προαναφερόμενα αναφέρονται ρητά στην προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την κρίση μας, συνιστούν επαρκή αιτιολογία για τα συμπεράσματα της εφεσείουσας, ως προς την υποβαθμισμένη, ποιοτικά, θεματολογία της εκπομπής.
Ενόψει της γενικότητας των όρων που υπάρχουν στο σχετικό Νόμο και τους Κανονισμούς και της, κατά συνέπεια, ευρείας διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην εφεσείουσα, θεωρούμε πολύ σημαντικό, η εφεσείουσα να δίνει σαφή και ακριβή αιτιολογία για τις αποφάσεις της, ώστε να μπορεί να ελέγχεται, δικαστικά, η διακριτική της ευχέρεια. Στην παρούσα υπόθεση τέτοια αιτιολογία δόθηκε.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται ως προς τις καταδίκες δυνάμει του άρθρου 26(1) (β) και του Κανονισμού 21(1) καθώς και το πρόστιμο των £2.000.- που επιβλήθηκε επί της καταδίκης δυνάμει του άρθρου 26(1) (β). Η προσβληθείσα απόφαση της εφεσείουσας επιβεβαιώνεται.
Τα έξοδα της έφεσης, και τα πρωτόδικα έξοδα (που καλύπτονται από τον 8ο λόγο έφεσης), όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εις βάρος της εφεσίβλητης.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.