ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 86/2009)

 

22 Νοεμβρίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.    ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ ΜΟΡΙΤΣΗ,

2.    ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ ΜΟΡΙΤΣΗ,

Εφεσείοντες,

ν.

 

ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΟΝ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

Δ. Παυλίδης και Κ. Λούτσιου, για τους Εφεσείοντες.

Θ. Πιπερή, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Για σκοπούς μετακίνησης του χωριού Παλιάμπελα της επαρχίας Πάφου σε άλλη καταλληλότερη περιοχή, χρειάστηκε να απαλλοτριωθεί ιδιωτική γη. Στις 26.11.1971 δημοσιεύθηκε η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης Αρ. 936 και στις 28.1.1972 το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης Αρ. 35. Σύμφωνα με τη Γνωστοποίηση, σκοπός της Απαλλοτρίωσης ήταν «..η κατασκευή οδών και η δημιουργία οικοπέδων και η διάθεση αυτών για την μετακίνηση των κατοίκων του χωριού Παλιάμπελα σε καταλληλότερη περιοχή». Η μετακίνηση του χωριού ολοκληρώθηκε πριν από αρκετά χρόνια.

 

Μεταξύ των κτημάτων που απαλλοτριώθηκαν ήταν και το κτήμα των εφεσειόντων τεμ. 11, νυν. τεμ. 35 του Φ/Σχ. 17/47. Οι εφεσείοντες με επιστολές των δικηγόρων τους, της πρώτης σταλείσας το 2003, ζήτησαν επιστροφή του προαναφερόμενου τεμαχίου. Ισχυρίστηκαν ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε το τεμάχιο δεν έχει ποτέ πραγματοποιηθεί.

 

Οι εφεσίβλητοι με επιστολή ημερ. 5.7.2006 πληροφόρησαν τους εφεσείοντες ότι το Υπουργικό Συμβούλιο την 1.6.2006 αποφάσισε να κηρύξει ως πλεονάζουσα ιδιοκτησία τη γη που δεν χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς που απαλλοτριώθηκε και ότι το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας έχει ήδη προωθήσει τη διαδικασία επιστροφής της πλεονάζουσας γης στους πρώην ιδιοκτήτες σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962. Στη γη αυτή συμπεριλαμβανόταν μέρος του προαναφερόμενου τεμαχίου των εφεσειόντων. Οι τελευταίοι αντιδρώντας, ζήτησαν την επιστροφή ολόκληρης της απαλλοτριωθείσας έκτασης του προαναφερόμενου τεμαχίου, ισχυριζόμενοι ότι ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση πριν από 35 χρόνια δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

 

Οι εφεσίβλητοι πρότειναν επιστροφή μέρους του τεμαχίου που δεν είχε χρησιμοποιηθεί και κηρύχθηκε ως πλεονάζουσα ιδιοκτησία. Επρόκειτο για εκείνο το μέρος του τεμαχίου που επηρεαζόταν από τη Ζώνη Προστασίας της Παραλίας και προοριζόταν για την ανέγερση καφενείου. Το υπόλοιπο μέρος του τεμαχίου είχε ήδη διαχωριστεί σε οικόπεδα τα οποία παραχωρήθηκαν και κατέχονται από δικαιούχους ενώ άλλο μέρος του τεμαχίου ενεγράφη στα μητρώα του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως δημόσιος χώρος πρασίνου. Εξ αρχής η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι πέραν του μέρους της γης που έχει κηρυχθεί ως πλεονάζον μη χρησιμοποιηθέν για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης είναι και ο χώρος πρασίνου ο οποίος δεν έχει διαμορφωθεί ως τέτοιος παρόλο ότι χρησιμοποιείται από το κοινό ως κοινόχρηστος χώρος.

 

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης των εφεσιβλήτων ημερ. 5.7.2006 με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημά τους για επιστροφή ολόκληρου του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Ζήτησαν επίσης ακύρωση της παράλειψης και/ή συνεχιζόμενης παράλειψης των εφεσιβλήτων για επιστροφή «ολόκληρου και/ή του μη χρησιμοποιηθέντος μέρους του ακινήτου».

 

Η ευπαίδευτη συνάδελφος που εκδίκασε την υπόθεση σε πρώτο βαθμό, προσδιόρισε ότι το ακίνητο στο οποίο αφορά η διαφορά είναι μόνο το μέρος που έχει εγγραφεί στα μητρώα του Κτηματολογίου ως χώρος πρασίνου. Και αυτό, σε αντιδιαστολή προς ό,τι λογικά προκύπτει εκ των πραγμάτων, ότι δηλαδή, δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί αίτημα επιστροφής είτε για το μέρος που διαχωρίστηκε σε οικόπεδα και παραχωρήθηκε σε δικαιούχους εφόσον αυτό χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της αρχικής απαλλοτρίωσης είτε για το μέρος που προοριζόταν για την ανέγερση καφενείου εφόσον τούτο έχει επιστραφεί στους εφεσείοντες με την προσβαλλόμενη απόφαση και συνεπώς, ως προς αυτό, δεν μπορεί να ευσταθήσει ισχυρισμός περί παράλειψης ή άρνησης επιστροφής του.

 

Κρίθηκε σε πρώτο βαθμό ότι, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί διά της εγγραφής του συγκεκριμένου τμήματος του επίδικου τεμαχίου στα μητρώα του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως δημόσιου χώρου πρασίνου, γεγονός το οποίο και εμπράκτως καταδεικνύει την πραγμάτωση του σκοπού. Το γεγονός ότι κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης δεν υπήρχε σε ισχύ οποιαδήποτε νομοθεσία για τη δημιουργία χώρων πρασίνου, κρίθηκε πως δεν μπορεί να επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την ήδη διαμορφωθείσα πραγματική και νομική κατάσταση εφόσον, κατά τη σκέψη του Δικαστηρίου, «Δεν απαιτείται νομοθεσία, για να μπορεί η διοίκηση να προβλέψει για τη δημιουργία δημόσιου χώρου πρασίνου, στα πλαίσια μάλιστα του σκοπού της μετακίνησης ενός ολόκληρου χωριού. Στην παρούσα περίπτωση, η πρόβλεψη ενός τέτοιου χώρου ήταν επιβεβλημένη και αιτιολογείται με επάρκεια στην επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερομηνίας 25/1/1999 όπου αναφέρονται τα εξής:

 

«2. Οι χώροι πρασίνου υπολογίστηκαν και σχεδιάστηκαν για τις ανάγκες του Οικισμού ώστε να διασφαλίζουν άνετες συνθήκες διαβίωσης και ευημερίας των κατοίκων του, . διασφαλίζουν τους οπτικούς διαδρόμους και τις προσπελάσεις προς τη θάλασσα, ιδιότητες που λήφθηκαν υπόψη κατά τον σχεδιασμό του Οικισμού.»»

 

 

 

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίθηκε ότι η κατάληξη επί του προκειμένου ήταν ότι οι αιτητές (εφεσείοντες) απέτυχαν να καταδείξουν ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 23.5 του Συντάγματος και του άρθρου 15(1) του Νόμου και συνακόλουθα απορρίφθηκε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης.

 

Στην εκκαλούμενη απόφαση αναφέρεται ότι οι ισχυρισμοί περί παραβίασης σειράς άλλων άρθρων του Συντάγματος δεν μπορεί να εξεταστούν λόγω της γενικότητας και της αοριστίας με την οποία προβλήθηκαν οι εν λόγω ισχυρισμοί. Σχετική επί τούτου αναφορά έγινε στη Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 671 και στη Σπύρου κα ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 2549. Αβάσιμοι κρίθηκαν και οι λοιποί ισχυρισμοί περί παραβιάσεων των αρχών της χρηστής διοίκησης και της νομιμότητας καθώς και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη.

 

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης. Οι λόγοι έφεσης που προώθησαν οι εφεσείοντες έχουν ως κοινή συνισταμένη τη θέση ότι ο υπό αναφορά χώρος πρασίνου δεν μπορεί να θεωρείται ότι έγινε ή εμπίπτει στους σκοπούς της απαλλοτρίωσης καθότι δεν προκύπτει κανένας τέτοιος σκοπός από τη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης ενώ κατά το χρόνο δημοσίευσης της γνωστοποίησης δεν υπήρχε σε ισχύ νομοθεσία για τη δημιουργία χώρου πρασίνου. Οι εφεσείοντες λέγουν επίσης ότι ο συγκεκριμένος χώρος που έχει εγγραφεί στα Μητρώα του Κτηματολογίου ως χώρος πρασίνου δεν έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα ως πραγματικός χώρος πρασίνου και ούτε έχει χρησιμοποιηθεί από τους κατοίκους του χωριού ως κοινόχρηστος χώρος.

 

Οι πιο πάνω θέσεις των εφεσειόντων αποτέλεσαν το υπόβαθρο της εισηγήσεώς τους ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων για μη επιστροφή τμήματος του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου, λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 23.5 του Συντάγματος και του άρθρου 15(1) του νόμου δυνάμει των οποίων προνοείται επιστροφή της απαλλοτριωθείσας περιουσίας στον ιδιοκτήτη εάν, μετά την παρέλευση τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η ιδιοκτησία περιήλθε στην απαλλοτριούσα αρχή ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν κατέστη εφικτός.

 

Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος. Η παράγραφος 5 του εν λόγω άρθρου προνοεί ότι:

 

«23.5. Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι΄ ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ΄ ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ΄ όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής.»

 

 

 

Το άρθρο 15(1) του Νόμου επαναλαμβάνει την πάρα πάνω απορρέουσα εκ του Συντάγματος υποχρέωση και ρυθμίζει λεπτομερώς τις εκατέρωθεν ευθύνες και δικαιώματα. Στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166  η Ολομέλεια υπέδειξε ότι η απαλλοτριούσα αρχή πρέπει να λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης «εφικτά υλοποιήσιμο μέσα στην προβλεπόμενη από το Σύνταγμα περίοδο δηλαδή σε εύλογο χρονικό διάστημα. Τονίστηκε συναφώς πως αν το κριτήριο του εφικτά πραγματοποιήσιμου συναρτάται προς την υποκείμενη διάθεση της διοίκησης να εξακολουθεί να επιθυμεί και να ενδιαφέρεται για την πραγμάτωση του έργου στο μέλλον χωρίς όμως να έχει εμπράκτως προβεί στις ενέργειες που είναι ευλόγως αναγκαίες για την υλοποίηση του σκοπού τότε θα αφίσταται του συνταγματικού κριτηρίου εφόσον θα παρέχεται εσαεί στη διοίκηση το δικαίωμα να κατακρατά την ιδιοκτησία χωρίς να πραγματώνεται ο σκοπός της κτήσης της. Σχετική επ΄ αυτού είναι η πιο κάτω περικοπή της απόφασης:

 

«Η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου, η οποία συναρτά την εφαρμογή του Αρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των υποκειμενικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες.»

 

 

 

Στην Ευθυμιάδης τονίστηκε ότι στις περιπτώσεις όπου η διοίκηση αρνείται να επιστρέψει το απαλλοτριωθέν ακίνητο ο αιτητής έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι η διοίκηση παρέλειψε να προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που θα ήταν ευλόγως αναγκαίες για την υλοποίηση του έργου. Το κατά πόσο έχει καταστεί εφικτό να πραγματοποιηθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης είναι ζήτημα που θα κριθεί με αναφορά σε όλα τα αντικειμενικά δεδομένα όπως είχαν διαμορφωθεί αφότου δημοσιεύθηκε η γνωστοποίηση αλλά και εκείνων που ακολούθησαν την απαλλοτρίωση.

 

Είναι γεγονός ότι στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης όπου εξειδικεύεται ο σκοπός της δημόσιας ωφέλειας για τον οποίο κρίθηκε αναγκαία η επίδικη απαλλοτρίωση, δεν συμπεριλαμβάνεται η δημιουργία χώρων πρασίνου ούτε γίνεται οποιαδήποτε άλλη αναφορά για τη δημιουργία άλλων χώρων είτε για ανέγερση σχολείου, εκκλησίας κλπ. Προφανώς ο σκοπός της απαλλοτρίωσης καθορίστηκε περιοριστικά και αφορούσε μόνο στην κατασκευή οδών και τη δημιουργία οικοπέδων τα οποία η απαλλοτριούσα αρχή θα διέθετε στους κατοίκους του χωριού Παλιάμπελα για τη μετακίνησή τους σε καταλληλότερη, όπως αναφέρεται περιοχή. Με κάθε εκτίμηση προς την άποψη της συναδέλφου μας που εκδίκασε σε πρώτο βαθμό την προσφυγή, θεωρούμε παρακινδυνευμένη την ευρύτερη ερμηνεία στην οποία προέβη αναφορικά με τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης. Κατά τον ουσιώδη χρόνο η δημιουργία χώρων πρασίνου στις αγροτικές κοινότητες ενδεχομένως να μην αποτελούσε προτεραιότητα ή ανάγκη για σκοπούς άνεσης των κατοίκων ή για σκοπούς πολεοδομίας ή γενικά για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας στην ευρύτερη έννοια του όρου. Η αναφορά στην εκκαλούμενη απόφαση ότι η πρόβλεψη ενός τέτοιου χώρου ήταν επιβεβλημένη και αιτιολογείται με επάρκεια στην επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερ. 25.1.1999 (η σχετική παράγραφος της επιστολής παρατίθεται στη σελίδα 6 ανωτέρω) νομίζουμε πως δεν βοηθά την υπόθεση των εφεσιβλήτων. Τα όσα αναφέρονται στην πιο πάνω επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως συνιστούν μεταγενέστερη σκέψη που εκφράστηκε σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τον ουσιώδη χρόνο όταν είχαν ήδη αλλάξει γενικά οι αντιλήψεις αναφορικά με τα πολεοδομικά πράγματα και τις σχετικές ρυθμίσεις. Θεωρούμε ότι το περιεχόμενο της προαναφερόμενης επιστολής ουδόλως παρέχει νομικό έρεισμα στην άρνηση των εφεσιβλήτων να επιστρέψουν στους εφεσείοντες το επίδικο μέρος του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου.  Αν η πρόβλεψη ενός τέτοιου χώρου ήταν επιβεβλημένη, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, η πρόβλεψη αυτή έπρεπε απαραιτήτως να είχε συμπεριληφθεί στη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης έτσι ώστε οι επηρεαζόμενοι να γνωρίζουν με κάθε δυνατή ακρίβεια τα όρια των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων τους.

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Η άρνηση και/ή η παράλειψη των εφεσιβλήτων να ακολουθήσουν τη διαδικασία του άρθρου 23.5 του Συντάγματος και του άρθρου 15 του Ν. 15/62 κηρύσσεται άκυρη και παν το παραληφθέν ως προς ό,τι αφορά το επίδικο τεμάχιο γης που ενεγράφη στα μητρώα του Κτηματολογίου ως χώρος πρασίνου δέον όπως εκτελεσθεί. Τα έξοδα, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της Δημοκρατίας.

 

 

                                                        ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                        Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

                                                        Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

 

                                                        ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                        Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο