ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 85/2009)
30 Νοεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΥΛΛΗ,
2. ΜΑΡΙΚΚΑ ΖΗΝΩΝΟΣ,
Εφεσείοντες/Ε.Μ.
ΚΑΙ
Π.Ε.Α.Λ. «Ο ΚΛΑΡΙΟΣ» ΛΤΔ,
Εφεσίβλητοι/Αιτητές
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΔΕΙΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Θ. Κουσπή (κα.) για Ι. Νικολάου, για τους Εφεσίβλητους.
Θ. Πιπερή (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
___________________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται, από τους εφεσείοντες-ενδιαφερόμενα πρόσωπα, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ημερ. 12.5.2009, στις Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις 409/07 και 410/07, με την οποίαν ακυρώθηκε απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών.
Τα γεγονότα των δύο προαναφερόμενων προσφυγών ήταν περίπλοκα, όπως ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο, λόγω της μακράς προϊστορίας του θέματος και των πολλών προσφυγών που καταχωρίστηκαν. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με σκοπό την καλύτερη κατανόηση της υπόθεσης, αναφέρθηκε στο ιστορικό της επίδικης διαφοράς που αφορούσε στη χορήγηση αδειών αγροτικού λεωφορείου στη διαδρομή Ακάκι-Λευκωσία. Χάριν της πληρότητας των γεγονότων το πρωτόδικο δικαστήριο ανέτρεξε και στο φάκελο της Προσφυγής 1335/2000, εφόσον τα γεγονότα εκείνης της υπόθεσης συνδέονται άμεσα με τα γεγονότα των Προσφυγών 409/07 και 410/07.
Κρίνουμε ότι είναι επιθυμητό να παραθέσουμε τα γεγονότα όπως τα συνόψισε το πρωτόδικο δικαστήριο και που έχουν ως εξής:
«Ο Στέλιος Μιχαήλ, κατείχε άδεια χρήσης των αγροτικών λεωφορείων LY249 και LY262. Η άδειες έληξαν και από το 1993 δεν ανανεώθηκαν. Κατά την τότε ορολογία της Αρχής Αδειών, τα λεωφορεία θεωρήθηκαν ότι διαγράφηκαν. Το 1996 ο Στ. Μιχαήλ υπέβαλε αίτηση στην Αρχή Αδειών για επανεγγραφή των δύο λεωφορείων και στη συνέχεια για μεταβίβαση της άδειας χρήσης τους στην Περιφερειακή Εταιρεία Αγροτικών Λεωφορείων (Π.Ε.Α.Λ.) Σολέας-Κυπερούντας «Ο Κλάριος Λτδ.», Αιτητές, στο εξής «οι Αιτητές», στην οποία είχε πωλήσει τα λεωφορεία.
Παρόμοια αίτηση για επανεγγραφή διαγραμμένων αγροτικών λεωφορείων και μεταβίβαση στους Αιτητές, υπέβαλε και η Ελπίδα Χριστοδούλου, σε σχέση με 2 λεωφορεία (FW777 και CD380) τα οποία και αυτή πώλησε στους Αιτητές. Παράλληλα, υπήρχε ενώπιον της Αρχής Αδειών και επιστολή των Αιτητών με την οποία πληροφορούσαν την Αρχή ότι μετά από σχετική συμφωνία, αγόρασαν τα 3 λεωφορεία και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τις άδειες οδικής χρήσης.
Υποβλήθηκαν ενστάσεις από άλλους αδειούχους λεωφορειούχους της πιο πάνω διαδρομής, μεταξύ των οποίων και η Μαρίκα Ζήνωνος, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια των λεωφορείων CV643 και KN366 και ο Κώστας Στυλλής, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης του λεωφορείου DR667.
Η Αρχή Αδειών, κατά τη συνεδρία της στις 20.11.96, εξέτασε τις πιο πάνω αιτήσεις σε συνάρτηση με τις ενστάσεις και αποφάσισε τη χορήγηση αδειών οδικής χρήσης (επανεγγραφή) και στη συνέχεια τη μεταβίβαση τους στους Αιτητές.
Κατά της πιο πάνω απόφασης της Αρχής Αδειών, καταχωρήθηκαν από την Μαρίκα Ζήνωνος 3 Ιεραρχικές Προσφυγές στην Αναθεωρητική Αρχή Αδειών, η οποία μετά από εξέταση, τις απέρριψε και επικύρωσε την απόφαση της Αρχής Αδειών.
Η Μαρίκα Ζήνωνος που συνέχισε να διαφωνεί με την απόφαση, καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο τρεις προσφυγές, την 891/97 (αναφορικά με τα 2 λεωφορεία της Ελπίδας Χριστοδούλου) και τις 892/97 και 893/97 (αναφορικά με τα 2 λεωφορεία του Στέλιου Μιχαήλ), για ακύρωση των αποφάσεων της Αναθεωρητικής Αρχής. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με αποφάσεις των Νικολάου, Δ. και Καλλή, Δ., δέχτηκε τις προσφυγές και ακύρωσε τις αποφάσεις της Αναθεωρητικής Αρχής. Και οι δύο Δικαστές έκριναν ότι λόγω της διαγραφής των λεωφορείων από το 1993, αυτά έπαυσαν να είναι οχήματα δημόσιας χρήσεως μέσα στην έννοια του όρου «οχήματα δημόσιας χρήσεως». Ως εκ τούτου, η άδεια δημόσιας χρήσης έπαυσε να συνδέεται και να σχετίζεται με «λεωφορείο δημόσιας χρήσεως», με αποτέλεσμα να μην τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 6(1), αλλά το άρθρο 8(3) του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982 (Ν. 9/82). Το Δικαστήριο θεώρησε περαιτέρω, ότι δεν απασχόλησε την αρμόδια Αρχή το ότι επρόκειτο για χορήγηση νέας άδειας, που σήμαινε ότι θα έπρεπε στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, να είχε απευθύνει την προσοχή της σε ό,τι προβλέπεται στο άρθρο 8(3) του Νόμου, δηλαδή να εξετάσει και να σταθμίσει: (α) την έκταση των μεταφορικών αναγκών τις οποίες «σκοπεί να εξυπηρετήσει η αιτούμενη οδική γραμμή», (β) την ύπαρξη άλλων αδειούχων μεταφορικών επιχειρήσεων οι οποίες παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες στην περιοχή και του βαθμού επάρκειας και τακτικότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, (γ) τον βαθμό που ο Αιτητής μπορεί να παρέχει ασφαλείς και συνεχείς υπηρεσίες, (δ) την ανάγκη συντονισμού της οδικής μεταφοράς επιβατών στην περιοχή και (ε) την έκταση κατά την οποία η προτεινόμενη οδική γραμμή είναι αναγκαία ή ευκταία για το δημόσιο συμφέρον. (Βλ. Μαρίκα Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 891/97, ημερ. 30.12.1998 και Μαρίκα Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 892/97, ημερ. 29.9.1998, Μαρίκα Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 893/97, ημερ. 9.2.1999).
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι άδειες οδικής χρήσης που παραχωρήθηκαν από το 1996 στους Στέλιο Μιχαήλ και Ελπίδα Χριστοδούλου, ακυρώθηκαν. Έκτοτε (1998), αναμενόταν η επανεξέταση των αρχικών αιτήσεων, μετά που θα γινόταν η έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 8(3) του Νόμου, όπως ήταν και το δεδικασμένο στις προσφυγές 891/97, 892/97 και 893/97. Μάλιστα, οι Αιτητές (Εταιρεία «Ο Κλάριος Λτδ.»), ανησυχώντας για πληροφορίες που έφεραν την Μαρίκα Ζήνωνος να υποβάλλει νέα αίτηση για άδεια οδικής χρήσης, αναγκάστηκε, στις 7.5.99 να αποστείλει επιστολή στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών, αναφέροντας τα εξής:-
«Διευθυντή
Τ.Ο.Μ.
Λευκωσία
07/05/99
Κύριε,
Έχομε πληροφορηθεί ότι η κυρία Μαρίκκα Ζήνωνα από το Ακάκι έχει υποβάλει αίτηση στην Αρχή Αδειών με την οποία ζητά όπως της παραχωρηθεί νέα άδεια οδικής χρήσης για ένα λεωφορείο 50 θέσεων για την εξυπηρέτηση των μεταφορικών αναγκών της κοινότητας Ακακίου. Για την διαπίστωση της παραχώρησης ή όχι της άδειας αυτής, λειτουργοί του Τ.Ο.Μ., έχουν προβεί σε έρευνα της επιβατικής κίνησης, την οποία θα καταθέσουν κατά την εξέταση της αίτησης από την Αρχή Αδειών.
Θέλομε να σας υπενθυμίσομε ότι η εταιρεία μας κατέχει 3 άδειες οδικής χρήσης με έδρα το Ακάκι, για τις οποίες η κυρία Μαρίκα Ζήνωνα προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο για την ακύρωση τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τις 3 άδειες που κατέχομε από το Ακάκι και τώρα το όλο θέμα βρίσκεται ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής.
Επειδή πιστεύομε ότι η εταιρεία μας έχει άμεσο συμφέρον από το Ακάκι, και επειδή η παραχώρηση ακόμη μίας νέας άδειας θα επηρεάσει σημαντικά τα συμφέροντα της εταιρείας μας, παρακαλούμε όπως δώσετε εντολή στους λειτουργούς του Τ.Ο.Μ. όπως μη καταθέσουν την αίτηση της κυρίας Μαρίκκας Ζήνωνα στην Αρχή Αδειών για εξέταση, πριν ληφθεί απόφαση από την Αναθεωρητική Αρχή σχετικά με τις 3 άδειες οδικής χρήσης που κατέχει η εταιρεία μας στο Ακάκι.
Ταυτόχρονα παρακαλούμε όπως μας καθορίσετε συνάντηση μαζί σας για συζήτηση του όλου θέματος που για μας θεωρείται ως πάρα πολύ σοβαρό.
Μετά τιμής
ΠΕΑΛ
Ο Κλάριος Λτδ»
Παρά την πιο πάνω προειδοποίηση, τίποτε δεν φαίνεται να έγινε από πλευράς διοίκησης. Όμως, επαληθεύτηκαν οι ανησυχίες των Αιτητών, αφού στις 20.11.98 και 6.7.99 αντίστοιχα, υποβλήθηκαν στην Αρχή Αδειών νέες αιτήσεις από την Μαρίκα Ζήνωνος και Κώστα Στυλλή, [Ενδιαφερόμενα Μέρη (ΕΜ) στην παρούσα προσφυγή], για χορήγηση νέων αδειών αγροτικού λεωφορείου στη διαδρομή Ακάκι-Λευκωσίας. Ενιστάμενοι ήταν οι Ν. Καμένος, Ελπίδα Χριστοδούλου και οι Αιτητές (εταιρεία «Ο Κλάριος Λτδ.»). Παρά τις ενστάσεις, οι αιτήσεις εγκρίθηκαν από την Αρχή Αδειών στις 13.10.99.
Οι ενιστάμενοι καταχώρησαν ιεραρχικές προσφυγές (Αρ. 233/99, 234/99 και 238/99) για ακύρωση της απόφασης. Η Αναθεωρητική Αρχή, με απόφαση της ημερ. 23.6.2000, κατέληξε ότι η Αρχή Αδειών όφειλε να είχε καλέσει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, προτού χορηγήσει τις νέες άδειες. Θεωρώντας ότι υπήρξε κατάχρηση εξουσίας, παρέπεμψε τις υποθέσεις στην Αρχή Αδειών, την οποία και κάλεσε να εξετάσει τις εκκρεμούσες αιτήσεις μαζί με τις αιτήσεις των άλλων ενδιαφερομένων μερών, στην ίδια διαδρομή. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής έχει ως εξής:-
«To εκ των ενδιαφερομένων μερών στις παρούσες προσφυγές Μαρίκα Ζήνωνος το 1997 καταχώρησε προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο εναντίον αποφάσεων της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών με τις οποίες ζητούσε την ακύρωση αποφάσεων τόσο της Αρχής Αδειών όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών στις οποίες ισχυριζόταν ότι η επανεγγραφή λεωφορείων έπρεπε να γίνει εφόσον κρίνοντο οι ανάγκες της περιοχής και ακολούθως να γίνει επανεγγραφή τούτων και να δοθούν άδειες οδικής χρήσης αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό από το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις υπ' αρ. 891/97, 892/97, 893/97 και 1001/97. Το αίτημα της τούτο είχε γίνει αποδεκτό από το Ανώτατο Δικαστήριο. Μετά τις σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ενώ κατά τον ουσιώδη χρόνο άλλοι αιτητές προς την Αρχή Αδειών απέσυραν το ενδιαφέρον τους μέχρις ότου η Αρχή Αδειών επανεγράψει όλα τα διαγραμμένα λεωφορεία και αφού προβεί σε έρευνα όσον αφορά τις επιβατικές ανάγκες της περιοχής στην οποία εδόθη η άδεια στα ενδιαφερόμενα μέρη στις παρούσες προσφυγές όπου και οι ίδιοι εκδήλωναν ενδιαφέρον, η Αρχή Αδειών παραβλέποντας τις προϋπάρχουσες αιτήσεις και ενδιαφέροντα και από άλλους λεωφορειούχους χωρίς να λάβει υπόψη τούτο και χωρίς να καλέσει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τον χρόνο που θα εξέδιδε τις σχετικές αποφάσεις για τις συγκεκριμένες διαδρομές αγνοώντας τους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους αντί να δώσει ίση ευκαιρία σε όλους, προχώρησε στην παραχώρηση των υπό εξέταση αδειών.
Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών ενεργώντας στα πλαίσια των εξουσιών της τα οποία της δίνουν τη δυνατότητα να εξετάζει εξυπαρχής μια υπόθεση και να διεξάγει δική της έρευνα και χωρίς δέσμευση από τα οποιαδήποτε συμπεράσματα ή την απόφαση της Αρχής Αδειών και αφού έχουμε μελετήσει τα γεγονότα τα οποία περικλείουν την υπόθεση και έχουμε προβεί στη δική μας έρευνα, μελετήσαμε με προσοχή τους λόγους που επικαλείται ο προσφεύγων στις προσφυγές του τα πρακτικά και την απόφαση της Αρχής Αδειών και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Αρχή Αδειών παρέλειψε να καλέσει τα ενδιαφερόμενα μέρη των οποίων τα λεωφορεία είχαν διαγραφεί μετά τις προαναφερθείσες υποθέσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αφού προβεί σε έρευνα για τις επιβατικές ανάγκες να εξετάσει ολονών τις αιτήσεις για τη χορήγηση νέων αδειών για ικανοποίηση των αναγκών, παραταύτα χωρίς τη δέουσα αιτιολογία προχώρησε στη χορήγηση άδειας στο ενδιαφερόμενο μέρος και σε άλλους, χωρίς να δίνει την ίδια ευκαιρία και σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Θεωρώντας ότι η Αρχή Αδειών καταχράστηκε την εξουσία της και δεν έλαβε υπόψη παρόμοιες αιτήσεις άλλων ενδιαφερομένων προσώπων, παραπέμπουμε τις υποθέσεις στην Αρχή Αδειών και την καλούμε να εξετάσει τις παρούσες αιτήσεις μαζί με τις αιτήσεις άλλων ενδιαφερομένων μερών στην ίδια διαδρομή προτού εκδώσει τις συγκεκριμένες άδειες.»
Οι Μαρίκα Ζήνωνος και Κώστας Στυλλή, με την προσφυγή αρ. 1335/2000 προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής. Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι δεν έλαβαν μέρος σ' αυτήν τη διαδικασία, επειδή δεν τους έγινε επίδοση της προσφυγής. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία, στις 22.2.02 ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη με το σκεπτικό ότι:-
«Η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ'ων η αίτηση είναι προϊόν πλάνης και πρέπει να ακυρωθεί. Κατ' αρχήν δεν υπήρχαν ενώπιον της Αρχής Αδειών άλλες αιτήσεις, πλην αυτών των παρόντων αιτητών. Περαιτέρω, ακόμα κι' αν τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν υποβάλει τέτοιες αιτήσεις, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπ' όψιν, αφού οι άδειες οδικής χρήσης των λεωφορείων τους είχαν διαγραφεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 29.9.1998 (προσφυγή υπ' αρ. 892/97), 30.12.1998 (προσφυγές υπ' αρ. 891/97, 1001/97) και 9.2.1999 (προσφυγή υπ' αρ. 893/97).»
Μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση, η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών, στα πλαίσια της ιεραρχικής προσφυγής 234/04, μετά από δική της έρευνα επανεξέτασε εξ υπαρχής τις αιτήσεις της Μαρίκας Ζήνωνος (λεωφορείο ΚΝ366) και Κώστα Στυλλή (λεωφορείο DR667). Στα πλαίσια της επανεξέτασης κλήθηκαν και οι Αιτητές, οι οποίοι ήταν αρχικά ενιστάμενοι. Ισχυρίστηκαν ότι για πρώτη φορά πληροφορούνταν για την ύπαρξη και το αποτέλεσμα της προσφυγής 1335/00. Η Αναθεωρητική Αρχή, αφού εξέτασε εξ' υπαρχής τις δύο αιτήσεις των ΕΜ, ενόψει των αποφασισθέντων στην προσφυγή 1335/00, στις 12.12.06, ομόφωνα τις αποδέχτηκε και παραχώρησε τις αιτούμενες άδειες.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού συνόψισε τα γεγονότα ως ανωτέρω, ασχολήθηκε με τους λόγους ακύρωσης που προβλήθηκαν από τους αιτητές στις δύο προαναφερόμενες προσφυγές, εφεσίβλητους στην παρούσα διαδικασία. Πριν ασχοληθεί όμως με τους λόγους ακύρωσης, επιλήφθηκε προδικαστικής ενστάσεως που ήγειραν οι δικηγόροι των καθ΄ ων η αίτηση, δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών. Σύμφωνα με την προδικαστική ένσταση οι αιτητές-εφεσίβλητοι κωλύονταν, λόγω δεδικασμένου, να εγείρουν τις προαναφερόμενες προσφυγές, με αποτέλεσμα αυτοί να στερούνται εννόμου συμφέροντος. Οι καθ΄ ων η αίτηση τόνισαν ότι, το Ανώτατο Δικαστήριο, στην Προσφυγή 1335/2000, ακυρώνοντας την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής κατέληξε ότι: «Δεν υπήρχαν ενώπιον της Αρχής Αδειών άλλες αιτήσεις πλην αυτών» της Μαρίκκας Ζήνωνος και του Κώστα Στυλλή. Αυτή η διαπίστωση, κατά τους καθ΄ ων η αίτηση, δημιουργεί δεσμευτικό δεδικασμένο για τους αιτητές-εφεσίβλητους, οι οποίοι, επομένως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν οποιοδήποτε έννομο συμφέρον αναφορικά με τη χορήγηση των προαναφερόμενων αδειών στα ενδιαφερόμενα μέρη-εφεσείοντες.
Αφού αναφέρθηκε στις θέσεις των πλευρών, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι οι αιτητές-εφεσίβλητοι, δηλαδή η Π.Ε.Α.Λ. «Ο ΚΛΑΡΙΟΣ» ΛΤΔ, δεν έλαβαν μέρος στην Προσφυγή 1335/2000. Αυτό το διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζοντας το φάκελο της προσφυγής εκείνης. Εφόσον λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα και σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου περί δεδικασμένου, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε δεσμευτικό δεδικασμένο, εναντίον των αιτητών-εφεσιβλήτων, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον για να δημιουργηθεί δεδικασμένο πρέπει να συντρέχουν όροι, όπως είναι η ταυτότητα των διαδίκων και η ταυτότητα της διαφοράς (Δέστε: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου, 12η έκδοση (2007), παρα. 537). Στην προκείμενη περίπτωση ο πρώτος όρος δεν συνέτρεχε, εφόσον οι αιτητές-εφεσίβλητοι δεν είχαν λάβει μέρος στη διαδικασία της Προσφυγής 1335/2000 και επομένως είχαν έννομο συμφέρον. Με αυτό το σκεπτικό το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση.
Μετά την απόρριψη της προδικαστικής ένστασης το πρωτόδικο δικαστήριο πρόσθεσε ότι η προδικαστική ένσταση δεν θα ευσταθούσε εν πάση περιπτώσει και για ένα άλλο λόγο, ο οποίος άπτεται της ουσίας της απόφασης του δικαστηρίου στην Προσφυγή 1335/2000. Τα όσα διαπιστώθηκαν στην προαναφερόμενη απόφαση αναφορικά με την ύπαρξη ή όχι άλλων αιτήσεων, στο βαθμό που αυτό αφορούσε τους αιτητές-εφεσίβλητους, έρχεται σε αντίθεση με το δεδικασμένο στις Προσφυγές 891/97, 892/97 και 893/97, στις οποίες κρίθηκε ότι οι αιτήσεις των (αιτητών-εφεσίβλητων) ήταν υπαρκτές και ότι θα έπρεπε να επανεξεταστούν ως νέες αιτήσεις. Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο, όταν υπάρχουν δύο ή περισσότερες τελεσίδικες αποφάσεις, που αντιφάσκουν μεταξύ τους, υπερισχύει το δεδικασμένο της προγενέστερης (Δέστε: Πορίσματα Νομολογίας 1929-1959, σελ. 297 και Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Ε. Σπηλιωτόπουλου, 12η έκδοση, παρα. 537).
Μετά τα προαναφερόμενα το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας. Παρόλο που η αιτιολογία μιας διοικητικής απόφασης μπορεί να συμπληρωθεί από άλλα στοιχεία του φακέλου, η αρχή αυτή δεν αποτελεί πανάκεια για όλες τις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ελλιπής αιτιολογία. Για το λόγο αυτό το πρωτόδικο δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Με την παρούσα έφεση τα ενδιαφερόμενα μέρη-εφεσείοντες προσβάλουν την πρωτόδικη απόφαση με τέσσερις λόγους έφεσης.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 αφορούν στην, κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη, απόρριψη της προδικαστικής ένστασης των ενδιαφερομένων μερών, ότι οι εφεσίβλητοι-αιτητές κωλύονταν, λόγω δεδικασμένου, να προχωρήσουν με τις προσφυγές τους 409/07 και 410/07. Εσφαλμένη ήταν, κατά τους εφεσείοντες, και η πρωτόδικη κρίση ότι δεν δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την Προσφυγή 1335/2000 καθότι οι εφεσίβλητοι-αιτητές δεν είχαν λάβει μέρος στη διαδικασία της προσφυγής εκείνης. Όπως αναφέρουν οι εφεσείοντες, οι εφεσίβλητοι-αιτητές θα μπορούσαν να καταχωρήσουν έφεση κατά της απόφασης στην Προσφυγή 1335/2000, όμως δεν το έπραξαν ενώ, μετά την απόφαση στη 1335/2000, έγινε επανεξέταση του ζητήματος των αδειών, στην οποίαν η καθ΄ ης η αίτηση κάλεσε και τους εφεσίβλητους-αιτητές ενώπιον της για να τους ακούσει, και οι εφεσίβλητοι-αιτητές συμμετείχαν ανεπιφύλακτα στη διαδικασία επανεξέτασης αποδεχόμενοι, με αυτό τον τρόπο, το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης στην 1335/2000. Με αυτά τα δεδομένα, είναι η θέση των εφεσειόντων, ότι οι εφεσίβλητοι δεσμεύονταν από το δεδικασμένο της Προσφυγής 1335/2000.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν τη, διαζευκτική, θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η απόφαση στην Προσφυγή 1335/2000 έρχεται σε σύγκρουση με το δεδικασμένο στις προγενέστερες προσφυγές 891/97, 892/97 και 893/97 και ως εκ τούτου δεν έλαβε υπόψη του την απόφαση στην 1335/2000.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία προσβλήθηκε με τις Προσφυγές 409/07 και 410/07, ήταν αναιτιολόγητη. Κατά τους εφεσειόντες, η αιτιολογία της απόφασης συμπληρωνόταν από τα στοιχεία των φακέλων τα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε θεωρήσει ότι συνιστούσαν επαρκή αιτιολογία.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων, στο στάδιο των διευκρινίσεων, εισηγήθηκε ότι η έφεση κατέστη άνευ αντικειμένου, ενόψει της κατάργησης των αγροτικών αδειών οδικής χρήσης λεωφορείων. Το ζήτημα αυτό ούτε αναπτύχθηκε ούτε τεκμηριώθηκε και επομένως δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Εξετάσαμε με προσοχή τους λόγους έφεσης υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε με τους εφεσείοντες-ενδιαφερόμενα μέρη, ούτε και με τους καθ΄ ων η αίτηση. Αντίθετα συμφωνούμε με τις θέσεις που πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι-αιτητές.
Όσον αφορά το δεδικασμένο της Προσφυγής 1335/2000 και το αν οι εφεσίβλητοι-αιτητές έλαβαν μέρος στη διαδικασία της προσφυγής εκείνης, θεωρούμε ότι είναι, ουσιαστικά, αδιαμφισβήτητο ότι οι εφεσίβλητοι-αιτητές δεν έλαβαν μέρος στη διαδικασία της προσφυγής εκείνης. Οι εφεσίβλητοι-αιτητές δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου στην προσφυγή εκείνη παρόλο που η προσφυγή είχε επιδοθεί σε δύο άτομα, την Ελπίδα Χριστοδούλου και τον Νεόφυτο Καμένο, χωρίς όμως να διευκρινίζεται υπό ποια ιδιότητα έγινε η επίδοση στον κ. Καμένο. Είναι γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι-αιτητές δεν προσέβαλαν την απόφαση στη 1335/2000 και είναι επίσης γεγονός ότι συμμετείχαν στην επανεξέταση που έγινε μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στην 1335/2000.
Εκείνο όμως που έχει βαρύνουσα σημασία, κατά την κρίση μας, είναι ότι οι εφεσίβλητοι-αιτητές δεν έλαβαν μέρος στη διαδικασία της Προσφυγής 1335/2000. Συμφωνούμε με τους εφεσίβλητους-αιτητές ότι, ενόψει αυτού του στοιχείου, αυτοί (οι εφεσίβλητοι-αιτητές) δεσμεύονται μεν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασης στην 1335/2000, το οποίο ισχύει erga omnes, δηλαδή έναντι πάντων, αλλά δεν δεσμεύονται από την απόφαση του δικαστηρίου ως προς τα κριθέντα ζητήματα στην προσφυγή εκείνη, δηλαδή τα ζητήματα που, ως διαπιστώσεις, καθόρισαν το αποτέλεσμα της απόφασης. Για να δεσμεύονται από την απόφαση ως προς τα κριθέντα ζητήματα, οι εφεσίβλητοι-αιτητές θα έπρεπε να ήταν διάδικοι στην Προσφυγή 1335/2000. Η απόφαση, ως προς τα κριθέντα ζητήματα, είναι δεσμευτική μόνον inter partes, δηλαδή μεταξύ των διαδίκων (Δέστε: Αρχή Λιμένων ν. Παπαδάκη κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ, 140 και Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38).
Η συμμετοχή των εφεσιβλήτων-αιτητών στη διαδικασία της επανεξέτασης και η μη καταχώριση έφεσης εναντίον της ακυρωτικής απόφασης στην 1335/2000, κατά την κρίση μας, δεν δημιουργεί οποιοδήποτε δεσμευτικό δεδικασμένο για τους εφεσίβλητους-αιτητές, αναφορικά με τα επί μέρους ζητήματα που κρίθηκαν στη 1335/2000 (εκτός από το ακυρωτικό αποτέλεσμα), όπως ήταν η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι μόνον δύο αιτήσεις υπήρχαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, εκείνες των εφεσειόντων-ενδιαφερομένων μερών.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στη διαζευκτική διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η απόφαση στην Προσφυγή 1335/2000 έρχεται σε σύγκρουση με το δεδικασμένο στις προγενέστερες Προσφυγές 891/97, 892/97 και 893/97, που είναι ουσιαστικά επιπρόσθετη (διαπίστωση) προς τη διαπίστωση ότι δεν υπήρχε δεσμευτικό δεδικασμένο για τους εφεσίβλητους-αιτητές από την απόφαση στην Προσφυγή 1335/2000. Όμως και σ΄ αυτό το θέμα θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ορθά. Συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση ότι η κρίση στη 1335/2000 ότι μόνο δύο αιτήσεις υπήρχαν, αυτές των εφεσειόντων-ενδιαφερομένων μερών, έρχεται σε αντίθεση με την κρίση στις Προσφυγές 891/97, 892/97 και 893/97, σύμφωνα με την οποία οι αρχικές αιτήσεις των εφεσιβλήτων-αιτητών για επανεγραφή, ήταν σε εκκρεμότητα ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, κατά τον ουσιώδη χρόνο, γι΄ αυτό και θα έπρεπε να εξεταστούν. Επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε ορθά την αρχή ότι το δεδικασμένο στις προγενέστερες προσφυγές υπερισχύει, εν πάση περιπτώσει, του δεδικασμένου στη μεταγενέστερη προσφυγή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση στις Συνεδκ. Προσφυγές 409/07 και 410/07 ακυρώθηκε τελικά από το πρωτόδικο δικαστήριο, ως αναιτιολόγητη. Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι μια διοικητική απόφαση απαραίτητα θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και αυτό για να είναι εφικτός ο δικαστικός της έλεγχος (Δέστε: Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ, 270). Είναι επίσης ορθή η θέση ότι η αιτιολογία μιας διοικητικής απόφασης μπορεί να συμπληρώνεται και από τα στοιχεία των φακέλων που βρίσκονται ενώπιον του εξετάζοντος δικαστηρίου. Όμως συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η συμπλήρωση από τα στοιχεία των φακέλων δεν θεραπεύει, ως πανάκεια, την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, σε όλες τις περιπτώσεις. Η κάθε περίπτωση κρίνεται με βάση τα δικά της γεγονότα. Το δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη Διοίκηση στην αναζήτηση και πρωτογενή στάθμιση των στοιχειών που αποτελούν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση, το διοικητικό όργανο άσκησε διακριτική ευχέρεια δυνάμει του άρθρου 8(3) του Ν 9/82 και ως εκ τούτου η απόφαση του θα έπρεπε να περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης σύμφωνα με την οποίαν η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκήθηκε κατά το συγκεκριμένο τρόπο, για συγκεκριμένους λόγους. Αυτή η λειτουργία δεν μπορεί να επαφίεται στο δικαστήριο, να ανεύρει δηλαδή, από τους ενώπιον του φακέλους, τους λόγους που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφασή της. Άρα και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ενόψει των προαναφερομένων θεωρούμε την έφεση ως αβάσιμη και την απορρίπτουμε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων-ενδιαφερομένων μερών και υπέρ των εφεσιβλήτων-αιτητών, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει. Καμιά διαταγή για έξοδα αναφορικά με την καθ΄ ης η αίτηση.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ. Δ.