ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 61/2008)

 

 

22 Νοεμβρίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

 

ΑΘΗΝΑ ΠΑΙΟΝΙΔΟΥ,

 

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων/Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Ρ. Καλλιγέρου (κα), για την Εφεσείουσα.

 

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους.

 

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στόχος της παρούσας έφεσης είναι η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης αδελφού Δικαστή, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας, με την οποία η τελευταία επεδίωκε την ακύρωση της απόφασης των εφεσιβλήτων που της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 5/10/2005. Με την εν λόγω επιστολή τους οι εφεσίβλητοι πληροφορούσαν την εφεσείουσα ότι το ποσό που όφειλε ως επιπρόσθετη εισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών για την περίοδο 1/7/1998-31/8/2005, υπολογίστηκε σε Λ.Κ. 6.010,99, ποσό το οποίο θα αποκοπτόταν από το μισθό της σε 86 ίσες μηνιαίες δόσεις ύψους Λ.Κ. 69,90 η κάθε μια, αρχής γενομένης την 1/10/2005.

 

Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της καταχώρισης της προσφυγής στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση δικαστική απόφαση, είναι συνοπτικά τα πιο κάτω.

 

Η εφεσείουσα, δημόσιος υπάλληλος, ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο τοποθετημένη στο Τμήμα Αλιείας.

 

Με εγκύκλιο του (Εγκύκλιος 931) ημερομηνίας 22/6/1990, το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ενημέρωνε τους δημόσιους υπαλλήλους, μεταξύ άλλων, ότι ως αποτέλεσμα τροποποίησης τριών Νόμων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο περί Συντάξεων Νόμος του 1990 (Ν. 61/90), ο αριθμός των ετών που απαιτούντο για σκοπούς πληρωμής σύνταξης μειωνόταν από 36 2/3 σε 33 1/3, δηλαδή από 440 μήνες σε 400 μήνες. Η εν λόγω μείωση συνεπαγόταν διαφοροποίηση του συντελεστή υπολογισμού της ετήσιας σύνταξης, με αναδρομική ισχύ από 31/12/1987. Με την παράγραφο 3(γ) της εν λόγω εγκυκλίου, καλούντο οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι είχαν ήδη συμπληρώσει ή θα συμπλήρωναν υπηρεσία 400 μηνών μετά την 1/1/1988, να ειδοποιήσουν γραπτώς το Γενικό Λογιστή ώστε να καταστεί δυνατή η αποκοπή από το μισθό τους της επιπρόσθετης εισφοράς του 3% των ασφαλιστέων αποδοχών τους από την καθορισθείσα για το σκοπό αυτό ημερομηνία που ήταν η πρώτη του μήνα που ακολουθούσε την ημερομηνία που συμπλήρωσαν συντάξιμη υπηρεσία 400 μηνών.

 

Την εγκύκλιο 931 ακολούθησε το 1997 εγκύκλιος του Γενικού Λογιστηρίου ενημερωτικής φύσης. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω εγκύκλιο οι δημόσιοι υπάλληλοι πληροφορούντο ότι σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Συντάξεων Νόμου 61/90, η εισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για όσους εκ των δημοσίων υπαλλήλων δεν έχουν συμπληρώσει 400 μήνες υπηρεσίας, υπολογίζεται προς 3.2%, ενώ για εκείνους που έχουν συμπληρώσει τους 400 μήνες, προς 6.3%.

 

Στις 7/1/2005 και με στόχο την αύξηση των εισφορών, το Γενικό Λογιστήριο ζήτησε από κάθε μόνιμο δημόσιο υπάλληλο που είχε συμπληρώσει 400 μήνες υπηρεσίας, όπως πληροφορήσει σχετικά το Γενικό Λογιστήριο συμπληρώνοντας προς τούτο ειδικό έντυπο, η ορθότητα του περιεχομένου του οποίου θα βεβαιωνόταν από τον προϊστάμενο του, μέσω του οποίου και θα αποστέλλετο η δήλωση. Η συγκεκριμένη ενέργεια του Γενικού Λογιστηρίου ήταν αποτέλεσμα της τροποποίησης των Κανονισμών Ασφαλίσεων για εισφορές, η οποία έλαβε χώρα το Δεκέμβριο 2004 με στόχο την αύξηση του ανώτατου ορίου ασφαλιστικών αποδοχών.

 

Η εφεσείουσα συμπλήρωσε το σχετικό έντυπο με το οποίο πληροφόρησε το Γενικό Λογιστή ότι είχε από την 1/6/1998 συμπληρώσει τους 400 μήνες υπηρεσίας και τον παρακαλούσε όπως της αποκόπτει την επιπρόσθετη εισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών. Παραθέτουμε τη δήλωση που απέστειλε η εφεσείουσα στο Γενικό Λογιστή μέσω του προϊσταμένου της:

 

"ΔΗΛΩΣΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ 400 ΜΗΝΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΜΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

..........................................................................................................

 

Γενικό Λογιστή

(μέσω ..................................)

 

Θέμα: Συμπλήρωση 400 μηνών συντάξιμης Υπηρεσίας

 

Επιθυμώ ν' αναφερθώ στην εγκύκλιο του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με αρ. 931 και ημερομηνία 22 Ιουνίου 1990, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι την 1.6.1998 θα έχω συμπληρώσει 400 μηνών συντάξιμη υπηρεσία και παρακαλώ όπως αρχίσετε να μου αποκόπτετε τις επιπρόσθετες εισφορές που έχω υποχρέωση να καταβάλω στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως επιπρόσθετη εισφορά για Κοινωνικές Ασφαλίσεις και για σύνταξη Χηρών και Τέκνων.

Ημερομηνία πρόσληψης στη Δημόσια Υπηρεσία 15.2.1965.

 

      8.9.2005                                         Α. Παιονίδου

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ                          ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ."

 

 

Το Γενικό Λογιστήριο, με αναφορά στο φάκελο της εφεσείουσας, προέβη σε έλεγχο των στοιχείων που η τελευταία απέστειλε και υπολόγισε το ποσό που η εφεσείουσα όφειλε ως επιπρόσθετη εισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών για την περίοδο 1/7/1998-31/8/2005. Ακολούθως απέστειλε στην εφεσείουσα την πιο κάτω επιστολή:

 

"Κυρία Αθηνά Παιονίδου ΑΚΑ 238648

(μέσω Διευθυντή Τμήματος

Αλιείας)

 

Ο Περί Συντάξεων (Τροπ.) Νόμος του 1990 (Νο. 61/90)

Ο Περί Συντάξεων (Τροπ.) Νόμος του 1990 (Νο. 62/90)

Ο Περί Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως (Τροπ.) Νόμος του 1990

(Νο. 63/90)

 

Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 8.9.2005 σχετικά με την συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας 400 μηνών την 30.6.1998 σύμφωνα με τους πιο πάνω Νόμους και σας πληροφορώ ότι για την περίοδο που αρχίζει από την ημερομηνία αυτή μέχρι 31.8.2005 το ποσό που οφείλετε για τις επιπρόσθετες εισφορές ανέρχεται σε £6010,99. Το ποσό αυτό θα αποκοπεί από το μισθό σας σε 86 (ίσες μηνιαίες δόσεις ύψους £69,90 αρχίζοντας από 1.10.2005."

 

 

Αντιδρώντας η εφεσείουσα καταχώρισε την προσφυγή 1362/2005 στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία η προσφυγή απορρίφθηκε, παραπονούμενη για την αποκοπή των εισφορών της αναδρομικά. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν παραβιάσθηκαν οι αρχές της χρηστής διοίκησης, εφόσον η παρούσα περίπτωση αφορούσε υποχρέωση της εφεσείουσας που πήγαζε από το Νόμο και συγκεκριμένα από την ανάγκη συμμόρφωσης της με συγκεκριμένο συνταξιοδοτικό σχέδιο. Διαφοροποιώντας την παρούσα περίπτωση από τις υποθέσεις Ψαθά ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 82 (Απόφαση Νικήτα, Δ.) και Α. Τσικουρής ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 4417, ως προς τα γεγονότα τους, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι αρχές της χρηστής διοίκησης δεν έχουν παραβιασθεί καθότι, σε αντίθεση με τα γεγονότα στις υποθέσεις Ψαθά και Τσικουρής, όπου κρίθηκε ότι οι εκεί αιτητές ενήργησαν καλόπιστα, στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα δεν ενήργησε καλόπιστα, εφόσον παρά τις εγκυκλίους που της είχαν σταλεί, αυτή δεν προέβη στη λήψη των απαιτούμενων ενεργειών έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η έναρξη αποκοπής των δόσεων της, αλλά και γιατί ενώ στις εν λόγω δύο υποθέσεις θεωρήθηκε ότι οι αποκοπές αναπόφευκτα θα επενεργούσαν δυσμενώς στο επίπεδο ζωής των εκεί αιτητών, στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα, μακροπρόθεσμα, θα επωφελείτο. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε επίσης ότι στην παρούσα περίπτωση δεν εγειρόταν θέμα εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 11(2) του Νόμου 41/80, εφόσον η εφεσείουσα με τη γραπτή δήλωση της ημερομηνίας 8/9/2005 (η εν λόγω δήλωση παρατίθεται αυτούσια πιο πάνω), είχε συναινέσει στην αποκοπή των εισπραχθέντων εισφορών που αυτή όφειλε στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για σκοπούς σύνταξης. Τέλος, το πρωτόδικο δικαστήριο κρίνοντας ότι η επίδικη απόφαση στην ουσία συνιστούσε αποδοχή του αιτήματος της εφεσείουσας και εν πάση περιπτώσει, ότι η εν λόγω απόφαση δεν συνιστούσε «δυσμενή μέτρο, αλλά συμμόρφωση προς νομοθετική υποχρέωση», απέρριψε τη θέση περί παραβιάσεως του κατοχυρωμένου δυνάμει του άρθρου 43 του Ν. 158(Ι)/99 δικαιώματος της εφεσείουσας για ακρόαση. Απέρριψε επίσης τη θέση της εφεσείουσας περί αναιτιολόγητης απόφασης.

 

Η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου αμφισβητείται με τους  πιο κάτω πέντε λόγους έφεσης:

 

"1ος Λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε και/ή επλανήθη, όταν αποφάσισε να απορρίψει τον λόγο ακυρώσεως περί παράβασης του άρθρου 11(2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (Ν.41/80), αναφορικά με το ποσό των £4.599,41 (παρακρατήσεις για εισφορές που έγιναν στο παρελθόν στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων), επεξηγώντας ότι «η Αιτήτρια δεν ενήργησε με καλή πίστη, αφού παρά τις εγκυκλίους που της στάληκαν, αυτή παρέλειψε να προβεί έγκαιρα στις απαιτούμενες ενέργειες ώστε να αρχίσει η αποκοπή των δόσεων της» και ότι «ενώ μηνιαίως έβλεπε από τον μισθό της να μην αποκόπτεται η εισφορά της, αυτή δεν προέβη σε καμιά ενέργεια» και ότι «η Αιτήτρια, μετά την αποστολή και της τελευταίας εγκυκλίου, έστω και καθυστερημένα συμμορφώθηκε, και στις 8.9.05 υπέβαλε υπογεγραμμένη αίτηση με την οποία ζητούσε ή συναινούσε στην αποκοπή των εισπραχθέντων εισφορών, που όφειλε στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για σκοπούς σύνταξης» και «επομένως, ενόψει της συναίνεσης της Αιτήτριας, κατά την άποψή μου, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 11(2) του Ν.41/80 ή οποιασδήποτε άλλης διάταξης».

 

2ος Λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε και/ή επλανήθη όταν αποφάσισε να απορρίψει τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως περί παράβασης της αρχής της Χρηστής Διοίκησης, που δεν επιτρέπει την αναζήτηση, μετά πάροδο μακρού χρόνου, εισφορών που καταβλήθηκαν για την αιτήτρια (αποκοπές του ποσού των £4.599,41 (εισφορές Κοινωνικών Ασφαλίσεων) και ποσό £1.411,58 (Σύνταξη χηρών)).

 

3ος Λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε και/ή επλανήθη όταν αποφάσισε να απορρίψει τον τρίτο λόγο ακυρώσεως της παράβασης των άρθρων 51 και 53 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/99).

 

4ος Λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε και/ή επλανήθη όταν αποφάσισε στη σελίδα 7 της δακτυλογραφημένης απόφασης ότι «Επίσης, ο δικηγόρος για την Αιτήτρια έθεσε θέμα παράβασης του άρθρου 43 του                      Ν. 158(1)/99, για το ότι η Αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης. Κατά την άποψή μου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου ώστε η Αιτήτρια να δικαιούται σε προηγούμενη ακρόαση, αφού η απόφαση της διοίκησης στην ουσία συνιστούσε αποδοχή του αιτήματος της Αιτήτριας.»

 

5ος Λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε και/ή επλανήθη όταν αποφάσισε ότι η απόφαση ήταν νόμιμα αιτιολογημένη."

 

 

Τόσο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, όσο και ενώπιον μας, η                 κα Καλλιγέρου συζήτησε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Συγκεκριμένα, η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας, με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 11(2)[1] του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (Ν. 41/80) και των εδαφίων (1), (4) και (6) του άρθρου 41[2] του περί Συντάξεων Νόμου (Ν. 97(Ι)/97) και αιχμή του δόρατος της τις αποφάσεις στις υποθέσεις Τσικουρής (πιο πάνω),                        Δ. Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (Ε.Ε.Υ.) (1991) 4 Α.Α.Δ. 2296 (Απόφαση Κούρρη, Δ.) και Ψαθά (πιο πάνω), επικέντρωσε την επιχειρηματολογία της στη θέση ότι η αποκοπή από τις αποδοχές της εφεσείουσας αναδρομικά και μάλιστα με καθυστέρηση επτά και πλέον χρόνων, του ποσού που είχε καταβληθεί στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, συνιστά, υπό το φως των συγκεκριμένων περιστάσεων, κατάφωρη παραβίαση των κατοχυρωμένων δυνάμει των άρθρων 51[3] και 53[4] του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/99) αρχών της χρηστής διοίκησης. Η διοίκηση δεν μπορεί, σύμφωνα με την κα Καλλιγέρου, επικαλούμενη τα δικά της λάθη ή παραλείψεις να δημιουργεί δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις για το διοικούμενο, ο οποίος δεν συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στη δημιουργία της όλης κατάστασης. Ο εργοδότης, στη συγκεκριμένη περίπτωση η Δημοκρατία, όφειλε, σύμφωνα πάντα με την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσείουσας, να αποκόπτει από το μισθό της τελευταίας τις νενομισμένες εισφορές καθόλη τη διάρκεια της υπηρεσίας της και να τις καταβάλλει εντός των χρονικών ορίων που ο Νόμος καθορίζει, δηλαδή κάθε μήνα και όχι να ζητά από την εφεσείουσα, με καθυστέρηση επτά και πλέον χρόνων, να επιστρέψει χρήματα τα οποία θα έπρεπε να της είχε αποκόψει προ πολλού για να τα καταθέσει στο λογαριασμό της εφεσείουσας, ως καθυστερημένες εισφορές.

 

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, προέχει η ερμηνεία της Δήλωσης της εφεσείουσας ημερομηνίας 8/9/2005, την οποία έχουμε παραθέσει αυτούσια πιο πάνω. Διεξήλθαμε προσεκτικά το περιεχόμενο της εν λόγω Δήλωσης, έχοντας κατά νουν τις επί του προκειμένου θέσεις της εφεσείουσας. Η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι με την εν λόγω Δήλωση η εφεσείουσα «ζητούσε ή συναινούσε» στην αποκοπή και των εισφορών τις οποίες η διοίκηση είχε για λογαριασμό της μέχρι τότε καταβάλει στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για σκοπούς σύνταξης και τις οποίες δεν είχε μέχρι την υπογραφή της Δήλωσης αποκόψει από τις αποδοχές της, μας βρίσκει σύμφωνους. Η αναφορά στη Δήλωση «σας πληροφορώ ότι την 1/6/1998 θα έχω συμπληρώσει 400 μηνών συντάξιμη υπηρεσία και παρακαλώ όπως αρχίσετε να μου αποκόπτετε τις επιπρόσθετες εισφορές που έχω υποχρέωση να καταβάλω στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως επιπρόσθετη εισφορά για κοινωνικές ασφαλίσεις και για σύνταξη χηρών και τέκνων», δεν αφήνει περιθώρια για άλλη ερμηνεία. (Η έμφαση είναι δική μας) Συνεπώς, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν εγειρόταν θέμα εφαρμογής του άρθρου 11(2) του Νόμου 41/80 ή οποιασδήποτε άλλης διάταξης, μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Έστω όμως και αν εγειρόταν θέμα εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 11(2) του Νόμου 41/80, και πάλι η θέση της εφεσείουσας ότι η επίδικη απόφαση παραβίαζε τις εν λόγω πρόνοιες, δεν θα μας εύρισκε σύμφωνους. Έχουμε την άποψη ότι οι λέξεις «ουχί δε άλλως» που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 11(2), οι οποίες αποτελούν και το σημείο αναφοράς στη σχετική                με το θέμα που εξετάζουμε, επιχειρηματολογία της κας Καλλιγέρου, ερμηνευόμενες υπό το φως του συνόλου των προνοιών του Νόμου, μόνο ρυθμιστικό θα λέγαμε χαρακτήρα μπορεί να έχουν, με την έννοια ότι ρυθμίζουν τον τρόπο είσπραξης των οφειλόμενων, από τον εργοδοτούμενο στον εργοδότη, εισφορών που ο δεύτερος κατέβαλε στο Ταμείο για λογαριασμό του πρώτου. Στόχος τους δεν είναι να απαλλάξουν, ως η                   κα Καλλιγέρου εισηγείται, τον εργοδοτούμενο από την υποχρέωση του να εισφέρει στο Ταμείο, όπως ο Νόμος του επιβάλλει, ούτε τη διοίκηση από την υποχρέωση της να αναζητήσει επιστροφή των ποσών που κατέβαλε για λογαριασμό του εργοδοτουμένου.

 

Προχωρούμε τώρα να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 2 και 3.

 

Συνιστά πάγια νομολογιακή αρχή ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης και η αρχή της καλής πίστης τις οποίες έχει επικαλεστεί η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας, δεν ισχύουν σε περιπτώσεις άσκησης δέσμιας αρμοδιότητας, αλλά μόνο σε περιπτώσεις όπου αναγνωρίζεται στη διοίκηση διακριτική ευχέρεια. Στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 5η Έκδοση, κάτω από το κεφάλαιο «Όρια και έλεγχος της διακριτικής ευχέρειας», αναλύονται, ανάμεσα σ' άλλα, οι αρχές της χρηστής διοίκησης (βλ. παραγρ. 380, 381, 382 και 383), της καλής πίστης  (βλ. παραγρ. 385, 386 και 387), της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη               (βλ. παραγρ. 388) και της συνεπούς συμπεριφοράς (βλ. παραγρ. 389). Στο ίδιο σύγγραμμα και συγκεκριμένα στις παραγράφους 390 και 391, διαβάζουμε:

 

    "Τα ανωτέρω ισχύουν όμως μόνο στις περιπτώσεις διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως. Στις περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας, καμιά εσφαλμένη πληροφορία δεν μπορεί να απαλλάξει την διοίκηση από την υποχρέωσή της να εφαρμόσει τον νόμο, αν και μπορεί να θεμελιώσει την υποχρέωση του κράτους προς αποζημίωση.

 

    Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται (αν και όχι σταθερά) ότι δεν είναι καλόπιστη και επομένως δεν συγχωρείται η ανατροπή μιας παράνομης πραγματικής καταστάσεως, που έγινε ανεκτή επί πολύ χρόνο (ΣτΕ 65/44∙ αντιθέτως ΣτΕ 725, 726/64), εκτός εάν πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξεως (ΣτΕ 654/37) ή αν συντρέχει δόλος του ιδιώτη (βλ. κατ. άρ. 708 επ.)."

 

 

Σχετικό με το θέμα που εξετάζουμε είναι και το άρθρο 50 του Νόμου 158(Ι)/99, σύμφωνα με το οποίο:

 

"50. Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν στα διοικητικά όργανα, κατά την άσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, να ενεργούν σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να αποφεύγονται ανεπιεικείς και άδικες λύσεις."

 

 

Ενόψει των πιο πάνω, το ερώτημα που εύλογα τίθεται και το οποίο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, είναι κατά πόσο η περίπτωση αφορά άσκηση, από πλευράς διοίκησης, διακριτικής ευχέρειας ή δέσμιας αρμοδιότητας.

 

Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου (πιο πάνω) (παρ. 342):

 

"...... Η πλήρης (εντός των ορίων του Συντάγματος και των                      νόμων) ελευθερία κινήσεως της διοικήσεως καλείται δ ι α κ ρ ι τ ι κ ή                           ε υ χ έ ρ ε ι α (ή διακριτική εξουσία) και παραχωρείται από τον νόμο με εκφράσεις όπως η διοίκηση «δύναται», «δικαιούται», «επιλέγει», «κρίνει», ενεργεί «κατά την κρίση της» κοκ. Διακριτική ευχέρεια είναι, πρώτα απ' όλα, η ν ο μ ι κ ή  δ υ ν α τ ό τ η τ α  τ η ς  δ ι ο ι κ ή σ ε ω ς           ν α  ε π ι λ έ γ ε ι  α ν ά μ ε σ α  σ ε  δ ι ά φ ο ρ ε ς  ε ξ ί σ ο υ  ν ό μ ι μ ε ς λ ύ σ ε ι ς (απόφαση για το αν, πότε και πώς). Είναι όμως επίσης και η νομική δυνατότητα της διοικήσεως ν α  ε ξ ε ι δ ι κ ε ύ ε ι  α ό ρ ι σ τ ε ς            α ξ ι ο λ ο γ ι κ έ ς  έ ν ν ο ι ε ς."

 

 

Επανερχόμενοι στην παρούσα υπόθεση, επισημαίνουμε ότι οι σχετικές με την προσβαλλόμενη επίδικη απόφαση νομικές διατάξεις απαντώνται στα άρθρα 11(2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, Ν. 41/80 και των εδαφίων (1), (4) και (6) του άρθρου 41 του περί Συντάξεων Νόμου 97(Ι)/97, τις πρόνοιες των οποίων έχουμε ήδη παραθέσει αυτούσιες πιο πάνω. Υπενθυμίζουμε τόσο την υποχρέωση του εισφορέα, στην περίπτωση μας της εφεσείουσας, για την καταβολή εισφορών, όσο και αυτή του εργοδότη να διεκδικεί ή να παρακρατεί από τις αποδοχές του εισφορέα, τα ποσά που καταβάλλει στο Ταμείο για λογαριασμό του.

 

Αφού λάβαμε υπόψη το λεκτικό των συγκεκριμένων νομικών προνοιών, θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση δεν παραχωρείται στη διοίκηση διακριτική ευχέρεια. Αντίθετα, επιβάλλεται δέσμια υποχρέωση. Επομένως, η συμπεριφορά της διοίκησης είναι νόμιμη, εφόσον συνάδει με την επιταγή (ή απαγόρευση) του Νόμου∙ παρανομεί δε, αν την έχει παραβιάσει. Ενδεικτικό του τρόπου προσέγγισης στο συγκεκριμένο θέμα, είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Π.Δ. Δαγτόγλου (πιο πάνω):

 

    "365. Α ν  ο  ν ό μ ο ς  ε π ι β ά λ λ ε ι  δ ε σ μ ε υ μ έ ν η  ε ν έ ρ γ ε ι α, η συμπεριφορά της διοικήσεως είναι νόμιμη, εφόσον η διοίκηση συμμορφώθηκε με την επιταγή (ή απαγόρευση) του νόμου, και παράνομη, αν την παραβίασε. Η εσφαλμένη αντίληψη της διοικήσεως ότι είχε διακριτική ευχέρεια δεν έχει νομική σημασία: ούτε την τυχόν νομιμότητα της πράξεώς της κηλιδώνει ούτε την τυχόν παρανομία της πράξεως αυτής θεραπεύει."

 

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στο σύγγραμμα του Αναστ. Ι. Τάχου «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο», 9η Έκδοση, σελ. 471:

 

"Όταν ο κανόνας δικαίου δεσμεύει, επιτάσσων ή απαγορεύων ορισμένη διοικητική δράση, τότε η διοίκηση είναι δέσμια απέναντι στο Νόμο. Συνεπώς, αν δεν ενεργήσει - όταν ο Νόμος απαιτεί ενέργεια - παρανομεί. Πρόκειται για αρμοδιότητα μόνο νομιμότητας."

 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία λήφθηκε στα πλαίσια δέσμιας ενέργειας, ήταν καθόλα νόμιμη και συνεπώς οι λόγοι έφεσης 2 και 3 δεν μπορούν να επιτύχουν.

 

Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι η κα Καλλιγέρου, για σκοπούς τεκμηρίωσης των προβαλλόμενων στα πλαίσια των λόγων έφεσης 2 και 3 θέσεων της, παρέπεμψε, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, στις υποθέσεις Τσικουρής, Δ. Χριστοδούλου και Ψαθά (πιο πάνω).

 

Έχουμε την άποψη ότι και οι τρεις πιο πάνω υποθέσεις διαφοροποιούνται ουσιωδώς από την περίπτωση της εφεσείουσας, τόσο ως προς τα γεγονότα όσο και ως προς τα νομικά ζητήματα που εγείρονται και τις νομικές αρχές που τα διέπουν.

 

Και στις τρεις πιο πάνω υποθέσεις, στόχος της διοίκησης ήταν η αναζήτηση του ποσού που εκ παραδρομής είχε καταβληθεί στους αιτητές ως μέρος               των αποδοχών τους, το οποίο οι τελευταίοι παρέλαβαν καλόπιστα χωρίς οποιαδήποτε νομοθετική υποχρέωση είτε από πλευράς τους να το επιστρέψουν, είτε από πλευράς διοίκησης να το αναζητήσει. Στην παρούσα περίπτωση όμως, στόχος της διοίκησης είναι η αναζήτηση του ποσού που η διοίκηση, ως εργοδότης της εφεσείουσας, κατέβαλε δυνάμει Νόμου σε συγκεκριμένο σχέδιο σύνταξης για λογαριασμό της εφεσείουσας ως εισφορά της τελευταίας, το οποίο η εφεσείουσα είναι δυνάμει Νόμου υποχρεωμένη να επιστρέψει στη διοίκηση.

 

Πέραν των πιο πάνω, στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, κατέληξε και στο εύρημα ότι οι αρχές της χρηστής διοίκησης δεν παραβιάστηκαν, εφόσον η υποχρέωση της εφεσείουσας πήγαζε από το Νόμο και συγκεκριμένα από την ανάγκη συμμόρφωσης της με συγκεκριμένο συνταξιοδοτικό σχέδιο και συνεπώς από την ανάγκη συμμόρφωσης της με νομοθετική υποχρέωση της. Το εν λόγω εύρημα ούτε έχει εφεσιβληθεί με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, ούτε και ένα τέτοιο συμπέρασμα έμμεσα μπορεί να εξαχθεί από τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης. Εξάλλου, δεν φαίνεται να αμφισβητείται η προαναφερόμενη υποχρέωση της εφεσείουσας. Ανεξάρτητα λοιπόν από την πιο πάνω κατάληξή μας, η μη αμφισβήτηση του συγκεκριμένου ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν μπορεί παρά να είναι μοιραία για την έκβαση της έφεσης, καθότι την καθιστά αλυσιτελή.              (Βλ. Polytropo Advertising Ltd v. Adboard Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1486).

 

Επομένως και οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.

 

Η κατάληξη μας ότι πρόκειται για απόφαση που λήφθηκε στα πλαίσια δέσμιας ενέργειας από πλευράς διοίκησης, σφραγίζει και τη μοίρα του 4ου όπως και του 5ου λόγου έφεσης.  Χρήσιμη επί του προκειμένου αναφορά μπορεί να γίνει στις πρόνοιες του άρθρου 27(α) του Νόμου 158(Ι)/99, σύμφωνα με τις οποίες:

 

"27. Δε χρειάζονται αιτιολογία -

   (α) Πράξεις που δεν εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας."

 

 

Επομένως, και οι λόγοι έφεσης 4 και 5 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

 

Στην παρούσα υπόθεση υπάρχει ακόμα μια παράμετρος σχετική με το θέμα που εξετάζουμε, η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η μη αναγνώριση,  στη διοίκηση, δικαιώματος να αγνοεί μια ευνοϊκή για το διοικούμενο κατάσταση πραγμάτων που οι, για πολλά χρόνια, δικές της παραλείψεις δημιούργησαν, χωρίς ο διοικούμενος να φέρει ευθύνη για τη δημιουργία της εν λόγω κατάστασης, και να αρνείται στο διοικούμενο τα ωφελήματα και γενικά τις νόμιμες συνέπειες αυτής της κατάστασης, στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο παρά απόρροια της εφαρμογής των αρχών της επιείκειας και συγκεκριμένα, της γνωστής αρχής του estoppel (βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 5η Έκδοση, παράγρ. 387, σελ. 213). Επομένως, η θεμελιώδης αρχή, ότι εκείνος που επιζητεί επιείκεια θα πρέπει να έχει τα χέρια του καθαρά, τυγχάνει, στην παρούσα περίπτωση, πλήρους εφαρμογής. Η εφεσείουσα, δεν μπορεί από τη μια να θέλει να καρπωθεί τα ωφελήματα που πηγάζουν                 από την καταβολή εισφορών για λογαριασμό της, ευεργετούμενη έτσι των νόμιμων ευνοϊκών συνεπειών που η επί του προκειμένου συμμόρφωση της με το Νόμο, συνεπάγεται και από την άλλη να θέλει να απαλλαγεί από τη νομική υποχρέωση να καταβάλει και η ίδια εισφορές, δηλαδή να θέλει να μη συμμορφωθεί με τις συγκεκριμένες νομικές υποχρεώσεις της.

 

 

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

                                              Δ.

 

 

 

 

                                              Δ.

 

 

 

 

                                              Δ.

 

 

 

 

                                              Δ.

 

 

 

 

                                              Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ



[1] 11.-(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οιουδήποτε νόμου ή συμβάσεως περί του αντιθέτου, το ποσόν των εισφορών το οποίον καταβάλλεται υπό του εργοδότου διά λογαριασμόν του παρ' αυτώ απασχολουμένου μισθωτού, δύναται να παρακρατήται ή διεκδικήται εκ των οφειλομένων εις τον μισθωτόν υπό του εργοδότου αποδοχών, αναφορικώς προς την περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών δι' ην είναι καταβλητέον το τοιούτο ποσόν εισφορών, ουχί δε άλλως.

 

[2] 41.-(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα ("εισφορείς") καταβάλλουν υποχρεωτικά εισφορές δυνάμει του άρθρου αυτού που αναφέρονται ως "περιοδικές εισφορές"-

      (α) Κάθε πρόσωπο (εισφορέας) το οποίο είναι συντάξιμος υπάλληλος, εκτός υπαλλήλου ο οποίος άσκησε γραπτά και ανέκκλητα το δικαίωμα εκλογής να μην υπαχθεί στις διατάξεις του Μέρους αυτού του Νόμου∙

      (β)  Καθένας ο οποίος γίνεται συντάξιμος υπάλληλος σ' οποιοδήποτε         χρόνο μετά την ορισθείσα ημέρα.

 

      (4)  Οι καταβλητέες περιοδικές εισφορές είναι ποσό ίσο με ποσοστό 0,75% των εκάστοτε ετήσιων συντάξιμων απολαβών του εισφορέα μέχρι ποσού ίσου με τις ασφαλιστέες αποδοχές του, που καθορίζονται εκάστοτε με βάση τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους και με ποσοστό 1,75% των εκάστοτε συντάξιμων απολαβών πέρα των ασφαλιστέων αποδοχών του:

 

               Νοείται ότι στην περίπτωση που υπάλληλος θα εκλέξει να καταβάλει εισφορές για περίοδο πριν την 5.10.1980 το ποσοστό εισφοράς για την περίοδο μέχρι 5.10.1980 θα είναι 1,75%.

 

      (6)  Η υποχρέωση καταβολής περιοδικών εισφορών δημιουργείται ημερήσια και επιβάλλεται μηνιαία κράτηση του ποσού της εισφοράς από τις απολαβές του εισφορέα. Αν κατά την περίοδο άδειας χωρίς απολαβές που λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία, ο εισφορέας δεν καταβάλει τις εισφορές του, το ποσό των καθυστερημένων εισφορών κρατείται από τις απολαβές του, μετά την άδεια αυτή με τέτοιες δόσεις που ο Γενικός Λογιστής ορίζει σε κάθε περίπτωση.

 

[3] 51.-(1) Η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούμενο.

 

      (2) Η διοίκηση δε δικαιούται, επικαλούμενη τις ίδιές της τις παραλείψεις για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο διοικούμενος, να αγνοεί μια ευνοϊκή γι' αυτόν κατάσταση η οποία έχει διαρκέσει αρκετό χρόνο και να αρνείται την υπέρ του διοικουμένου συναγωγή των ωφελημάτων και των νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή.

 

[4]  53. Αντίκειται προς τις αρχές της χρηστής και της εύρυθμης διοίκησης η μετά πάροδο εύλογου χρόνου αναδρομική αναζήτηση χρημάτων που η διοίκηση κατέβαλε παράνομα και που έλαβαν καλόπιστα οι πολίτες, όπως αποδοχές ή συντάξεις.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο