ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                        (Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 141, 143/2008)

 

25 Σεπτεμβρίου, 2012

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

Α.Ε. 141/08

SUPER HOME CENTER D.I.Y. LTD,

                                                             Εφεσείoντες/Ενδιαφερόμενα Μέρη,

v.

1.    ΛΕΝΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

2.    ΑΙΜΙΛΙΑΣ ΒΑΡΝΑΒΑ,

3.    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΠΑΝΤΟΥΡΗ,

4.    ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

5.    ΓΙΩΤΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

6.    ΧΡΥΣΩΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων/Αιτητών,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

2.    ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων/Καθ' ων η αίτηση,

 

 

 

 

Α.Ε. 143/08

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

2.    ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

                                                             Εφεσείoντες/Καθ' ων η αίτηση,

v.

1.    ΛΕΝΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

2.    ΑΙΜΙΛΙΑΣ ΒΑΡΝΑΒΑ,

3.    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΠΑΝΤΟΥΡΗ,

4.    ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

5.    ΓΙΩΤΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

6.    ΧΡΥΣΩΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων/Αιτητών,

_________________________________

 

Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα), για τους Εφεσείοντες-Ε/Μ στην 141/08.

Δ. Κωνσταντίνου (κα) για Κ. Χρυσοστομίδη, για τους Εφεσίβλητους-Αιτητές στην 141/08.

Α. Μαππουρίδης, εχειρίσθη την υπόθεση για τους Εφεσίβλητους-

Καθ' ων η αίτηση στην 141/08.

Α. Μαππουρίδης, εχειρίσθη την υπόθεση για τους Εφεσείοντες-

Καθ' ων η αίτηση στην 143/08.

Δ. Κωνσταντίνου (κα) για Κ. Χρυσοστομίδη, για τους Εφεσίβλητους-Αιτητές στην 143/08.

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου και με αυτή συμφωνούν, εγώ, η Ε. Παπαδοπούλου, Δ. και ο Α. Πασχαλίδης, Δ. 

Ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής, θα δώσει δική του διϊστάμενη απόφαση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Η εκκλησία Τιμίου Προδρόμου Μέσα Γειτονιάς, το 2002 υπέβαλε αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση μεγάλης υπεραγοράς τύπου D.I.Y., στο τεμάχιο 170 του Φ/Σχ. 54/42.6, 54/50.3 στα δημοτικά όρια της Μέσα Γειτονιάς στη Λεμεσό, το οποίο κατά τον ουσιώδη χρόνο της ανήκε.  Κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, ήταν σε ισχύ το Εγκριμένο Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού 2000, το οποίο καθόριζε τον επίδικο χώρο ως χώρο Σχολείου (Γυμνασίου).  Όμως υπήρχε επιστολή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού από τις 10.1.2001, για αποχαρακτηρισμό του τεμαχίου από χώρο σχολείου.  Επίσης το Πολεοδομικό Συμβούλιο στις 29.10.2002, τοποθετήθηκε θετικά για την αποδέσμευση του τεμαχίου.  Στα πλαίσια μελέτης της αίτησης, ζητήθηκαν οι απόψεις διαφόρων Τμημάτων και Υπηρεσιών.  Εν αναμονή των απόψεών τους, η εξέταση της αίτησης παρέμεινε σε εκκρεμότητα, μέχρι τις 3.6.2003 που τελικά διαβιβάστηκε στην Πολεοδομική Αρχή.  Στο μεταξύ, στις 21.3.2003 δημοσιεύτηκε το Τροποποιημένο Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού 2003, το οποίο διαφοροποίησε ουσιωδώς τις πρόνοιες για χωροθέτηση μεγάλων υπεραγορών, καθιστώντας ανεπίτρεπτη την έγκριση της αίτησης.  Επίσης αποχαρακτήρισε το επίδικο τεμάχιο από χώρο σχολείου, καθορίζοντας το για οικιστική ανάπτυξη.  Την 1.12.2003, η Πολεοδομική Αρχή απέστειλε επιστολή στους μελετητές, επισημαίνοντας ότι, ενόψει της υποβολής της αίτησης ένα χρόνο πριν τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού 2003 και της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στη διαβίβαση των απόψεων των διαφόρων Τμημάτων, Υπηρεσιών και Τοπικής Αρχής, η αίτηση «μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν δυνατόν, υπό κανονικές συνθήκες να είχε συμπληρωθεί η μελέτη της, εάν και εφόσον οι απαντήσεις στις διάφορες διαβουλεύσεις είχαν ληφθεί έγκαιρα.».  Η Πολεοδομική Αρχή ταυτόχρονα επισήμανε ότι η χορήγηση άδειας με το «προηγούμενο νομικό καθεστώς δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη διαδικασία των παρεκκλίσεων, αφού ο χώρος ήταν δεσμευμένος για ανέγερση Γυμνασίου.».

 

Παρά την τελευταία επισήμανση της Πολεοδομικής Αρχής, η αίτηση εξετάστηκε με βάση τις πρόνοιες του νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και κατά τον εύλογο χρόνο στον οποίο θα έπρεπε να είχε μελετηθεί, δηλαδή στη βάση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού, του 2000.  Μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης της αίτησης, η αρμόδια Αρχή στις 25.5.2005, χορήγησε την πολεοδομική άδεια.

 

Οι Εφεσίβλητοι και στις δύο εφέσεις, οι οποίοι είναι περίοικοι, αισθάνθηκαν ότι το έργο τους επηρέαζε και προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής, ισχυριζόμενοι ότι η απόφαση για εφαρμογή του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού το 2000 ήταν παράνομη, όπως ήταν και η έγκριση της αίτησης, χωρίς τη διαδικασία παρέκκλισης.  Απέδωσαν την απόφαση αυτή της διοίκησης σε εξωθεσμική συνάντηση του Υπουργού Εσωτερικών με τον κ. Ν. Σιακόλα, ο οποίος εκπροσωπούσε τον Όμιλο Εταιρειών που θα πραγματοποιούσε την ανάπτυξη του χώρου σε υπεραγορά D.Ι.Y.  Οι Εφεσίβλητοι παραπέμπουν σε επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών προς την Πολεοδομική Αρχή, ημερ. 4.3.2004, με την οποία καλείται η τελευταία να εξετάσει την αίτηση χωρίς τη διαδικασία των παρεκκλίσεων.  Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα, όπως αυτό καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση:-

«Αναφέρομαι στη σημερινή συνάντηση του Υπουργού Εσωτερικών με τον κ. Ν. Σιακόλα, σε σχέση με θέματα που καταγράφονται στην επιστολή τελευταίου με ημερομηνία 26/01/2004, και παρακαλώ όπως προχωρήσετε στην ολοκλήρωση της εξέτασης των δύο αιτήσεων για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για τα καταστήματα DIY στην περιοχή των Δήμων Στροβόλου και Μέσα Γειτονιάς, σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία, δεδομένου ότι, με βάση τα στοιχεία που έχετε παραθέσει κατά την εν λόγω συνάντηση, κρίνεται δικαιολογημένη η μη εξέταση τους μέσω της διαδικασίας των παρεκκλίσεων».

 

Στην πρωτόδικη δικαστική διαδικασία έλαβε μέρος ως ενδιαφερόμενο μέρος (ΕΜ), η εταιρεία Super Home Centre D.I.Y. Ltd, τα συμφέροντα της οποίας επηρεάζονται.

 

Ο αδελφός Δικαστής ο οποίος εκδίκασε την προσφυγή, έκρινε ότι αυτή θα έπρεπε να πετύχει θεωρώντας ότι η εφαρμογή του Τοπικού Σχεδίου του 2000 ήταν αναιτιολόγητη, όπως αναιτιολόγητη ήταν και η μη εξέταση της αίτησης, μέσω της διαδικασίας των παρεκκλίσεων.  Περαιτέρω έκρινε ότι «θα στοιχειοθετείτο επίσης λόγος ακύρωσης και στην περίπτωση που θα κρινόταν ότι νομίμως εφαρμόστηκε το Τοπικό Σχέδιο του 2000, αφού και σ' αυτή την περίπτωση η άδεια εκδόθηκε κατά παράβαση των προνοιών του.».

 

Τόσο η Δημοκρατία (Έφεση 143/08), όσο και το ΕΜ (Έφεση 141/08), εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.  Οι λόγοι έφεσης αν και διαφορετικά διατυπωμένοι, στοχεύουν κατά κύριο λόγο στο να αμφισβητήσουν τις πιο πάνω δύο καταλήξεις.

  

Ο πρώτος κοινός λόγος έφεσης, αφορά στην επιλογή της διοίκησης να μην εφαρμόσει το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά την έκδοση της πράξης.  Επί του θέματος του ουσιώδους χρόνου, οι Εφεσείοντες επικαλέστηκαν τα άρθρα 9 και 10 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) τα οποία, κωδικοποιώντας τις πάγιες αρχές της νομολογίας, προβλέπουν ότι:-

 

 

«9. Όταν το διοικητικό όργανο πρόκειται να εκδώσει μια πράξη, ύστερα από αίτηση, θα βασιστεί στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, ανεξάρτητα αν αυτό ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο της υποβολής της σχετικής αίτησης. Όταν η διοίκηση, έπειτα από πάροδο εύλογου χρόνου, παραλείπει να προβεί στην εξέταση της αίτησης, λαμβάνεται υπόψη το καθεστώς που ίσχυε κατά το τέλος της εκπνοής του εύλογου χρόνου.

 

10. Το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητά του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφασή του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες.»

 

Ο αδελφός μας δικαστής θεώρησε:-

«Ότι η μη συμπλήρωση της εξέτασης της αίτησης μέχρι το Μάρτιο του 2003, όπως τονίζουν οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι, δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα των τελευταίων, δεν αμφισβητείται. Δεν εξαντλούνται όμως με αναφορά σ' αυτή την παράμετρο οι ειδικές συνθήκες που κατά περίπτωση προσδιορίζουν το εύλογο και συζητήθηκε η αιτιολογία της κρίσης της διοίκησης πως, ως τότε, παρήλθε εύλογος χρόνος ώστε να ήταν επιτρεπτή η εξέταση της αίτησης κάτω από το καθεστώς του χρόνου υποβολής της. Οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι παραπέμπουν συναφώς στην επιστολή εκ μέρους της Πολεοδομικής Αρχής προς τους μελετητές του έργου ημερομηνίας 1.12.03. (Βλ. συναφώς και το «Έντυπο Μελέτης Πολεοδομικής Αίτησης και Πρακτικά Απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής»). Παραθέτω τις πρώτες παραγράφους της πιο πάνω επιστολής που είναι σχετικές:

 

«2. Όπως γνωρίζετε η πιο πάνω αίτηση σας, υποβλήθηκε στις 8.2.2002 όταν ήταν σε ισχύ το Εγκριμένο Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού, 2000. Στις 21.3.2003 έχει τεθεί σε ισχύ το Τροποποιημένο Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού, 2003, που διαφοροποιεί σε μεγάλο βαθμό τις πρόνοιες που αφορούν την χωροθέτηση Υπεραγορών και άλλων παρόμοιων χρήσεων.

 

3. Στα πλαίσια της μελέτης της πιο πάνω αίτησης, έχουν ζητηθεί οι απόψεις διαφόρων Τμημάτων και Υπηρεσιών και της Τοπικής Αρχής, της οποίας οι απόψεις διαβιβάστηκαν στην Πολεοδομική Αρχή στις 3.6.2003.

 

4. Είναι γεγονός ότι η αίτηση αυτή υποβλήθηκε ένα χρόνο περίπου πριν την δημοσίευση του Τροποποιημένου Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού, 2003, οπόταν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν δυνατόν, υπό κανονικές συνθήκες να είχε συμπληρωθεί η μελέτη της, εάν και εφόσον οι απαντήσεις στις διάφορες διαβουλεύσεις είχαν ληφθεί έγκαιρα».

 

Έχουμε δει πως, εν τέλει, χρειάστηκε η περαιτέρω σημαντική περίοδος μέχρι την 25.5.05 για να συμπληρωθεί η εξέταση της αίτησης και να εκδοθεί η τελική απόφαση. Ούτως ή άλλως, όμως, η προτεινόμενη ως αιτιολογία αυτής της πολύ σημαντικής κρίσης, είναι γενική, αόριστη και δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. Έχει εξαντληθεί ουσιαστικά σε συμπέρασμα ασύνδετο προς οποιαδήποτε στοιχεία συναφή προς το θέμα. Αυτή καθ' εαυτή η ημερομηνία λήψης απόψεων που ζητήθηκαν, χωρίς αναφορά στο μέγεθος του έργου, την ενδεχόμενη πολυπλοκότητα των ζητημάτων που θα έπρεπε κατά περίπτωση να εξεταστούν αλλά και χωρίς αναζήτηση εξήγησης από εκείνους που διατύπωσαν τις απόψεις αναφορικά με τον εν τέλει χρόνο υποβολής τους, είναι εντελώς ανεπαρκής. Καταλήγω, επομένως, πως στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.»

 

Οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση, καθότι όχι μόνο παρήλθε ο εύλογος χρόνος, αλλά και η σημαντική καθυστέρηση που υπήρξε στην εξέταση της αίτησης, δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα των Εφεσειόντων στην προσφυγή 141/08, αλλά στη διοίκηση.  Όπως ανέφερε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων-ΕΜ, ο χρόνος που παρήλθε από τις 8.2.2002 που υποβλήθηκε η αίτηση, μέχρι τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού 2003, ήταν υπέρ αρκετός ώστε να ληφθεί απόφαση για την αίτηση.  Ενδεικτικός του χρόνου που απαιτείτο, είναι η περίοδος των 11 μηνών που τελικά χρειάστηκε για να ληφθεί απόφαση, μετά που λήφθηκαν οι παρατηρήσεις των Τμημάτων.  Οι δικηγόροι και των δύο Εφεσειόντων εισηγούνται ότι ενόψει της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε, ορθά η διοίκηση, με βάση τα άρθρα 9 και 10 του Νόμου 158(Ι)/99, εφάρμοσε το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε μετά την εκπνοή του ευλόγου χρόνου, από της υποβολής της αίτησης, ήτοι το Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού 2000.

 

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.  Το ζητούμενο είναι κατά πόσον είχε όντως παρέλθει ο εύλογος χρόνος και αν ναι, πότε.  Για να αποφασιστεί το θέμα, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι «εκάστοτε συνθήκες».  Η εκτίμηση ανήκει στο δικαστή.  Η κατ' εξαίρεση επιλογή από τη διοίκηση χρόνου άλλου από αυτόν που προβλέπεται στο γενικό κανόνα, θα έπρεπε να είχε αιτιολογηθεί επαρκώς, ώστε ο δικαστής να είναι σε θέση να προβεί σε δικαστικό έλεγχο της πράξης.  Η διαπίστωση του αδελφού μας δικαστή ότι η αιτιολογία της διοίκησης, «είναι γενική, αόριστη και δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο», είναι ορθή.  Όπως εύστοχα επισημάνθηκε πρωτοδίκως, χωρίς τα απαιτούμενα συναφή στοιχεία δεν ήταν δυνατό να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος, ώστε να αποφασιστεί κατά πόσον οι ειδικές περιστάσεις που αφορούσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση, δικαιολογούσαν την απόφαση της διοίκησης ως προς το νομοθετικό καθεστώς που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη.  Η απλή καθυστέρηση χωρίς υπαιτιότητα των Εφεσειόντων-ΕΜ, συμφωνούμε ότι δεν είναι αρκετή.  Από τα περιορισμένα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν συμφωνούμε ότι προκύπτει χωρίς άλλο συμπέρασμα, ότι παρήλθε ο εύλογος χρόνος μέσα στον οποίο θα έπρεπε να εξεταστεί η αίτηση.  Ούτε ο χρόνος των 11 μηνών που παρήλθε από την ημερομηνία που λήφθηκαν οι τελικές απόψεις μέχρι την έκδοση απόφασης μπορεί, χωρίς λεπτομέρειες, να θεωρηθεί ότι ήταν στοιχείο ενδεικτικό του ευλόγου χρόνου που απαιτείτο.  Και μάλιστα όταν ο Κανονισμός 5 και 7(2) της ΚΔΠ 55/90 και τα άρθρα 31, 32 και 45 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72), προβλέπουν ειδικά ότι σε περιπτώσεις που δεν τηρηθούν από την Πολεοδομική Αρχή τα χρονικά περιθώρια που προβλέπονται από το Νόμο και Κανονισμούς και ο αιτητής θεωρεί ότι παραβλάπτονται τα νόμιμα συμφέροντά του, δικαιούται να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει επί του θέματος δυνάμει του άρθρου 31(2) του Νόμου.  Διαζευκτικά, το επηρεαζόμενο πρόσωπο έχει το δικαίωμα, δυνάμει του άρθρου 45 του Νόμου και του Άρθρου 29 του Συντάγματος, να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, είτε κατά της οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης της αρμόδιας αρχής ή του Υπουργικού Συμβουλίου.  Επομένως, το θέμα του ευλόγου χρόνου δεν ήταν τόσο απλό, ώστε να κριθεί συνοπτικά από την αρμόδια αρχή και μάλιστα χωρίς επαρκή αιτιολογία και χωρίς να εξεταστούν όλες οι σύνθετες πτυχές του θέματος, τόσο οι νομικές, όσο και οι πραγματικές.

 

Ως προς το δεύτερο κοινό λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι είναι εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι δεν παρέχεται από τη διοίκηση σαφής αιτιολόγηση για τη μη εφαρμογή «της διαδικασίας κατά παρέκκλιση».  Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.  Όπως επισημαίνεται από την ίδια την Πολεοδομική Αρχή στην επιστολή της ημερ. 1.12.2003, η χορήγηση άδειας με βάση το Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού 2000 «δεν θα μπορούσε να γίνει, εκτός και εάν εξασφαλιζόταν παρέκκλιση», ενόψει του ότι το προς ανάπτυξη τεμάχιο ήταν δεσμευμένο, μαζί με άλλα τεμάχια, για την ανέγερση γυμνασίου.  Σημειώνεται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 26(2) του Νόμου 90/72, αρμόδια αρχή για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση του σχεδίου ανάπτυξης, ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθά αναφέρει ο αδελφός μας δικαστής, η αίτηση εγκρίθηκε «χωρίς την υποβολή αίτησης για παρέκκλιση, η οποία βεβαίως, θα ενέπλεκε το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων» και αυτό παρά την αρχική θέση της Πολεοδομικής Αρχής, όπως εκφράστηκε στην επιστολή της ημερ. 1.12.2003.  Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι Εφεσίβλητοι απέδωσαν την αλλαγή στάσης σε εξωθεσμική παρέμβαση του Υπουργού Εσωτερικών, μετά από συνάντηση του με τον κ. Ν. Σιακόλα, ο οποίος εκπροσωπούσε τον Όμιλο Εταιρειών που θα πραγματοποιούσε την ανάπτυξη.  Όπως ορθά ανέφερε ο αδελφός μας δικαστής, δεν ήταν δυνατό να γίνουν υποθέσεις αναφορικά με το περιεχόμενο αυτής της συνάντησης.  Το μόνο που υπήρχε και στο οποίο στηρίχθηκε, ήταν η επιστολή του Υπουργού προς την Πολεοδομική Αρχή, ημερ. 4.3.2004, με την οποία καλείτο η Αρχή να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία, δεδομένου ότι, με βάση τα στοιχεία που είχαν παρατεθεί κατά τη συνάντηση, δικαιολογείτο η εξέταση της χωρίς τη διαδικασία των παρεκκλίσεων.

 

Ο αδελφός μας δικαστής ορθώς αναζήτησε την αιτιολογία, τόσο γι' αυτή τη σημαντική απόφαση, όσο και για τη διαφοροποίηση από την ήδη εκφρασθείσα τοποθέτηση της αρμόδιας αρχής.  Παραθέτουμε το σχετικό σκεπτικό από την πρωτόδικη απόφαση:-

«Οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι παρέπεμψαν στο γενικό χειρισμό χωρίς όμως οποιασδήποτε μορφής εξειδίκευση. Και, εν πάση περιπτώσει, επικαλέστηκαν επιστολή του Υπουργείου Παιδείας ημερομηνίας 10.1.01 και απόφαση του Πολεοδομικού Συμβουλίου ημερομηνίας 29.10.02, στις οποίες, ας σημειωθεί, αναφέρεται και το έντυπο στο οποίο έχω αναφερθεί, και ας μη μας απασχολήσει πως αυτό φέρεται να έχει υπογραφεί στις 26.5.05, δηλαδή μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από το έντυπο:

 

«Η προτεινόμενη ανάπτυξη μπορεί να αντιμετωπιστεί θετικά, χωρίς να απαιτείται παρέκκλιση από τις πρόνοιες του εφαρμοστέου Σχεδίου Ανάπτυξης, στην προκειμένη περίπτωση του Εγκριμένου Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού, 2000, λαμβάνοντας υπόψη ως ουσιώδη παράγοντα, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 26 του Νόμου, κατά αρχή την απόφαση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και του Πολεοδομικού Συμβουλίου να εισηγηθούν τον αποχαρακτηρισμό του χώρου, στον οποίο προτείνεται η ανάπτυξη, από σχολικό χώρο (βλέπε § 2.2(δ) πιο πάνω) και στην συνέχεια την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να αποδεχθεί την εισήγηση αυτή και να την οριστικοποιήσει, στη Δημοσίευση του Τροποποιημένου Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού, 2003 που έγινε στις 21.3.2003. Με βάση τα πιο πάνω, η υποβολή αίτησης για παρέκκλιση είναι ουσιαστικά χωρίς αντικείμενο».

 

Όμως, ούτε με το ένα ούτε με το άλλο έγγραφο πράγματι αποδεσμευόταν το τεμάχιο, ως χώρος προορισμένος για σχολείο και, από αυτή την άποψη, το Τοπικό Σχέδιο του 2000 παρέμεινε άθικτο. Εν πάση περιπτώσει, η επιστολή του Υπουργού Παιδείας περιλαμβάνει απλώς την τοποθέτησή του υπέρ της αποδέσμευσης και το Πολεοδομικό Συμβούλιο μόνο «κατ' αρχή» αποφάσισε προς εκείνη την κατεύθυνση. Η οριστικοποίηση θα επερχόταν με την αναμενόμενη, όπως γίνεται αντιληπτό, τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου που πραγματοποιήθηκε το 2003. Με αποτέλεσμα να έχουμε από τη μια, ως ουσιώδη παράγοντα που επέτρεπε τη χορήγηση της άδειας χωρίς τη διαδικασία κατά παρέκκλιση, την ευνοϊκή από αυτή την άποψη προοπτική του Νέου Σχεδίου και να μην έχουμε, επίσης ως ουσιώδη παράγοντα, το ότι με βάση το Τοπικό Σχέδιο του 2003 αποκλειόταν η συγκεκριμένη ανάπτυξη για άλλους πολύ σημαντικούς, βεβαίως, λόγους. Θα σημείωνα συναφώς και το εξής: Αναζητούμε την αιτιολόγηση αλλαγής πλεύσης της διοίκησης και οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι παραπέμπουν σε στοιχεία που ήδη υπήρχαν την 1.12.03 όταν, σύμφωνα με τη δική τους εισήγηση, καθορίστηκε η πρώτη τους θέση για την ανάγκη υποβολής αίτησης στο πλαίσιο της διαδικασίας των παρεκκλίσεων.

 

   Ο κ. Μαππουρίδης εκ μέρους της Δημοκρατίας, εισηγήθηκε ότι η πρόνοια του Τοπικού Σχεδίου για τη χωροθέτηση του χώρου για την ανέγερση γυμνασίου, είναι αντισυνταγματική.  Μας ξένισε η εισήγηση, όχι μόνο επειδή προερχόταν από τον εκπρόσωπο της Δημοκρατίας, αλλά και γιατί τέτοιο θέμα δεν ήταν επίδικο με βάση τα δικόγραφα.

 

Ο κ. Πολυβίου εκ μέρους των Εφεσειόντων-ΕΜ, εισηγήθηκε περαιτέρω ότι από τη στιγμή που το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε ότι δεν ήταν πλέον αναγκαία η ανέγερση σχολείου στο συγκεκριμένο χώρο, δεν χρειαζόταν να ακολουθηθεί η διαδικασία της παρέκκλισης, εφόσον κάτι τέτοιο θα ήταν άνευ αντικειμένου.  Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνούμε.  Όπως ορθά επισημαίνει ο αδελφός μας δικαστής, το Υπουργείο Παιδείας με την επιστολή του τοποθετείτο υπέρ της αποδέσμευσης του χώρου.  Όμως αυτό είτε «κατ' αρχήν» είτε «κατ' αρχάς» δεν σήμαινε και την αυτόματη αποχαρακτήριση του χώρου και την τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου 2000, χωρίς να ακολουθηθεί η δέουσα διαδικασία.  Η διαφοροποίηση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου, όπως ορθώς επισημάνθηκε πρωτοδίκως, θα μπορούσε να προέλθει, είτε με τη διαδικασία των παρεκκλίσεων, είτε μετά από τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου, η οποία τελικά έγινε το 2003.  Επομένως, είναι ορθή η κατάληξη του αδελφού μας δικαστή ότι και στην περίπτωση που θα κρινόταν ότι νομίμως εφαρμόστηκε το Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού του 2000, και πάλιν θα στοιχειοθετείτο λόγος ακύρωσης, αφού και σ' αυτή την περίπτωση η άδεια εκδόθηκε κατά παράβαση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου 2000, καθώς δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία των παρεκκλίσεων.

 

Ενόψει της κατάληξης μας επί των δύο πρώτων κοινών λόγων έφεσης, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση των υπολοίπων λόγων στην Έφεση 141/08, οι οποίοι εν πολλοίς, καλύπτονται από τα πιο πάνω.

 

Οι δύο εφέσεις αποτυγχάνουν και απορρίπτονται, με έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.     

 

 

Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.       

 

 

Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.            

 

 

Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο