ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Eλισσαίου Xρίστος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 412
Γιασουμής Ιάσων ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 27
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ. 642/2003, 12 Οκτωβρίου, 2004
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 71/2009)
13 Ιουλίου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Πρόεδρος]
[ΧΑΤΧΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΑΥΡΟΣ ΙΕΖΕΚΙΗΛ,
Εφεσείων - Ενδιαφερόμενο Μέρος,
ν.
ΜΙΧΑΛΗ Α. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσίβλητου - Αιτητή,
και
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για τον Εφεσείοντα - Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο - Αιτητή.
Μαρίνα Ιεροκηπιώτου (κα), για ΄Αντη Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Κύπρου, (η «Σύγκλητος»), η οποία επικυρώθηκε από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου, (η «Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών»), ο εφεσείων - (ενδιαφερόμενο μέρος) - διορίστηκε στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών στο εν λόγω Πανεπιστήμιο. Ο εφεσίβλητος - αιτητής προσέβαλε το διορισμό αυτό με προσφυγή, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωσή του, για λόγους που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, στη σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής, που συστάθηκε με απόφαση της Συγκλήτου.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την πλήρωση της πιο πάνω θέσης ήταν η ακόλουθη:-
Η Σύγκλητος, μετά την προκήρυξη της θέσης, σε συνεδρία της Αρ. 224, ημερομηνίας 1/12/2004, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, τη σύσταση Ειδικής Επιτροπής, η οποία αποτελείτο από πέντε μέλη, με αντίστοιχα αναπληρωματικά. Τέσσερα από τα μέλη της ήταν εξωτερικά, επειδή, καθώς καταγράφεται στα πρακτικά, δεν υπήρχε εσωτερικό μέλος σε συναφή ειδικότητα στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή ή Καθηγητή. Ακολούθως, σε νέα συνεδρία της, προχώρησε στη σύσταση Εκλεκτορικού Σώματος για την πλήρωση των θέσεων ακαδημαϊκού προσωπικού στην Πολυτεχνική Σχολή, μεταξύ των οποίων και η πιο πάνω θέση. Η Ειδική Επιτροπή, σε ΄Εκθεσή της, την οποία υπέβαλε στο Εκλεκτορικό Σώμα, σύστησε για προαγωγή τον εφεσείοντα. Το Εκλεκτορικό Σώμα, αφού μελέτησε την ΄Εκθεση της Ειδικής Επιτροπής, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, να προτείνει στη Σύγκλητο για διορισμό τον εφεσείοντα, αναγνωρίζοντας σ' αυτόν τρία χρόνια προϋπηρεσία στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή. Στη συνέχεια, η Σύγκλητος, με οκτώ ψήφους υπέρ και έντεκα αποχές, επικύρωσε την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, η δε Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών, με απόφασή της ημερομηνίας 8/11/2005, επικυρώνοντας την απόφαση της Συγκλήτου, πρόσφερε διορισμό στον εφεσείοντα.
Αδελφός μας Δικαστής, ο οποίος επιλήφθηκε πρωτόδικα της υπόθεσης, αποδεχόμενος τη θέση του εφεσίβλητου, έκρινε ότι:-
«΄Οπως και στην υπόθεση Ανδρέας Παπαπαύλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 642/03, ημερ. 12.10.04, το γεγονός του μη διαθεσίμου επαρκών εσωτερικών εισηγητών θα έπρεπε να καταγραφόταν ρητά στη σχετική απόφαση της Συγκλήτου και όχι με τη γενικότητα των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν. ΄Οπως υπέδειξε η πιο πάνω απόφαση, ο Καν. 10 αποτελεί την εξαίρεση μόνο όταν δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο Καν. 4 και έτσι θα έπρεπε να αναφερθούν περαιτέρω γεγονότα στην αιτιολόγηση της Συγκλήτου για να μπορεί να ελεγχθεί το όλο ζήτημα.»
Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση, διατείνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη τόσο σε σχέση με τη νομιμότητα της σύνθεσης της Ειδικής Επιτροπής όσο και σε σχέση με τις υπόλοιπες θέσεις/διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, οι οποίες αφορούν στην τήρηση των πρακτικών, στην αιτιολογία της ΄Εκθεσης της Ειδικής Επιτροπής με την οποία αυτός συστήθηκε για διορισμό, στην απόφαση της Συγκλήτου να επικυρώσει την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος για εκλογή του στη θέση και στη σημασία των αποχών κατά την ψηφοφορία. Ενώπιόν μας, ουσιαστικά επανέλαβε όσα και πρωτόδικα ισχυρίστηκε για να καταδείξει το νόμιμο της σύνθεσης της Ειδικής Επιτροπής και, συνακόλουθα, το εσφαλμένο της πρωτόδικης απόφασης.
Η συνήγορος του καθ' ου η αίτηση, ο οποίος, σημειωτέον, δεν καταχώρισε έφεση εναντίον της ακυρωτικής απόφασης, αλλά προχώρησε σε επανεξέταση του θέματος της πλήρωσης της θέσης - στην οποία και πάλι διορίστηκε ο εφεσείων - περιορίστηκε να δηλώσει ότι, απλά, παρακολουθεί τη διαδικασία.
΄Εχουμε εξετάσει τις θέσεις των δύο πλευρών και δε διαπιστώνουμε περιθώριο για επέμβασή μας. Το ζήτημα εδώ είναι κατά πόσο τα όσα αναφέρονται στα πρακτικά της 224ης συνεδρίας της Συγκλήτου, (τα «πρακτικά»), για το διορισμό τεσσάρων εξωτερικών μελών, αντί τριών που προβλέπει ο Κ. 4(2) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Αξιολόγηση και Ανέλιξη Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1996 έως 2001, (Κ.Δ.Π. 36/96 και Κ.Δ.Π. 145/2001), (οι «Κανονισμοί»), δικαιολογούν την εφαρμογή του Κ. 10(1) των Κανονισμών, ο οποίος παρέχει αυτήν τη δυνατότητα, καθιστώντας, έτσι, τη σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής νόμιμη. Σύμφωνα με τον Κ. 4(1)(2)(3) των Κανονισμών:-
«4.(1) Για κάθε εκλογή του μόνιμου ακαδημαϊκού προσωπικού η Σύγκλητος διορίζει Ειδική Επιτροπή.
(2) Η Επιτροπή αποτελείται από τρεις εξωτερικούς εισηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου που είναι καθηγητές πανεπιστημίου και προέρχονται από πανεπιστήμια δύο τουλάχιστον ξένων χωρών και δύο εσωτερικούς εισηγητές, ένας από τους οποίους ορίζεται από τη Σύγκλητο Πρόεδρος της Επιτροπής.
(3) Η επιλογή των μελών της Επιτροπής γίνεται από κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα έξι εν ενεργεία ή τουλάχιστον ομότιμων καθηγητών από πανεπιστήμια του εξωτερικού και τα ονόματα τεσσάρων μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου, τον οποίο υποβάλλει το Συμβούλιο του οικείου Τμήματος στη Σύγκλητο μέσω του Συμβουλίου της οικείας Σχολής.»
Ο Κ. 10(1) των Κανονισμών προβλέπει τα εξής:-
«10.(1) Μέχρις ότου ο αριθμός των διορισθέντων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου καθηγητών καταστεί επαρκής, ώστε να τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων (2) και (3) των Κανονισμών 4 και 7 και των παραγράφων (1) και (2) του Κανονισμού 9 των παρόντων Κανονισμών, η Σύγκλητος δύναται να ορίσει τον Πρόεδρο και τα μέλη των Ειδικών Επιτροπών από εξωτερικούς εισηγητές.»
Προκύπτει, από τις πιο πάνω πρόνοιες, ότι η Ειδική Επιτροπή πρέπει να αποτελείται από τρεις εξωτερικούς εισηγητές, που είναι καθηγητές πανεπιστημίου και προέρχονται από πανεπιστήμια δύο, τουλάχιστον, ξένων χωρών, και δύο εσωτερικούς εισηγητές. Για να εφαρμοστεί ο Κ. 10(1) των Κανονισμών, ο οποίος βρίσκεται κάτω από το «Μέρος V - Μεταβατικές Διατάξεις» - πρέπει να υπάρχει ειδικός λόγος. Η αναφορά στα πρακτικά ότι ο ορισμός τεσσάρων εξωτερικών μελών, αντί τριών, έγινε «... ελλείψει άλλου εσωτερικού μέλους σε συναφή ειδικότητα στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή ή Καθηγητή», χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, ιδιαίτερα ενόψει των προνοιών για τον καταρτισμό καταλόγου από τον οποίο γίνεται η επιλογή των μελών της Ειδικής Επιτροπής δεν καθιστά τη σύνθεσή της νόμιμη. Τα όσα αναφέρονται στα πρακτικά δεν επιτρέπουν να διαπιστωθεί κατά πόσο δικαιολογείτο παρέκκλιση από τα προβλεπόμενα στον Κ. 4(2) των Κανονισμών. Δε φαίνεται, ούτε έμμεσα προκύπτει πώς η Σύγκλητος προέβη στην εν λόγω διαπίστωση. ΄Οπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, τα όσα η συνήγορος του καθ' ου η αίτηση, με την αγόρευσή της, επιχείρησε να προωθήσει, με σκοπό να αιτιολογήσει τη σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη - (βλ. Ελισσαίου ν. ΑΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27). Η απουσία καταγραφής στα πρακτικά τι ακριβώς η Σύγκλητος είχε ενώπιόν της και έλαβε υπόψη της για να παρεκκλίνει από τη ρητή πρόνοια του Κ. 4(2) των Κανονισμών ορθά κρίθηκε ότι επηρέαζε τη νομιμότητα της σύνθεσης της Ειδικής Επιτροπής.
Η απόρριψη του λόγου έφεσης σε σχέση με τη σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης, οι οποίοι αφορούν σε ζητήματα που έπονται της πλημμέλειας που διαπιστώθηκε, αφού τα όσα, στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε για τα διάφορα ζητήματα που έθεσε ο εφεσίβλητος, δεν αποτελούν δεδικασμένο.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Π. Αρτέμης, Π.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
/ΜΠ