ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 675

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 145/2008)

(Υποθέσεις Αρ. 2094/2006 + 16/2007)

 

20 Ιουλίου, 2012

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΦΩΤΙΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δικαστές]

 

 

Δ. ΦΕΛΛΑΣ,

Εφεσείων/Ενδιαφερόμενο Μέρος,

ΚΑΙ

ΔΑΦΝΗ ΦΙΝΟΠΟΥΛΟΥ,

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΤΣΑΛΟΣ,

Εφεσίβλητοι/Αιτητές,

ΚΑΙ

ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ΄ης η Αίτηση.

-----------

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη - Αιτήτρια στην 2094/2006.

Ε. Νικολαϊδου, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στην 16/2007.

Αλ. Κουντουρή, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

-----------

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 21.9.2006 στις συνεκδικασθείσες προσφυγές των αιτητών Δ. Φινοπούλου και Δ. Πάτσαλου έγινε δεκτή η προσφυγή αρ. 756/2005 της Φινοπούλου και ακυρώθηκε ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους Δ. Φελλά από την 15.6.2005 στη θέση του Οικονομικού Διευθυντή της καθ΄ης η αίτηση Αρχής Λιμένων Κύπρου (Α.Λ.Κ.). Η άλλη προσφυγή με αριθμό 860/2005 με αιτητή το Δ. Πάτσαλο, είχε απορριφθεί, αφού οι προβληθέντες λόγοι ακύρωσης δεν στοιχειοθετήθηκαν.

 

Ακολούθησε επανεξέταση του θέματος πλήρωσης της θέσης, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν όπως επαναδιορισθεί ο Δ. Φελλάς αναδρομικά από την 15.6.2005. Την απόφαση αυτή του διοικητικού συμβουλίου της Α.Λ.Κ., που λήφθηκε στις 12.10.2006, προσέβαλαν ξανά οι ίδιοι αιτητές Δ. Φινοπούλου και Δ. Πάτσαλος με τις προσφυγές αρ. 2094/2006 και 16/2007, οι οποίες και συνεκδικάσθηκαν. Η απόφαση του  Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες εκείνες προσφυγές εκδόθηκε κατά την 1.8.2008 από τον αείμνηστο αδελφό Δικαστή Ηλιάδη.

 

Το αποτέλεσμα ήταν όπως και πάλιν ακυρωθεί ο διορισμός του Δ. Φελλά στην επίδικη θέση επειδή, όπως κρίθηκε, διαπιστώθηκε παραβίαση του δεδικασμένου από το διοικητικό συμβούλιο της Α.Λ.Κ. σε σχέση με τα όσα είχαν αποφασισθεί με την προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων Δ. Φελλάς, του οποίου ο διορισμός ακυρώθηκε με την απόφαση στις συνεκδικασθείσες προσφυγές, προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Με την έφεση ηγέρθηκαν τρεις συνολικά λόγοι οι οποίοι, κατά τον εφεσείοντα, συνηγορούν υπέρ του παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης, εκ των οποίων όμως ο τρίτος αποσύρθηκε κατά την ενώπιόν μας ακρόαση από το συνήγορο του εφεσείοντα.

 

Λόγος έφεσης αρ. 1 - Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη διάγνωση περί παραβίασης του δεδικασμένου.

 

Όπως υποστηρίζει ο εφεσείων, εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι με τη νέα απόφαση, κατόπιν της επανεξέτασης, είχε παραβιασθεί το δεδικασμένο σε σχέση με την αξία, πείρα στη Λογιστική και σε ό,τι αφορούσε στις δυσμενείς αξιολογήσεις και σχόλια στους φακέλους του εφεσείοντα, όταν παλαιότερα ήταν υπάλληλος της Α.Λ.Κ.

 

Σε σχέση με το λόγο τούτο έφεσης, τα περιβάλλοντα γεγονότα είναι τα ακόλουθα:

 

Ο εφεσείων, ο οποίος είχε προηγουμένως υπηρετήσει στην καθ΄ης η αίτηση Α.Λ.Κ., αποχώρησε από την υπηρεσία κατά το έτος 2000. Περιλήφθηκε δε στον κατάλογο των υποψηφίων για διορισμό στην επίδικη θέση, η οποία είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Το διοικητικό συμβούλιο της Α.Λ.Κ. έλαβε υπόψη του το γεγονός της προηγούμενης υπηρεσίας του εφεσείοντα στην Αρχή για να σταθμίσει την πείρα του, την οποία και τόνισε, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να όφειλε να λάβει υπόψη του και την όλη προηγούμενη σταδιοδρομία του στην Αρχή, η οποία ήταν εν πάση περιπτώσει, μέρος της όλης εικόνας και των στοιχείων του ως υποψηφίου και δεν μπορούσε να παραγνωρισθεί. (Απόφαση Χατζηχαμπή, Δ. ημερομηνίας 21.9.2006 στις Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 756/2005 και 860/2005). Όπως δε προστέθηκε στην ακυρωτική εκείνη απόφαση, αναδρομή στη σταδιοδρομία αυτή, σε σύγκριση και με εκείνη της Φινοπούλου, αποκάλυπτε αφενός ότι και η Φινοπούλου είχε όχι μόνο διαχρονικά καθ΄ όλα εξαίρετες αξιολογήσεις στις ετήσιες εκθέσεις, αλλά και ευρύτατη πείρα. Εν πάση περιπτώσει, το στοιχείο της "Ευρείας πείρας εις την Λογιστικήν ή/και τα Οικονομικά και ευρείας διοικητικής πείρας" ήταν προσόν απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Δεν μπορούσε λοιπόν, σύμφωνα πάντα με την ίδια απόφαση, ούτε να θεωρείται η πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους Φελλά (εφεσείοντα) ως υπέρτερη εκείνης της Φινοπούλου, ούτε να χρησιμοποιείται η πείρα του στην οποία βασίσθηκε η διαπίστωση κατοχής του πλεονεκτήματος από αυτόν, ως κριτήριο περαιτέρω υπεροχής του. Κρίθηκε λοιπόν ότι η αναφορά στην πείρα του εφεσείοντα λόγω της υπηρεσίας του στο Λογιστήριο της Α.Λ.Κ. ως καθιστούσας αυτόν υπέρτερο των υπαλλήλων της Αρχής, ήταν πεπλανημένη, όπως πεπλανημένη ήταν και η παράλειψη αναφοράς του διοικητικού συμβουλίου στην υπεροχή της Φινοπούλου σε βαθμολογημένη αξία, αφού αυτή είχε διαχρονικά από το 1982 καθ΄όλα εξαίρετες αξιολογήσεις, ενώ ο εφεσείων είχε, ιδιαίτερα τα έτη 1982 μέχρι και 1995, όχι μόνο υποδεέστερες αξιολογήσεις, αλλά και έντονα αρνητικά σχόλια. Πέραν της πλάνης, η παράλειψη αναφοράς στην αρνητική πτυχή της προηγούμενης σταδιοδρομίας του εφεσείοντα στην Α.Λ.Κ. συνιστούσε, σύμφωνα με το Δικαστήριο, και έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου.

 

Κατά την επανεξέταση, το διοικητικό συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση προσέγγισε το θέμα ως ακολούθως, σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό:

 

"«(β) Το Συμβούλιο έκρινε ότι ο κος Φελλάς διαθέτει ευρεία πείρα στη Λογιστική και τα οικονομικά και ευρεία διοικητική πείρα που καταλήγει σε εξαίρετη αξιολόγηση στην υψηλόβαθμη θέση του Προϊστάμενου Λογιστηρίου, δηλαδή στην αμέσως κατώτερη ιεραρχικά θέση της υπό πλήρωση θέσης του Οικονομικού Διευθυντή. Διευκρινίζεται ότι η πείρα αυτή που είναι απόλυτα συναφής με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, είναι πέραν και επιπλέον της πείρας που απαιτείται ως ελάχιστο απαιτούμενο προσόν με βάση την παρ. 3(β) του Σχεδίου υπηρεσίας. Ειδικότερα, η ευρεία πείρα του κ. Φελλά στη Λογιστική προκύπτει από το γεγονός ότι κατείχε την αμέσως κατώτερη ιεραρχικά θέση της υπό πλήρωση θέσης του Οικονομικού Διευθυντή από το 1980 μέχρι και την οικειοθελή αφυπηρέτησή του από την Αρχή το 2000. Με βάση το οικείο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που κατείχε ήταν υπεύθυνος για την τήρηση των λογιστικών βιβλίων και την ετοιμασία των λογαριασμών και ισολογισμών της Αρχής. Σημειώνεται ότι ο κος Φελλάς διετέλεσε μετά την οικειοθελή αφυπηρέτησή του από την Αρχή, ως Financial Controller στον ιδιωτικό τομέα."

      

Αναφορικά με τα προσόντα της Δάφνης Φινοπούλου το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ΄ων η αίτηση κατέγραψε τα πιο κάτω:

 

«4.10.5 Η κα Φινοπούλου κατέχει Β.Α. στα Οικονομικά προσόν που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας. Η κα Φινοπούλου έχει ευρεία πείρα στα οικονομικά ως εκ της θέσης της επί σειρά ετών ως Λειτουργός Μελετών και Ερευνών στην Αρχή. Ωστόσο, από την αξιολόγηση των προσόντων της καθώς επίσης από το περιεχόμενο του προσωπικού της φακέλου προκύπτει ότι οι γνώσεις και η πείρα της στα λογιστικά θέματα της Αρχής σε σύγκριση τόσον με τον κ. Φελλά όσο και με τον κ. Πάτσαλο είναι περιορισμένες.»

 

Προσέγγισε δε το θέμα της αξίας ως ακολούθως:

 

«4.12 Αναφορικά με την αξία, το Συμβούλιο έχοντας υπόψη του την απόφασή του στην παράγραφο 4.9.2 πιο πάνω διαπίστωσε ότι η εικόνα που παρουσιάζει ο κος Φελλάς κατά τα τελευταία τρία χρόνια της σταδιοδρομίας του στην Αρχή και για τα οποία υπάρχουν σχετικές υπηρεσιακές εκθέσεις (1997, 1998, 1999, για το έτος 2000 δεν είχε συμπληρωθεί τέτοια έκθεση) είναι αυτή του εξαίρετου υπαλλήλου. Σε σχέση με την υποψήφια κα Φινοπούλου το Συμβούλιο σημείωσε ότι αυτή είχε διαχρονικά από το 1982 εξαίρετες ετήσιες αξιολογήσεις, γεγονός που αναφέρεται και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με την προσφυγή της κας Φινοπούλου (αρ. 756/2005) που είχε γίνει δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο. Σε σχέση με τον κ. Πάτσαλο το Συμβούλιο σημείωσε ότι η εικόνα που παρουσιάζει είναι αυτή του σχεδόν εξαίρετου υπαλλήλου.»

 

 

      Σχετικά με το ενδιαφερόμενο μέρος το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση έλαβε υπόψη και τα πιο κάτω:

 

«4.13 Σ΄ ότι αφορά τον κ. Φελλά το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι είχε μέχρι το 1995 υποδεέστερες αξιολογήσεις από την κα Φινοπούλου αλλά και έντονα αρνητικά σχόλια. Μετά από ενδελεχή διερεύνηση του προσωπικού και εμπιστευτικού φακέλου του κ. Φελλά διαφάνηκε ότι τα συγκεκριμένα χρόνια, για τα οποία είχε βαθμολογηθεί δυσμενώς και για τα οποία είχε αρνητικά σχόλια, ήταν τα χρόνια κατά τα οποία υπηρετούσε στη θέση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής ο κ. Ιωσήφ Παγιάτας. Από περαιτέρω διερεύνηση που έκανε το Διοικητικό Συμβούλιο διαπιστώθηκε ότι παρόμοια αρνητική εικόνα υπήρχε και στους φακέλους άλλων διευθυντικών στελεχών της Αρχής και ότι ήταν αποτέλεσμα της στάσης του τότε Γενικού Διευθυντή.

 

.......................

 

4.14 Το Διοικητικό Συμβούλιο σταθμίζοντας όλα τα ενώπιόν του στοιχεία αποφάσισε όπως μη λάβει υπόψη του τα αρνητικά σχόλια που υπήρχαν στον προσωπικό φάκελο και στο φάκελο με τις ετήσιες εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις του κ. Φελλά εφόσον αυτά αποτελούσαν προϊόν της ως πιο πάνω αναφερόμενης συμπεριφοράς ή και πρόκλησης από μέρους του τότε Γενικού Διευθυντή της Αρχής. Το Συμβούλιο επίσης αποφάσισε όπως λάβει υπόψη του τις βαθμολογίες του κ. Φελλά κατά τα έτη μετά την αφυπηρέτηση του τότε Γενικού Διευθυντή. Τέλος το Συμβούλιο έχοντας υπόψη του τη σχετική γνωμοδότηση που δόθηκε από τον κ. Ν. Παπαευσταθίου κατά τη σημερινή συνεδρία ότι δηλαδή τα τρία τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, διαπίστωσε ότι η εικόνα που παρουσιάζει ο κ. Φελλάς για τα τρία τελευταία έτη πριν από την οικειοθελή αφυπηρέτησή του είναι αυτή του εξαίρετου υπαλλήλου.»

 

     Με βάση τα πιο πάνω το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος."

 

Με βάση αυτά τα δεδομένα, ο πρωτόδικος Δικαστής που εκδίκασε τις προσφυγές αρ. 2094/2006 και 16/2007, έκρινε ως ακολούθως:

 

     "Το δεδικασμένο που προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου με βάση την απόφαση της 21/9/2006 στην προσφυγή 756/2005, ήταν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερτερούσε σε πείρα στη Λογιστική, ότι υστερούσε στις ετήσιες αξιολογήσεις ιδιαίτερα των ετών 1982-1995 και ότι η σταδιοδρομία του χαρακτηριζόταν από μια αρνητική πτυχή λόγω της ύπαρξης επανειλημμένων έντονων αρνητικών σχολίων στο φάκελό του.

 

     Οι αναφορές του Διοικητικού Συμβουλίου σε ευρεία πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους στη Λογιστική που καταλήγει σε εξαίρετη αξιολόγηση και σε περιορισμένη αντίστοιχη πείρα της αιτήτριας Φινοπούλου, καθώς και η απόφαση να αγνοηθούν οι δυσμενείς αξιολογήσεις και τα αρνητικά σχόλια των φακέλων του ενδιαφερόμενου μέρους, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετος υπάλληλος, στην ουσία ανατρέπει τα όσα έχουν αποφασιστεί και παραβιάζει το δεδικασμένο. Όπως έχει τονιστεί στην απόφαση Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας (1999) 3 Α.Α.Δ. 230, σελ. 238,

 

     "Συνάγεται καθαρά από τα πιο πάνω ότι οι σχετικές οδηγίες αφορούσαν τις εμπιστευτικές εκθέσεις όλων των υπαλλήλων της Τράπεζας και είχαν εφαρμοσθεί για την αξιολόγηση όλων των υπαλλήλων της Τράπεζας περιλαμβανομένου και του Ε.Μ. Υπάρχει επομένως σαφές δεδικασμένο σχετικά με τη νομιμότητα της έκθεσης του αναφορικά με τη νομιμότητα της έκθεσης του Ε.Μ. για το έτος 1988 αποτελούσε διαπίστωση ως προς ένα ουσιώδες γεγονός πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η απόφαση του ήταν ένα λειτουργικό εύρημα. Σαν τέτοιο δεσμεύει το διορίζον όργανο να το λάβει ως δεδομένο κατά την επανεξέταση. Ωστόσο το διορίζον όργανο με το να λάβει υπόψη την έκθεση του  Ε.Μ. για το έτος 1988 έχει ενεργήσει με τρόπο αντίθετο προς την κρίση του ακυρωτικού δικαστή. Αυτό συνιστά παράβαση του δεδικασμένου η οποία από μόνη της οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 269). Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να πετύχει."

 

     Η παραβίαση του δεδικασμένου οδηγεί αναπόφευκτα στην επιτυχία των προσφυγών και στην ακύρωση της επίδικης απόφασης. Η πιο πάνω κατάληξη καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης."

 

 

Διαφωνώντας με την ως άνω πρωτόδικη προσέγγιση και κατάληξη, ο εφεσείων επισημαίνει αρχικά ότι μετά από ακυρωτική απόφαση, το διοικητικό όργανο δύναται να εκδώσει κατά την επανεξέταση απόφαση που να είναι του ίδιου περιεχομένου με την ακυρωθείσα, ασκώντας όμως αυτή τη φορά νόμιμα τη διακριτική του εξουσία, μετά από νέα έρευνα και νέα αιτιολογία. Στην υπό εξέταση δε περίπτωση, το δεδικασμένο αφορούσε σε πεπλανημένη αναφορά ή κρίση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας περί την πείρα και την αξία και η Αρχή επανεξέτασε το θέμα διενεργώντας πλήρη έρευνα και διατυπώνοντας ευρήματα που ανέτρεψαν την όποια πλάνη θεώρησε η ακυρωτική απόφαση ότι υπήρχε, δίδοντας σαφή και πλήρη αιτιολόγηση που διαφοροποιήθηκε με ό,τι στην πρώτη διαδικασία ερεύνησε και έκρινε. Επρόκειτο δηλαδή, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, για νέα πράξη απαλλαγμένη από πλάνη, ως αποτέλεσμα δέουσας έρευνας.

 

Ο εφεσείων δικαίως, κατά την άποψή μας, παραπονείται. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα περί εσφαλμένης κρίσης ως προς τη διαπίστωση παραβίασης του δεδικασμένου, είναι βάσιμοι. Σημειώνουμε δε συναφώς τα ακόλουθα: Μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης με την παρούσα έφεση πρωτόδικης απόφασης και της ακύρωσης του διορισμού του εφεσείοντα στην επίδικη θέση, ως γενομένης κατά παραβίαση του δεδικασμένου, η καθ΄ης η αίτηση Α.Λ.Κ. δεν καταχώρησε έφεση και συμμορφώθηκε με το ακυρωτικό αποτέλεσμα προχωρώντας σε επανεξέταση του θέματος, επαναδιορίζοντας και πάλι τον εφεσείοντα στην επίδικη θέση αναδρομικά. Η απόφαση εκείνη έγινε αντικείμενο προσβολής με τις συνεκδικασθείσες προσφυγές αρ. 1278/2008 και 1636/2008, οι οποίες εκδικάστηκαν από τον Κραμβή, Δ., και η απόφαση η οποία εκδόθηκε στις 6.9.2010 ήταν απορριπτική και για τις δύο προσφυγές.  Η απόφαση αυτή έχει εφεσιβληθεί με την Α.Ε. Αρ. 153/2010 η εκδίκαση της οποίας και εκκρεμεί.

 

Όπως ορθά παρατήρησε και ο Κραμβής Δ. στην απόφασή του, με το οποίο και συμφωνούμε, κανένα από τα δικαστικά ευρήματα στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 2094/2006 και 16/2007 και προηγουμένως στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 756/2005 και 860/2005 δεν εμπόδιζε την Α.Λ.Κ. να αξιολογήσει εκ νέου το στοιχείο της πείρας του εφεσείοντα, όχι μόνο ως υπαλλήλου της Αρχής, αλλά και την πείρα που απόκτησε στον ιδιωτικό τομέα, πριν από τον ουσιώδη χρόνο. Αντίθετα, το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να αναθεωρήσει τα συμπεράσματά του αναφορικά με την πείρα των υποψηφίων που, απ΄ ότι φαίνεται αναδεικνυόταν σε σημαντικό κριτήριο για την επίδικη θέση και μάλιστα σε συνάρτηση με ό,τι προέκυπτε ως συνολική βαθμολογημένη αξία των υποψηφίων. Αυτό δε ήταν που έπραξε το Συμβούλιο. Κατά την επανεξέταση, έλαβε υπόψη κατ΄ αρχάς το γεγονός ότι ο εφεσείων είχε υπηρετήσει με εξαίρετη αξιολόγηση στην υψηλόβαθμη θέση του Προϊσταμένου Λογιστηρίου, δηλαδή στην ιεραρχικά αμέσως κατώτερη της επίδικης θέση, πείρα η οποία, όπως διαπίστωσε, είναι πέραν και επιπλέον της πείρας που απαιτείται ως ελάχιστο απαιτούμενο προσόν με βάση το σχέδιο υπηρεσίας. Περαιτέρω, επίσης κατά την επανεξέταση κατόπιν της ακυρωτικής απόφασης, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του ως προς το στοιχείο της πείρας, και το γεγονός ότι ο εφεσείων μετά την οικειοθελή αφυπηρέτησή του από την Αρχή κατά το 2000 διετέλεσε και financial controller στον ιδιωτικό τομέα. Περαιτέρω, το Συμβούλιο κατά την επανεξέταση, έλαβε υπόψη του ως προς το στοιχείο της πείρας και το ότι ο εφεσείων από το 2003 είχε διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, το ότι είναι αντιπρόεδρος σε δύο θυγατρικές εταιρείες της Α.Τ.Η.Κ. στο εξωτερικό και μέλος μιας θυγατρικής της στην Κύπρο.

 

Κατ΄ αυτό τον τρόπο, το διοικητικό συμβούλιο της Α.Λ.Κ., κατά την επανεξέταση, δεν παραβίασε, αλλά υπερπήδησε και εξουδετέρωσε την προηγούμενη παράλειψή του, η οποία οδήγησε στη δικαστική διάγνωση περί εμφιλοχώρησης πλάνης ως προς το θέμα της πείρας, ανεξάρτητα από το ότι η τελική έκβαση της έρευνας του ήταν η ίδια, ότι δηλαδή ο εφεσείων υπερτερούσε. Κατ΄ αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να λεχθεί ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο που αφορούσε στο ότι η πείρα του εφεσείοντα ως προς τα λογιστικά είχε παρουσιαστεί να συνίσταται μόνο από την προϋπηρεσία του στο Λογιστήριο της Αρχής.

 

Ως προς το θέμα των δυσμενών υπηρεσιακών εκθέσεων για τον αιτητή, οι οποίες είχαν δημιουργήσει το δεδικασμένο αναφορικά με την παραγνώριση της ύπαρξής τους, διαπιστώνεται ότι το διοικητικό συμβούλιο της Αρχής, κατά την επανεξέταση, ασχολήθηκε και με αυτό το θέμα, χωρίς αυτή τη φορά να το παραγνωρίσει. Αντίθετα, συμμορφούμενο προς το δεδικασμένο, ασχολήθηκε με τις υπηρεσιακές εκθέσεις για τον εφεσείοντα ως προς τα έτη 1980-1982, 1984, 1985 και 1987-1988. Αφού δε αποφάνθηκε ότι αυτές ήσαν παράτυπες, λόγω της εμπλοκής του τότε Γενικού Διευθυντή της Αρχής, αποφάσισε όπως μη τις λάβει υπόψη. Κάτι ασφαλώς το οποίο εδικαιούτο η Αρχή να πράξει και το έπραξε προσθέτοντας έτσι κατά την επανεξέταση ένα νέο στοιχείο έρευνας και αιτιολογίας το οποίο ήρε το πρόβλημα που είχε εντοπισθεί στην ακυρωτική απόφαση και στο δημιουργηθέν δεδικασμένο.

 

Όπως εισηγήθηκε η πλευρά των εφεσίβλητων, το διοικητικό συμβούλιο της Αρχής, ενεργώντας κατ΄ αυτό τον τρόπο, δεν προέβηκε σε επανεξέταση στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος αλλά επί άλλης βάσης κατά παράβαση της νομολογίας και ειδικότερα της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ρένος Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38.

 

Ως γνωστό, στην απόφαση εκείνη τονίστηκε η υποχρέωση του διοικητικού οργάνου όπως κατά την επανεξέταση περιορίζεται στην εξέταση μόνο των θεμάτων που προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα, και όχι εφ΄ όλης της ύλης. Δεν συμφωνούμε ότι στην παρούσα περίπτωση το διοικητικό συμβούλιο προέβηκε σε επανεξέταση εφ΄ όλης της ύλης ή έστω επί οποιουδήποτε θέματος άλλου παρά εκείνων που καλύπτονταν από το δεδικασμένο. Απλά κατά την προηγούμενη φορά, το συμβούλιο, όπως διαπιστώθηκε δικαστικά, παραγνώρισε την ύπαρξη κάποιων εκθέσεων και σχολίων, ενώ αυτή τη φορά τις διερεύνησε, τις αξιολόγησε και τις εκμηδένισε για τους λόγους που εξήγησε. Πιο συγκεκριμένα, το διοικητικό συμβούλιο της Αρχής, διερεύνησε σε βάθος το θέμα των υπηρεσιακών εκθέσεων του εφεσείοντα για τα προαναφερθέντα έτη, πράγμα που δεν είχε πράξει κατά την προηγούμενη διαδικασία, και σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό διαπίστωσε σοβαρές παρατυπίες τις οποίες εντόπισε και αντιμετώπισε ως ακολούθως:

 

"(α) Η πρώτη παρατυπία έγινε όσον αφορά την ύπαρξη δυσμενών βαθμολογιών σε ορισμένα σημεία, για τις οποίες ο αξιολογών λειτουργός παράτυπα και σε αντίθεση με τις σχετικές διατάξεις δεν ζητούσε την υποβολή παραστάσεων από μέρους του αξιολογούμενου λειτουργού. Ειδικότερα, αυτή η παρατυπία αφορά στις εκθέσεις του κ. Δημήτρη Φελλά για τα χρόνια 1980, 1981 και 1982 και το Συμβούλιο αποφάσισε να μη λάβει υπόψη τις δυσμενείς βαθμολογίες που έγιναν παράτυπα στις εκθέσεις που προαναφέρονται.

 

(β) Η δεύτερη παρατυπία έγινε όσον αφορά την αλλαγή βαθμολογίας από τον προσυπογράφοντα λειτουργό, τις περιπτώσεις που όπως προκύπτει από τις εκθέσεις ο προσυπογράφων λειτουργός δεν συζητούσε τις τροποποιήσεις της βαθμολογίας, με τον αξιολογούντα λειτουργό και δεν αιτιολογούσε τις τροποποιήσεις που επέφερε στη βαθμολογία στις περιπτώσεις διαφωνίας. Ειδικότερα αυτή η παρατυπία αφορά στις εκθέσεις του κ. Φελλά για τα χρόνια 1980, 1981, 1984, 1985, 1987, 1988 και 1989 και το Συμβούλιο αποφάσισε όπως μη λάβει υπόψη τις τροποποιήσεις του προσυπογράφοντα λειτουργού σ΄ αυτές τις περιπτώσεις."

 

"4.13 Σ΄ ότι αφορά τον κ. Φελλά το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι είχε μέχρι το 1995 υποδεέστερες αξιολογήσεις από την κα Φινοπούλου αλλά και έντονα αρνητικά σχόλια. Μετά από ενδελεχή διερεύνηση του προσωπικού και εμπιστευτικού φακέλου του κ. Φελλά διαφάνηκε ότι τα συγκεκριμένα χρόνια, για τα οποία είχε βαθμολογηθεί δυσμενώς και για τα οποία είχε αρνητικά σχόλια, ήταν τα χρόνια κατά τα οποία υπηρετούσε στη θέση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής ο κ. Ιωσήφ Παγιάτας. Από περαιτέρω διερεύνηση που έκαμε το Διοικητικό Συμβούλιο διαπιστώθηκε ότι παρόμοια αρνητική εικόνα υπήρχε και στους φακέλους άλλων διευθυντικών στελεχών της Αρχής και ότι ήταν αποτέλεσμα της στάσης του τότε Γενικού  Διευθυντή."

 

"4.14 Το Διοικητικό Συμβούλιο σταθμίζοντας όλα τα ενώπιον του στοιχεία αποφάσισε όπως μη λάβει υπόψη του τα αρνητικά σχόλια που υπήρχαν στον προσωπικό φάκελο και στο φάκελο με τις ετήσιες εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις του κ. Φελλά εφόσον αυτά αποτελούσαν προϊόν της ως πιο πάνω αναφερόμενης συμπεριφοράς ή και πρόκλησης από μέρους του τότε Γενικού Διευθυντή της Αρχής."

 

 

Οι πιο πάνω ενέργειες του διοικητικού συμβουλίου ήταν, κατά την άποψή μας, ευλόγως επιτρεπτές. Δεν ασπαζόμαστε την αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία, επειδή το Δικαστήριο στην προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση του εντόπισε την παράλειψη του διοικητικού συμβουλίου να διερευνήσει και να λάβει υπόψη του τις ετήσιες εκθέσεις και τα αρνητικά για τον εφεσείοντα σχόλια, αυτό σήμαινε ότι κατά την επανεξέταση το συμβούλιο θα έπρεπε να λάβει υπόψη αυτά τα στοιχεία ως είχαν, χωρίς άλλη διερεύνηση και να παραγνωρίσει οποιεσδήποτε παρατυπίες από τις οποίες αυτά έπασχαν.

 

Καταλήγουμε ότι δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε παραβίαση του δεδικασμένου και ο σχετικός λόγος έφεσης ευσταθεί. 

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται για το λόγο που προσδιορίσαμε.

 

Παραμένουν οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης που προέβαλαν πρωτόδικα οι αιτητές και οι οποίοι δεν εξετάστηκαν λόγω της κατάληξης περί παραβίασης του δεδικασμένου.  Αυτοί οι λόγοι θα εξεταστούν από το Εφετείο σε ημερομηνία η οποία θα ορισθεί.

 

Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

 

                                                        Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

                                                        Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

                                                        Α. Κραμβής, Δ.

 

                                                        Μ. Φωτίου, Δ.

 

                                                        Κ. Κληρίδης, Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο