ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΡ. 1/2012, 2/2012 ΚΑΙ 3/2012
29 Ioυνίου, 2012
ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Π., Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,
Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗ, Κ. ΚΛΗΡΙΔΗ,
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, ΔΔ.
Αίτηση Αρ. 1/2012
Αναφορικά με το άρθρο 149(β) του Συντάγματος
και
Αναφορικά με την Αίτηση της Μαρίας Ιωαννίδη, Νικόλα Ιωαννίδη, Κυριακής Ιωαννίδη και του Χριστόφορου Ιωαννίδη μέσω της μητέρας του Μαρίας Ιωαννίδη, συζύγου και παιδιών αντίστοιχα του Αποβιώσαντος Πλοιάρχου Ανδρέα Ιωαννίδη για εξασφάλιση άδειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση τον Κανονισμό 15(2)(β) των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 για έναρξη διαδικασίας με βάση το Άρθρο 149(β) του Συντάγματος.
και
Αναφορικά με το Άρθρο 45 του Συντάγματος και τις φράσεις «αδίκημα ατιμωτικόν» και «αδίκημα ηθικής αισχρότητος» στο Άρθρο 45.3 του Συντάγματος και τη φράση «δι΄οιονδήποτε αδίκημα τελεσθέν υπ΄αυτού εν τη ασκήσει του λειτουργήματος του» στο Άρθρο 45.5 του Συντάγματος.
---------------------
Αίτηση Αρ. 2/2012
Αναφορικά με το άρθρο 149(β) του Συντάγματος
και
Αναφορικά με την Αίτηση των Μιχάλη Θεοφίλου, Παγώνας Θεοφίλου και Μαρίας Θεοφίλου, πατέρα, μητέρας και αδελφής αντίστοιχα του Αποβιώσαντος Παναγιώτη Θεοφίλου για εξασφάλιση άδειας του Δικαστηρίου με βάση το Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 για έναρξη διαδικασίας με βάση το άρθρο 149(β) του Συντάγματος.
και
Αναφορικά με το Άρθρο 45 του Συντάγματος και τις φράσεις «αδίκημα ατιμωτικόν» και «αδίκημα ηθικής αισχρότητος» στο Άρθρο 45.3 του Συντάγματος και τη φράση «δι΄οιονδήποτε αδίκημα τελεσθέν υπ΄αυτού εν τη ασκήσει του λειτουργήματος του» στο Άρθρο 45.5 του Συντάγματος.
--------------------
Αίτηση Αρ. 3/2012
Αναφορικά με το άρθρο 149(β) του Συντάγματος
και
Αναφορικά με την Αίτηση των Μαρίας Ηρακλέους εκ Λατσιών, εκ μέρους της ιδίας και του ανήλικου υιού της Άντυ Ηρακλέους (ετών 15) και Σόλωνα Ηρακλέους εκ Λατσιών, συζύγου και υιού του αποβιώσαντος Μιχάλη Ηρακλέους αντίστοιχα, για εξασφάλιση άδειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 για έναρξη διαδικασίας με βάση το Άρθρο 149(β) του Συντάγματος
και
Αναφορικά με το Άρθρο 45 του Συντάγματος και τις φράσεις «αδίκημα ατιμωτικόν» και «αδίκημα ηθικής αισχρότητος» στο Άρθρο 45.3 του Συντάγματος και τη φράση «δι΄οιονδήποτε αδίκημα τελεσθέν υπ΄αυτού εν τη ασκήσει του λειτουργήματος του» στο Άρθρο 45.5 του Συντάγματος.
----------------------
Για τους αιτητές στην αίτηση αρ. 1/12: κ. Δ. Αραούζος με κ. Α. Αντωνίου.
Για τους αιτητές στην αίτηση αρ. 2/12: κ. Χρ. Τριανταφυλλίδης με
κ. Α. Κωνσταντινίδη.
Για τους αιτητές στην αίτηση αρ. 3/12: κ. Λ. Λουκαΐδης με
κα Λ. Πατσαλίδου.
Παρών κ. Π. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με
κ. Α. Βασιλειάδη, Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και κα Δ. Κυπριανού,
Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄.
Η αιτήτρια στην αίτηση αρ. 1/12 κα Κ. Ιωαννίδου παρούσα.
Ο αιτητής στην αίτηση αρ. 2/12 κ. Μ. Θεοφίλου παρών.
Η αιτήτρια στην αίτηση αρ. 3/12 κα Μ. Ηρακλέους παρούσα.
----------------------
H oμόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον
Π. Αρτέμη, Π
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Στις 11 Ιουλίου, του 2011, έγινε έκρηξη στην Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» στην περιοχή του χωριού Μαρί, ως αποτέλεσμα ανάφλεξης 98 εμπορευματοκιβωτίων που περιείχαν πυρίτιδα και εκρηκτικά, που είχαν τοποθετηθεί εκεί το Φεβρουάριο του 2009 και που ήταν φορτίο πλοίου που κατασχέθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Ως αποτέλεσμα της έκρηξης, σκοτώθηκαν 13 άνθρωποι, τραυματίστηκε σημαντικός αριθμός άλλων και προκλήθηκαν ζημιές σε ιδιωτικά, ημικρατικά και κρατικά υποστατικά και υπηρεσίες.
Στις 14.7.2011, το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε το δικηγόρο κ. Πολύβιο Γ. Πολυβίου ως μονομελή Ερευνητική Επιτροπή, ο οποίος διεξήγαγε τη νενομισμένη διαδικασία και, στις 3.10.2011, παρέδωσε το πόρισμά του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων και στον Γενικό Εισαγγελέα.
Στο πόρισμα αυτό, μεταξύ άλλων, αποδίδονταν πολιτικές αλλά και προσωπικές ευθύνες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια. Ως αποτέλεσμα της έρευνας που ακολούθησε, αριθμός ατόμων κατηγορήθηκε στο Δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένων και δύο τέως Υπουργών, που παραιτήθηκαν μετά τα πιο πάνω γεγονότα.
Με τις τρεις αυτές Αιτήσεις, που καταχωρήθηκαν εκ μέρους συγγενών των θυμάτων, υποβλήθηκαν πανομοιότυπα σχεδόν αιτήματα, εξ ου και οι τρεις Αιτήσεις συνεκδικάστηκαν.
Με τις Αιτήσεις οι αιτητές ζητούν άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο για έναρξη διαδικασίας με βάση το Άρθρο 149(β) του Συντάγματος και τον Κανονισμό 15(2)(β) του Διαδικαστικού Κανονισμού Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, 1962, για την ερμηνεία, όσον αφορά μεν τις Αιτήσεις 2/12 και 3/12 «λόγω ασάφειας και του απροσδιόριστου των φράσεων «αδίκημα ατιμωτικόν» και «αδίκημα ηθικής αισχρότητος» στο Άρθρο 45.3 του Συντάγματος και «δι οιονδήποτε αδίκημα τελεσθέν υπ΄αυτού [του Προέδρου της Δημοκρατίας] εν τη ασκήσει του λειτουργήματος του» στο Άρθρο 45.5 του Συντάγματος και της συγκρουόμενης ερμηνείας αυτών μεταξύ των Αιτητών και του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με τη δυνατότητα ποινικής δίωξης του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Δημήτρη Χριστόφια, προ της λήξεως της θητείας του ως Προέδρου της Δημοκρατίας για πράξεις και παραλείψεις του τελευταίου σε σχέση με την εν γένει διαχείριση του ζητήματος των επικίνδυνων πυρίτιδων και/ή εκρηκτικών που βρισκόταν στο πλοίο «Monchegorsk» από της κατάσχεσης τους στις 13.2.2009 και την εν συνεχεία δήμευση και φύλαξη αυτών στην Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» στο Μαρί μέχρι που εξερράγησαν στις 11.7.2011 . . . . .» και, όσον αφορά την Αίτηση 1/12, ενός αριθμού διαφωνιών « με τον Γενικό Εισαγγελέα σε σχέση με τις πρόνοιες του Άρθρου 45 του Συντάγματος και τις ασάφειες αυτού».
Ο Γενικός Εισαγγελέας πληροφόρησε το Δικαστήριο πως επιθυμούσε να εγείρει ζήτημα στη βάση του Άρθρου 134.2 του Συντάγματος, για απόρριψη των Αιτήσεων ως προδήλως αβάσιμων. Το Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του, αφού σημείωσε τη διαφωνία που εκδηλώθηκε αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε οι σχετικές εισηγήσεις να υποβληθούν, έκρινε ως ακολούθως:
«Είναι όμως, μας φαίνεται, εφικτό να έχουν οι δύο πλευρές την δυνατότητα προβολής των θέσεων τους ανεξάρτητα από το Άρθρο 134.2 του Συντάγματος εφόσον, ούτως ή άλλως, υπάρχει η δυνατότητα προβολής νομικών λόγων για τους οποίους οι αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν χωρίς εξέταση της ουσίας..»
Ακολούθως, οι διάδικοι καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις και αγόρευσαν προφορικά αναφορικά με το κατά πόσο θα έπρεπε να δοθεί ή όχι η αιτούμενη άδεια.
Το Άρθρο 45 του Συντάγματος διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«1. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δεν υπόκειται εις οιανδήποτε ποινικήν δίωξιν διαρκούσης της θητείας αυτού, ειμή μόνον ως εν τω παρόντι άρθρω ορίζεται.
2. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
3. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να διωχθή ποινικώς δι΄οιονδήποτε αδίκημα ατιμωτικόν ή ηθικής αισχρότητος κατόπιν αδείας του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Την κατηγορίαν εισάγουσιν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο γενικός εισαγγελεύς και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας.
4. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
5. Τηρουμένων των διατάξεων της δευτέρας και της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δεν διώκεται δι΄οιονδήποτε αδίκημα τελεσθέν υπ΄αυτού εν τη ασκήσει του λειτουργήματός του, πλην όμως δύναται να διωχθή μετά την λήξιν της θητείας αυτού δι΄οιονδήποτε έτερον αδίκημα τελεσθέν κατά την διάρκειαν αυτής.»
Με το Άρθρο 149 του Συντάγματος, στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο (τώρα το Ανώτατο Δικαστήριο) δίδεται αποκλειστική δικαιοδοσία, με την παράγραφο (β), για ερμηνεία του Συντάγματος σε περιπτώσεις ασάφειας, λαμβανομένου υπόψη και του κειμένου των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα αυτών.
Η διαδικασία προβλέπεται στον Κανονισμό 15 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«(2) Πάσα διαδικασία συμφώνως προς την παράγραφον 2 του Άρθρου 139 ή συμφώνως προς το Άρθρον 149, θα άρχεται ως ακολούθως:
(α) εάν η αναφορά γίνεται υπό του επηρεαζομένου δικαστηρίου, αύτη δέον να είναι έγγραφος˙
(β) εις πάσαν άλλην περίπτωσιν η έναρξις διαδικασίας θα επιτρέπεται μόνο κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου ή δύο Δικαστών ενεργούντων εκ συμφώνου, ο τρόπος δε της διαδικασίας θα καθορίζεται άμα τη παραχωρήσει της τοιαύτης αδείας.»
Ο Γενικός Εισαγγελέας στην αγόρευσή του, με αναφορά στο Άρθρο 134.2 του Συντάγματος, καλεί το Δικαστήριο να απορρίψει τις Αιτήσεις ως «προδήλως αβάσιμες ή προπετείς», και υποβάλλει ότι με τις Αιτήσεις αυτές οι αιτητές προσπαθούν, με έμμεσο τρόπο, να ανατρέψουν και να παρακάμψουν το Άρθρο 113 του Κυπριακού Συντάγματος, που, όπως είναι πάγια νομολογημένο, δίδει απόλυτη εξουσία στον ίδιο για την γενική διαχείριση των ποινικών διώξεων, χωρίς να υπόκειται σε οποιοδήποτε έλεγχο, είτε από τη Νομοθετική, είτε την Εκτελεστική, είτε και τη Δικαστική Εξουσία. Ακολούθως, παραθέτει και αναλύει σχετική νομολογία. Εξετάζει μετά τις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιούνται για να δοθεί η άδεια, που είναι, κατά την εισήγησή του και σύμφωνα με τη νομολογία, η ύπαρξη διαφοράς, η ύπαρξη ασάφειας η οποία να έχει δικαιϊκή υπόσταση, το άμεσο συμφέρον των αιτητών και το να είναι η αποσαφήνιση των ασαφών διατάξεων αποφασιστική για την επίλυση της διαφοράς, και υποβάλλει ότι καμιά από αυτές δεν ικανοποιείται.
Οι αιτητές, στις δικές τους αγορεύσεις, φαίνεται γενικά να μην αμφισβητούν τα δικαιώματα και τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα, δυνάμει του Άρθρου 113. Ο κ. Λουκαϊδης, όμως, ο οποίος εμφανίζεται για τους αιτητές στην Αίτηση 3/12, επιχειρηματολόγησε ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα δεν είναι πια απόλυτο, αναφερόμενος σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ και ειδικά την Egmez v. Cyprus (Application No. 30873/96). O κ. Λουκαϊδης, περαιτέρω, επικεντρώθηκε στην κατ΄ισχυρισμό παράλειψη του Γενικού Εισαγγελέα να διεξαγάγει τη δέουσα έρευνα, αφού δεν ζήτησε την άρση ασυλίας του Προέδρου και τη λήψη κατάθεσης από αυτόν και γενικά τη συμπερίληψη στην έρευνα, των ενεργειών ή παραλείψεών του. Είναι σε συνάρτηση με αυτό το θέμα που παρέπεμψε στην υπόθεση Egmez (πιο πάνω), όπου η Κυπριακή Δημοκρατία καταδικάστηκε για την παράλειψη να ερευνηθεί η υπόθεση κακοποίησης υπόπτου και ποινικής δίωξης των υπευθύνων αστυνομικών.
Ο κ. Αραούζος, στη δική του πολυσέλιδη αγόρευση, μεταξύ άλλων, παρόλο ότι δέχεται ότι η ποινική δίωξη ευρίσκεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα, εντούτοις υπέβαλε ότι ερμηνεία του Άρθρου 45 του Συντάγματος μπορεί να γίνει από το Δικαστήριο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τούτο αναγκάζει το Γενικό Εισαγγελέα να προβεί σε ποινική δίωξη του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ακολούθως, εισηγείται ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα για ποινική δίωξη και η παράλειψή του να το ασκήσει λόγω δημόσιου συμφέροντος, είναι πια ξεπερασμένη και παραθέτει και αναλύει αριθμό αποφάσεων. Επιλαμβάνεται ύστερα στην αγόρευσή του του θέματος ασυλίας του Προέδρου.
Ο κ. Τριανταφυλλίδης, στη δική του αγόρευση, εισηγείται κατά πρώτον, ότι, με την επιχειρηματολογία του, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει ακολουθήσει τις οδηγίες του Δικαστηρίου, που περιέχονται στην ενδιάμεση του απόφαση, γιατί έχει υπεισέλθει στην ουσία των Αιτήσεων, υποβάλλοντας ότι η ουσία των Αιτήσεων είναι το αν θα έπρεπε να δοθεί άδεια ή όχι. Πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ πως η θέση αυτή δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο με την ενδιάμεση του απόφαση είναι ακριβώς αυτό που καθόρισε, δηλαδή άφησε το πεδίο ανοικτό για κάθε πλευρά να επιχειρηματολογήσει γιατί οι Αιτήσεις για άδεια έπρεπε να εγκριθούν ή να απορριφθούν, αναλόγως. Και αυτό είναι που έπραξε ο Γενικός Εισαγγελέας.
Περαιτέρω, ο κ. Τριανταφυλλίδης, αφού δηλώνει ότι ουδόλως αμφισβητούνται τα δικαιώματα και οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του Άρθρου 113, εισηγείται ότι ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις για να δοθεί η αιτούμενη άδεια. Υποβάλλει ότι η τελεσίδικη ερμηνεία των Άρθρων από το Δικαστήριο θα δώσει τη δυνατότητα στο Γενικό Εισαγγελέα, έχοντάς την υπόψη του, να ασκήσει τις εξουσίες του βάσει του Άρθρου 113 του Συντάγματος και να αποφασίσει αν θα διώξει ή όχι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δέχεται, όμως, ο κ. Τριανταφυλλίδης, ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, είναι ο Γενικός Εισαγγελέας που προωθεί ποινική δίωξη του Προέδρου. Ως εκ τούτου, δεν φαίνεται να έχει οποιαδήποτε ουσιαστική συνέπεια η έκφραση άποψης για την έννοια του Άρθρου αυτού του Συντάγματος, αφού δεν υπάρχει δυνατότητα καταχώρησης ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, εάν ο Γενικός Εισαγγελέας, με βάση τις ευρείες του εξουσίες, κρίνει ότι δεν θα έπρεπε να ασκήσει ποινική δίωξη του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Όσον αφορά τα δικαιώματα του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του Άρθρου 113 του Συντάγματος, νομίζουμε πως δεν θίγονται ούτε αμφισβητούνται, με το να δοθεί ενδεχομένως ερμηνεία όρων που περιέχονται στο υπό κρίση Άρθρο του Συντάγματος. Περαιτέρω, η απόφαση Egmez (πιο πάνω), που τέθηκε ενώπιόν μας, το τι αποφασίζει είναι βασικά ότι οι διωκτικές αρχές οφείλουν να διεξάγουν τις αναγκαίες ποινικές έρευνες, εξ ου και καταδικάστηκε η Κυπριακή Δημοκρατία για παράλειψη διεξαγωγής έρευνας στην υπόθεση εκείνη. Με κανένα τρόπο, όμως, αυτό επηρεάζει τις εν ισχύει συνταγματικές πρόνοιες του Άρθρου 113, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν στη νομολογία και τη μη υπαγωγή τους στον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας.
Έτσι, το ουσιαστικό που πρέπει να εξετάσουμε, είναι η ύπαρξη ή όχι των προϋποθέσεων που πρέπει να ικανοποιούνται για να δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για ερμηνεία συνταγματικών προνοιών, όπως αυτές τέθηκαν από τη νομολογία.
Οι πρόνοιες του Άρθρου 149(β) του Συντάγματος καθώς και του Κανονισμού 15(2)(β), υπήρξαν αντικείμενο αριθμού αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στο σύγγραμμα «Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας» του Ανδρέα Νικόλα Λοϊζου, γίνεται μία συνοπτική παράθεση της νομολογίας (σελ. 364-367). Στη σελ. 364 του πιο πάνω συγγράμματος, με βάση τη νομολογία αυτή, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιολογείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία του κάτω από την παράγραφο (β) του Άρθρου αυτού μόνο για την επίλυση συνταγματικής ασάφειας αν αυτό είναι αναγκαίο για την απόφαση μιας υπόθεσης που εκδικάζεται από κατώτερο δικαστήριο ή σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ Οργάνων ή Αρχών της Πολιτείας, ως προς την επίδραση συνταγματικών διατάξεων ή, δυνατόν, μεταξύ ενός ατόμου και ενός Οργάνου της Πολιτείας. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Το άρθρο 149(β) δεν έχει ως αντικείμενο την καθιέρωση διαδικασίας για τη διακήρυξη των δικαιωμάτων των πολιτών, ούτε αποτελεί δικονομικό μέτρο εξομοιούμενο με αγωγή του Δημοσίου (actio popularis). Η επίκληση των προνοιών του συναρτάται με την ύπαρξη διαφοράς και την αναγκαιότητα αποσαφήνισης των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος προς επίλυσή της. Έξω από το πλαίσιο αναφυείσας διαφοράς, ο αιτητής δε νομιμοποιείται να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 149(β), . . .»
Στην υπόθεση The Republic and M.P. Loftis 1 R.S.C.C. 30, λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 34, αναφορικά με το Άρθρο 149 του Συντάγματος:
«(2) If a court or any party to any proceedings, at any stage thereof, raises a question under paragraph (a) or (b) of Article 149 of the Constitution, which question, in the opinion of such court, is material for the final determination of such proceedings:
(a) as related to the constitutionality of any law or decision or of any provision thereof, or
(b) as concerning a provision of the Constitution directly applicable to such proceedings, or
(c) otherwise
then, in view of the fact that Article 149 gives this Court exclusive jurisdiction in the matters provided therein, the proper course is for the court concerned to refer such question to this Court for its decision under Article 149."
(Η έμφαση είναι δική μας).
Σε μετάφραση:
«(2) Εάν δικαστήριο ή οποιοσδήποτε διάδικος σε οποιαδήποτε διαδικασία, σε οποιοδήποτε στάδιο, εγείρει ερώτημα δυνάμει των παραγράφων (α) ή (β) του Άρθρου 149 του Συντάγματος, το οποίο ερώτημα, κατά τη γνώμη του δικαστηρίου, είναι ουσιώδες για την τελική κατάληξη της διαδικασίας αυτής:
(α) όσον αφορά τη συνταγματικότητα οποιουδήποτε νόμου ή απόφασης ή οποιασδήποτε πρόνοιας, ή
(β) αναφορικά με πρόνοια του Συντάγματος που εφαρμόζεται άμεσα σε τέτοια διαδικασία ή
(γ) άλλως πως,
τότε, εν όψει του γεγονότος ότι το Άρθρο 149 δίδει στο παρόν Δικαστήριο αποκλειστική δικαιοδοσία επί των θεμάτων που προνοούνται σ΄ αυτό, η ορθή διαδικασία είναι το δικαστήριο το οποίο αφορά, να παραπέμψει τέτοιο ερώτημα στο παρόν Δικαστήριο για να αποφασίσει με βάση το Άρθρο 149.»
Στην υπόθεση Λαδάς κ.α. (1985) 3 C.L.R. 2823, η κοινοβουλευτική ομάδα του Δημοκρατικού Κόμματος ζήτησε άδεια, δυνάμει του Άρθρου 149(β) του Συντάγματος, για έναρξη διαδικασίας ερμηνείας λόγω ασάφειας του Άρθρου 72, αναφορικά με την εκλογή Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων. Παρόλο ότι δεν υπήρχε εκκρεμής δικαστική διαδικασία, όπως καθοριζόταν στην Loftis (πιο πάνω) το Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, έκρινε ότι το θέμα εκλογής Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων είχε «υψίστη πολιτειακή σημασία» για τη λειτουργία της Βουλής ως θεσμικού οργάνου της πολιτείας και οι αιτούντες βουλευτές επηρεάζονταν άμεσα από την ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 72 και έτσι δόθηκε η αιτούμενη άδεια.
Στην απόφαση μειοψηφίας του Πική Δ. (όπως ήταν τότε), με την οποία συμφώνησε και ο Κούρρης, Δ., με αναφορά στην υπόθεση Republic v. Zacharia 2 R.S.C.C. 1, λέχθηκε ότι η δικαιοδοσία για ερμηνεία του Συντάγματος δικαιολογείται μόνο όπου αυτή είναι απόλυτα αναγκαία για επίλυση αναφυείσας διαφοράς. Με αναφορά και σε άλλα Άρθρα του Συντάγματος, επισημαίνεται στην απόφαση αυτή ότι, όπου ο συνταγματικός νομοθέτης επεδίωξε να δώσει δικαίωμα για προσφυγή στο Δικαστήριο, το αναφέρει ρητώς και δεν είναι τυχαίο, ότι στο Άρθρο 149(β) δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε δικαίωμα προσφυγής. Καταληκτικά θεωρήθηκε ότι το Άρθρο 149(β) ήταν μία ουσιαστική δικαιοδοτική πρόνοια, καθορίζουσα μόνο την Αρχή του κράτους που έχει δικαιοδοσία να επιλύει ασάφειες στο Σύνταγμα και μη δίδουσα οποιοδήποτε ανεξάρτητο δικαίωμα προσφυγής. Τέλος, παρατηρήθηκε ότι, έστω και αν το Άρθρο 149(β) έδιδε δικαίωμα επίκλησής του, εκτός εκκρεμούσας δικαστικής διαδικασίας, δεν ήταν καθήκον των δικαστηρίων να καθοδηγούν οποιοδήποτε στην άσκηση των δικαιωμάτων του και, περαιτέρω, η εκ των προτέρων ερμηνεία του Συντάγματος από τις δικαστικές αρχές είναι ένα ασυνήθιστο μέτρο, στο οποίο μπορεί κάποιος να προσφύγει μόνο όπου υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Στην υπόθεση Ευθυμίου (1991) 3 Α.Α.Δ. 299, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την έννοια αναφυείσας "διαφοράς", στη σελ. 303:
«(1) Ελάχιστη προϋπόθεση για την άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχεται από το άρθρο 149(β) του Συντάγματος για την διευκρίνιση ασαφών διατάξεων του Συντάγματος αποτελεί η ύπαρξη διαφοράς και σε σχέση με αυτή διαφωνίας μεταξύ του αιτητή και άλλου προσώπου, αρχής ή οργάνου αναφορικά με την ερμηνεία εκ πρώτης όψεως διφορούμενων προνοιών του Συντάγματος. Η διαφορά πρέπει να είναι εμφανής και να αποκαλύπτεται στο κείμενο της αναφοράς (Menelaos Demetriou etc. (C.B.C. Staff Society) v. The Republic, 1 R.S.C.C., 99), και η αποσαφήνιση των προβαλλόμενων ως διφορούμενων διατάξεων του Συντάγματος αποφασιστικής σημασίας, για την επίλυση της διαφοράς (The Republic v. N.P. Loftis, 1 R.S.C.C., 30 και The Republic v. Charalambos Zacharia, Ypsonas, 2 R.S.C.C. 1).
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . .
Παρόλο που έχει επικρατήσει η άποψη ότι δεν είναι απαραίτητο για να νομιμοποιείται αιτητής να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 149(β) η διαφορά να έχει ανακύψει στο πλαίσιο δικαστικής υπόθεσης (In re Ladas and Others (1985) 3 C.L.R., 2823 και Αίτηση Εκκλησίας της Κύπρου 1/89), η ύπαρξη διαφοράς συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση, καθώς και ανάγκη για την αποσαφήνιση των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος προς επίλυσή της.»
Aναφορικά με την έννοια του όρου «ασάφεια», στην υπόθεση Ορθόδοξος Εκκλησία της Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 1943, λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 1947:
«Το Άρθρο 149 έχει δικαιοδοτική υπόσταση η δε αρμοδιότητα που δημιουργεί ανήκει αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο: Αίτηση Γεωργίου Λαδά και Άλλων (1985) 3 Α.Α.Δ. 2823, 2827 και 2828. Η παράγραφος (β) του άρθρου έτυχε ομοιόμορφης δικαστικής ερμηνείας τόσον από την απώτερη όσον και την πιο πρόσφατη νομολογία. Με μοναδική παρέκκλιση απόφαση του 1963, που υιοθέτησε την ερμηνευτική προσέγγιση της έννοιας «ασάφεια» που επικρατεί στο κοινό δίκαιο: Πετρίδης ν. Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης (1963) 2 Α.Α.Δ. 417, 426 και 427.
Τα εννοιολογικά στοιχεία του όρου «ασάφεια» (που απαντάται στο Άρθρο 149(β) έχουν επίκεντρο την ύπαρξη αντιγνωμίας ή διχογνωμίας, εκτός άλλων, και μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών αναφορικά με το αληθινό νόημα της δοσμένης συνταγματικής διάταξης. Η άποψη αυτή διατυπώθηκε πρώτα στην υπόθεση Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Νέας Βατυλής [sic] 4 Α.Α.Σ.Δ. 91, και 92 και 93. Έκτοτε στις περιπτώσεις που ανέκυψε το θέμα εφαρμόζεται απαρέγκλιτα ο ορισμός που έδωσε η παραπάνω απόφαση. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η απόφαση στην υπόθεση Λαδά, ανωτέρω. Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν, εξαιτίας του κύρους της προέλευσής τους, δεσμευτικό καθοδηγητικό παράγοντα και δεν προκύπτει αναγκαιότητα ανατροπής τους.»
Eδώ θεωρούμε αναγκαίο να παρατηρήσουμε πως, επιπρόσθετα των πιο πάνω που αναφέρονται στο απόσπασμα που παραθέσαμε, στην υπόθεση Ευθυμίου (πιο πάνω), αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα στη σελ. 305 της απόφασης:
«Παρόλο που έχει γίνει δεκτό το ελαστικότερο κριτήριο της Cyprus Grain Commission etc. v. New Vatyli Co-Operative Credit Society, 4 R.S.C.C. 91, που συναρτά την ασάφεια με την ύπαρξη υποκειμενικής διαφωνίας μεταξύ των αντιδίκων ή αντιδίκου και δικαστηρίου, αρχής ή οργάνου (Βλ. In re Ladas (ανωτέρω) και Αίτηση Εκκλησίας της Κύπρου 1/89 (ανωτέρω)) η ασάφεια πρέπει να έχει δικαιϊκή υπόσταση (Βλ. Αίτηση Εκκλησίας της Κύπρου 1/89 (ανωτέρω) και Αίτηση Εκκλησίας της Κύπρου 3/89, ημερ. 29.12.1989), στο πλαίσιο της νομολογίας.»
Στην Petrides, στην οποία αναφέρθηκε το Δικαστήριο στην υπόθεση Ορθόδοξος Εκκλησία της Κύπρου, πολύ εύστοχα, κατά την άποψη μας, παρατηρήθηκε ότι διαφορά γνώμης αναφορικά με το νομικό αποτέλεσμα ή νομοθετική πρόνοια, είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο μεταξύ δικηγόρων στις δικαστικές διαδικασίες, ώστε, το να πει κανείς ότι αυτό συνιστά ασάφεια στο νόμο, θα ισοδυναμούσε με το να λεχθεί ότι ουδεμία νομοθετική πρόνοια είναι σαφής. Επίσης, κρίθηκε πως οι πρόνοιες του Άρθρου 149(β) εφαρμόζονται σε ασάφειες στο κείμενο του Συντάγματος, οι οποίες πρέπει να αποσαφηνισθούν ή να λυθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο και δεν αναφέρονται σε διαφορές γνώμης όσον αφορά τις νομικές συνέπειες ή αποτελέσματα (legal effect) συνταγματικών προνοιών που σχετίζονται με τα δικαιώματα των διαδίκων, που καθήκον έχει να επιλύσει το αρμόδιο δικαστήριο σε κάθε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του.
Παρατηρούμε πως η χρήση του όρου «διφορούμενος» αντί «ασαφής» στην απόφαση Ευθυμίου (πιο πάνω), είναι περισσότερο δόκιμη υπό τις συνθήκες, αφού τόσο ο ελληνικός όρος «διφορούμενος» όπως και ο αγγλικός «ambiguous», (που απαντάται στο αγγλικό κείμενο) εμπεριέχουν την έννοια του διττού (δι-φορούμενος και ambi-guous). Αυτό δείχνει σαφώς πως για να θεωρηθεί όρος ασαφής θα πρέπει να επιδέχεται τουλάχιστο δύο ερμηνειών εκ της φύσης του και όχι απλώς να είναι δύσκολο να ερμηνευθεί. (Δέστε και Petrides v. The Greek Communal Chamber and another (1963) 2 CLR 417).
Μετά από πολλή σκέψη και προβληματισμό και με αναφορά στην απόφαση μειοψηφίας στην υπόθεση Λαδάς (πιο πάνω), θα θέλαμε να επισημάνουμε πως ίσως, στην κατάλληλη περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο θα έπρεπε να επανεξετάσει και ίσως να επαναπροσδιορίσει τις περιπτώσεις όπου θεωρείται ότι υπάρχει «διαφορά». Επιπρόσθετα, αναφορικά με την έννοια του όρου «ασάφεια», θα αναμέναμε ότι η νομολογία θα ακολουθούσε την Petrides (πιο πάνω) και όχι την Cyprus Grain Commission (Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου) (πιο πάνω), αφού κρίνουμε αδιανόητο να θεωρείται ότι υπάρχει ασάφεια όπου και μόνο διαφωνούν μεταξύ τους οι πλευρές που έχουν τη διαφορά, αναφορικά με την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί σε συγκεκριμένους όρους πρόνοιας του Συντάγματος. Η ύπαρξη «ασάφειας» θα πρέπει να κρίνεται αντικειμενικά και να μην επεκτείνεται σε περιπτώσεις όπου το τι επιζητείται είναι μόνο η απόδοση περιεχομένου στην έννοια όρων που περιέχονται σε συνταγματικές πρόνοιες.
Εν πάση όμως περιπτώσει, αφήνουμε τα θέματα αυτά ανοικτά, αφού εδώ η απόφαση μπορεί να ληφθεί ασχέτως των πιο πάνω, με βάση την ύπαρξη ή μη «διαφοράς», με την έννοια που της αποδίδεται στη νομολογία.
Υπάρχει εδώ διαφορά με αυτή την έννοια; Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι οι όροι «ατιμωτικό αδίκημα» και «αδίκημα ηθικής αισχρότητος» περιλαμβάνουν και το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας, ενώ επκαλούνται κατ΄ισχυρισμό δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα ότι δεν θεωρεί ότι τέτοια αδικήματα καλύπτονται από τις πρόνοιες αυτές. Ο ίδιος αρνείται ότι τέτοιες δηλώσεις έχουν οποιαδήποτε νομική συνέπεια, έστω και αν έχουν γίνει, κάτι που δεν θυμάται. Είναι επίσης παραδεκτό ότι επιστολές των αιτητών προς αυτόν επί του σημείου τούτου, ουδέποτε απαντήθηκαν. Το ερώτημα που δυνατόν να γεννηθεί είναι, έστω και αν ο Γενικός Εισαγγελέας έκαμνε τέτοιες δηλώσεις, θα ήταν αρκετή η διαφωνία αυτή να καταστήσει το θέμα «διαφορά» με βάση την έννοια που δίδεται στον όρο από τη νομολογία; Σαφώς θεωρούμε ότι η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική. Δεν είναι δυνατόν οποιοσδήποτε πολίτης που διαφωνεί με άλλον ή ακόμη και με κάποια αρχή, με την απλή και μόνη διαφωνία να καθιστά αυτή «διαφορά», η οποία να ικανοποιεί τις σχετικές πρόνοιες της νομολογίας. Το να δεχόμαστε τέτοια θέση, όπως αυτή έχει προβληθεί από τους αιτητές, θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση σε κάθε περίπτωση actio popularis. Περαιτέρω, εν όψει των όσων προαναφέραμε, αν δεχόμεθα και αναλαμβάναμε ερμηνεία του Συντάγματος σ΄αυτή την περίπτωση, ποιο θα ήταν το πρόβλημα και η διαφορά που θα επιλύαμε; Θα ήταν απλώς και μόνο απόφαση σε διαφωνία που συνιστά θεωρητικό θέμα, αφού δεν μπορεί να οδηγήσει σε οποιαδήποτε συνέπεια. Εάν και όταν ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσιζε να διώξει ποινικώς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τότε και μόνο θα ήταν δυνατόν να εγερθεί θέμα ερμηνείας και θα ήταν τότε καθήκον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και αυτό στο πλαίσιο της κατάλληλης δικαιοδοσίας, να κρίνει και να αποφασίσει το περιεχόμενο, την έννοια και τις νομικές συνέπειες και αποτελέσματα των σχετικών συνταγματικών προνοιών. Διαφορετικά, δεν είναι καθήκον του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επιλύει θεωρητικά προβλήματα και ερωτήματα που δεν θα έχουν αφ΄εαυτών νομικές συνέπειες.
Κάτω από το φως της κατάληξής μας περί μη ύπαρξης «διαφοράς», δεν υπάρχει ανάγκη να αποφανθούμε για τις άλλες προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιούνται για να δοθεί η αιτούμενη άδεια.
Κρίνουμε ότι και οι τρεις Αιτήσεις είναι αβάσιμες και τις απορρίπτουμε.
Π. Αρτέμης, Π.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Φρ. Νικολαϊδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Μ. Φωτίου, Δ.
Μ. Νικολάτος, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Κ. Κληρίδης, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
/Χ.Π.