ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 109/2009)

(Υπόθ. Αρ. 1332/2007)

 

 

11 Ιουνίου 2012

 

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δικαστές]

 

 

ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσίβλητη/Καθ΄Ης η Αίτηση

_________

 

Α. Ευσταθίου, για την Εφεσείουσα.

Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,  για την Εφεσίβλητη.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

_________________

 

 

 

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:    Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο

                              Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

 

_____________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Ο διορισμός του Ενδιαφερόμενου Μέρους (ΕΜ) στη θέση Ανώτερου Λέκτορα Πληροφορικής στο ΑΤΙ ακυρώθηκε σε προσφυγή της Εφεσείουσας (552/2002, απόφαση ημερομηνίας 29.4.2004) εφ΄όσον εκρίθη ότι κακώς η Εφεσείουσα είχε αποκλεισθεί ως μη προσοντούχος λόγω του ότι δεν είχε γίνει δέουσα έρευνα.  Κατά την επανεξέταση η Εφεσείουσα εκρίθη προσοντούχος, δεν της ανεγνωρίσθη όμως το πλεονέκτημα.  Συγκεκριμένα, η ΕΔΥ παρέπεμψε την Εφεσείουσα στο ΚΥΣΑΤΣ για σκοπούς αναγνώρισης του μεταπτυχιακού της το οποίο και θα της προσέδιδε το πλεονέκτημα αλλά η Εφεσείουσα επανειλημμένα αρνήθηκε να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ για το σκοπό αυτό.  Ως εκ τούτου, η ΕΔΥ απεφάσισε ότι η Εφεσείουσα δεν διέθετε το πλεονέκτημα και επέλεξε το ΕΜ για το λόγο ότι αυτός διέθετε το πλεονέκτημα και είχε τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (ΣΕ), παρά το ότι η Αιτήτρια υπερείχε ελαφρώς σε αρχαιότητα μερικών μηνών και είχε βαθμολογηθεί με ένα «Εξαίρετα» περισσότερο από ότι το ΕΜ τα τελευταία 5 χρόνια.

 

Στο επίκεντρο της προσφυγής της Εφεσείουσας ήταν το θέμα της μη διερεύνησης από την ΕΔΥ ως προς το μεταπτυχιακό της, ώστε να μην υπήρξε δέουσα έρευνα, και η παραπομπή της στο ΚΥΣΑΤΣ προς τούτο.  Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος επελήφθη της προσφυγής απεφάσισε ότι ορθώς είχε πράξει η ΕΔΥ, κάνοντας σχετική αναφορά στη νομολογία.  Εξέτασε όμως περαιτέρω και άλλη συναφή εισήγηση της Εφεσείουσας που εβασίζετο στο ότι σε προηγούμενη διαδικασία το 1998 για την πλήρωση άλλη θέσης Ανώτερου Λέκτορα η ΕΔΥ είχε  αναγνωρίσει το εν λόγω μεταπτυχιακό της, υποδεικνύοντας ότι αυτό είχε γίνει στη βάση λανθασμένης καταχώρησης του μεταπτυχιακού της ως προερχόμενου από άλλο πανεπιστήμιο, αλλά και στη βάση άλλου σχεδίου υπηρεσίας που δεν προνοούσε για μεταπτυχιακό αποκτηθέν μετά από σπουδές ενός ακαδημαϊκού έτους.  Δεν ίσχυαν λοιπόν οι πρόνοιες του Ν. 69(Ι)/2003 ότι τίτλοι σπουδών εκδοθέντες πριν από την 1.9.2002 και αναγνωρισθέντες από την ΕΔΥ για σκοπούς πρόσληψης ή προαγωγής του κατόχου θεωρούνται αναγνωρισμένοι και μετά την 1.9.2002.  Εδικαιούτο λοιπόν η ΕΔΥ να εξετάσει το θέμα της αναγνώρισης κατά την παρούσα διαδικασία.  Ο αδελφός μας Δικαστής απέρριψε και άλλη εισήγηση της Εφεσείουσας που αφορούσε την αναγνώριση του μεταπτυχιακού του ΕΜ το οποίο του προσέδιδε το πλεονέκτημα, υποδεικνύοντας ότι το εν λόγω μεταπτυχιακό προέρχεται από αναγνωρισμένο Βρετανικό Πανεπιστήμιο και ο τρόπος απόκτησης του ήταν καθ΄όλα νόμιμος, ώστε να μην υπήρχε αμφιβολία και πεδίο αμφισβήτησης του εκ μέρους της ΕΔΥ που να την υποχρέωνε να παραπέμψει και το ΕΜ στο ΚΥΣΑΤΣ.  Τέλος, απερρίφθη και εισήγηση της Αιτήτριας περί πεπλανημένης απόφασης της ΣΕ και συνακολούθως και της ΕΔΥ ως προς τη συνολική πείρα της Εφεσείουσας.

 

Η Έφεση καλύπτει και τις τέσσερις αυτές πτυχές της απόφασης.  Επιλαμβανόμεθα κατά πρώτον της τελευταίας αφού αφορά θέμα πλάνης.  Η θέση της Εφεσείουσας είναι ότι λανθασμένα η ΕΔΥ εκτίμησε τη συνολική της πείρα σε 11 χρόνια και 5 μήνες, αγνοώντας την πρότερη του διορισμού της πείρα της στον ιδιωτικό τομέα και στην Υπηρεσία Ελέγχου Μηχανογραφικής Υπηρεσίας, όπως και την πείρα της στην έκτακτη θέση Λέκτορα στο ΑΤΙ.  Περιοριζόμεθα να πούμε ότι συμφωνούμε με τον αδελφό μας Δικαστή ότι η μόνη πείρα που ήταν σχετική για σκοπούς προαγωγής, σύμφωνα και με τη νομολογία (και σε αυτή παραπέμπει σε έκταση το ΕΜ), ήταν η πείρα στην αμέσως προηγούμενη θέση, εκείνη δηλαδή στη θέση του Λέκτορα, την οποία και έλαβε υπ΄όψη της η ΕΔΥ.

 

Απορριπτέος είναι και ο λόγος έφεσης που αφορά το πλεονέκτημα του ΕΜ.  Πέραν της συμφωνίας μας επί της ουσίας με την προσέγγιση του αδελφού μας Δικαστή, αποδεχόμεθα τη θέση του ΕΜ ότι τέτοιο θέμα δεν μπορούσε εν πάση περιπτώσει να ήταν επίδικο αφού δεν είχε εγερθεί από την Εφεσείουσα στην προηγούμενη προσφυγή της, ώστε να εμποδίζετο να το εγείρει τώρα.

 

Ως προς το θέμα του Ν. 69(Ι)/2003, οι εισηγήσεις της Εφεσείουσας βασίζονται στο ότι, στη διαδικασία του 1998, η ΕΔΥ την είχε πιστώσει για το εν λόγω μεταπτυχιακό της, ώστε να ήταν υποχρεωμένη να το αναγνωρίσει και τώρα, παραπέμποντας και στη σχετική νομολογία (Κουμνά κ.α. ν. ΕΕΥ, 1054/2005, 5.6.2007, Εγγλεζάκη ν. ΕΕΥ, 541/2003, 15.3.2005).  Κατά πρώτον όμως, όπως παρατήρησε και ο αδελφός μας Δικαστής, δεν υπάρχει αντιστοιχία που να καταδεικνύει αναγνώριση, μεταξύ του εν λόγω μεταπτυχιακού της Εφεσείουσας (από το Maastricht) και του μεταπτυχιακού που η ΕΔΥ είχε τότε καταγράψει (από το Trinity University των ΗΠΑ).  Εφ΄όσον η αναφορά της ΕΔΥ του 1998 υφίσταται στα πρακτικά και δεν υπάρχει μαρτυρία για την τότε αντίληψη της ΕΔΥ, δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι η ΕΔΥ είναι το εν λόγω μεταπτυχιακό του Maastricht που είχε υπ΄όψη της να αναγνωρίσει.  Έπειτα, συμφωνώντας και πάλι με τον αδελφό μας Δικαστή, η διαδικασία του 1998 έγινε στη βάση άλλου σχεδίου υπηρεσίας που δεν προνοούσε, όπως προνοεί το σχέδιο που ενδιαφέρει εδώ, για σπουδές ενός ακαδημαϊκού έτους.  Περαιτέρω όμως, αποδεχόμεθα την εισήγηση του ΕΜ ότι η Εφεσείουσα δεν μπορεί να επικαλείται το Ν. 69(Ι)/2003 για δύο λόγους.  Πρώτον, διότι οι πρόνοιες του ισχύουν ως προς τίτλους σπουδών που είχαν αναγνωρισθεί «για σκοπούς πρόσληψης ή προαγωγής των κατόχων των τίτλων», και η Εφεσείουσα δεν είχε προσληφθεί στη διαδικασία του 1998, και δεύτερον διότι, όπως εισηγείται το ΕΜ, εν πάση περιπτώσει η Εφεσείουσα, μη έχοντας περιλάβει θέμα του Ν. 69(Ι)/2003 στην προηγούμενη προσφυγή της 552/2002, δεν δικαιούται να το εγείρει ούτε σε αυτή.

 

Απομένει ο λόγος έφεσης που αφορά την παραπομπή της Εφεσείουσας στο ΚΥΣΑΤΣ και την έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους της ΕΔΥ.  Και επ΄αυτού το ΕΜ εισηγείται ότι η Εφεσείουσα δεν μπορεί να εγείρει τέτοιο θέμα, εφ΄όσον δεν ήγειρε στην προηγούμενη προσφυγή καθόλου το θέμα του πλεονεκτήματος.  Αναγνωρίζει βεβαίως το ΕΜ ότι στην προηγούμενη διαδικασία η Εφεσείουσα είχε αποκλεισθεί ως μη προσοντούχος, ώστε να μπορούσε να ισχυρισθεί ότι άλλο ήταν το πρωτεύον θέμα εκεί, παρατηρεί όμως ότι η Εφεσείουσα είχε θέσει το θέμα στην αγόρευσή της και το Δικαστήριο δεν το εξέτασε ώστε, εφ΄όσον η Εφεσείουσα δεν άσκησε έφεση για να αποφανθεί και επ΄αυτού το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί τώρα να επανέρχεται.

 

Είναι ορθές οι παρατηρήσεις του ΕΜ.  Εξετάζοντας μάλιστα την προσφυγή 552/2002, παρατηρούμε ότι αυτή δεν περιορίζετο στο θέμα του αποκλεισμού της Εφεσείουσας, ως προς το οποίο εζητείτο δήλωση ότι ο αποκλεισμός της ήταν παράνομος, αλλά επεκτείνετο και στο διορισμό του ΕΜ αντί της Εφεσείουσας, ως προς τον οποίο επίσης εζητείτο ανάλογη δήλωση.  Η ίδια η προσφυγή εκάλυπτε λοιπόν όλα όσα αφορούσαν τα δεδομένα της Εφεσείουσας και του ΕΜ και η Εφεσείουσα μπορούσε να είχε εγείρει το θέμα του μεταπτυχιακού της.  Ουσιαστικά το μόνο που απέμενε να εξετασθεί κατά την επανεξέταση ήταν κατά πόσο η Εφεσείουσα ήταν προσοντούχος.

 

Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, συμφωνούμε και επί της ουσίας με τον αδελφό μας Δικαστή ότι ορθώς η ΕΔΥ παρέπεμψε την Εφεσείουσα στο ΚΥΣΑΤΣ και δεν είχε η ίδια υποχρέωση διεξαγωγής έρευνας ως προς το αναγνωρίσιμο του μεταπτυχιακού της.  Εδώ ήταν σαφώς θέμα αναγνώρισης του μεταπτυχιακού της Εφεσείουσας, και προς τούτο η νομολογία, στην οποία εβασίσθη και ο αδελφός μας Δικαστής, είναι σαφής ότι η διαδικασία αναγνώρισης ενεργοποιείται με αίτημα του κατόχου του τίτλου.  Εφ΄όσον η ΕΔΥ είχε διαπιστώσει ότι ο εν λόγω τίτλος, ως τίτλος βασιζόμενος σε μερική και όχι σε πλήρη βάση, δεν είχε αναγνωρισθεί από το ΚΥΣΑΤΣ, ήταν ουσιαστικά υποχρεωμένη να ζητήσει από την Εφεσείουσα να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ για αναγνώριση.  Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο και εκφράζει και τη δική μας αντίληψη:

 

Το κύριο ζήτημα που εγείρεται σε αυτή την προσφυγή είναι η δυνατότητα της Ε.Δ.Υ. να μην αποταθεί η ίδια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. προς διευκρίνιση του επακριβούς τίτλου και του περιεχομένου σπουδών της αιτήτριας όσον αφορά το μεταπτυχιακό της. Είχε αναφερθεί στη νομική γνωμάτευση που είχε δώσει η Νομική Υπηρεσία προς την Ε.Δ.Υ., ότι η τελευταία έπρεπε να αποταθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., θέση, όμως, που δεν επαναλήφθηκε στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της και πολύ ορθά, εφόσον σειρά νομολογίας έχει καθορίσει ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν είναι συμβουλευτικό όργανο της Ε.Δ.Υ. ή οποιουδήποτε άλλου διορίζοντος οργάνου, αλλά αποτελεί ένα ανεξάρτητο όργανο το οποίο, όπως λέχθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου, Α.Ε. αρ. 120/05, ημερ. 14.2.08, παρουσιάζεται να είναι το αρμόδιο όργανο προς επίλυση αμφιβολιών όσον αφορά το αναγνωρίσιμο ενός πτυχιακού ή μεταπτυχιακού τίτλου.

 

«Ακριβώς το θέμα που είχε εκεί εγερθεί ήταν ότι η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχε την υποχρέωση να αποταθεί η ίδια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για να λάβει τις σχετικές πληροφορίες στα πλαίσια της δέουσας έρευνας που όφειλε να διεξάγει ώστε να αποκτήσει ουσιαστική γνώση περί της κατοχής πανεπιστημιακού τίτλου. Επιτρέποντας την έφεση, η Ολομέλεια αποφάσισε με αναφορά και στην Φιαλογιάννου-Φλωρή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 109/02, ημερ. 9.12.02, ότι η διαδικασία που προβλέπεται από τα άρθρα 10 και 11 του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου αρ. 68(Ι)/96, που εγκαθίδρυσε το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., αρχίζει με αίτηση του κατόχου τίτλων σπουδών για να αναγνωριστούν οι τίτλοι του. Όπως κατ΄ επανάληψη έχει νομολογιακά λεχθεί, εναπόκειται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να ερμηνεύσει το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης και να εξετάσει ταυτόχρονα κατά πόσο οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα. Σε περίπτωση αμφιβολιών όμως ως προς την κατοχή του προσόντος, το διορίζον όργανο εξαντλεί την έρευνα του με το να λάβει την παροχή πιστοποιητικού αναγνώρισης σπουδών από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., στο οποίο όμως θα προσφύγει ο ίδιος ο υποψήφιος και όχι το διορίζον όργανο. Εναπόκειτο λοιπόν και στην παρούσα περίπτωση, στην ίδια την αιτήτρια να παρουσιάσει πιστοποιητικό αναγνώρισης του πρόσθετου προσόντος της, στην εύλογη υπόδειξη της Ε.Δ.Υ. προς τούτο. Το Συμβούλιο του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., με βάση το άρθρο 4 του σχετικού Νόμου, έχει τις εκεί καθοριζόμενες αρμοδιότητες και δύναται να αναγνωρίσει με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, τίτλους σπουδών, εκεί και όπου ο ενδιαφερόμενος αποταθεί προς τούτο με βάση το άρθρο 11. (δέστε Θερούλα Λουκά ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, υπόθ. αρ. 19/07, ημερ. 5.9.08, Μαρία Ελευθεριάδου-Σολωμού ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, υπόθ. αρ. 1318/07, ημερ. 26.1.09 και Ευτύχιος Χατζηχριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 147/08, ημερ. 30.4.09.)

 

 Η απαίτηση του διορίζοντος οργάνου να αποταθεί ο αιτητής στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για αναγνώριση των πτυχίων του έχει κριθεί νόμιμη και στις υποθέσεις Άννα Λοϊζίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 991/07, ημερ. 15.1.09 και Άντρη Νικολαΐδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1246/07, ημερ. 18.5.09 (αποφάσεις Φωτίου, Δ.). Την αυτή κατάληξη είχε και η προσφυγή στην υπόθεση Δημήτρης Νικολάου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 970/07, ημερ. 19.5.09 (απόφαση Νικολαΐδη, Δ.).

 

 Από όλα τα πιο πάνω, είναι πρόδηλο ότι λανθασμένα η αιτήτρια αρνήθηκε να αποταθεί η ίδια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. καθ΄ εύλογη υπόδειξη της Ε.Δ.Υ. ως προ τον πτυχιακό και μεταπτυχιακό της τίτλο, εφόσον από τις πληροφορίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Α.Τ.Ι., διαμορφώθηκαν επιφυλάξεις ως προς το επίπεδο του τίτλου σπουδών της και ιδιαίτερα του μεταπτυχιακού. Αυτή η θεώρηση απαντά και το σκέλος του επιχειρήματος της αιτήτριας ως προς τη μη δέουσα έρευνα εφόσον η Ε.Δ.Υ., έχοντας υπόψη όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, εύλογα αποφάσισε να ζητήσει αναγνώριση των σπουδών της αιτήτριας από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. προς το οποίο όμως όφειλε να απευθυνθεί η ίδια η αιτήτρια.»

 

 

 

Στη νομολογία αυτή και άλλη παραπέμπει τόσο η Δημοκρατία όσο και το ΕΜ και η νομική θέση θεωρούμε ότι είναι υπεράνω κάθε αμφιβολίας.  Οι αιτιάσεις της Εφεσείουσας ότι είχε εφαρμογή ο Ν. 41(Ι)/1993, ώστε το μεταπτυχιακό της να έπρεπε να εθεωρείτο αναγνωρισμένο χωρίς παραπομπή στο ΚΥΣΑΤΣ, παραγνωρίζει το ότι αυτό που είχε αναγνωρισθεί από το ΚΥΣΑΤΣ ήταν το μεταπτυχιακό του Maastricht σε πλήρη βάση φοίτησης και όχι το μεταπτυχιακό του Maastricht, που η Εφεσείουσα κατείχε, σε μερική βάση φοίτησης.  Δεν ήταν δηλαδή θέμα γενικής αναγνώρισης των πτυχίων του Maastricht δεδομένου ότι το Maastricht περιλαμβάνετο στον κατάλογο των αναγνωρισμένων σχολών του ΚΥΣΑΤΣ, αλλά συγκεκριμένης αναγνώρισης του εν λόγω τίτλου για σκοπούς μάλιστα ένταξης του στο πλεονέκτημα όπως αυτό καθορίζετο στο σχέδιο υπηρεσίας, που απαιτούσε το μεταπτυχιακό να είναι μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον της Εφεσείουσας όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                        Π. Αρτέμης, Π.

 

                                                        Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

 

                                                        Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

                                                        Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

                                                        Α. Πασχαλίδης, Δ.

 

 

 

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο