ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Νικολάκη Αλεξάνδρα ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως ΕπισκοπήςΛεμεσού (2002) 3 ΑΑΔ 762
Zήνων Eυθυμιάδης Eστέιτς Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
COSTAS ZACK REALTY LIMITED κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 239/2011, 27/9/2012
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗ ΖΑΧΑΡΙΟΥ κ.α. ν. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Υπόθεση Αρ. 119/2011, 15/4/2013
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 174/2008)
15 Μαΐου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΟΣ ΑΡΑΔΙΠΠΟΥ,
Εφεσείοντας/Καθ'ου η αίτηση,
ν.
ΧΡΙΣΤΟΘΕΑΣ ΛΟΙΖΟΥ ΚΑΛΛΙΚΑ,
ΙΩΑΝΝΑΣ ΛΟΙΖΟΥ ΚΑΛΛΙΚΑ,
ΜΥΡΟΦΟΡΑΣ ΛΟΙΖΟΥ ΚΑΛΛΙΚΑ,
Εφεσιβλήτων/Αιτητριών.
Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Β. Πέτρου-Πιερίδου (κα), για τις Εφεσίβλητες.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π. Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ενόψει των λόγων έφεσης και των ζητημάτων που εγείρονται στα πλαίσια της, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε, συνοπτικά βέβαια και στο βαθμό που μας ενδιαφέρει για σκοπούς της παρούσας έφεσης, στα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώριση της προσφυγής στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση και γενικά στο ιστορικό της υπόθεσης.
Οι εφεσίβλητες ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο της απαλλοτρίωσης, συνιδιοκτήτριες του ακινήτου με αρ. εγγραφής 23066, τεμάχιο 546, Φ/Σχ. XL/47.1.II & XL/39.4.IV, Block "B", έκτασης 1360 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στα δημοτικά όρια του χωριού Αραδίππου της επαρχίας Λάρνακας.
Με γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 12/4/1991 και διάταγμα απαλλοτρίωσης ημερομηνίας 7/6/1991, οι εφεσείοντες απαλλοτρίωσαν το πιο πάνω ακίνητο για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας και συγκεκριμένα για την ανέγερση δημοτικού μεγάρου. Η απαλλοτρίωση αφορούσε αριθμό ακινήτων συνολικής έκτασης ενός εκταρίου και 816 τ.μ.
Στα πλαίσια σχετικής παραπομπής η οποία καταχωρήθηκε από τις εφεσίβλητες στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, η οποία απέληξε σε εκ συμφώνου απόφαση, καταβλήθηκε στις εφεσίβλητες το ποσό των Λ.Κ.5.440, πλέον τόκοι και έξοδα, ως αποζημίωση και το ακίνητο ενεγράφη στη συνέχεια στο όνομα των εφεσειόντων.
Δεκαπέντε περίπου χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 26/1/2006, οι εφεσίβλητες, με επιστολή του δικηγόρου τους, κάλεσαν τους εφεσείοντες να τους επιστρέψουν το ακίνητο επειδή αυτό δεν είχε χρησιμοποιηθεί για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε. Ταυτόχρονα, έκαμαν γνωστή την ετοιμότητα τους να επιστρέψουν στους εφεσείοντες το ποσό της αποζημίωσης. Οι τελευταίοι, με επιστολή τους ημερομηνίας 24/2/2006, αρνήθηκαν να επιστρέψουν το ακίνητο, ισχυριζόμενοι βασικά ότι ο σκοπός για τον οποίο το ακίνητο απαλλοτριώθηκε δεν είχε εγκαταλειφθεί, ούτε και είχε καταστεί ανέφικτος. Αντιδρώντας οι εφεσίβλητες προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο καταχωρώντας την προσφυγή 728/2006, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Με την εν λόγω προσφυγή τους οι εφεσίβλητες ζητούσαν:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή άρνηση και/ή παράλειψη του καθ'ου η αίτηση να επιστρέψει το απαλλοτριωθέν αλλά μη χρησιμοποιηθέν ακίνητο με αρ. εγγραφής ................ στις αιτήτριες είναι άκυρη και/ή παράνομη και αντισυνταγματική και πως ότι παραλείφθηκε πρέπει να διενεργηθεί."
Κατά την πρώτη εμφάνιση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, υποδείχθηκε στην πλευρά των εφεσιβλήτων ότι δεν είναι παραδεκτό να προσβάλλονται και η απόφαση και η παράλειψη, με αποτέλεσμα στις 20/6/2006 να δηλωθεί από την ευπαίδευτο συνήγορο τους ότι η προσφυγή περιοριζόταν εναντίον της απόφασης των εφεσειόντων, που συνίστατο σε άρνηση των τελευταίων να επιστρέψουν το ακίνητο.
Σ' αυτό το στάδιο θεωρούμε σκόπιμο να παρεμβάλουμε και τα εξής γεγονότα, τα οποία έχουν αποτελέσει το υπόβαθρο της θέσης των εφεσειόντων - θέση η οποία προβλήθηκε και πρωτόδικα με τη μορφή προδικαστικής ένστασης και απορρίφθηκε - ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση ήταν επιβεβαιωτική. Την ορθότητα της επί του προκειμένου κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου, οι εφεσείοντες αμφισβητούν με τον πρώτο λόγο έφεσης.
Αίτημα για επιστροφή του ακινήτου τους επειδή δεν είχε χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς για τους οποίους απαλλοτριώθηκε, οι εφεσίβλητες για πρώτη φορά υπέβαλαν στις 7/10/2004. Προτού τους κοινοποιηθεί η απάντηση των εφεσειόντων στο αίτημα τους, οι εφεσίβλητες προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο καταχωρώντας την προσφυγή 1126/2004, η οποία, όπως και η δεύτερη προσφυγή τους, στρεφόταν εναντίον της άρνησης και/ή παράλειψης των εφεσειόντων να τους επιστρέψουν το ακίνητο.
Με απόφαση τους ημερομηνίας 16/12/2004, η οποία για πρώτη φορά κοινοποιήθηκε στις εφεσίβλητες στις 4/4/2005 στα πλαίσια καταχώρισης ένστασης στην προσφυγή 1126/2004, οι εφεσείοντες απέρριψαν το αίτημα για επιστροφή του ακινήτου. Ως αποτέλεσμα η προσφυγή 1126/2004 αποσύρθηκε στις 5/7/2005 διότι οι εφεσίβλητες, εφόσον δεν είχαν λάβει απάντηση στο αίτημα τους για επιστροφή του ακινήτου, δεν είχαν έννομο συμφέρον στη βάση του άρθρου 146 να στρέψουν τα πυρά τους εναντίον της ουσίας. Εκείνο που μπορούσε να προσβληθεί ήταν μόνο η παράλειψη της διοίκησης να απαντήσει στο αίτημα τους, στη βάση του άρθρου 29 του Συντάγματος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά σε σχετική νομολογία, επίκεντρο της οποίας αποτελεί η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, απέρριψε την προδικαστική ένσταση, όπως και την ένσταση επί της ουσίας της υπόθεσης και διέταξε την επιστροφή στις εφεσίβλητες του επίδικου ακινήτου.
Την ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου οι εφεσείοντες αμφισβητούν με τους πιο κάτω τρεις λόγους έφεσης, τους πρώτους δύο από τους οποίους, επειδή συμπίπτουν και σε μεγάλο βαθμό αλληλοκαλύπτονται, θα τους εξετάσουμε μαζί.
"1ος Λόγος Έφεσης.
Δεν υπήρχε άρνηση επιστροφής του απαλλοτριωθέντος ακινήτου η οποία μπορούσε να προσβληθεί με την Προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και το Δικαστήριο έσφαλλε επί τούτου στα σχετικά συμπεράσματα και ότι το «λανθασμένο αιτητικό» στην Προσφυγή δεν επηρέαζε το όλο θέμα. Επίσης η πράξη είναι επιβεβαιωτική. (Η υπογράμμιση είναι του κειμένου)
2ος Λόγος Έφεσης.
Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου για το αποτέλεσμα και σημασία προηγούμενης Προσφυγής επί του θέματος για επιστροφή του ακινήτου 1126/04 είναι λανθασμένη η δε προηγούμενη Προσφυγή και αποτέλεσμα της στερούσαν τις αιτήτριες από έννομο συμφέρο να επανέλθουν επί του ιδίου θέματος εφόσον ουδέν νεώτερο μεσολάβησεν που να δικαιολογεί διαφορετική αντιμετώπιση.
3ος Λόγος Έφεσης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση σε αντίθεση με άλλη Νομολογία (Συμεωνίδης (2000) ή Ευθυμιάδης (2006)) ο σκοπός δεν κατέστη ανέφικτος και υπήρχε αντικειμενική αδυναμία εκ μέρους του Δήμου «να προσφέρει την ιδιοκτησία» επί τη καταβολή της τιμής κτήσεως δυνάμει του Άρθρου 23.5 μετά την «εξαφάνιση της ιδιοκτησίας» προς υλοποίηση του σκοπού απαλλοτρίωσης μερικώς επιτευχθέντος."
Λόγοι έφεσης 1 και 2
Τον πυρήνα της επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας του κ. Χρ. Κληρίδη, συνιστούσε η πιο κάτω θέση.
Εφόσον οι εφεσίβλητες επέλεξαν να μην προωθήσουν την προσφυγή τους εναντίον της παράλειψης των εφεσειόντων να τους προσφέρουν πίσω το ακίνητο, αλλά να περιορίσουν τα πυρά τους αποκλειστικά εναντίον της άρνησης των τελευταίων να το πράξουν, τότε η απόφαση που οι εφεσίβλητες προσβάλλουν με την προσφυγή τους δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά βεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης των εφεσειόντων να μην επιστρέψουν το ακίνητο και συγκεκριμένα της απόφασης τους ημερομηνίας 16/12/2004, η οποία αν και κοινοποιήθηκε στις εφεσίβλητες στις 4/4/2005, ουδέποτε προσβλήθηκε από αυτές. Πρόσθετα, οι εφεσίβλητες εμποδίζονται, σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη, λόγω της απόσυρσης της προσφυγής τους 1126/2004, με την οποία πρόσβαλαν την «άρνηση και/ή παράλειψη» των εφεσειόντων να τους επιστρέψουν το ακίνητο, να προωθούν εκ νέου το θέμα «εφόσον με την απόσυρση δέχθηκαν τη νομιμότητα της άρνησης και ουδέν άλλαξε έκτοτε».
Οι πιο πάνω θέσεις ηγέρθηκαν και πρωτόδικα, απορρίφθηκαν όμως από το Δικαστήριο ως ανεδαφικές, στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
"Ανεξάρτητα από το λόγο απόσυρσης της προηγηθείσας προσφυγής (ασχέτως της ορθότητας των αιτουμένων θεραπειών), η υπόθεση Ευθυμιάδης σελ. 176-177, (που ας σημειωθεί είναι απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας), έχει αποσαφηνίσει ότι δεν τίθεται «.... οριστικά τέρμα στη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να διεκδικήσει επιστροφή του κτήματος αφ' ης στιγμής υπήρξε συγκεκριμένη αρνητική τοποθέτηση της διοίκησης η οποία είτε προσεβλήθη ανεπιτυχώς είτε δεν προσεβλήθη ως τέτοια εμπροθέσμως.». Και με αναφορά στη Mustafa v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 44, που διατύπωσε τη γενική αρχή ότι δεν τίθεται ζήτημα εκπροθέσμου προσφυγής εφόσον η υποχρέωση της διοίκησης είναι συνεχιζόμενη, η Πλήρης Ολομέλεια ανέφερε και τα εξής:
«Η υποχρέωση της διοίκησης να προσφέρει επιστροφή κτήματος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του οποίου δεν κατέστη εφικτός, όπως επιβάλλεται με συνταγματική ισχύ στο Άρθρο 23.5, είναι άρρηκτα και πάγια ακόλουθη της υποχρέωσης της εκείνης. Και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να διαγραφεί δια παντός ως εκ μία αρνητικής τοποθέτησης της διοίκησης σε συγκεκριμένο χρόνο έναντι αιτήματος για επιστροφή. Μια τέτοια αρνητική τοποθέτηση συνιστά βεβαίως εκτελεστή διοικητική πράξη η νομιμότητα της οποίας κρίνεται, εφ' όσον προσβληθεί, με αναφορά στα δικά της δεδομένα ως προς το συγκεκριμένο σχετικό χρόνο σε συνάρτηση με το ερώτημα κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είχε καταστεί εφικτός. Ανεπιτυχής προσβολή τέτοιας απόφασης ή παράλειψη εμπρόθεσμης προσβολής της διατηρεί τη νομιμότητα της ως διοικητικής κρίσης επί των δεδομένων της. Δεν καταργεί όπως τη θεμελιακή υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να επανέλθει με νέο αίτημα για επιστροφή.»
Πόσο μάλλον εδώ που όπως προκύπτει από τα γεγονότα, στην πραγματικότητα δεν προσεβλήθη οποιαδήποτε συγκεκριμένη απόφαση των καθ'ων η αίτηση με την προσφυγή υπ' αρ. 1126/04, ώστε να τίθεται ζήτημα έγκυρης προσβολής της, υπό το φως των ανωτέρω λεχθέντων στην Ευθυμιάδης.
.....................................................................................................................................................................................................................................
Όπως αναφέρεται στην Ευθυμιάδης - πιο πάνω - σελ 177:
«Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η αρνητική απόφαση, η οποία και όντως δεν μπορούσε να προσβάλλεται τώρα εκπροθέσμως, αλλά η ακόλουθη εκείνης και συνεχιζόμενη υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης, παράλειψη εκπλήρωσης της οποίας και μπορεί πάντοτε να προσβάλλεται, όπως υποδεικνύει η Mustafa v. Republic ως συνεχιζόμενη παράλειψη.»
Στην Ευθυμιάδης είχε γίνει αναφορά στο αιτητικό της προσφυγής «σε άρνηση και/ή παράλειψη», με σαφή την πρόθεση των αιτητών να προσβάλουν όχι μόνο την καθ' αυτή άρνηση στη συγκεκριμένη ημερομηνία, αλλά και στη συνεχιζόμενη παράλειψη της διοίκησης. Αυτή η συνεχιζόμενη παράλειψη δεν παύει να υφίσταται επειδή η συνήγορος των αιτητριών δήλωσε εν τέλει ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον της συγκεκριμένης άρνησης. Διαφορετικά η επιβαλλόμενη διαρκής υποχρέωση της διοίκησης με βάση το Άρθρο 23.5, θα διαγραφόταν με εύκολο τρόπο λόγω λανθασμένου αιτητικού, ενώ τα συνταγματικά απορρέοντα δικαιώματα είναι αναπαλλοτρίωτα. Πρόσθετα, με βάση σαφή νομολογία (Νικολάκη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Επισκοπής Λεμεσού (2002) 3 Α.Α.Δ. 762 και Ι. Soteriou Constructions Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (Δημόσιες Επιχειρήσεις) Λτδ., υποθ. αρ. 153/04, ημερ. 3.9.04), μια αίτηση ακυρώσεως εξετάζεται στο σύνολο της ώστε αντίθετα με την εμφάνιση των πραγμάτων, να διαπιστώνεται το πραγματικό αντικείμενο της προσφυγής."
Χρήσιμη με το θέμα που εξετάζουμε αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Ευθυμιάδης (πιο πάνω), όπου η Ολομέλεια, με αναφορά στην υπόθεση Mustafa v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 44, ανέφερε και τα εξής:
"Δεν μας είναι δυνατό να θεωρήσουμε ότι η ακόλουθη της Mustafa v. Republic νομολογία θέτει οριστικά τέρμα στη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να διεκδικήσει επιστροφή του κτήματος αφ' ης στιγμής υπήρξε συγκεκριμένη αρνητική τοποθέτηση της διοίκησης η οποία είτε προσεβλήθη ανεπιτυχώς είτε δεν προσεβλήθη ως τέτοια εμπροθέσμως. Η Mustafa v. Republic εξέφρασε μια διαχρονική αρχή η οποία συναρτάται προς αυτή ταύτη την έννοια της συνεχιζόμενης παράλειψης σε σχέση με τη δεδομένη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο το απαλλοτρίωσε."
Με δοσμένη την πιο πάνω νομολογιακή αρχή η κατάληξη του αδελφού Δικαστή, ο οποίος εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή, ότι «η συνεχιζόμενη παράλειψη δεν παύει να υφίσταται επειδή η συνήγορος των Αιτητριών δήλωσε εν τέλει ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον της συγκεκριμένης άρνησης. Διαφορετικά η επιβαλλόμενη διαρκής υποχρέωση της διοίκησης με βάση το άρθρο 23.5 θα διαγραφόταν με εύκολο τρόπο λόγω λανθασμένου αιτητικού, ενώ τα συνταγματικά απορρέοντα δικαιώματα είναι αναπαλλοτρίωτα», μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης δεν μπορεί να πετύχουν και απορρίπτονται.
Λόγος έφεσης 3
Τον πυρήνα του πιο πάνω λόγου έφεσης συνιστά η θέση ότι οι εφεσίβλητες απέτυχαν, ως όφειλαν, σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη, να αποδείξουν το μη εφικτό του έργου, που ήταν η ανέγερση του δημοτικού μεγάρου και συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υλοποίηση του σκοπού για τον οποίο το ακίνητο απαλλοτριώθηκε δεν ήταν πλέον εφικτός. Το πρωτόδικο δικαστήριο παραβλέποντας και/ή αγνοώντας, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, σειρά ενεργειών στις οποίες οι εφεσείοντες είχαν προβεί προς την κατεύθυνση υλοποίησης του σκοπού της απαλλοτρίωσης, μεταξύ των οποίων πρωταρχική θέση κατέχει η ενοποίηση των απαλλοτριωθέντων κτημάτων, όπως και σειρά γεγονότων που μεσολάβησαν, μεταξύ των οποίων πρωταρχική θέση κατέχει η δημιουργία δημοτικού ιατρείου στην οποία οι εφεσείοντες δικαιολογημένα έδωσαν προτεραιότητα έναντι της δημιουργίας του δημοτικού μεγάρου, εσφαλμένα έκρινε ότι «ουδέν ουσιαστικό έγινε για πραγματοποίηση του σκοπού» και εσφαλμένα ερμήνευσε «το εύλογο» χρονικό διάστημα σε σχέση με τις ιδιάζουσες συνθήκες της παρούσας περίπτωσης.
Διεξήλθαμε προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση. Ο αδελφός μας Δικαστής αφού ορθά επεσήμανε τη χρησιμοποίηση από πλευράς εφεσειόντων λανθασμένου κριτηρίου για σκοπούς αιτιολόγησης της άρνησης για επιστροφή του ακινήτου και υπέδειξε ότι το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη σε όλες τις εύλογα αναγκαίες στη βάση των αντικειμενικών δεδομένων της κάθε περίπτωσης ενέργειες για την υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, με αναφορά στις «ιδιάζουσες περιστάσεις» της παρούσας περίπτωσης, προβαίνει σε αριθμό, ορθών κατά τη γνώμη μας, διαπιστώσεων στη βάση των οποίων ορθά και πάλι κατά την γνώμη μας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν έλαβαν τα λογικά αναγκαία μέτρα προς ανέγερση του δημοτικού μεγάρου ως όφειλαν και συνεπώς αδικαιολόγητα αρνήθηκαν την επιστροφή του επίδικου ακινήτου στις αιτήτριες.
Η εκπόνηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων δεν ολοκληρώθηκε παρά μόνο έξι χρόνια μετά τη δημοσίευση της γνωστοποίησης, ενώ σχετικό κονδύλι για την ανέγερση του δημοτικού μεγάρου δεν περιελήφθη στον προϋπολογισμό, κι' αυτό για πρώτη φορά, πολύ αργότερα και συγκεκριμένα τον Ιούνιο 2007, δηλαδή 16 ολόκληρα χρόνια μετά τη γνωστοποίηση. Μέχρι το 2005 καμιά συσσωρευμένη δαπάνη έγινε και ιδιαίτερα μετά την 14/1/1999 που η πρόθεση για ανέγερση δημοτικού μεγάρου επαναβεβαιώθηκε, δεν σημειώθηκε οποιαδήποτε εξέλιξη. Τίποτε απολύτως δεν ανοικοδομήθηκε. Ο χώρος που είχε απαλλοτριωθεί για σκοπούς ανέγερσης δημοτικού μεγάρου παρέμεινε ανεκμετάλλευτος, ενώ οι υπηρεσίες των εφεσειόντων μεταστεγάστηκαν σε πρόσθετους ορόφους που ανοικοδομήθηκαν πάνω από το δημοτικό ιατρείο. Μετά από 15 ολόκληρα χρόνια το έργο παρουσιαζόταν, όπως πολύ εύστοχα, πρωτοδίκως διαπιστώνεται, «υπό μελέτη».
Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός της ενοποίησης των απαλλοτριωθέντων για το συγκεκριμένο σκοπό κτημάτων σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης, όμως το γεγονός αυτό, όπως και οι άλλες κινήσεις των εφεσειόντων, είτε από μόνες τους είτε σωρευτικά δεν μπορούν, κρινόμενες υπό το φως των δεδομένων αυτής της περίπτωσης να αλλοιώσουν την εικόνα που το έργο παρουσιάζει μετά παρέλευση 15 ετών από τη γνωστοποίηση.
Δεν υποτιμούμε τη σημασία του ρόλου που το επίδικο ακίνητο θα διαδραματίσει σε μια ενδεχόμενη υλοποίηση του έργου. Όμως, όπως πολύ πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία να εκφράσουμε την άποψη (βλ. Μιχαλάκης Μιχαλιάς ν. Δήμου Λακατάμιας, Α.Ε. 176/2008, ημερομηνίας 7/11/2011), έτσι και εδώ, η απαλλοτρίωση του ακινήτου θα έπρεπε να λάβει χώρα όταν οι εφεσείοντες θα ήταν έτοιμοι με τα αναγκαία προαπαιτούμενα για την υλοποίηση της πρόθεσης τους να ανεγείρουν δημοτικό μέγαρο στο συγκεκριμένο χώρο.
Είναι η θέση του κ. Κληρίδη ότι ένεκα της ενοποίησης των απαλλοτριωθέντων κτημάτων, η επιστροφή του επίδικου ακινήτου κατέστη αδύνατη γιατί το ακίνητο έπαυσε να υπάρχει. Η εν λόγω θέση προβλήθηκε και πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως προσκρούουσα στο αξίωμα ότι η διοίκηση δεν μπορεί να προβάλλει δικές της ενέργειες σε βάρος του διοικουμένου αλλάζοντας τα δεδομένα, χωρίς όμως να προωθείται ο καθ' αυτός σκοπός της απαλλοτρίωσης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ενοποίηση των τεμαχίων «δεν θα μπορούσε», όπως πολύ ορθά ο αδελφός μας Δικαστής επισημαίνει, «να λογιζόταν παρά μόνο ως ένα αναγκαίο μεν αλλά πολύ πρωταρχικό στάδιο προς ολοκλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Η διοίκηση δεν μπορεί να λαμβάνει μόνο την πρώτη από μια σειρά οφειλομένων ενεργειών, μετέπειτα να αδρανεί και εκ των υστέρων να προτάσσει την αρχική της ενέργεια ως κώλυμα για την επιστροφή του ακινήτου.»
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει με έξοδα €2.000, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ