ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 106
Ράφτη Μάρω και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 335
Θαλασσινός Γρηγόριος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 507
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 167/2008)
7 Μαρτίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
_________________
Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.
Κυρ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
__________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες εισήγαγαν από την Ινδία εμπορευματοκιβώτιο το οποίο περιείχε 70 βαρέλια μέλι. Κρίθηκε σκόπιμη η λήψη δείγματος για ανίχνευση υπολειμμάτων αντιβιοτικών, μέσω εργαστηριακού ελέγχου. Μέχρι την ολοκλήρωση των αναλύσεων των δειγμάτων, το φορτίο δεσμεύτηκε στις αποθήκες των εφεσειόντων στο Δάλι, αλλά μετά από αιφνιδιαστικό έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι μέρος της ποσότητας είχε μετακινηθεί.
Εν τω μεταξύ η χημική ανάλυση εντόπισε την ύπαρξη του απαγορευμένου αντιβιοτικού χλωραμφενικόλη. Ο διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας, αφού ενημερώθηκε για τα προκαταρκτικά αποτελέσματα, με επιστολή του ημερομηνίας 22.12.2004, ζήτησε δειγματοληψία εκ νέου επικαλούμενος την καθυστέρηση στην έκδοση των αποτελεσμάτων. Το αίτημά του απορρίφθηκε αυθημερόν, μια και υπήρχε σε εξέλιξη σχετική διαδικασία.
Μόλις παραλήφθηκαν από το Γενικό Χημείο τα πιστοποιητικά ανάλυσης των δειγμάτων από διαπιστευμένο εργαστήριο του εξωτερικού, στα οποία αναφερόταν ότι είχε ανιχνευτεί στο δείγμα απαγορευμένο αντιβιοτικό, επιδόθηκε στις 7.1.2005 στους εφεσείοντες, γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων των αναλύσεων.
Ο διευθυντής της εταιρείας με επιστολή του ημερομηνίας 13.1.2005 διατύπωσε διάφορα παράπονα ως προς τη δειγματοληψία, ενώ ισχυριζόταν ότι τα αποτελέσματα δειγμάτων που οι εφεσείοντες είχαν στείλει σε χημείο στη Γερμανία ήταν αρνητικά. Έτσι αξίωνε όπως γίνει νέα δειγματοληψία προς αποστολή σε διαπιστευμένο χημείο ανίχνευσης χλωραμφενικόλης. Παρόμοιο αίτημα υποβλήθηκε και από τους δικηγόρους των εφεσειόντων στις 24.3.2005, οι οποίοι προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι έγινε παρέμβαση στα δείγματα από τον Επιθεωρητή των Υγειονομικών Υπηρεσιών, για αλλότριους σκοπούς.
Με επιστολή του προς του δικηγόρους των εφεσειόντων ημερομηνίας 1.7.2005 ο Αναπληρωτής Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, έδωσε τις απαραίτητες διευκρινίσεις και κατέληξε να επαναλάβει τους λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη του αιτήματος για διενέργεια νέας δειγματοληψίας. Η πιο πάνω απόφαση μη διενέργειας νέας δειγματοληψίας προσβλήθηκε με προσφυγή η οποία απορρίφθηκε. Εναντίον της δικαστικής απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.
Σε κάποιο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας οι αιτητές-εφεσείοντες ζήτησαν άδεια όπως προσκομιστεί περαιτέρω μαρτυρία από έξι μάρτυρες για τον τρόπο δειγματοληψίας, όσο και για τη μέθοδο που ακολουθήθηκε στην ανάλυση των δειγμάτων.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την απόρριψη από το πρωτόδικο δικαστήριο της αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η μαρτυρία αυτή ήταν ουσιώδης και αναγκαία. Ισχυρίζονται ότι ο τρόπος λήψης του δείγματος από μέρους των εφεσιβλήτων-καθ΄ων η αίτηση ήταν επίδικο θέμα και έπρεπε να επιτραπεί μαρτυρία για να καταδειχθεί ο παράνομος τρόπος λήψης του.
Ο πιο πάνω λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί. Οι εφεσείοντες στην παρούσα διαδικασία κωλύονται από του να αμφισβητήσουν είτε τη νομιμότητα της διαδικασίας της δειγματοληψίας, είτε τα αποτελέσματα της χημικής ανάλυσης που έγινε στη συνέχεια. Η προσφυγή και κατά συνέπεια και η έφεση, στρέφονται εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων να μην επιτρέψουν την εκ νέου δειγματοληψία και συνεπώς δεν βλέπουμε τη σύνδεση μεταξύ του επίδικου θέματος και των αποτελεσμάτων της ανάλυσης που έγινε. Εξάλλου, οι εφεσείοντες κωλύονται από του να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της διενεργηθείσας δειγματοληψίας, αφού κατά πάντα χρόνο και μέχρι την έκδοση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης ουδέποτε αμφισβήτησαν την εγκυρότητα της διαδικασίας. Παρέλειψαν, ακόμα, να ασκήσουν προσφυγή εναντίον της απόφασης που τους κοινοποιήθηκε στις 7.1.2005.
΄Ενας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που ακολουθούνται στην εξέταση της αποδοχής οιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιοδήποτε επίδικο θέμα, το οποίο και αποδεικνύει, ενώ μπορεί να βοηθήσει το δικαστήριο στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση (Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 106, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 507 και Μάρω Ράφτη κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335).
Εκτός του ότι η μαρτυρία της οποίας είχε ζητηθεί η προσαγωγή, ουσιαστικά σκοπό είχε τη διαφοροποίηση του περιεχομένου των φακέλων, δεν ήταν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο σχετική με οποιοδήποτε επίδικο θέμα, διότι, όπως είπαμε, η παρούσα προσφυγή αφορούσε την άρνηση των εφεσιβλήτων να προβούν σε νέα δειγματοληψία.
Με τους επόμενους λόγους έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς για έλλειψη δέουσας έρευνας και περί πλάνης ως προς το νόμο και τα πράγματα. Περαιτέρω παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε το γεγονός ότι το Κρατικό Χημείο δεν έδωσε λεπτομερές και κανονικό πιστοποιητικό, ενώ εσφαλμένα κατέληξε ότι η απόφαση είναι αιτιολογημένη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν λεπτομερώς επεξηγηματικό επί του σημείου. Καταλήγει, ορθά, ότι οι εφεσίβλητοι-καθ΄ων η αίτηση δεν μπορούν να κατηγορηθούν για έλλειψη δέουσας έρευνας. Επισημαίνει ακόμα, ότι υπό τις περιστάσεις η έρευνα ήταν επαρκής, αφού δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο σχετικό με τις αναλύσεις που θα μπορούσε να ερευνηθεί. Οι αιτητές, πέραν του δικαιώματος να αμφισβητήσουν τα τελικά αποτελέσματα του Γενικού Χημείου με την υποβολή σχετικής ένστασης δυνάμει του άρθρου 15(7)(α) και (β), δικαιούνταν να υποβάλουν και οι ίδιοι δείγμα για ανάλυση, δυνάμει του άρθρου 15(2) και 2(Α) του περί Τροφίμων (΄Ελεγχος και Πώληση) Νόμου του 1996, Ν.54(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε. Αντ΄ αυτού, όμως, επέλεξαν να αποστείλουν σε εργαστήρια στο εξωτερικό, δείγματα, χωρίς όμως να τηρήσουν τα προαπαιτούμενα για τον τρόπο λήψης του δείγματος.
Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η προσφυγή δεν στρέφεται εναντίον της απόφασης απόσυρσης του μελιού, οπότε οι καταγγελίες για δέουσα έρευνα θα μπορούσαν, ίσως, να τύχουν εξέτασης, αλλά εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων να μη δεχτούν νέα δειγματοληψία. Και μέσα σ΄ αυτά τα πλαίσια θα κινηθούμε, αν δηλαδή, οι εφεσίβλητοι σωστά και υπό συνθήκες δέουσας έρευνας απέρριψαν το αίτημα των εφεσειόντων για νέα δειγματοληψία.
Τέλος, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι οι εφεσίβλητοι δεν παρουσίασαν το λεπτομερές πιστοποιητικό που βρίσκεται στο κρατικό χημείο, γιατί οι λεπτομέρειες θα καταδείκνυαν ότι στο αποτέλεσμα δεν υπήρχε τίποτε το παράνομο.
Παρ΄ όλον ότι το δικαστήριο σωστά καταλήγει ότι το σχετικό πιστοποιητικό ορθά εκδόθηκε από το κρατικό χημείο και πάλι δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε ότι και ο λόγος αυτός της έφεσης ανάγεται στη διαδικασία δειγματοληψίας και όχι στην άρνηση των εφεσιβλήτων να προβούν σε νέα δειγματοληψία, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
Στην ειδοποίηση έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε όλους τους λόγους ακύρωσης. Το παράπονο γίνεται γενικά και χωρίς εξειδίκευση, ενώ οι εφεσείοντες παρέλειψαν στο περίγραμμα αγόρευσής τους να ασχοληθούν ειδικότερα με το θέμα.
΄Εχουμε διαβάσει την αγόρευση των εφεσειόντων στην πρωτόδικη διαδικασία και δεν έχουμε διακρίνει ξεκάθαρους ισχυρισμούς πέραν αυτών που το πρωτόδικο δικαστήριο πραγματεύτηκε. Εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνεται να υποστηρίχτηκαν στο περίγραμμα αγόρευσης της έφεσης και συνεπώς λογικά θεωρούμε ότι αυτοί οι λόγοι ακύρωσης, αν υπήρχαν, έχουν εγκαταλειφθεί.
Πριν καταλήξουμε θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η πιο πάνω ανάλυση και εξέταση των λόγων έφεσης που εγέρθηκαν, τελεί υπό την αντίληψη ότι η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, θέμα το οποίο δεν απασχόλησε πρωτοδίκως και δεν χρειάζεται εκ των πραγμάτων να μας απασχολήσει ούτε στην παρούσα διαδικασία.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
/ΜΔ