ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 3 ΑΑΔ 896

21 Δεκεμβρίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.  ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,

2.  ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,

3.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,

4.  ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,

5.  ΜΟΝΙΚΑ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,

6.  ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

7.  ΒΕΡΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

8.  ΔΗΜΗΤΡΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

9.  ΤΑΚΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

Εφεσείοντες - Αιτητές,

ν.

ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσιβλήτου - Καθ' ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 27/2009)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Εξώδικη διευθέτηση ― Ερμηνεία της δήλωσης απόσυρσης της προσφυγής στην κριθείσα περίπτωση ― Προσδιορισμός της έκτασης του δημιουργηθέντος δεδικασμένου.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Η υποχρέωση επιστροφής του απαλλοτριωθέντος, σε περίπτωση που καθίσταται ανέφικτος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ― Ερμηνεία και εξειδίκευση των σχετικών υποχρεώσεων της διοίκησης στην κριθείσα περίπτωση, όπου είχε μεσολαβήσει εξώδικη διευθέτηση προσφυγής κατά της άρνησης επιστροφής του απαλλοτριωθέντος σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Οι εφεσείοντες αξίωσαν με την έφεσή τους, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή τους κατά της παράλειψης επιστροφής σε αυτούς ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία είχε απαλλοτριωθεί προ πεντηκονταετίας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το επίδικο θέμα λοιπόν αφορά ευθέως την απόσυρση της προσφυγής αρ. 286/66 και την έκταση του δεδικασμένου της. Το ερώτημα όμως δεν είναι αν η επιστολή απόσυρσης περιέχει όρους που να συνδέουν τη δυνατότητα των Εφεσειόντων να επανέλθουν προς την ανάληψη υποχρέωσης του Δήμου να υλοποιήσει το έργο, όπως εισηγείται ο Εφεσίβλητος. Ούτε εξαντλείται το θέμα στο ότι, όπως και πάλι λέγει ο Εφεσίβλητος, η απόσυρση ήταν άνευ όρων, αφού το ερώτημα της ερμηνείας παραμένει. Το κρίσιμο ερώτημα είναι το πoío ήταν το αντικείμενο της διευθέτησης - η ίδια η προσφυγή και η μέσω αυτής απαίτηση επιστροφής, όπως εισηγούνται οι Εφεσείοντες, ή το όλο δικαίωμά τους να ζητήσουν επιστροφή και στο μέλλον, όπως εισηγείται ο Εφεσίβλητος.

     Η κατάληξή του Δικαστηρίου είναι ότι ήταν το πρώτο.  Εδώ δεν είναι η συνήθης περίπτωση υφιστάμενων δικαιωμάτων τα οποία εγκαταλείπονται συμβιβαζόμενα έναντι ανταλλάγματος. Η απόσυρση της προσφυγής συναρτάτο προς τη θέση του Δήμου ότι το έργο, όχι μόνο δεν είχε καταστεί ανέφικτο, αλλά υλοποιείτο ενεργώς αφού είχαν ήδη δοθεί οδηγίες για να ζητηθούν προσφορές και μάλιστα είχαν απαλλοτριωθεί και άλλα ακίνητα για την υλοποίησή του.

2.  Η αντίληψη ότι το αντικείμενο της διευθέτησης ήταν η ίδια η προσφυγή, σε σχέση με το οποιοδήποτε τότε δικαίωμα των Εφεσειόντων να ζητήσουν επιστροφή, και όχι το περαιτέρω δικαίωμά τους να ζητήσουν επιστροφή στο μέλλον, συνάδει και με την προσέγγιση που καθιέρωσε η Ευθυμιάδης. Η ιδέα η οποία διέπει την Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, είναι ότι, καθ' όσον η υποχρέωση υλοποίησης του σκοπού της απαλλοτρίωσης είναι συνεχής, συνεχής είναι και η υποχρέωση της διοίκησης να επιστρέψει ακίνητο, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του οποίου δεν κατέστη εφικτός. Ο πρώην ιδιοκτήτης διατηρεί λοιπόν, ανεξαρτήτως προηγούμενων αρνήσεων της διοίκησης ή ανεπιτυχών δικαστικών προσπαθειών του για επιστροφή, συνεχές δικαίωμα, συναρτώμενο προς την αντίστοιχη συνεχή υποχρέωση οφειλόμενης ενέργειας της διοίκησης, να ζητήσει επιστροφή επί οποιασδήποτε νέας διαμορφωθείσας κατάστασης των πραγμάτων, που αφορούν την πρόοδο του έργου. Τοσούτο μάλλον στην περίπτωση, όπως η προκειμένη, που το έργο έχει οριστικώς εγκαταλειφθεί.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Ζήνων Eυθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 650/07), ημερ. 27/1/2009.

Γ. Φαίδωνος με Π. Φαίδωνος, για τους Εφεσείοντες.

Ε. Μιχαήλ (κα) για Α. Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

           

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Πριν από πενήντα χρόνια, ο Εφεσίβλητος Δήμος Λεμεσού απαλλοτρίωσε ακίνητα του Τάκη Επαμεινώνδα για τη δημιουργία Χονδρικής Αγοράς Πωλήσεως Φθαρτών και Χώρου Στάθμευσης Οχημάτων.  Αφού κατεβλήθη η σχετική αποζημίωση, ο Δήμος ενεγράφη ως ιδιοκτήτης.  Αποθανόντος του Τάκη Επαμεινώνδα και εφ' όσον το έργο δεν είχε υλοποιηθεί, οι κληρονόμοι του το 1966 κατεχώρησαν την προσφυγή 286/66 ζητώντας την επιστροφή των ακινήτων.  Η προσφυγή αυτή δεν εκδικάσθηκε, αποσυρθείσα ως διευθετηθείσα στη βάση της ακόλουθης επιστολής την οποία οι δικηγόροι των κληρονόμων απηύθυναν προς το Δικαστήριο.

«Please take notice that the above Recourse has been settled out of Court as follows:

The Respondents have agreed and undertaken the obligation to pay to the Applicants the sum of £4,500.000 mils (Four Thousand and Five Hundred pounds) in consideration for the withdrawal by the Applicants of this Recourse which shall be deemed to have been settled accordingly.

In view of the above promise and undertaking this Recourse is hereby withdrawn and we pray that it be dismissed with no order as to costs.»

Το 1978 οι κληρονόμοι επανήλθαν με νέο αίτημα για επιστροφή των ακινήτων μέσω της προσφυγής 86/79, η οποία απερρίφθη ως εκπρόθεσμη στη βάση της τότε κρατούσας νομολογίας, απόφαση που βεβαιώθηκε κατ' έφεση (1984) 3(Β) Α.Α.Δ. 1524.  Το 2007 όμως οι κληρονόμοι ζήτησαν και πάλι την επιστροφή των ακινήτων μέσω νέας προσφυγής, παραπέμποντας στο ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει οριστικώς εγκαταλειφθεί αφού το έργο έχει προ πολλού χρόνου γίνει σε άλλη περιοχή, εξ ου και άλλη ακίνητη ιδιοκτησία απαλλοτριωθείσα για τον ίδιο σκοπό επεστράφη στους δικαιούχους της.

Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος επελήφθη της προσφυγής διαπίστωσε ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης είχε εγκαταλειφθεί οριστικώς και είχε έτσι καταστεί μη εφικτός ως εκ της πραγμάτωσης του έργου σε άλλη περιοχή, ώστε οι κληρονόμοι να μπορούσαν να διεκδικούσαν επιστροφή στη βάση της νέας αντίληψης της νομολογίας της Ζήνων Eυθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166.  Παρά ταύτα, απέρριψε την προσφυγή, αποδεχόμενος προδικαστική ένσταση του Δήμου ότι η απόσυρση της προσφυγής 286/66 συνιστούσε κώλυμα για την προώθηση αιτήματος για επιστροφή.  Είπε σχετικά τα ακόλουθα:

«Η προσφυγή των αιτητών, υπό το φως της Ευθυμιάδης θα είχε ενδεχομένως προοπτική επιτυχίας αν δεν υπήρχε το ανυπέρβλητο κατά την άποψή μου κώλυμα της απόσυρσης της προσφυγής αρ. 286/66 ως διευθετηθείσας έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Αυτό αποτυπώνεται στη γραπτή δήλωση/επιστολή των δικηγόρων των αιτητών ημερ. 21.7.1967 (ανωτέρω). Το εν λόγω έγγραφο, δημιούργησε αφ' εαυτού νομικό κώλυμα (estoppel by record) το οποίο εμποδίζει τώρα τους αιτητές να διεκδικούν θεραπείες τις οποίες, με βάση το έγγραφο, εγκατέλειψαν.

Η απόσυρση της προσφυγής ως διευθετηθείσας με βάση το προαναφερόμενο έγγραφο ημερ. 21.7.1967 και η απόρριψή της στη συνέχεια, επενέργησε στη δημιουργία ενός παρεπόμενου κωλύματος, αυτό του δεδικασμένου /res judicata) το οποίο εμποδίζει τους αιτητές να ζητούν, εκπροθέσμως πλέον, θεραπείες παρόμοιες με εκείνες που ζήτησαν αρχικά και ακολούθως εγκατέλειψαν με αντάλλαγμα το χρηματικό ποσό που εισέπραξαν από το Δήμο Λεμεσού στα πλαίσια της διευθέτησης.

Βεβαίως, το ζήτημα της παράλειψης της οφειλόμενης ενέργειας που οι αιτητές επαναφέρουν με την υπό εξέταση προσφυγή έχει κριθεί τελεσίδικα στην Epaminondas (ανωτέρω).  Σύμφωνα με το Άρθρο 59(1) του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99 «Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου.  Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων.  Η απορριπτική απόφαση ισχύει έναντι του αιτούντος.»

Η απόφαση στην Epaminondas με την οποία επικυρώθηκε η απορριπτική απόφαση της προσφυγής αρ. 86/79 ανατρέχει στη διευθέτηση με βάση το έγγραφο ημερ. 21.7.1967 και στις έννομες συνέπειες που προέκυψαν, καθόσον αφορά το εκπρόθεσμο της προσφυγής αρ. 86/79.»

Ο αδελφός μας Δικαστής αρνήθηκε και να δεχθεί εξηγήσεις που οι διάδικοι θα έδιδαν ως προς το περιεχόμενο της διευθέτησης της προσφυγής 286/66.  Αν και, όπως είπε, η εν λόγω επιστολή των δικηγόρων δεν απεκάλυπτε το περιεχόμενο της διευθέτησης, η ουσία του πράγματος ήταν ότι η προσφυγή είχε αποσυρθεί ως διευθετηθείσα.

Εφεσιβάλλοντας την απόφαση, οι κληρονόμοι θέτουν στο επίκεντρο των εισηγήσεων τους τα στοιχεία που αφορούν την απόσυρση της προσφυγής 286/66. Η προσφυγή εκείνη, εισηγούνται, αφορούσε το δικαίωμα τους να ζητήσουν επιστροφή των ακινήτων κατά το συγκεκριμένο χρόνο και τις τότε επικρατούσες συνθήκες.  Η απόσυρση της, επομένως, με αναφορά στις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε και στην επιστολή με την οποία επιτεύχθη, δεν μπορούσε να ερμηνεύετο, όπως κακώς ερμηνεύθη από το Δικαστήριο, ως αποποίηση του ίδιου του δικαιώματος τους να ζητήσουν επιστροφή υπό οποιεσδήποτε συνθήκες στο μέλλον. Παραπέμπουν συναφώς στην ίδια την Ένσταση του Δήμου στην προσφυγή εκείνη όπου ανεφέρετο ότι ο Δήμος ασχολείτο ενεργώς με το έργο, και μάλιστα απαλλοτρίωσε και άλλα παρακείμενα ακίνητα προς τον ίδιο σκοπό, έχοντας αρχίσει τα σχέδια από το 1962 και ευρισκόμενος στο στάδιο της ζήτησης προσφορών.  Παραπέμπουν ακόμα σε επιστολή των δικηγόρων τους προς το Δήμο, την οποία απέστειλαν λίγες μόνο μέρες πριν από την απόσυρση της προσφυγής, στην οποία αναφέροντο σε προηγούμενες συνομιλίες τους και εβεβαίωναν ότι το προταθέν ποσό των £4.500 εγίνετο αποδεκτό «δυσκόλως και απροθύμως και εν τη επιθυμία των όπως εξυπηρετήσουν τον Δήμον της πόλεως των.»  Η απόσυρση της προσφυγής λοιπόν, λέγουν, έγινε ακριβώς στη βάση και εν όψει της συνεχιζόμενης προώθησης του έργου και ουδόλως εσυμβίβαζε και διέγραφε το δικαίωμα των να αιτηθούν επιστροφή σε περίπτωση που, όπως εσυνέβη, το έργο εγκαταλείπετο οριστικώς.  Η επιπρόσθετη αποζημίωση, που περιλάμβανε και τα έξοδα, είχε και αυτή αντίστοιχα περιορισμένο σκοπό και ουδόλως συνιστούσε τίμημα για πλήρη και οριστική εγκατάλειψη δικαιωμάτων, προστιθεμένη απλώς στην αρχική αποζημίωση ως το για σκοπούς της απαλλοτρίωσης συνολικώς καταβληθέν ποσόν. Δεν υπήρχε επομένως ούτε ταυτότητα θεμάτων της προσφυγής 286/66 με την προκειμένη που να επέτρεπε τη διακρίβωση δεδικασμένου.  Προκειμένου μάλιστα περί συνταγματικού δικαιώματος, εκείνου της περιουσίας, θα έπρεπε να υπάρχει ρητή και σαφής αναφορά σε αποποίηση του δικαιώματος, ισοδυναμούσα ουσιαστικά προς ιδιωτική συμφωνία πώλησης, για να μπορούσε να θεωρηθεί ότι η απόσυρση της 286/66 συνιστούσε οριστική διευθέτηση του όλου δικαιώματος, που ασφαλώς δεν υπήρχε εδώ.  Εξ ου και επανήλθαν το 1987, οπότε βεβαίως συνάντησαν το εμπόδιο της τότε αντίληψης της νομολογίας το οποίο έχει τώρα εκλείψει ως εκ της Ευθυμιάδης.  Οι συνθήκες δε σήμερα είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες του 1966 αφού τώρα, όπως και το ίδιο το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί οριστικώς και έτσι έχει καταστεί πλέον μη εφικτός.  Η δε Ευθυμιάδης ακριβώς επιτρέπει στον πρώην ιδιοκτήτη να επανέρχεται αν οι συνθήκες ως προς την υλοποίηση του έργου διαφοροποιηθούν, ανεξαρτήτως προηγούμενων ανεπιτυχών προσπαθειών του υπό άλλες συνθήκες.

Ο Δήμος βλέπει βεβαίως το πράγμα από άλλη άποψη.  Υποστηρίζοντας την ορθότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης, εισηγείται ότι η απόσυρση της προσφυγής 286/66 δεν υπόκειτο σε όρο, ρητό ή εξυπακουόμενο, ότι ο Δήμος θα υλοποιούσε το έργο για το οποίο έγινε η απαλλοτρίωση.  Η απόσυρση της προσφυγής ως εκ της διευθέτησης της ήταν λοιπόν ανεπιφύλακτη, άνευ όρων και προς οριστική διευθέτηση του όλου θέματος αυτού τούτου του δικαιώματος των κληρονόμων να ζητήσουν επιστροφή του ακινήτου, ώστε ο Δήμος να κατέβαλε το επιπρόσθετο ποσό για να απαλλαγεί από το όλο πρόβλημα, ουσιαστικά αγοράζοντας με συμφωνία τα ακίνητα απαλλαγμένα από την απαλλοτρίωση και τα επακόλουθά της.  Το δεδικασμένο βεβαιώθηκε δε και από την απόφαση στη δεύτερη διαδικασία. 

Όπως προκύπτει, το θέμα αφορά πρωτίστως την ερμηνεία της δήλωσης απόσυρσης της προσφυγής 286/66.  Η απόφαση στη δεύτερη διαδικασία του 1987 σαφώς δεν διαφωτίζει ως προς τούτο, και διαφωνούμε με την άποψη του Δήμου ότι βεβαίωσε το δεδικασμένο της 286/66 και την αναφορά του αδελφού μας Δικαστή ότι η απόφαση εκείνη έκρινε τελεσίδικα το θέμα της οφειλόμενης ενέργειας με αναφορά στη διευθέτηση και απόσυρση της προσφυγής 286/66. Η απόφαση εκείνη δεν εβασίσθη στο δεδικασμένο της 286/66 αλλά στην τότε αντίληψη της νομολογίας ότι, εφ΄όσον υπήρξε άρνηση της διοίκησης την 13.3.1978 να επιστρέψει το ακίνητο, δεν ήταν δυνατή η άσκηση προσφυγής για παράλειψη επιστροφής, ως οφειλόμενης ενέργειας, του χρόνου των 75 ημερών για άσκηση προσφυγής κατά της άρνησης έχοντας παρέλθει.  Το καταληκτικό απόσπασμα της απόφασης, την οποία έδωσε ο Σαββίδης, Δ., είναι σαφές (σσ. 1546-1547) και σύμφωνο με την πρωτόδικη προσέγγιση του Α. Λοΐζου, Δ.:

«On the totality of such authorities and in particular bearing in mind the dicta in Papasavva case (supra) we are in agreement with the learned trial Judge that the legal and constitutional obligation of an acquiring authority to return properties compulsorily acquired to their owners when the purpose of the acquisition has not been attained, independently of the fact that such obligation may be of a continuing nature, cannot be subject to a challenge indefinitely once there has been an express refusal by the administrative organ concerned to perform what has been omitted to be done.  We are of the opinion that when a decision refusing to do something is taken and is brought to the knowledge of the person affected, the continuing effect of such omission is terminated and the time of 75 days period for filing a recourse commences to run from the date of such refusal.

We uphold the finding of the trial Judge that the recourse was out of time and that it should fail.  In the result, the appeal is dismissed but in the circumstances we make no order for costs.»

Το ενώπιον μας θέμα λοιπόν αφορά ευθέως την απόσυρση της 286/66 και την έκταση του δεδικασμένου της.  Το ερώτημα όμως δεν είναι αν η επιστολή απόσυρσης περιέχει όρους που να συνδέουν τη δυνατότητα των Εφεσειόντων να επανέλθουν προς την ανάληψη υποχρέωσης του Δήμου να υλοποιήσει το έργο, όπως εισηγείται ο Εφεσίβλητος.  Ούτε εξαντλείται το θέμα στο ότι, όπως και πάλι λέγει ο Εφεσίβλητος, η απόσυρση ήταν άνευ όρων, αφού το ερώτημα της ερμηνείας παραμένει.  Το κρίσιμο ερώτημα είναι το πoío ήταν το αντικείμενο της διευθέτησης - η ίδια η προσφυγή και η μέσω αυτής απαίτηση επιστροφής, όπως εισηγούνται οι Εφεσείοντες, ή το όλο δικαίωμα τους να ζητήσουν επιστροφή και στο μέλλον, όπως εισηγείται ο Εφεσίβλητος.

Η κατάληξή μας είναι ότι ήταν το πρώτο.  Κατ' αρχήν, η ίδια η επιστολή αναφέρεται σε διευθέτηση της προσφυγής.  Ουδεμία αναφορά γίνεται σε εγκατάλειψη, μέσω της διευθέτησης, του δικαιώματος των Εφεσειόντων να διεκδικήσουν επιστροφή στο μέλλον.  Και συμφωνούμε με τους Εφεσείοντες ότι θα εχρειάζετο ρητές και σαφείς αναφορές προς τούτο, προκειμένου όχι μόνο περί θεμελιακού δικαιώματος αλλά, προ πάντων, περί δικαιώματος το οποίο εκ της φύσης του συναρτάται προς μια βασική παράμετρο - την υλοποίηση του έργου.  Εδώ δεν είναι η συνήθης περίπτωση υφιστάμενων δικαιωμάτων τα οποία εγκαταλείπονται συμβιβαζόμενα έναντι ανταλλάγματος.  Το δικαίωμα απαίτησης επιστροφής συναρτάται προς εκείνη την κατάσταση πραγμάτων που, σε κάποιο χρόνο, ενδεχομένως μελλοντικό, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν υλοποιείται, οπότε και το δικαίωμα γεννάται.  Είναι για αυτό το λόγο που οι συνθήκες που περιέβαλλαν την απόσυρση της προσφυγής, και που ο αδελφός μας Δικαστής θεώρησε ως μη σχετικές, αποκτούν τεράστια σημασία.  Όπως προκύπτει από τις συνθήκες αυτές, η απόσυρση της προσφυγής συναρτάτο προς τη θέση του Δήμου ότι το έργο, όχι μόνο δεν είχε καταστεί ανέφικτο, αλλά υλοποιείτο ενεργώς αφού είχαν ήδη δοθεί οδηγίες για να ζητηθούν προσφορές και μάλιστα είχαν απαλλοτριωθεί και άλλα ακίνητα για την υλοποίησή του. Να σημειώσουμε μάλιστα και την αναφορά των ίδιων των Εφεσιβλήτων στην επιστολή που είχαν αποστείλει στο Δήμο ότι η διευθέτηση εγίνετο «μόνον εν τη επιθυμία των όπως εξυπηρετήσουν τον Δήμον της πόλεώς των».  Υπό αυτές τις συνθήκες, η διευθέτηση σαφώς έγινε στη βάση ότι το έργο θα συνέχιζε να υλοποιείται, και ουδόλως ευσταθεί η εισήγηση που ο Εφεσίβλητος διετύπωσε, ότι με τη διευθέτηση και απόσυρση της προσφυγής οι Εφεσείοντες και ο Εφεσίβλητος ουσιαστικά αντικατέστησαν την απαλλοτρίωση και τις συνέπειες της με ιδιωτική συμφωνία πώλησης των ακινήτων (προσέγγιση που ούτε στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση συναντάται) ώστε ο Δήμος να είχε πλέον το ελεύθερο να υλοποιήσει ή όχι το έργο.  Κάτι τέτοιο, εξ άλλου, θα ήταν ενάντια σε κάθε αντίληψη καλής πίστης και χρηστής διοίκησης και θα συνιστούσε παράβαση εκ μέρους του Δήμου της υποχρέωσής του να υλοποιήσει το έργο, υποχρέωση που είχε, πέραν των Εφεσειόντων, και έναντι των δημοτών του.  Ούτε οι Εφεσείοντες ούτε ο Δήμος αποσκοπούσαν σε τέτοια συμφωνία μέσω της διευθέτησης και απόσυρσης της προσφυγής.

Η αντίληψη ότι το αντικείμενο της διευθέτησης ήταν η ίδια η προσφυγή, σε σχέση με το οποιοδήποτε τότε δικαίωμα των Εφεσειόντων να ζητήσουν επιστροφή, και όχι το περαιτέρω δικαίωμά τους να ζητήσουν επιστροφή στο μέλλον, συνάδει και με την προσέγγιση που καθιέρωσε η Ευθυμιάδης. Η ιδέα η οποία διέπει την Ευθυμιάδης είναι ότι, καθ' όσον η υποχρέωση υλοποίησης του σκοπού της απαλλοτρίωσης είναι συνεχής, συνεχής είναι και η υποχρέωση της διοίκησης να επιστρέψει ακίνητο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του οποίου δεν κατέστη εφικτός.  Ο πρώην ιδιοκτήτης διατηρεί λοιπόν, ανεξαρτήτως προηγούμενων αρνήσεων της διοίκησης ή ανεπιτυχών δικαστικών προσπαθειών του για επιστροφή, συνεχές δικαίωμα, συναρτώμενο προς την αντίστοιχη συνεχή υποχρέωση οφειλόμενης ενέργειας της διοίκησης, να ζητήσει επιστροφή επί οποιασδήποτε νέας διαμορφωθείσας κατάστασης των πραγμάτων που αφορούν την πρόοδο του έργου.  Τοσούτο μάλλον στην περίπτωση, όπως η προκειμένη, που το έργο έχει οριστικώς εγκαταλειφθεί.  Αυτή ακριβώς η διαχρονική διατήρηση του δικαιώματος του πρώην ιδιοκτήτη να επανέρχεται αναλόγως της εκάστοτε διαμορφωθείσας κατάστασης, καθιστά λογική την ερμηνεία της διευθέτησης και απόσυρσης της προσφυγής 286/66 ως περιοριζόμενης στην ίδια την προσφυγή επί των τότε ισχυόντων δικών της δεδομένων και μη εξωπραγματική την ερμηνεία ότι η διευθέτηση και απόσυρση επενεργούσαν και επί του μελλοντικού δικαιώματος ασκουμένου επί άλλων δεδομένων.  Και μάλιστα σε περίπτωση που η απαλλοτριούσα αρχή όχι μόνο δεν ισχυρίζεται πλέον ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης είναι εφικτός και υλοποιούμενος αλλά δέχεται ότι αυτός έχει καταστεί οριστικώς και πλήρως εγκαταλειφθείς και ως εκ τούτου μη εφικτός.  Τέτοια περίπτωση ασφαλώς δεν θα εκαλύπτετο από τη διευθέτηση της 286/66, η οποία, και αν ακόμα είχε εκδικασθεί, δεν θα δημιουργούσε κώλυμα στους Εφεσείοντες να επανέλθουν επί άλλων δεδομένων.

Διαπιστώνοντας λοιπόν ότι η διευθέτηση και απόσυρση της προσφυγής 286/66 δεν συνιστούσε δεδικασμένο για σκοπούς της προσφυγής που αφορά την ενώπιόν μας διαδικασία, καταλήγουμε ότι η έφεση επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται ώστε να μπορεί τώρα να εξετασθεί η ουσία της προσφυγής.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον του Εφεσίβλητου όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο