ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PIERIS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1054
Παπαδάτου Νέδη ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 230
Χατζηχάννας Βραχίμης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 3 ΑΑΔ 19
Ιωσηφίδης Χρίστος και Άλλη ν. Aνδρέα Δαβερώνα και Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 147
Nαζίρης Pένος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38
Xατζηγέρου Xαρίλαος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 345
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλη ν. Τούλας Κούλουμου (2010) 3 ΑΑΔ 293
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρούλλας Πέτρου (2016) 3 ΑΑΔ 273, ECLI:CY:AD:2016:C324
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 638/2010, 12/11/2012
ΕΛΕΝΑ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΑΜΑΝΗ κ.α. ν. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1085/2011, 28/6/2013
(2011) 3 ΑΑΔ 724
1 Νοεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
K. KALLIS ESTATES LTD,
Εφεσείοντες.
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 179/2008)
Δεδικασμένο ― Το δεδικασμένο στο διοικητικό δίκαιο ― Περιγραφή της δημιουργίας του στην κριθείσα περίπτωση και περιστάσεις υπό τις οποίες διαπιστώθηκε ότι δεν παραβιάστηκε.
Δεδικασμένο ― Όροι δημιουργίας ― Η δυνατότητα διερεύνησης των γεγονότων, κατά την επανεξέταση ― Όταν είναι αναγκαία, είναι επιτρεπτή κατά περίπτωση.
Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχή της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου ― Δεν παραβιάστηκαν στην κριθείσα περίπτωση, ούτε δημιουργήθηκε estoppels ― Περιστάσεις.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Οι εφεσείοντες προσπάθησαν να ανατρέψουν την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή τους κατά της άρνησης χορήγησης σε αυτούς πολεοδομικής άδειας κατόπιν επανεξέτασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Το δεδικασμένο στο διοικητικό δίκαιο, έχει με επάρκεια νομολογηθεί και αρκεί για σκοπούς της παρούσας συζήτησης να καταγραφεί εκ νέου ότι δημιουργείται, όποτε στη βάση ταύτισης διαδίκου, ιδιότητας διαδίκων, επιδίκων θεμάτων και υπό την προϋπόθεση τελεσίδικης απόφασης, προκύπτει νομικό ή πραγματικό δεδομένο, ώστε κάθε διοικητικό όργανο να δεσμεύεται από τα ήδη κριθέντα.
Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, εν προκειμένω, ότι ο πρώτος απορριπτικός λόγος που σχετιζόταν με τη χωροθέτηση της ανάπτυξης, δεν αποτελούσε δεδικασμένο και δεν κωλυόταν το διοικητικό όργανο να τον επαναλάβει, εφόσον δεν κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 696/05 ως εσφαλμένος.
2. Ορθή κρίνεται και η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ήταν λανθασμένη η εισήγηση των εφεσειόντων, ότι ο εφεσίβλητος κατά την επανεξέταση επεκτάθηκε ανεπιτρέπτως εφ' όλης της ύλης. Η διερεύνηση θέματος, όταν κρίνεται από το διοικητικό όργανο αναγκαία, είναι επιτρεπτή και παρέχεται ως δυνατότητα κατά περίπτωση. Ο εφεσίβλητος, εν προκειμένω, είχε την ευχέρεια κατά την επανεξέταση, μετά από δέουσα έρευνα και εφόσον οι λόγοι δεν προϋπήρχαν κατά την αρχική απόφαση, να εισαγάγει τους κρίσιμους λόγους απόρριψης.
3. Αναφορικά με την αιτίαση των εφεσειόντων, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είχε παραβιάσει την αρχή της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, διότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του τεμαχίου και της οικοδομής είχε λάβει σχετικές άδειες και πιστοποιητικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι τα πλείστα των πιστοποιητικών αυτών είχαν λήξει πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, ενώ ήταν γενικά άσχετες οι ευρύτερες ενέργειες της διοίκησης, εφόσον το ζητούμενο ήταν να χορηγηθεί η πολεοδομική άδεια που ήταν προϋπόθεση για τη νόμιμη χρήση οικοδομής, ως μουσικοχορευτικού κέντρου.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να λεχθεί υπό τις συνθήκες ότι είχαν δημιουργηθεί εύλογες ελπίδες για τη χορήγηση της πολεοδομικής άδειας. Ούτε και εξάγεται συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δεν έδωσε επαρκή αιτιολογία για την παρέκκλιση από την άποψη του Κ.Ο.Τ.. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε επί του θέματος ότι στην ουσία εφόσον οι απόψεις του Κ.Ο.Τ. ήταν προκαταρκτικές και μη δεσμευτικές, δεν εγειρόταν ζήτημα αιτιολόγησης.
4. Το τελευταίο εγερθέν σημείο αφορά το παράπονο ότι η πολεοδομική αρχή όφειλε να αναλάβει εξ ιδίων της έρευνα, σε σχέση με την υποδειχθείσα από τους εφεσείοντες παροχή υδατοπρομήθειας. Η αντίληψη αυτή είναι λανθασμένη. Oι εφεσείοντες δεν έδωσαν πλήρη και ακριβή στοιχεία αναφορικά με την υδροδότηση του τεμαχίου και όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απουσία εκπλήρωσης αυτής της υποχρέωσης, ο λόγος άρνησης ήταν νόμιμος. Από τη στιγμή που η θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι δεν υπήρχε δημόσια υδατοπρομήθεια διαθέσιμη για το τεμάχιο, εφόσον αυτό ήταν εκτός του ορίου του χωριού, διερωτάται κανείς τι έρευνα έπρεπε να διεξαγάγει η πολεοδομική αρχή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία κ.ά. ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293,
Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 345,
Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38,
Ιωσηφίδη κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147,
Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 61,
Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 3 Α.Α.Δ. 19,
Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,
Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 230.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 291/07), ημερ. 30/9/08.
Μ. Φλωρέντζος με Ν. Ζερβού (κα) για Λ. Γεωργίου, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Λυσάνδρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείοντες είχαν αρχικά προσβάλει με την υπ' αρ. 696/05 προσφυγή, την απόφαση του εφεσιβλήτου ημερ. 7.4.2005 με την οποία απερρίφθη η αίτηση τους για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για αλλαγή χρήσης από κατοικία σε μουσικοχορευτικό κέντρο, σε σχέση με τεμάχιο γης τους στο χωριό Τσέρι της επαρχίας Λευκωσίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 27.6.2006, ακύρωσε την εν λόγω διοικητική πράξη θεωρώντας ότι οι δύο λόγοι που είχαν προβληθεί από τον εφεσίβλητο που αφορούσαν (i) τη μη τήρηση των προνοιών της παρ. 1(α) της Πολιτικής 9(Ξ) της Δήλωσης Πολιτικής σε σχέση με τη χωροθέτηση της ανάπτυξης και (ii) το ότι η αιτούμενη χρήση για μουσικοχορευτικό κέντρο ενέπιπτε σε αναπτύξεις για τις οποίες υπήρχε απόφαση Υπουργικής Επιτροπής ημερ. 11.10.2004 να μην χορηγούνται πολεοδομικές άδειες που ήταν ουσιώδης παράγοντας για την απόρριψη της αίτησης, δεν ευσταθούσαν. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο μεν πρώτος λόγος ήταν σχετικός εφόσον παρουσιαζόταν ότι το προαναφερόμενο τεμάχιο των εφεσειόντων δεν βρισκόταν εντός της περιοχής του ορίου αναπτύξεως του χωριού Τσερίου, αλλά ως λόγος απόρριψης της αίτησης για πολεοδομική άδεια δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει από μόνος του διότι οι εφεσίβλητοι επηρεάστηκαν από την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής, η οποία δεν σχετιζόταν με πολεοδομικά θέματα, αλλά αφορούσε την προσπάθεια καταπολέμησης και πάταξης του φαινομένου της εμπορίας ατόμων και την ευρύτερη λειτουργία καμπαρέ και μουσικοχορευτικών κέντρων. Στο σκεπτικό του το Δικαστήριο παρατήρησε συναφώς ότι λανθασμένα ο εφεσίβλητος έλαβε υπόψη του και τις σημειώσεις που υπήρχαν στην προσβαλλόμενη πράξη που αφορούσαν στο ότι το τεμάχιο επηρεαζόταν από σχέδιο για τη διεύρυνση εφαπτόμενου δρόμου, από σχέδιο για τη δημιουργία δημόσιων χώρων πρασίνου, ότι η υφιστάμενη οικοδομή χρειαζόταν εκτεταμένη αισθητική βελτίωση και, τέλος, ότι λεπτομερής εξέταση της αίτησης δεν είχε γίνει, δυνατόν δε να υπήρχαν και άλλες παρατηρήσεις αναφορικά με την υδροδότηση της ανάπτυξης, την επέμβαση σε δημόσιο αργάκι, κ.ά.
Μετά την εν λόγω ακυρωτική απόφαση οι εφεσίβλητοι επανεξέτασαν την αίτηση των εφεσειόντων απορρίπτοντας την εκ νέου στις 30.11.2006, για τους λόγους που καταγράφονταν στο Παράρτημα της γνωστοποίησης άρνησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας, ήτοι:
(i) (500) δεν τηρούνταν οι πρόνοιες της παρ. 1(α) της Πολιτικής 9(Ξ) της Δήλωσης Πολιτικής γιατί το τεμάχιο βρίσκεται έξω από το όριο ανάπτυξης του χωριού, (ii) (501) η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν πληροί τη σχετική πρόνοια της παρ. 1(γ) της Πολιτικής 9(Ξ) διότι δεν εμπίπτει σε αναπτύξεις που περιγράφονται στην παρ. 9.10.1 (παρόδιες διευκολύνσεις για την εξυπηρέτηση και παροχή υπηρεσιών σε διερχόμενους ταξιδιώτες), (iii) (502) στο τεμάχιο δεν είχαν εξασφαλιστεί οι απαιτούμενες συνθήκες ανάπτυξης της περιοχής (το απαραίτητο οδικό δίκτυο και δημόσιος χώρος πρασίνου, τα οποία δεν προνοούνταν στα σχέδια που υποβλήθηκαν, με την περαιτέρω διευκρίνιση ότι για τη διεύρυνση του εφαπτόμενου δρόμου είχε τεθεί όρος παραχώρησης και κατασκευής με την αρχική άδεια οικοδομής για το υφιστάμενο κτίριο, η οποία άδεια εφαρμόστηκε μερικώς με την ανέγερση μόνο της οικοδομής) και (iv) (503) στο έντυπο της αίτησης ΕΑ1 δηλωνόταν δημόσια υδατοπρομήθεια, ενώ το τεμάχιο βρισκόταν έξω από το όριο υδατοπρομήθειας του χωριού και δεν είχαν υποβληθεί έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του Νόμου αρ. 13/74, αναφορικά με την υδροδότηση της ανάπτυξης.
Οι εφεσείοντες προσέβαλαν και τη νέα απόρριψη ισχυριζόμενοι παραβίαση του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε από την προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση, παράβαση κεκτημένων δικαιωμάτων των εφεσειόντων χωρίς επαρκή ή καθόλου αιτιολογία αφού τα πάντα ανάγονταν σε μελλοντικό κυβερνητικό σχεδιασμό, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και παραβίαση των αρχών της καλής πίστης της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του κοινού προς τη διοίκηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή με σχετική απόφαση του ημερ. 30.9.2008, μη δεχόμενο τις αιτιάσεις που προβλήθηκαν προς ακύρωση της νέας διοικητικής πράξης. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο τόσο διότι επαναλήφθηκαν οι ίδιοι απορριπτικοί λόγοι που κηρύχθηκαν άκυροι με την προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση, όσο και διότι επανεξέτασαν την υπόθεση εφ' όλης της ύλης προσθέτοντας νέους λόγους προς απόρριψη της αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση βασίστηκε στη θέση ότι η πολεοδομική αρχή λανθασμένα θεώρησε την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής ως ουσιώδους σημασίας, ενώ ήταν άσχετη με την πολεοδομική αίτηση, όπως άσχετες ήταν και οι σημειώσεις που αναφέρονταν στην απορριπτική τότε προσβληθείσα πράξη.
Το Δικαστήριο προχώρησε να αποφασίσει ότι το προηγούμενο ακυρωτικό Δικαστήριο δεν είχε κρίνει εσφαλμένο τον πρώτο απορριπτικό λόγο αναφορικά, δηλαδή, με τη χωροθέτηση του τεμαχίου και επομένως αυτό δεν συνιστούσε δεδικασμένο ως προς τη δυνατότητα επανάληψης του στη νέα πράξη. Η προηγηθείσα δε ακυρωτική απόφαση υπό τύπο σχολίου και μόνο («obiter dictum»), έκρινε ότι αν η πολεοδομική αρχή δεν λάμβανε υπόψη τον δεύτερο προβληθέντα λόγο απόρριψης και τις σημειώσεις, δυνατό να ήταν πιθανή η παράκαμψη του πρώτου λόγου άρνησης με ενδεχόμενη χαλάρωση. Σημειώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πρόσθετα, ότι η προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση κατέγραψε ότι δεν μπορούσε να εκτιμηθεί η βαρύτητα που η πολεοδομική αρχή απέδωσε στην απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής και στα θέματα που προέκυπταν από τις σημειώσεις και γι' αυτό δεν ήταν ορθό να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο για τον πρώτο λόγο άρνησης κατ' απομόνωση από το δεύτερο λόγο και τις σημειώσεις.
Εξετάζοντας τα εγερθέντα σημεία, εντοπίζεται ως ουσιαστικό ζήτημα η κρίση επί της κατ' ισχυρισμόν παραβίασης του δεδικασμένου. Το δεδικασμένο στο διοικητικό δίκαιο έχει με επάρκεια νομολογηθεί και αρκεί για σκοπούς της παρούσας συζήτησης να καταγραφεί εκ νέου ότι δημιουργείται όποτε στη βάση ταύτισης διαδίκου, ιδιότητας διαδίκων, επιδίκων θεμάτων και υπό την προϋπόθεση τελεσίδικης απόφασης, προκύπτει νομικό ή πραγματικό δεδομένο ώστε κάθε διοικητικό όργανο να δεσμεύεται από τα ήδη κριθέντα (δέστε Δημοκρατία μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Τούλας Κούλουμου και Ευανθία Παπασάββα ν. Τούλας Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293). Το διοικητικό όργανο είναι δεσμευμένο από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα, αλλά δεν κωλύεται από το να διερευνήσει, για παράδειγμα, την κατοχή προσόντος ή άλλου πραγματικού δεδομένου εάν δεν υπήρξε επ' αυτού συγκεκριμένη απόφαση από το Δικαστήριο ή δεν είχε εγερθεί τέτοιο ζήτημα προηγουμένως. (Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 345). Στη Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, η Πλήρης Ολομέλεια διευκρίνισε ότι το διοικητικό όργανο διενεργεί την επανεξέταση «.. στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: (βλ. Ιωσηφίδη κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 61).»
Υπό το φως των ανωτέρω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο πρώτος απορριπτικός λόγος που σχετιζόταν με τη χωροθέτηση της ανάπτυξης, δεν αποτελούσε δεδικασμένο και δεν κωλυόταν το διοικητικό όργανο να τον επαναλάβει εφόσον δεν κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 696/05 ως εσφαλμένος. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ο λόγος περί της χωροθέτησης της ανάπτυξης δεν θεωρήθηκε ορθό από το Δικαστήριο να αποτελέσει αυτοτελές στήριγμα προς επιβεβαίωση της πρώτης διοικητικής πράξης εφόσον ο εφεσίβλητος δυνατόν να είχε παρασυρθεί στην κρίση του από την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής και τις σχετικές σημειώσεις. Επομένως δεν υπήρχε ουσιαστικά κριθέν ζήτημα επί του λόγου της χωροθέτησης της ανάπτυξης, όπως προϋποθέτει η νομολογία, η οποία με σαφήνεια διαχρονικά έχει καταγράψει ότι ως κριθέν ζήτημα «.. θεωρείται εκείνο το οποίο, αφού διαγνώσθηκε και κρίθηκε, αποτέλεσε το αναγκαίο στήριγμα του γενόμενου από την απόφαση δεκτού ως συμπεράσματος, όχι όμως και άλλα περιστατικά ιστορικά απλώς αναφερόμενα και μη αναγκαία για τη συναγωγή του συμπεράσματος όπως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης.» (βλ. Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ. (Αρ. 1) (2001) 3 Α.Α.Δ. 19, Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 230).
Ορθή κρίνεται και η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη βάση και πάλι της πιο πάνω νομολογίας, ότι ήταν λανθασμένη η εισήγηση των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος κατά την επανεξέταση επεκτάθηκε ανεπιτρέπτως εφ' όλης της ύλης. Όπως έχει αναφερθεί ήδη, η διερεύνηση θέματος όταν κρίνεται από το διοικητικό όργανο αναγκαία είναι επιτρεπτή και παρέχεται ως δυνατότητα κατά περίπτωση. Στη βάση αυτή, οι λόγοι απόρριψης (501), (502) και (503) αποτέλεσαν νέους λόγους τους οποίους ο εφεσίβλητος είχε την ευχέρεια να προβάλει ως λόγους άρνησης της χορήγησης της πολεοδομικής άδειας, με δεδομένο μάλιστα ότι δεν είχαν τεθεί στην πρώτη απόφαση η οποία ακυρώθηκε. Είναι φανερό ότι οι εφεσείοντες παρερμήνευσαν τη θέση του ακυρωτικού Δικαστηρίου ότι οι σημειώσεις δεν ήταν σχετικές και οι οποίες βέβαια δεν επαναλήφθησαν κατά την επανεξέταση. Το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν είχε κρίνει παράνομες τις σημειώσεις, αλλά ότι αυτές ήταν άσχετες με την τότε επίδικη απόφαση και επομένως ο εφεσίβλητος είχε την ευχέρεια κατά την επανεξέταση, μετά από δέουσα έρευνα και εφόσον οι λόγοι δεν προϋπήρχαν κατά την αρχική απόφαση, να εισαγάγει τους λόγους απόρριψης που έχουν αναφερθεί πιο πάνω.
Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και ορθά, οι λόγοι (502) και (503) δεν ταυτίζονται με τις σημειώσεις της αρχικής απόφασης, αλλά αντίθετα τεκμηριωμένα προέκυπταν από τη Δήλωση Πολιτικής που ίσχυε. Όπως εύστοχα σημειώνει στο δικό του περίγραμμα ο εφεσίβλητος, οι λόγοι άρνησης (501) και (502) είχαν αναφορά σε συγκεκριμένες διατάξεις της εφαρμοστέας Δήλωσης Πολιτικής, οι οποίες έπρεπε να πληρούνταν κατά την υποβολή της πολεοδομικής αίτησης. Με ιδιαίτερη δε αναφορά στο λόγο (502), εξηγήθηκε ότι αυτός δεν σχετίζεται με μελλοντικούς σχεδιασμούς της διοίκησης, αλλά καταγράφει δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης και της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης. Με άλλα λόγια, κατά την υποβολή της αίτησης δεν είχαν εξασφαλιστεί στο επίδικο τεμάχιο ούτε το απαραίτητο οδικό δίκτυο, ούτε και ο αναγκαίος χώρος πρασίνου, θέματα που δεν προβλέπονταν καν στα υποβληθέντα σχέδια. Δεν αφορούσαν λοιπόν τα θέματα οποιοδήποτε μελλοντικό και αβέβαιο σχεδιασμό (η σύνδεση που επιχειρήθηκε από τους εφεσείοντες με θέματα απαλλοτριώσεων ήταν άστοχη), αλλά παρόντα και υπαρκτά δεδομένα. Όντως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τα πιο πάνω κατά συνοπτικό τρόπο, αλλά η απόφαση του επί της ουσίας ήταν απόλυτα ορθή.
Αναφορικά με την αιτίαση των εφεσειόντων ότι η προσβαλλόμενη πράξη είχε παραβιάσει την αρχή της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, διότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του τεμαχίου και της οικοδομής είχε λάβει σχετικές άδειες αναφορικά με την πώληση οινοπνευματωδών, άδεια λειτουργίας κέντρου από τον Κ.Ο.Τ., πιστοποιητικό καταλληλότητας ως μουσικοχορευτικό κέντρο από το Τμήμα Δημοσίων Έργων και πιστοποιητικό καταλληλότητας από τον Επαρχιακό Μηχανικό Λευκωσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι τα πλείστα των πιστοποιητικών αυτών είχαν λήξει πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, ενώ ήταν γενικά άσχετες οι ευρύτερες ενέργειες της διοίκησης εφόσον το ζητούμενο ήταν να χορηγηθεί η πολεοδομική άδεια που ήταν προϋπόθεση για τη νόμιμη χρήση οικοδομής ως μουσικοχορευτικού κέντρου. Δεν θα ήταν άλλωστε δυνατόν, εν πάση περιπτώσει, να είχαν δημιουργηθεί συνθήκες κωλύματος του εφεσίβλητου στη βάση της αρχής του estoppel λόγω των προηγούμενων υφιστάμενων αδειών ώστε να αποκλεισθεί από του να μην χορηγήσει την πολεοδομική άδεια εφόσον κατά το χρόνο της αιτήσεως δεν συνέτρεχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Όσον αφορά δε τις απόψεις του Κ.Ο.Τ. ότι τα αρχιτεκτονικά σχέδια της αίτησης ικανοποιούσαν κατ' αρχάς τους περί Κέντρων Αναψυχής Κανονισμούς, ορθά παρατηρεί και πάλι ο εφεσίβλητος στο περίγραμμα του ότι οι θέσεις αυτές του Κ.Ο.Τ. ήταν προκαταρκτικές και μη δεσμευτικές, τελούσαν δε υπό την προϋπόθεση ότι θα εκδιδόταν η κατά νόμο αναγκαία πολεοδομική άδεια, σύμφωνα με το Άρθρο 21 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72, που περιλαμβάνει και την οποιαδήποτε ουσιώδη αλλαγή στη χρήση οικοδομής.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να λεχθεί υπό τις συνθήκες ότι είχαν δημιουργηθεί εύλογες ελπίδες για τη χορήγηση της πολεοδομικής άδειας. Ούτε και εξάγεται συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δεν έδωσε επαρκή αιτιολογία για την παρέκκλιση από την άποψη του Κ.Ο.Τ. περί ικανοποίησης των προνοιών των περί Κέντρων Αναψυχής Κανονισμών. Άλλωστε οι όποιες απόψεις του Κ.Ο.Τ., όπως και κάθε άλλης αρμόδιας αρχής, δεν ήταν δεσμευτικές για την πολεοδομική αρχή, η οποία είχε και την ευθύνη της τελικής απόφασης. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε επί του θέματος ότι στην ουσία εφόσον οι απόψεις του Κ.Ο.Τ. ήταν προκαταρκτικές και μη δεσμευτικές δεν εγειρόταν ζήτημα αιτιολόγησης. Το θέμα εν τέλει παρέμεινε και θεωρητικό διότι η άρνηση της χορήγησης της πολεοδομικής άδειας βασίστηκε σε λόγους άλλους από τις όποιες απόψεις του Κ.Ο.Τ.
Το τελευταίο εγερθέν σημείο αφορά το παράπονο ότι η πολεοδομική αρχή όφειλε να αναλάβει εξ ιδίων της έρευνα σε σχέση με την υποδειχθείσα από τους εφεσείοντες παροχή υδατοπρομήθειας. Η αντίληψη αυτή είναι λανθασμένη. Στο σχετικό έντυπο ΕΑ5, (αλλαγή χρήσης), οι εφεσείοντες σημείωσαν στον αντίστοιχο χώρο ότι υπήρχε υδατοπρομήθεια, ενώ στο έντυπο ΕΑ1, (ανάπτυξη για οικοδομικούς σκοπούς), σημειώθηκε στη σχετική στήλη της παρ. 10 («Άλλες πληροφορίες»), ότι υπήρχε δημόσια υδατοπρομήθεια. Ο όρος (503), μέρος του λόγου άρνησης της πολεοδομικής άδειας, αφορά το γεγονός ότι το τεμάχιο «... βρίσκεται έξω από το όριο Υδατοπρομήθειας του χωριού ...». Είναι επομένως πρόδηλο ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν πλήρη και ακριβή στοιχεία αναφορικά με την υδροδότηση του τεμαχίου και όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απουσία εκπλήρωσης αυτής της υποχρέωσης, ο λόγος άρνησης (503) ήταν νόμιμος. Από τη στιγμή που η θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι δεν υπήρχε δημόσια υδατοπρομήθεια διαθέσιμη για το τεμάχιο, εφόσον αυτό ήταν εκτός του ορίου του χωριού, διερωτάται κανείς τι έρευνα έπρεπε να διεξαγάγει η πολεοδομική αρχή. Αντίθετα, ήταν οι εφεσείοντες που έπρεπε να παρουσίαζαν εξ αρχής στοιχεία ώστε να ικανοποιούσαν την ανάγκη για υδροδότηση, υποδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα εξυπηρετούσε το τεμάχιο.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.